Ανακοινώσεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

W. Kahl und M. Schwind, Europäische Grundrechte und Grundfreiheiten – Grundbausteine einer Interaktionslehre, EuR 2/2014, σσ. 170-194

Europäische Grundrechte und Grundfreiheiten – Grundbausteine einer Interaktionslehre, EuR 2/2014, σ. 170

Von Wolfgang Kahl und Manuel Schwind, Heidelberg

 

1. Στην περίπλοκη και πολυσχιδή σχέση μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών ως των σημαντικότερων κατηγοριών δημοσίων δικαιωμάτων, στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΕΕ) είναι αφιερωμένο το άρθρο τoυ καθηγητή Wolfgang Kahl και του υπ.διδ. Manuel Schwind, Europäische Grundrechte und Grundfreiheiten – Grundbausteine einer Interaktionslehre. Στην εισαγωγή οριοθετούνται οι δύο νομικές κατηγορίες. Επισημαίνεται ότι με τις θεμελιώδεις ελευθερίες επιδιώκεται η υλοποίηση του στόχου της εσωτερικής αγοράς (άρθρο 3 παρ. 3 εδ. 1 ΣΕΕ, άρθρο 26 παρ. 2 ΣΛΕΕ) και η προστασία του ιδιώτη πρωτίστως έναντι εθνικών μέτρων τα οποία μπορούν να περιορίσουν την επίτευξη του σκοπού αυτού, ενώ με τα θεμελιώδη δικαιώματα διασφαλίζεται η προστασία ατομικών δικαιωμάτων της ελευθερίας και της ισότητας έναντι της δραστηριότητας των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της ΈΕ (άρθρο 51 παρ. 1 εδ. 1 του Χάρτη). Επισημαίνεται ότι υπάρχει η τάση σχετικοποίησης της διάκρισης αυτής, ενώ εντοπίζεται και η «δογματική» συγγένεια των δύο κατηγοριών και οι επικαλύψεις των πεδίων εφαρμογής τους: ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται το άρθρο 15 παρ. 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο ανάγει τις θεμελιώδεις ελευθερίες της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε εγγυήσεις της επαγγελματικής και της επιχειρηματικής ελευθερίας [άρθρο 15, ελευθερία επαγγέλματος και δικαίωμα προς εργασία: Κάθε πολίτης της Ένωσης είναι ελεύθερος να αναζητά απασχόληση, να εργάζεται, να εγκαθίσταται ή να παρέχει υπηρεσίες σε κάθε κράτος μέλος].

2. Οι συγγραφείς εξετάζουν συστηματικά τις περιπτώσεις σύγκρουσης ή αλληλεπίδρασης θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που αντιμετώπισε η νομολογία του Δικαστηρίου και εντοπίζουν πέντε περιπτώσεις (ΙΙ. Fallgruppen der Interaktion). Στην πρώτη περίπτωση, τα θεμελιώδη δικαιώματα λειτουργούν ως δικαιολογητικός λόγος των περιορισμών των θεμελιωδών ελευθεριών (ΙΙ.1). Η σχέση αυτή μπορεί να εκδηλωθεί ως στάθμιση εννόμων αγαθών που προστατεύουν οι θεμελιώδεις ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα (ΙΙ.1.α). Χαρακτηριστική συναφώς είναι η απόφαση Schmidberger. [«77.Η παρούσα υπόθεση θέτει το ζήτημα του αναγκαίου συγκερασμού μεταξύ των επιταγών της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Κοινότητα και εκείνων που απορρέουν από μια θεμελιώδη ελευθερία που καθιερώνει η Συνθήκη και, ειδικότερα, το ζήτημα του περιεχομένου, αντιστοίχως, της ελευθερίας εκφράσεως και της ελευθερίας του συνέρχεσθαι, που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 10 και 11 της ΕΣΔΑ, και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, όταν οι πρώτες τυγχάνουν επικλήσεως ως λόγος δικαιολογήσεως ενός περιορισμού της δεύτερης.»] Επίσης, το προστατευόμενο από τα θεμελιώδη δικαιώματα έννομο αγαθό μπορεί να λειτουργεί ως επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος (ΙΙ.1.β). Χαρακτηριστικές συναφώς είναι οι αποφάσεις Viking και Laval [«77. … το δικαίωμα αναλήψεως συλλογικής δράσεως που αποσκοπεί στην προστασία των εργαζομένων συνιστά θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει, κατ’ αρχήν, ένα περιορισμό μιας των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη…»]. Εν προκειμένω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Trstenjak, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-271/08, σημεία 175-199. Ως τρίτη μορφή εν προκειμένω εξετάζεται η «άμεση» τριτενέργεια των θεμελιωδών ελευθεριών, δηλαδή το κατά πόσον η δράση ιδιωτών μπορεί να περιορίσει θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων ή την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, για αντικειμενικούς λόγους που ανάγονται στην προστασία θεμελιώδους δικαιώματος (ΙΙ.1.γ). Χαρακτηριστικές συναφώς είναι οι αποφάσεις Angonese (C-281/98) και Fra.bo SpA κατά Deutsche Vereinigung des Gasund Wasserfaches eV (DVGW) (C-171/11).

3. Στη δεύτερη περίπτωση οι θεμελιώδεις ελευθερίες λειτουργούν ως δικαιολογητικός λόγος των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΙΙ.2). Χαρακτηριστική συναφώς είναι η απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (C-271/08) στην οποία το Δικαστήριο τόνισε τα εξής: «43. Εξάλλου, η άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, όπως είναι το δικαίωμα συλλογικής διαπραγματεύσεως, μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς …. Ειδικότερα, μολονότι στη Γερμανία το δικαίωμα συλλογικής διαπραγματεύσεως καλύπτεται, βεβαίως, από τη συνταγματική προστασία που παρέχει το άρθρο 9, παράγραφος 3, του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι για την προστασία και βελτίωση των συνθηκών εργασίας και των οικονομικών συνθηκών, εντούτοις δεν αμφισβητείται ότι, κατά το άρθρο 28 του Χάρτη, το δικαίωμα αυτό πρέπει να ασκείται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. 44. Επομένως, η άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος της συλλογικής διαπραγματεύσεως πρέπει να συμβιβάζεται με τις επιταγές που απορρέουν από τις ελευθερίες τις οποίες προστατεύει η ΣΛΕΕ και στην εφαρμογή των οποίων κατατείνουν εν προκειμένω οι οδηγίες 92/50 και 2004/18, και να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας…».

4. Στην τρίτη περίπτωση, τα θεμελιώδη δικαιώματα λειτουργούν ως περιορισμοί των περιορισμών (Schranken-Schranken) για τις προσβολές των θεμελιωδών ελευθεριών (ΙΙ. 3). Οι περιορισμοί των θεμελιωδών ελευθεριών ελέγχονται σωρευτικά υπό το πρίσμα της αναλογικότητας και της συμβατότητάς τους προς τα ευρωπαϊκά θεμελιώδη δικαιώματα. Με τη μέθοδο αυτή το Δικαστήριο υποβάλλει πραγματικά περιστατικά που συνδέονται με τις θεμελιώδεις ελευθερίες σε έλεγχο υπό το φως της συμβατότητας προς τα θεμελιώδη δικαιώματα. Δεδομένης της ευρείας ερμηνείας της έννοιας «εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης» στο άρθρο 51 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μπορεί να υποβάλει στον έλεγχο αυτόν καταστάσεις οι οποίες ελάχιστη σύνδεση έχουν με θεμελιώδεις ελευθερίες. Χαρακτηριστική συναφώς είναι η απόφαση Karner (C-71/02) στην οποία έκρινε ότι «δεν προσκρούει στο άρθρο 28 ΕΚ [ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων] εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, ανεξάρτητα από την αλήθεια της πληροφορίας, απαγορεύει οποιαδήποτε αναφορά στο γεγονός ότι το επίδικο εμπόρευμα προέρχεται από πτώχευση οσάκις, μέσω αγγελιών προς το κοινό ή πληροφοριών που απευθύνονται σε ευρύ αριθμό προσώπων, γνωστοποιείται η πώληση εμπορευμάτων προερχομένων από πτώχευση αλλά μη ανηκόντων στην περιουσία του πτωχεύσαντος». Ο περιορισμός της θεμελιώδους ελευθερίας εξετάσθηκε υπο το πρίσμα τoυ θεμελιώδoυς δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και κρίθηκε εύλογος και αναλογικός υπό το φως των επιδιωκομένων θεμιτών στόχων, ήτοι της προστασίας του καταναλωτή και της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό η επεκτατική προσέγγιση του Δικαστηρίου στην απόφαση C-617/10, Åkerberg Fransson, στην οποία έκρινε ότι «δεδομένου ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη πρέπει να γίνονται σεβαστά όταν εθνική κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, δεν μπορούν να υφίστανται περιπτώσεις που να εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά στις οποίες να μην μπορούν να εφαρμοστούν τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα. Η δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται τη δυνατότητα εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη» (σκέψη 21).

5. Στην τέταρτη περίπτωση αλληλεπίδρασης που εντοπίζουν οι συγγραφείς, οι θεμελιώδεις ελευθερίες πρέπει να ερμηνεύονται «υπό το φως» των θεμελιωδών δικαιωμάτων (II. 4). Χαρακτηριστική συναφώς είναι η απόφαση Carpenter (C-60/00), στην οποία το Δικαστήριο δέχεθηκε ότι «το άρθρο 49 ΕΚ [ελεύθερη παροχή υπηρεσιών], υπό το φως του θεμελιώδους δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής, πρέπει να ερμηνευθεί ως απαγορεύον στο κράτος μέλος καταγωγής ενός παρέχοντος υπηρεσίες, εγκατεστημένου σε αυτό και παρέχοντος υπηρεσίες σε αποδέκτες εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, να αρνείται στη σύζυγο, υπήκοο τρίτου κράτους, του εν λόγω παρέχοντος τη διαμονή στο έδαφός του, όταν η εν λόγω απόφαση, η οποία αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής, είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό».

6. Τέλος, στην πέμπτη περίπτωση αναδεικνύεται η τάση της νεώτερης νομολογίας που έγκειται στην εναρμόνιση των κριτηρίων ελέγχου της αναλογικότητας των περιοριστικών μέτρων υπό το πρίσμα τόσο των θεμελιωδών ελευθεριών όσο και των θεμελιωδών δικαιωμάτων (II. 5). Αναφέρονται ειδικά οι αποφάσεις Schecke και Eifert (C-92/09 και C-93/09) και Sky Österreich (C-283/11), στις οποίες παρατηρείται ενίσχυση και πληρότητα του ελέγχου της αναλογικότητας (καταλληλότητα, αναγκαιότητα και αναλογικότητα υπό στενή έννοια) των περιορισμών, ο οποίος διεξάγεται εν προκειμένω και υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ενώ στην παλαιότερη νομολογία ο έλεγχος της αναλογικότητας κάλυπτε τους περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών και δεν είχε την ίδια πυκνότητα στην περίπτωση των περιορισμών των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

7. Αξιοποιώντας την ανωτέρω νομολογιακή ανάλυση (III. Βewertung und Folgerungen), οι συγγραφείς επιχειρούν, υπό το πρίσμα των αρχών της ελευθερίας και της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, να θέσουν τα θεμέλια μιας θεωρίας διάδρασης και αλληλεπίδρασης (Interaktionlehre) των δημοσίων υποκειμενικών δικαιωμάτων στο δίκαιο της Ένωσης, με έμφαση στην προστατευτική τους λειτουργία στο ίδιο δογματικό επίπεδο, δηλαδή αυτό των «περιορισμών των περιορισμών» (Schranken-Schranken”). Αναλύονται συναφώς οι συνέπειες του πρωτογενούς δικαίου (άρθρο 21 παρ. 1 εδ. 1 ΣΕΕ) [ΙΙΙ.1], του άρθρου 51 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων [ΙΙΙ.2] και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο [ΙΙΙ.3] στο πλαίσιο της οποίας εξετάζεται και το ζήτημα της τριτενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του Χάρτη.

8. Τέλος, προτείνεται (IV. Ausblick), αντί της συγχώνευσης (Verschmelzung) θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η προσέγγισή τους (Annäherung) και η συνδυασμένη εφαρμογή τους (Κoordination) ενόψει της νεώτερης νομολογίας του Δικαστηρίου και των αλληλεπιδράσεων των δύο νομικών κατηγοριών. Ως παράδειγμα του συγκερασμού και της συνδυασμένης εφαρμογής αναφέρονται η σχέση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, αφενός, και της αυτονομίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των ρητρών περί κατώτατης αμοιβής, αφετέρου, και η αντιμετώπισή της στην απόφαση Rüffert (C-346/06) στην οποία κρίθηκε ότι, «υποχρεώνοντας τους αναδόχους και, έμμεσα, τους υπεργολάβους τους να τηρούν την κατώτατη αμοιβή, όπως αυτή που προβλέπει η συλλογική σύμβαση «Οικοδομικός τομέας και δημόσια έργα», μια νομοθεσία μπορεί να επιβάλει στους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, όπου τα όρια του κατώτατου μισθού είναι χαμηλότερα, μία πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση η οποία μπορεί να παρεμποδίσει, να παρενοχλήσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την εκπλήρωση της παροχής υπηρεσιών τους στο κράτος υποδοχής. Συνεπώς, ένα [τέτοιο] μέτρο … μπορεί να συνιστά περιορισμό υπό την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ».

Ενδεικτική νομολογία

ΔΕΚ της 12ης Ιουνίου 2003, C-112/00, Schmidberger Συλλογή 2003, σ. I-5659· της 6ης Ιουνίου 2000, C-281/98, Angonese, Συλλογή 2000, σ. Ι-4139, σκέψη 36· της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-341/05, Laval , Συλλογή 2007, σ. I-1176· της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C-438/05, Viking, Συλλογή 2007, σ. I-10779· προτάσεις Trstenjak στην υπόθεση C-271/08, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2010, I-7091, σημεία 175-199· προτάσεις Trstenjak, στην υπόθεση C-171/11, Fra.bo SpA κατά Deutsche Vereinigung des Gasund Wasserfaches eV (DVGW), σημεία 27-39· της 3ης Απριλίου 2008, C-346/06, Rüffert, Συλλογή 2008, σ. I-1989· της 11ης Ιουλίου 2002, C-60/00, Carpenter, Συλλογή 2002 σ. I-6279· της 25ης Μαρτίου 2004, C-71/02, Herbert Karner IndustrieAuktionen GmbH, Συλλογή 2004 σ. I-3025

Ενδεικτική βιβλιογραφία

D. Augenstein/B. van Roermund, “Lisbon“ vs. “Lisbon“: An Inquiry into Fundamental Rights and Fundamental Freedoms, GLJ 2013, σ. 1909· D. Ehlers, in: ders. (Hrsg.), Europäische Grundrechte und Grundfreiheiten, 3. Aufl. 2009, § 14, Rn. 13· W. Frenz, Annäherung von europäischen Grundrechten und Grundfreiheiten, NVwZ 2011, σ. 961· W. Frenz, Grundfreiheiten und Grundrechte, EuR 2002, σ. 603· H. D. Jarass, Zum Verhältnis von Grundrechtecharta und sonstigem Recht, EuR 2013, σ. 29· W. Kahl/L. Ohlendorf, Die Europäisierung des subjektiven öffentlichen Rechts, JA 2011, σ.41· W. Kahl, Die Europäisierung des Verwaltungsrechts als Herausforderung an Systembildung und Kodifikationsidee, Die Verwaltung, Beiheft 10, 2010, σ. 39· M. Kloepfer/H. Greve, Zur Drittwirkung der Warenverkehrsfreiheit – Die horizontale Wirkung der Warenverkehrsfreiheit am Beispiel der technischen Regelsetzung, DVBl 2013, σ. 1156· C. Manger-Nestler/G. Noack, Europäische Grundfreiheiten und Grundrechte, JuS 2013, σ. 503· P.-C. Müller-Graff, Grundfreiheiten und Gemeinschaftsgrundrechte in: Festschr. f. Steinberger, 2002, σ. 1281· M. Nettesheim, Grundfreiheiten und Grundrechte in der Europäischen Union – Auf dem Weg zur Verschmelzung?, 2006· D. Schindler, Die Kollision von Grundfreiheiten und Gemeinschaftsgrundrechten, 2000· F. Schorkopf, in: Ehlers (Hrsg.), Europäische Grundrechte und Grundfreiheiten, 3. Aufl. 2009, § 15, Rn. 8· A. Seifert, L’effet horizontal des droits fondamentaux, RTD eur. 2012, σ. 801· V. Skouris, Das Verhältnis von Grundfreiheiten und Grundrechten im europäischen Gemeinschaftsrecht, DÖV 2006, σ. 89· V. Trstenjak/E. Beysen, The Growing Overlap of Fundamental Freedoms and Fundamental Rights in the Caselaw of the CJEU, ELR 2013, σ. 293.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο