Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου: Νέα περίπτωση εφαρμογής της έννοιας του “επαυξημένου Συντάγματος”: η απόφαση ΣτΕ Ολ 465/2024 (22-04-2024)

1. Με την απόφαση ΣτΕ Ολ 465/2024 [A465-2024-3-3], η Ολομέλεια ακύρωσε εν μέρει την 2443/13.9.2022 πράξη του Προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), με την οποία απορρίφθηκε το από 7.9.2022 αίτημα του αιτούντος, ευρωβουλευτή και προέδρου του πολιτικού κόμματος με τον τίτλο «ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής», να του γνωστοποιηθούν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 4 και 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, η εισαγγελική διάταξη και ο πλήρης φάκελος με το υλικό που είχε συλλεγεί, μετά την επιβολή σε βάρος του του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του. Έκρινε ότι η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα του αιτούντος να ενημερωθούν ο Πρόεδρος της Βουλής και οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών κομμάτων για το περιεχόμενο της εισαγγελικής διάταξης περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του, αιτιολογείται νομίμως κατά το σκεπτικό.

2. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απόφαση ΣτΕ Ολ 465/2024 της Ολομέλειας συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα της έννοιας του “επαυξημένου Συντάγματος που διατύπωσε και ανέλυσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος (βλ., αντί πολλών, το πρόσφατο άρθρο του “Η μετεξέλιξη της έννοιας του Συντάγματος – Το “επαυξημένο” Σύνταγμα”, ΕφημΔΔ 6/2023, σ. 602 επ.). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ερμηνεύει το Σύνταγμα, ειδικότερα το άρθρο 19 αυτού, σε συνδυασμό με το Δίκαιο της ΕΕ και την ΕΣΔΑ (άρθρα 5 παρ. 1 και 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/EK, 7, 8 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της ΕΣΔΑ), με συνέπεια τη διεύρυνση της κανονιστικής προστασίας και την ενίσχυση του εγγυητικού περιεχομένου υπέρ του κράτους δικαίου, υπέρ της δημοκρατίας και υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η προσέγγιση αυτή αποτυπώνεται εναργώς στη σκέψη 26 της απόφασης, όπου το Δικαστήριο καταλήγει στην αντίθεση της διάταξης του άρθρου 87 του Ν. 4790/2021 προς τα άρθρα 19 παρ. 1 του Συντάγματος, 5 παρ. 1 και 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58/EK, 7, 8 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της ΕΣΔΑ:

26. Επειδή, …, με το άρθρο 87 του ν. 4790/2021, το οποίο αποτελεί το νομοθετικό έρεισμα της προσβαλλόμενης πράξης, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της και δεν αμφισβητείται, τροποποιήθηκε η παράγραφος 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 σχετικά με τη δυνατότητα γνωστοποίησης επιβληθέντος μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών στους θιγόμενους. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 87 ορίσθηκε ότι, προκειμένου για άρση απορρήτου που επιβλήθηκε σε περίπτωση διακρίβωσης εγκλημάτων, η Α.Δ.Α.Ε. μπορεί, μετά τη λήξη του μέτρου, να γνωστοποιεί την επιβολή του στους θιγόμενους, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο το μέτρο αυτό διατάχθηκε. Το τελευταίο εδάφιο, ωστόσο, της παραγράφου αυτής διαφοροποιεί για πρώτη φορά τη δυνατότητα γνωστοποίησης του μέτρου ανάλογα με τους λόγους επιβολής του και προβλέπει την μη εφαρμογή της γνωστοποίησης σε περιπτώσεις που η άρση του απορρήτου είχε επιβληθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας, χωρίς να εξαρτά την απαγόρευση της γνωστοποίησης από οποιαδήποτε προϋπόθεση. Σύμφωνα, όμως, με όσα παρατέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, η ρύθμιση αυτή, με την οποία θεσπίζεται η πλήρης απαγόρευση της δυνατότητας ενημέρωσης του θιγόμενου, μετά τη λήξη του μέτρου, ακόμη και όταν δεν υφίσταται διακινδύνευση των σκοπών εθνικής ασφάλειας που οδήγησαν στην επιβολή του, αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του κράτους δικαίου, και, συνεπώς, αντίκειται στα άρθρα 19 παρ. 1 του Συντάγματος, 5 παρ. 1 και 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58, 7, 8 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της ΕΣΔΑ και είναι ανίσχυρη. Κατά τη συγκλίνουσα εν προκειμένω γνώμη του Συμβούλου Ι. Μιχαλακόπουλου η διάταξη του άρ. 87 ν. 4790/2021 πρέπει να παραμερισθεί ως ανίσχυρη για μόνο τον λόγο ότι αντίκειται -κατά τα προεκτεθέντα- στο δίκαιο της Ε.Ε. και στην Ε.Σ.Δ.Α., αλλά όχι και στο Σύνταγμα. Πράγματι, δεν μπορεί να συναχθεί από το άρ. 19 [παρ. 1] του Συντάγματος, ότι η διάταξη αυτή αναγνωρίζει τέτοια εμβέλεια στο κατοχυρούμενο δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών, ώστε αυτό να περιλαμβάνει και την κατ’ αρχήν αξίωση του φορέα του δικαιώματος να λάβει γνώση της (αποφασισθείσας από δικαστική Αρχή) άρσεως του απορρήτου της επικοινωνίας του μετά τη λήξη της ισχύος του μέτρου. Τέτοιο συμπέρασμα, ως προς το ουσιαστικό εύρος του δικαιώματος κατά τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την επακολουθήσασα οργανωτική ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρ. 19 (προστεθείσα με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001), με την οποία προβλέφθηκε η σύσταση και ανεξάρτητης Αρχής προς διασφάλιση του απορρήτου. Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που ερείδεται στην ανωτέρω ανίσχυρη διάταξη, είναι μη νόμιμη, και για τον λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, η πράξη αυτή να ακυρωθεί εν μέρει και η υπόθεση να αναπεμφθεί στην Α.Δ.Α.Ε. για νέα, νόμιμη κρίση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με την κριθείσα ως ανίσχυρη διάταξη του άρθρου 87 του ν. 4790/2021. Εξάλλου, η παραπάνω διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της, εναρμονίζεται με την προαναφερόμενη νομολογία του ΔΕΕ αναφορικά με τους περιορισμούς του απορρήτου των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών, εφόσον ο θιγόμενος θα είναι σε θέση, υπό τους τιθέμενους σε αυτήν όρους, να γνωρίζει το αιτιολογικό της επιβολής του μέτρου της άρσης των επικοινωνιών του, ώστε να έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ο Αντιπρόεδρος Δ. Κυριλλόπουλος διατύπωσε την ακόλουθη συγκλίνουσα γνώμη: Οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 2002/58 δεν θίγουν τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβαίνουν στη νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών όταν αυτό παρίσταται αναγκαίο για την προστασία, ιδίως, της δημόσιας ασφάλειας, της εθνικής άμυνας και της ασφάλειας του Κράτους. Η διαβίβαση από τους παρόχους δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών των δεδομένων, που συλλέγονται στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους, σε άλλα πρόσωπα, πλην των χρηστών, όπως είναι οι υπηρεσίες ασφαλείας του Κράτους, συνιστά παρέκκλιση από την αρχή της εμπιστευτικότητας, η οποία πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες αποκτούν πρόσβαση στα ανωτέρω δεδομένα, οφείλουν, μετά τη λήξη του χρόνου της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, να ενημερώνουν το υποκείμενο των δεδομένων, προκειμένου αυτό να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα απορρέοντα από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Σύνταγμα δικαιωμάτων του. Η εν λόγω ενημέρωση περιλαμβάνει δύο (2) στάδια, ήτοι: α) το στάδιο της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων (χρήστη) ότι οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες του παρακολουθήθηκαν για λόγους προστασίας είτε της δημόσιας ασφάλειας, είτε της εθνικής άμυνας, είτε της ασφάλειας του Κράτους και β) το στάδιο της ανακοίνωσης στο ανωτέρω υποκείμενο των ειδικών λόγων που συνέτρεξαν για την παρακολούθηση των ηλεκτρονικών του επικοινωνιών. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, οι αρμόδιες εθνικές αρχές, που έχουν αποκτήσει πρόσβαση στα τηρούμενα από τους παρόχους δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεδομένα, οφείλουν να εξετάζουν τόσο τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και τους εξαιρετικούς λόγους που συντρέχουν για την προστασία είτε της δημόσιας ασφάλειας, είτε της εθνικής άμυνας, είτε της ασφάλειας του Κράτους, όσο και την ιδιότητα του υποκειμένου των δεδομένων και να καθορίζουν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το εύρος της ενημέρωσής του. Στην περίπτωση δε που το υποκείμενο των δεδομένων ασκήσει αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της σχετικής πράξεως της αρμόδιας εθνικής αρχής, η εν λόγω αρχή υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του Δικαστηρίου άπαντα τα στοιχεία της υποθέσεως, στα οποία περιλαμβάνονται ασφαλώς και οι λόγοι επί των οποίων εστηρίχθη η σχετική κρίση της, προκειμένου να καθίσταται εφικτός και αποτελεσματικός ο δικαστικός έλεγχος. Συνεπώς, εφόσον η ανωτέρω αρχή παραβεί την προαναφερθείσα υποχρέωσή της, η πράξη της είναι ακυρωτέα.

 

3. Εκτός από την ανάδυση της έννοιας του “επαυξημένου” Συντάγματος, η απόφαση παρέχει διευκρινίσεις, πρώτον, για το περιεχόμενο της υποχρέωσης συμμόρφωσης της Διοίκησης σε περίπτωση μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης και, δεύτερον, για τη δικονομική έννοια της λυσιτέλειας της αίτησης ακύρωσης.

“15. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 50 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), η πράξη που οφείλει να εκδώσει η Διοίκηση μετά την τυχόν ακύρωση από το Συμβούλιο της Επικρατείας προηγούμενης διοικητικής πράξης ανάγεται στον χρόνο έκδοσης της ακυρούμενης πράξης και διέπεται, καταρχήν, από το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο εκείνο, λόγω της υποχρέωσης την οποία υπέχει η Διοίκηση να σέβεται το δεδικασμένο και να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις. Ωστόσο, η δέσμευση αυτή της Διοίκησης δεν κωλύει τη νομοθετική εξουσία ή την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να προβαίνουν με γενικές διατάξεις, για τον εφεξής χρόνο, σε ρυθμίσεις που καταλαμβάνουν και τις υποθέσεις που καθίστανται εκκρεμείς ενώπιον της Διοίκησης εξαιτίας τυχόν ακυρωτικής απόφασης, όταν το νεότερο κανονιστικό καθεστώς έχει αναδρομική ισχύ ή προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δεν ανέχονται εφεξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων (ΣτΕ 4310-3/2015 Ολομ., 3167/2014 Ολομ., 2827/1980 Ολομ., 3581/1979 Ολομ.).

16. Επειδή, σύμφωνα με βασικό κανόνα που διέπει την ακυρωτική δίκη, η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται μόνον εάν η ακύρωσή της είναι λυσιτελής για τον αιτούντα, εάν δηλαδή θεραπεύει, τουλάχιστον για τον εφεξής χρόνο, τη βλάβη που προκαλεί στα έννομα συμφέροντά του η πράξη αυτή (ΣτΕ 70/2021, 2436/2015, 2137/2013). Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την εξέλιξη των παρατιθέμενων στις προηγούμενες σκέψεις νομοθετικών ρυθμίσεων, με τις διατάξεις του ν. 2225/1994 θεσπίστηκε για πρώτη φορά ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία του απορρήτου της ανταπόκρισης και επικοινωνίας. Ειδικότερα, προβλέφθηκε δυνατότητα άρσης του απορρήτου κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε δημόσιας αρχής, έγκριση του αιτήματος από εισαγγελικό λειτουργό καθώς και ενιαία, σε περίπτωση άρσης του απορρήτου τόσο για λόγους εθνικής ασφάλειας όσο και για τη διακρίβωση εγκλημάτων, διαδικασία γνωστοποίησης στον θιγόμενο της επιβολής του μέτρου άρσης του απορρήτου, μετά τη λήξη του, υπό τη μόνη προϋπόθεση της μη διακινδύνευσης του σκοπού για τον οποίο η άρση είχε διαταχθεί. Στη συνέχεια, επιμέρους ρυθμίσεις του εν λόγω νομοθετικού πλαισίου υπέστησαν διαδοχικές τροποποιήσεις. Οι τροποποιήσεις αυτές, και ιδίως οι διατάξεις του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, με τις οποίες απαλείφθηκε εντελώς, ως προς τις περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, η δυνατότητα γνωστοποίησης της επιβολής του μέτρου στον θιγόμενο, συνιστούν το νομοθετικό έρεισμα της προσβαλλόμενης αρνητικής πράξης της Α.Δ.Α.Ε. Περαιτέρω, μετά την έκδοση της εν λόγω πράξης και την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, ο νομοθέτης προέβη, με τον ν. 5002/2022, στη θέσπιση νέου ολοκληρωμένου πλαισίου για τη διασφάλιση της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον νεότερο νόμο, προκειμένου για πολιτικά πρόσωπα, το αίτημα άρσης του απορρήτου υποβάλλεται μόνον από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.) και μόνον στον Πρόεδρο της Βουλής ή αν αυτός αρνείται ή ελλείπει από τον Πρωθυπουργό, εγκρίνεται δε, κατά το πρώτο στάδιο, από το όργανο αυτό και, κατά το δεύτερο στάδιο, από τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 και στη συνέχεια από δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό και δη αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή εισαγγελέα Εφετών ορισθέντα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Τέλος, σε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, επαναφέρεται η δυνατότητα της γνωστοποίησης του μέτρου α) υπό την πρόσθετη προϋπόθεση της παρόδου τριετίας από τη λήξη του και β) κατόπιν κρίσης νεοσύστατου οργάνου, και όχι πλέον της Α.Δ.Α.Ε., ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον διατάχθηκε η άρση του απορρήτου. Εξάλλου, στην επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 87 του ν. 4790/2021 περί κατάργησης της δυνατότητας γνωστοποίησης της άρσης του απορρήτου στον θιγόμενο προσδόθηκε αναδρομική ισχύς, σε αντίθεση με τον ν. 5002/2022, του οποίου οι διατάξεις δεν έχουν αναδρομικό χαρακτήρα. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι με τον ν. 5002/2022 εισήχθη ένα νέο νομοθετικό καθεστώς που καταλαμβάνει όλη τη διαδικασία επιβολής της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, από την υποβολή του σχετικού αιτήματος και την έγκριση του επίμαχου μέτρου έως τη γνωστοποίηση της άρσης του. Το καθεστώς αυτό αποτελεί ένα σύστημα με εσωτερική συνοχή, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις του οποίου προσιδιάζουν στις αιτήσεις άρσης του απορρήτου που υποβάλλονται δυνάμει των διατάξεών του, προκειμένου να διεκπεραιωθούν κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του και τις εγγυήσεις που το ίδιο θεσπίζει. Τούτο επιρρωνύεται από την απουσία μεταβατικών διατάξεων, ισχύει δε κατά μείζονα λόγο προκειμένου για πολιτικά πρόσωπα, όπως ο αιτών, για τα οποία προβλέπεται ειδική δημόσια αρχή για την κίνηση της διαδικασίας υποβολής του αιτήματος άρσης του απορρήτου και ειδικό όργανο για τη χορήγηση της πρώτης από τις δύο συνολικά απαιτούμενες άδειες έγκρισής του. Με τα δεδομένα αυτά, ο ν. 5002/2022 δεν είναι εφαρμοστέος σε εκκρεμή αιτήματα γνωστοποίησης στον θιγόμενο του επίμαχου μέτρου, ενόψει δε του ότι, σε περίπτωση αποδοχής της κρινόμενης αίτησης και ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, το από 7.9.2022 αίτημα του αιτούντος να του γνωστοποιηθεί η εισαγγελική διάταξη και ο πλήρης φάκελος με το υλικό που είχε συλλεγεί μετά την επιβολή σε βάρος του του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, θα καταστεί εκ νέου εκκρεμές ενώπιον της Διοίκησης, ο ν. 5002/2022 δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής κατά την εξέταση του αιτήματος αυτού. Κατόπιν τούτων, εφόσον ο ν. 5002/2022 δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην κρινόμενη περίπτωση, η άσκηση της αίτησης δεν καθίσταται αλυσιτελής, οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλονται από την ΑΔΑΕ πρέπει να απορριφθούν.”

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο