Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Επί τα χείρω νομολογιακή μεταστροφή ως προς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων ενταγμένων στη δικαστική εξουσία: από την ΣτΕ Ολ 1501/2014 στις ΣτΕ Ολ 799-803/2021 (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 24-10-2022)

Επί τα χείρω νομολογιακή μεταστροφή ως προς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων ενταγμένων στη δικαστική εξουσία: από την ΣτΕ Ολ 1501/2014 στις ΣτΕ Ολ 799-803/2021 (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 24-10-2022)
1. Στην κατηγορία των «arrêts de principe» είχε αναμφίβολα την προοπτική να ενταχθεί η απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014 ΣτΕ Ολ 1501.2014, που συμπλήρωσε το νομικό καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Η απόφαση θυμίζει την εμβληματική νομολογία των Δικαστηρίων της Ένωση για την καθιέρωση της ευθύνης των κρατών μελών, λόγω παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου. Το ως άνω νομικό καθεστώς αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα νομολογιακής διάπλασης και εναρμόνισης κανόνων των εθνικών δικαίων, με την αναγνώριση της αρχής της ευθύνης στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich (EU:C:1991:428)την ανάπτυξή της στις αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du Pêcheur (EU:C:1996:79)της 23ης Μαΐου 1996, Hedley Lomas (EU:C:1996:205και της 8ης Οκτωβρίου 1996, Dillenkofer (EU:C:1996:375και τη διεύρυνσή της με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (EU:C:2003:513που έθεσε τις προϋποθέσεις της ευθύνης από πράξεις των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών, τις οποίες διευκρίνισε περαιτέρω και παγίωσε η απόφαση της 13ης Ιουνίου 2006, Traghetti (EU:C:2006:391). Η σχετική νομολογία εμπλουτίσθηκε με τις αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C‑160/14 (EU:C:2015:565), της 28ης Ιουλίου 2016, Tomášová, C-168/15 (EU:C:2016:602), της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ., C-234/17, (EU:C:2018:853), της 29ης Ιουλίου 2019, Hochtief, C-620/17 (EU:C:2019:630), της 4ης Μαρτίου 2020, Telecom Italia, C-34/19 (EU:C:2020:148). Οι κανόνες που απορρέουν από τη νομολογία αυτή  μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: 1. Όσον αφορά τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ευθύνης κράτους μέλους για τις ζημίες που υπέστησαν ιδιώτες λόγω καταλογιστέας σε αυτό παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι οι ζημιωθέντες ιδιώτες έχουν δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας που έχουν υποστεί εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, συγκεκριμένα δε ότι ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου της Ένωσης αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ότι η παράβαση του κανόνα αυτού είναι κατάφωρη και ότι υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας που υπέστησαν οι εν λόγω ιδιώτες. 2. Η αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες τους καταλογίζονται είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ασχέτως του αν η ζημία πρέπει να καταλογιστεί στη νομοθετική, στη δικαστική ή στην εκτελεστική εξουσία. 3. Η ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες προκληθείσες από απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, η οποία αντιβαίνει σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, διέπεται από τις ίδιες προϋποθέσεις. 4. Οι τρεις παραπάνω προϋποθέσεις είναι αναγκαίες και ικανές να στοιχειοθετήσουν αξίωση των ιδιωτών προς αποζημίωση, χωρίς πάντως να αποκλείουν τη δυνατότητα θεμελιώσεως της ευθύνης κράτους μέλους υπό λιγότερο περιοριστικές προϋποθέσεις, βάσει του εθνικού δικαίου. 5. Δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης κανόνας του εθνικού δικαίου ο οποίος προβλέπει, για τη θεμελίωση της ευθύνης κράτους μέλους για τις ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονται σε αυτό, λιγότερο περιοριστικές προϋποθέσεις από αυτές που καθορίζονται με τη νομολογία του ΔΕΕ. 6. Η αρχή του δεδικασμένου δεν αποκλείει την αναγνώριση της αρχής της ευθύνης κράτους μέλους λόγω αποφάσεως εθνικού δικαιοδοτικού οργάνου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό με την οποία παραβιάζεται κανόνας του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, λόγω, ιδίως, του γεγονότος ότι η προσβολή, με μια τέτοια απόφαση, των δικαιωμάτων που αντλούνται από το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί κανονικά πλέον να αρθεί, οι ιδιώτες δεν είναι δυνατόν να στερηθούν τη δυνατότητα να ζητήσουν τη διαπίστωση της ευθύνης του Δημοσίου προκειμένου να επιτύχουν με τον τρόπο αυτό τη νομική προστασία των δικαιωμάτων τους. 7. Η εφαρμογή των προϋποθέσεων βάσει των οποίων στοιχειοθετείται η ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονται σε αυτό πρέπει, κατ’ αρχήν, να διενεργείται από τα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει παράσχει το Δικαστήριο για την θέση τους σε εφαρμογή. 8. Όσον αφορά ιδίως τη δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές [κατάφωρη παραβίαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης], πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες που προκαλούνται από απόφαση εθνικού δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό η οποία παραβιάζει κανόνα του δικαίου της Ένωσης μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στην εξαιρετική περίπτωση στην οποία το κρίνον σε τελευταίο βαθμό εθνικό δικαστήριο παρέβη προδήλως το εφαρμοστέο δίκαιο. 9. Προκειμένου να καθορισθεί αν υφίσταται κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί αγωγής αποζημιώσεως πρέπει να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. Μεταξύ των στοιχείων που δύνανται να ληφθούν συναφώς υπόψη καταλέγονται, ιδίως, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζόμενου κανόνα, το εύρος του περιθωρίου εκτιμήσεως που αφήνει ο κανόνας αυτός στις εθνικές αρχές, ο ηθελημένος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσας παραβάσεως ή της προκληθείσας ζημίας, το συγγνωστό ή ασύγγνωστο ενδεχομένης πλάνης περί το δίκαιο, το αν η στάση θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδέχεται να συντέλεσε στη λήψη ή τη διατήρηση σε ισχύ αντιθέτων προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικών μέτρων ή πρακτικών και η εκ μέρους του οικείου εθνικού δικαστηρίου παράλειψη εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς του περί προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. 10. Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης χαρακτηρίζεται ως κατάφωρη οσάκις αντιβαίνει προδήλως στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. 11. Εφόσον πληρούνται οι τρεις παραπάνω προϋποθέσεις, το κράτος μέλος υποχρεούται να αποκαταστήσει τις συνέπειες της προκληθείσας ζημίας στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί αστικής ευθύνης, εξυπακουομένου ότι οι προϋποθέσεις τις οποίες ορίζουν οι διάφορες εθνικές νομοθεσίες σχετικά με την αποκατάσταση της ζημίας δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την αποζημίωση (αρχή της αποτελεσματικότητας). 12. Η αποκατάσταση της ζημίας που υφίστανται ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βλάβη που υπέστησαν, ώστε να εξασφαλίζεται αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων τους. Επιβάλλεται, βεβαίως, η επισήμανση ότι τα δικαιοπλαστικά περιθώρια του Έλληνα δικαστή είναι περιορισμένα, δεδομένου ότι στην εθνική έννομη τάξη υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, η οποία έχει ήδη ερμηνευθεί από πλούσια σχετική νομολογία. Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, που αποτελεί μια από τις μεγάλες στιγμές του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Ολομέλεια επέλυσε τρία ζητήματα, διευκρινίζοντας αλλά και εμπλουτίζοντας το νομικό καθεστώς της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου. Πρόκειται για το συνταγματικό έρεισμα της ευθύνης, την ευθύνη από νόμιμες πράξεις και, πρωτίστως, την ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας.
2. Με μια σειρά αποφάσεων του Ιουνίου 2021 (ΣτΕ Ολ 799-803/2021 A799-2021-4, A800-2021-3-5, A801-2021-2-3, A802-2021-3-4, A803-2021-2-7-6) το Δικαστήριο εγκατέλειψε την προσέγγιση που είχε υιοθετήσει στην απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, δηλαδή τον κανόνα της ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ σε περίπτωση προδήλου ή βαρέος σφάλματος οργάνου ενταγμένου στη δικαστική εξουσία, υιοθετώντας τις απόψεις της μειοψηφίας που είχαν διατυπωθεί από μεγάλο αριθμό δικαστών που μετείχαν στην Ολομέλεια. Ειδικότερα, στην απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014 το Δικαστήριο έκρινε ότι η παραπάνω διάταξη δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Εν όψει της φύσεως του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εφόσον δε το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη. Με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 799-803/2021, η Ολομέλεια, επιδεικνύοντας αδικαιολόγητη αυτοσυγκράτηση, δέχθηκε, αντιθέτως, ότι το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη ζημία από πράξη δικαστικού οργάνου. Ειδικότερα, έκρινε ότι, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων προς τούτο δικαστηρίων, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζομένου, ούτε με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Επομένως, οι σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Διατηρείται μόνον η υποχρέωση του Δημοσίου να προβαίνει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι πολίτες υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, υπό τις προϋποθέσεις που διέπλασε το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της ανάγκης διαφύλαξης της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια (ΣτΕ Ολ 799/2021). Όπως επισήμανε συναφώς σημαντική μειοψηφία, είναι αντιφατικό σε μία εθνική συνταγματική έννομη τάξη να διασφαλίζονται, και ορθώς, τα δικαιώματα που έλκει ο πολίτης από την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΣτΕ 799/2021), αλλά να μη διασφαλίζονται τα αυτά ακριβώς δικαιώματα, όταν τα έλκει από την εθνική συνταγματική έννομη τάξη. Πάντως, και στην περίπτωση αυτή, ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο. Ειδικότερα, επί αγωγών αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του Ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί των σχετικών διαφορών κάμπτεται, όταν η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία και καθίστανται αρμόδια για την εκδίκαση των οικείων αγωγών αποζημίωσης.
3. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η προσέγγιση του Δικαστηρίου όσον αφορά τη μεταστροφή της νομολογίας επί ζητημάτων ερμηνείας κανόνων του θετικού δικαίου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταστροφή αυτή αποτελεί φαινόμενο σύμφυτο με το δικαιοδοτικό έργο και αναγκαίο μέσο για την περαιτέρω εξέλιξη της νομολογίας, τα δε δικαστήρια διαθέτουν την εξουσία προς πραγματοποίησή της. Κατά συνέπεια, η νομολογιακή μεταστροφή δεν παραβιάζει τις απορρέουσες από το Σύνταγμα (ΣτΕ Ολ 1738/2017) και την ΕΣΔΑ αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης -από τις οποίες άλλωστε δεν απορρέει δικαίωμα στη σταθερότητα της νομολογίας (απόφαση του ΕΔΔΑ της 29.1.2019, Orlen Lietuva Ltd. κατά Λιθουανίας, 45849/13, σκ. 80)-, παρά μόνον εάν αυτή παρίσταται αυθαίρετη ή παντελώς στερούμενη αιτιολογίας (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22.5.2018, Jureša κατά Κροατίας, 24079/11, σκ. 44, της 30.10.2010, της 12.1.2016, Borg κατά Μάλτας, 37537/13, σκ. 111, S.S. Balikliçeşme Beldesi Tarim Kalkinma Kooperatifi και λοιποί κατά Τουρκίας, 35703/05, σκ. 28). Εξάλλου, οι ως άνω αρχές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με την αρχή της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ουδόλως υποχρεώνουν τα δικαστήρια σε χρονική μετάθεση των εννόμων συνεπειών που συνεπάγεται η νομολογιακή μεταστροφή και, ειδικότερα, στην εφαρμογή των κανόνων και αρχών που αποτελούν το αντικείμενό της στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση της απόφασης που την επιφέρει υποθέσεις, εκτός εάν η μεταστροφή αφορά α) σε ζητήματα παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου μέσου (ΣτΕ Ολ 3596/1971, Ολ 605/2008, 4304/2001, 1587/2007 7μ, 1023/2009 7μ, 1913/2010 7μ, 2436/2012 7μ, 2131/2015 1898/2016 7μ, 170/2017 7μ, βλ. και απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.5.2020, Gil Sanjuan κατά Ισπανίας, 48297/15, σκ. 36-44), β) σε δικαιώματα, αξιώσεις ή εύλογες προσδοκίες, οι οποίες ερείδονται επί παγιωθείσας νομολογίας και καθίστανται, για τον λόγο αυτό, άξιες προστασίας παρά τη μεταστροφή που συνεπάγεται την εφεξής μη αναγνώρισή τους. γ) Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, δεν νοείται άμεση εφαρμογή κανόνα αποτελούντος προϊόν νομολογιακής μεταστροφής κατά παραβίαση της αρχής της προβλεψιμότητας (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 26.5.2020, Gil Sanjuan κατά Ισπανίας, της 19.2.2013, Petko Petkov κατά Βουλγαρίας, 2834/06 σκ. 33, της 7.7.2011, Serkov κατά Ουκρανίας, 39766/05, σκ. 40). Για το θέμα των νομολογιακών μεταστροφών βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Οι συνταγματικές διαστάσεις της μεταβολής της νομολογίας, Εκδόσεις Ευρασία, 2019, Β. Χριστιανού, Οι μεταστροφές της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, Chloé Pros-Phalippon, Le juge administratif et les revirements de jurisprudence, LGDJ, 2018.

4. Οι βασικές θέσεις των αποφάσεων ΣτΕ Ολ 799-803/2021 είναι οι εξής:

Το άρθρο 4 παρ. 5 Σ ως θεμέλιο της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από τη ζημιογόνο δράση και των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία – Υποχρέωση νομοθετικής ρύθμισης των προϋποθέσεων θεμελίωσης της ευθύνης

Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διατάξεως αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπ’ όψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους (ΣτΕ Ολ 1501/2014, 3783/2014 7μ, 1330/2016, 1607/2016 7μ, 1533/2018, 2557/2019).

 

Αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ στη ζημία από πράξη δικαστικού οργάνου – Αδυναμία άσκησης αποζημιωτικής αξίωσης κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος – Υποχρέωση νομοθετικού καθορισμού των όρων αποκατάστασης της ζημίας από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών – Μη δικαστικώς επιδιώξιμες αξιώσεις ελλείψει νομοθετικού καθορισμού

Με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ επιδιώκεται η αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας και η ικανοποίηση ηθικής βλάβης που προκαλούνται από πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων του Δημοσίου, όταν αυτές κρίνονται παράνομες από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως. Οι διατάξεις αυτές, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συνεπώς, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, υπό την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έννοια, επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει την διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Επιβάλλει, ειδικότερα, την υποχρέωση να καθορίσει τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται από το Δημόσιο ζημία προκληθείσα από τα όργανα αυτά κατά την άσκηση τόσο του δικαιοδοτικού όσο και του εν γένει δικαστικού τους έργου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η διοίκηση της Δικαιοσύνης, καθώς και την έκταση της αποκαθισταμένης ζημίας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της έκτασης των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Η γενόμενη δεκτή με την απόφαση ΣτΕ Ολ 799/2021 υποχρέωση του Δημοσίου να προβαίνει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι πολίτες υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, υπό τις προϋποθέσεις που διέπλασε το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά διαφορετική περίπτωση, υπαγορευθείσα από την ανάγκη διαφύλαξης της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια, και όχι από τη διαπίστωση, από την πλευρά του Δικαστηρίου, της ύπαρξης κοινής στις εθνικές έννομες τάξεις προσέγγισης ως προς την αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Εξάλλου, μετά την απόφαση Köbler (C-224/01), στις έννομες τάξεις πλειόνων κρατών μελών υφίσταται διάκριση μεταξύ, αφενός, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από τα δικαστήρια, την οποία τα ίδια αναγνωρίζουν, και, αφετέρου, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του εθνικού δικαίου από δικαστικές αποφάσεις, την οποία καταρχήν απορρίπτουν (πρβλ. Conseil d’ Etat αποφάσεις της 18.6.2008, Gestas, n° 295831, της 16.4.2019, Société Fauba France, n° 423643 σκ. 2, Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας, απόφαση 10.10.2003, VfGH, A-36/00).

 

Οργανωτικό σύστημα χωριστών δικαιοδοσιών – Εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης λόγω αποφάσεων ή πράξεων πολιτικών δικαστηρίων από τα πολιτικά δικαστήρια

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 93 και 94 του Συντάγματος, το Σύνταγμα οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο. Εξ αυτών δε παρέπεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να εκπληρώσει την υποχρέωση θέσπισης του νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, σε αρμονία με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις που καθιερώνουν το προαναφερθέν οργανωτικό σύστημα χωριστών δικαιοδοσιών, ήτοι ρυθμίζοντας τα σχετικά ζητήματα χωριστά ανά δικαιοδοτικό κλάδο. Τα ανωτέρω ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν ο προαναφερθείς έλεγχος λαμβάνει χώρα παρεμπιπτόντως, κατόπιν άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά του Δημοσίου κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, με την οποία η παρανομία αποδίδεται στα όργανα που είναι ενταγμένα στη δικαστική εξουσία και συνίσταται στην παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από αυτά. Επομένως, επί αγωγών αποζημίωσης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ κατά του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινόμενου σε τελευταίο βαθμό, η κατοχυρούμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. η΄ του ν. 1406/1983 δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επί των σχετικών διαφορών κάμπτεται, όταν η παραβίαση του ενωσιακού δικαίου αποδίδεται στα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία και καθίστανται αρμόδια για την εκδίκαση των οικείων αγωγών αποζημίωσης. Τούτο, διότι, ενόψει του χρόνου δημοσίευσης του Ν. 1406/1983, προδήλως δεν επιδιώχθηκε με τις προεκτεθείσες διατάξεις του η ανάθεση στα διοικητικά δικαστήρια των σχετικών διαφορών -τις οποίες ο νομοθέτης τότε αγνοούσε- χάριν της ενιαίας εφαρμογής της ίδιας νομοθεσίας, δοθέντος άλλωστε ότι η προβλεπόμενη στην παρ. 3 του άρθρου 94 του Συντάγματος ευχέρεια παρεσχέθη με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001.

Έννοια της πάγιας νομολογίας

Ο κανόνας της ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ σε περίπτωση προδήλου ή βαρέος σφάλματος οργάνων ενταγμένων στη δικαστική εξουσία δεν στηρίζεται σε πάγια νομολογία, διότι τέθηκε για πρώτη φορά με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014 απόφαση, η οποία άλλωστε δεν αφορούσε σφάλματα δικαστικών αποφάσεων, αλλά αστυνομικών οργάνων ενεργούντων ως προανακριτικών υπαλλήλων στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, υιοθετήθηκε δε ακολούθως από τα Τμήματα του Δικαστηρίου σε μικρό αριθμό διαφορών, ορισμένες από τις οποίες μάλιστα εντάσσονται σε ομάδα όμοιων υποθέσεων (ΣτΕ 1330/20161533-4/20182557/2019), μία αφορά σε πράξη δικαστικού οργάνου σχετική με τη διοίκηση της Δικαιοσύνης (ΣτΕ 48/2016 επταμ.), ενώ άλλες δεν αφορούν καν πρόδηλο σφάλμα οργάνων ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία (ΣτΕ 3783/2014 επταμ., η οποία αφορά σε πρόδηλα σφάλματα των κρατικών οργάνων εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ΣτΕ 4403/2015, η οποία αφορά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα εθνικά διοικητικά όργανα, ΣτΕ 1607/2016, η οποία σε πρόδηλα σφάλματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την εποπτεία των επενδυτικών επιχειρήσεων, ΣτΕ 2168/2016 επταμ., η οποία αφορά σε πρόδηλα σφάλματα συμβολαιογράφων στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης). Επιπλέον, μεταξύ της δημοσίευσης της απόφασης ΣτΕ Ολ 1501/2014 (28.4.2014) και της άσκησης των κρινομένων αγωγών, μεσολάβησε χρονικό διάστημα περίπου δυόμιση ετών, στο οποίο δεν δημοσιεύθηκε ικανός αριθμός αποφάσεων με αντικείμενο το ίδιο νομικό ζήτημα, με συνέπεια να μην μπορεί να γίνει λόγος για παγίωση της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού. Κατά τη μειοψηφία, πάντως, στην απόφαση ΣτΕ Ολ 801/2021, λόγοι αναγόμενοι στις, έχουσες συνταγματικό και υπερνομοθετικό έρεισμα, αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν την εξέταση της υπό κρίση αγωγής κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι, μετά τη δημοσίευση της 1501/2014 αποφάσεώς του, που και μόνη, ως προερχόμενη από την Ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου, θα αρκούσε, το μεν Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με τις μνημονευόμενες από την πλειοψηφία αποφάσεις του, τις προϋποθέσεις θεμελίωσης αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πρόδηλο σφάλμα οργάνων του ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία, τα δε διοικητικά δικαστήρια της ουσίας τις εφάρμοσαν τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό (βλ. όλως ενδεικτικώς Δ.Π. Αθηνών 4997/2015, 1297/2017, 3598/2018, 13421/2019, 402/2020, Δ.Π. Πατρών 1225/2016, Δ.Π. Πύργου 345/2019, Δ.Π. Πειραιώς 552/2019, Δ.Π. Κέρκυρας 425/2020, Δ.Π. Θεσσαλονίκης 4407/2020, Δ.Εφ. Αθηνών 2462/2015, 4034/2016,1107/2017, 3601/2020, 3709/2020, Δ.Εφ. Πειραιώς 1691/2018, Δ.Εφ. Λάρισας 352/2019), αναστέλλοντας, μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις την πρόοδο των ενώπιόν τους δικών εν αναμονή των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, σε όσους άσκησαν αγωγές για την ικανοποίηση σχετικών αξιώσεων είτε πριν είτε μετά τη δημοσίευση της απόφασης ΣτΕ Ολ 1501/2014, δημιουργήθηκε η εύλογη πεποίθηση ότι, πάντως κατά τον -μεταγενέστερο της ως άνω απόφασης- χρόνο συζήτησης των σχετικών υποθέσεων, υφίσταται πλέον πάγια νομολογία ως προς τη δυνατότητα αποκατάστασης ζημίας από δικαστικές αποφάσεις με άσκηση αγωγής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Υπό τα δεδομένα αυτά, η επερχόμενη εν προκειμένω μεταστροφή, δυνάμει της οποίας όλες οι αγωγές κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ καθίστανται πλέον απορριπτέες ως απαράδεκτες, είναι ριζική και όχι προϊόν σταδιακής εξέλιξης της νομολογίας του Δικαστηρίου ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις των δικαστικών οργάνων και, για τον λόγο αυτό, δεν ήταν ευλόγως προβλέψιμη από όσους έχουν ήδη ασκήσει ένδικα βοηθήματα και μέσα επί διαφορών της ίδιας κατηγορίας.

Ενδεικτική βιβλιογραφία: Π. Μουζουράκη, Η μερική αναθεώρηση του καθεστώτος της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις των δικαστικών οργάνων: μια προβλέψιμη (;) νομολογιακή μεταστροφή. Σχόλιο σε ΣτΕ Ολ 799/2021 και ΣτΕ Ολ 800/2021, ΕφημΔΔ 1/2022, σ. 87, Ευ. Παυλίδου, Πράττειν δια του παραλείπειν ή η αδράνεια του νομοθέτη ως μοχλός ανατροπής της ευθύνης από δικαστικό σφάλμα. Παρατηρήσεις σε ΣτΕ Ολ 802/2021, ΘΠΔΔ 2021, σ. 899, Κ. Σαμαρτζή, Αστική ευθύνη του Δημοσίου για παράνομες αποφάσεις δικαστηρίων – Μεταστροφή της νομολογίας. Παρατηρήσεις σε ΣτΕ Ολ 800/2021, ΘΠΔΔ 2021, σ. 910, Γ. Καράντζιου, Η κρατική αστική ευθύνη λόγω κατάδηλα εσφαλμένων δικαστικών αποφάσεων σε νομολογιακή αποδρομή (σκέψεις με αφορμή τη ΣτΕ Ολ 1361/2021), e-politeia, Ιανουάριος-Μάρτιος 2022, σ. 117.

 

Πρακτικό θέμα

Σε μεσημεριανή εκπομπή της 15.1.2017 ο τηλεοπτικός σταθμός Χ παρουσίασε ρεπορτάζ με τίτλο «το νησί της αμαρτίας». Στο ρεπορτάζ αυτό έγινε αναφορά στην ερωτική ζωή της τηλεπαρουσιάστριας Ψ, με οπτικό υλικό που είχε ληφθεί από απόσταση και την παρουσίαζε γυμνή σε πισίνα ιδιωτικής έπαυλης, ενώ διάφορα πρόσωπα που βρίσκονταν στο στούντιο προέβαιναν σε χλευαστικά σχόλια σχετικά με τις επιλογές της Ψ στον προσωπικό της βίο. Κατόπιν τούτου, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης με το από 5.3.2017 έγγραφό του κάλεσε τον σταθμό να εκφράσει τις απόψεις του εντός 24 ωρών σε σχέση με την αποδιδόμενη σε αυτόν παράβαση της τηλεοπτικής νομοθεσίας. Οι εκπρόσωποι του σταθμού δεν υπέβαλαν οποιοδήποτε έγγραφο, ούτε παρέστησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας, και με την από 15.3.2017 απόφασή του το ΕΣΡ αποφάσισε με πέντε ψήφους έναντι τεσσάρων την επιβολή προστίμου ύψους 450.000 ευρώ στον σταθμό Χ, λόγω προσβολής του ιδιωτικού βίου της Ψ. Στις 10.5.2017 ο Υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Μέσων και Ενημέρωσης εξέδωσε απόφαση με την οποία επέβαλε το ίδιο πρόστιμο στον σταθμό Ψ, επικαλούμενος την προηγούμενη απόφαση του ΕΣΡ. Οι εκπρόσωποι του σταθμού θέλουν να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ, προβάλλοντας τους εξής ισχυρισμούς: α) Το Σύνταγμα προβλέπει μεν την άσκηση κρατικού ελέγχου επί των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ο έλεγχος όμως αυτός, ο οποίος εκδηλώνεται προπάντων μέσω της αδειοδότησής τους, δεν μπορεί να αναφέρεται στο περιεχόμενο των εκπομπών και δεν μπορεί να συνεπάγεται την επιβολή προστίμων τόσο μεγάλου ύψους, ώστε να οδηγούν εν τοις πράγμασι στο κλείσιμο του σταθμού β) Απολύτως δικαιολογημένα παρουσιάσθηκε το ρεπορτάζ σχετικά με την προσωπική ζωή της Ψ, ενόψει του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος του κοινού σε όλα τα ζητήματα που αφορούν μία τηλεοπτική προσωπικότητα όπως η Ψ.

Ερωτάται:

  1. Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του τηλεοπτικού σταθμού Χ;
  2. O σταθμός Χ ασκεί τελικά αίτηση ακυρώσεως. Η αίτηση ακυρώσεως μπορεί να στραφεί παραδεκτά: α) κατά της απόφασης του ΕΣΡ; β) κατά της απόφασης του Υπουργού, δεδομένου ότι αυτός επαναλαμβάνει απλώς τα κριθέντα στην απόφαση του ΕΣΡ;
  3. Ο σταθμός, εκτός των άλλων, προβάλλει και παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως, αναφέροντας στο δικόγραφο μόνο ότι ήταν αδύνατη η προετοιμασία υπεράσπισης εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Θα ευδοκιμήσει αυτός ο λόγος ακυρώσεως;
  4. Μετά τη συζήτηση, καθώς το Δικαστήριο διασκέπτεται, ο εισηγητής παρατηρεί ότι η απόφαση του ΕΣΡ ελήφθη με πέντε θετικές ψήφους από τους εννέα παρόντες και διερωτάται: δημιουργείται λόγος ακυρώσεως και αν ναι, ποιός; Μπορεί να ληφθεί οίκοθεν υπόψη;
  5. Το Σύνταγμα στο άρ. 101Α ορίζει ότι η επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και “με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της”. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης συγκροτείται από 7 μέλη, εκ των οποίων ένας (1) ορίζεται ως Πρόεδρος και ένας (1) ορίζεται ως Αντιπρόεδρος (άρθρο 2 του Ν. 2863/2000). Θα μπορούσε σε περίπτωση λήξης της θητείας του Προέδρου του ΕΣΡ και λόγω μη συμφωνίας των κομμάτων για την αντικατάστασή του να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του για διάστημα 10 μηνών ώστε να μην διαταραχθεί η λειτουργία της ανεξάρτητης αρχής; Αν η επίμαχη πράξη εκδιδόταν εντός του εν λόγω διαστήματος θα μπορούσε ο σχετικός έλεγχος να γίνει αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο;

 

Η διάταξη του άρ. 4 ν. 2328/1995 προβλέπει τα εξής: «1. Σε περίπτωση παραβίασης: α) των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του διεθνούς δικαίου που διέπουν άμεσα ή έμμεσα τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και γενικότερα τη λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης, (…) γ) των κανόνων δεοντολογίας, όπως αυτοί προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου αυτού, το ΕΣΡ αποφασίζει αυτεπαγγέλτως ή μετά από ερώτημα του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ή καταγγελία παντός έχοντος έννομος συμφέρον, την επιβολή μίας ή περισσοτέρων από τις παρακάτω κυρώσεις: αα) σύσταση για συμμόρφωση σε συγκεκριμένη διάταξη της νομοθεσίας με προειδοποίηση επιβολής λοιπών κυρώσεων, ββ) πρόστιμο από πέντε έως πεντακόσια εκατομμύρια (5.000.000 έως 500.000.000) δραχμές που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., γγ) προσωρινή αναστολή μέχρι τρεις μήνες ή οριστική διακοπή της μετάδοσης συγκεκριμένης εκπομπής του σταθμού δδ) προσωρινή αναστολή μέχρι τρεις μήνες της μετάδοσης κάθε τηλεοπτικού προγράμματος εε) ανάκληση της άδειας λειτουργίας του σταθμού στ) κυρώσεις ηθικού περιεχομένου (όπως υποχρεωτική μετάδοση ανακοίνωσης σχετικά με τις λοιπές επιβαλλόμενες κυρώσεις). Το ΕΣΡ διαβιβάζει αμελλητί την απόφασή του στον Υπουργό Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ο οποίος ασκεί έλεγχο νομιμότητας και εκδίδει την πράξη επιβολής. Η επιλογή του είδους και η επιμέτρηση των διοικητικών κυρώσεων του άρθρου αυτού γίνεται ανάλογα με τη βαρύτητα της παραβίασης, την τηλεθέαση που συγκεντρώνει το πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου τελέσθηκε η παραβίαση, το μερίδιο της αγοράς ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών που έχει τυχόν αποκτήσει, το ύψος της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί (…) και η ύπαρξη τυχόν υποτροπών. Η απόφαση του ΕΣΡ για την επιβολή κυρώσεων της προσωρινής αναστολής της ισχύος ή της ανάκλησης της άδειας ή προστίμου άνω των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των παρόντων μελών του ΕΣΡ (…).  Η απόφαση του ΕΣΡ για την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου αυτής περιέχει πλήρη και ειδική αιτιολογία και διατυπώνεται σε κάθε περίπτωση ύστερα από ακρόαση των ενδιαφερομένων κατά τη διάρκεια μίας τουλάχιστον συνεδρίασης της Ολομέλειας του οργάνου».

 

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο