Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου – Ζητήματα ανάκλησης των διοικητικών πράξεων (28-11-2016, 12-3-2018, 19-10-2020)

Ζητήματα ανάκλησης των διοικητικών πράξεων (28-11-2016, 12-3-2018, 19-10-2020)

Θα εξετάσουμε τα εξής δύο ζητήματα ανάκλησης διοικητικών πράξεων:

Α. Υποχρέωση ανάκλησης πράξεων όμοιου περιεχομένου προς ακυρωθείσα.

Θα αναλυθούν οι αποφάσεις ΣτΕ 370.1997ΣτΕ Ολ 2176.2004 και η παραπεμπτική ΣτΕ 3500.2002. Τέλος, αναφέρεται και η κρίσιμη για το θέμα σκέψη της ΣτΕ Ολ 1175.2008, που συμπληρώνει τη σχετική νομολογιακή κατασκευή, καθόσον αναγνωρίζει την υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει, κατόπιν σχετικής αίτησης διοικουμένου, τις ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή ακυρωθείσας, ως αντισυνταγματικής, κανονιστικής πράξης. Όμοια και η ΣτΕ 1633/2014. Χαρακτηριστική περίπτωση η ΣτΕ 4763/2014 7μ. [ΣτΕ 4763/2014] Τελος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1251/2015 ακυρώθηκαν υπουργικές αποφάσεις λόγω αντισυνταγματικότητας της εξουσιοδοτικής διάταξης, οπότε στοιχειοθετείται υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει τις ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εφαρμογή της. Σημειώνεται ότι η σχετική θεματική συνδέεται και με την έκταση των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου [βλ. ανάλυση των αποφάσεων και διαγράμματα σε www.prevedourou.gr, Ανάκληση πράξεων “ομοίου” περιεχομένου προς ακυρωθείσα (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 12-10-2015)].

Β. Αρμόδιο όργανο για την ανάκληση της διοικητικής πράξης.

Θα αναλυθεί η απόφαση ΣτΕ Ολ 1581.2010, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 611/2008. Θίγονται επίσης και οι θεματικές της μεταβίβασης αρμοδιότητας, του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και των αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων λόγων ακύρωσης [βλ. ανάλυση της απόφασης με διάγραμμα σε www.prevedourou.gr, Αρμοδιότητα ανάκλησης διοικητικών πράξεων (Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου, 19-10-2015)].

Μεταγενέστερη νομολογία

ΣτΕ 2511/2019: ερμηνεία του άρθρου 79 παρ. 5 στοιχ. α΄και β΄του ΚΔΔ – μεταβίβαση αρμοδιότητας υπογραφής – αναπλήρωση προϊσταμένου

6. Επειδή, το άρθρο 79 του κυρωθέντος με το ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) ορίζει ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, κατά περίπτωση, χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν συντρέχουν οι λόγοι της περ. α΄ της παρ. 3 ή β) αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της, ή γ) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου. 2… 3. Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από συλλογικό όργανο που δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, ή β) αν συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης, ή γ)… 4. … 5. Σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης ή παράλειψης φορολογικής ή τελωνειακής αρχής: α) Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, χωρεί αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να διακριβωθεί, αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου (όπως η λέξη «διακριβωθεί» αντικατέστησε τη λέξη «διακριθεί» με την παρ. 3 του άρθρου 65 του ν. 3994/2011, Α΄ 165). β) Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο ή τη διαδικασία έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την ακύρωση της πράξης. γ) Όταν κατά την επιβολή ορισμένης κύρωσης η αρχή διαθέτει εξουσία επιμέτρησης την οποία, παρά το νόμο, είτε δεν άσκησε καθόλου είτε άσκησε πλημμελώς, το δικαστήριο, ελέγχοντας κατά τα ανωτέρω, τη σχετική πράξη, ασκεί το ίδιο την εξουσία αυτή, επιβάλλοντας την προσήκουσα κύρωση και μεταρρυθμίζοντας αντιστοίχως την πράξη. δ) …» [όπως η παράγραφος 5 προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 70 του νόμου, από 1.1.2011].

7. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 του Κ.Δ.Δ., η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ.1 του ν. 3900/2010, ρυθμίστηκε η έκταση του δικαστικού ελέγχου επί φορολογικών/τελωνειακών διαφορών «με άξονα την οικονομία της δίκης και την αποφυγή παρελκύσεων και άσκοπης παράτασης εκκρεμοτήτων …», όπως ρητώς αναφέρεται στην οικεία εισηγητική έκθεση του ν. 3900/2010. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 περιπ. α´ του Κ.Δ.Δ. περιορίστηκε ο αυτεπάγγελτος δικαστικός έλεγχος επί των ως άνω υποθέσεων μόνο ως προς την παράβαση δεδικασμένου [ΣτΕ 3065/2017, 389/2018, βλ. επίσης ΣτΕ 682, 3254/2017, 1438 (επταμελούς συνθέσεως), 2221, 2607/2018, με τις οποίες κρίθηκε ότι αυτεπαγγέλτως ελέγχεται και η συνταγματικότητα των εφαρμοστέων διατάξεων], ενώ από την επόμενη διάταξη της περίπτωσης β´ του ίδιου άρθρου συνάγεται ότι λόγοι προσφυγής που αφορούν τον τύπο ή τη διαδικασία της προσβαλλομένης πράξης της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής προβάλλονται παραδεκτώς μόνο εάν ο προσφεύγων επικαλεστεί και αποδείξει -μη επανορθώσιμη με άλλο τρόπο- βλάβη. Επομένως, υπό την ισχύ της διατάξεως του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. α´ του Κ.Δ.Δ. η αναρμοδιότητα της φορολογικής αρχής δεν εξετάζεται πλέον αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προβληθεί από τον προσφεύγοντα σχετικός λόγος, χωρίς ωστόσο να απαιτείται για το παραδεκτό της προβολής του επίκληση βλάβης, κατά την επόμενη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. β´ του Κ.Δ.Δ.. Και τούτο διότι η τελευταία αυτή διάταξη εφαρμόζεται επί πλημμελειών που αφορούν τον τύπο ή τη διαδικασία εκδόσεως της πράξεως, και όχι επί παραβάσεως κανόνων σχετικά με την αρμοδιότητα του εκδόσαντος την πράξη οργάνου, δεδομένου ότι ο λόγος περί αναρμοδιότητας συνάπτεται με την τήρηση κανόνων δημοσίας τάξης, δηλαδή των κανόνων οργάνωσης της Διοίκησης, και όχι με το συμφέρον του ενδιαφερομένου (πρβλ. ΣτΕ 3718/2003 επταμ., πρβλ. και ΣτΕ 1581/2010Ολομ., 4557/1997, 3509/1979). Επομένως, εν προκειμένω, νομίμως το δικάσαν εφετείο εξέτασε τον προταθέντα λόγο περί αναρμοδιότητας του εκδόσαντος την καταλογιστική πράξη οργάνου, καθώς δεν απαιτείτο για το παραδεκτό της προβολής του επίκληση και απόδειξης βλάβης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα (ότι η αρμοδιότητα ανάγεται στον τύπο και τη διαδικασία εκδόσεως της διοικητικής πράξεως και, ως εκ τούτου, υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. β´ του Κ.Δ.Δ.) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

 

ΣτΕ 921/2017: έγκριση και τροποποίηση πολεοδομικών σχεδίων – όροι δόμησης – κανονιστική πράξη – προεδρικό διάταγμα – αρμοδιότητα ανάκλησης – αρχή της νομιμότητας

9. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 3661/2005 Ολ., 578/2006 κ.ά.), καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 24 παρ. 2, 43 παρ. 2 και 102 παρ. 1 του Συντάγματος, η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας και η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, πάσης φύσεως όρων δόμησης, επιβάλλεται να γίνονται, κατ’ αρχήν, μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Και επιτρέπεται μεν οι όλως εντετοπισμένες τροποποιήσεις των σχεδίων αυτών να επιχειρούνται με πράξη διάφορη του διατάγματος, οι εν λόγω, όμως, τροποποιήσεις παύουν να διατηρούν τον ειδικότερο χαρακτήρα τους όταν αφορούν προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, οπότε οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει, και στην περίπτωση αυτή, να διενεργούνται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Εξάλλου, η αναγνώριση με διοικητική πράξη δημοτικών ή κοινοτικών οδών, που συνδέουν οικισμούς, ως μοναδικών ή κυριότερων, κατ’ εφαρμογήν των προπαρατεθεισών διατάξεων του ΚΒΠΝ, συνιστά άσκηση αρμοδιότητας οιονεί πολεοδομικού σχεδιασμού, η οποία δεν έχει εντοπισμένο χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί, κατ’ αρχήν, ειδικότερο θέμα εφαρμογής υφισταμένου πολεοδομικού σχεδιασμού ή άλλου παρεμφερούς σχεδιασμού. Επομένως, η αρμοδιότητα αναγνώρισης δημοτικής ή κοινοτικής οδού, δυνάμει των προαναφερομένων διατάξεων του άρθρου 162 του ΚΒΠΝ (άρθρου 1 του από 24.5/31.5.1985 π.δ.), πρέπει κατ’ αρχήν να ασκείται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, είτε πρόκειται για περιοχές ειδικής προστασίας του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, όπου και οι όλως εντετοπισμένες πολεοδομικές ρυθμίσεις πρέπει να επιχειρούνται με προεδρικό διάταγμα, είτε όχι (ΣτΕ 3965/2015, πρβλ. 1671/2014, πρβλ. και άρθρο 20 παρ. 15 του ν. 3937/2011, Α΄ 60, όπως ισχύει).

10. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 21 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) ορίζεται ότι «Αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της». Η διάταξη αυτή, αναθέτουσα την αρμοδιότητα ανάκλησης ατομικής διοικητικής πράξης είτε στο όργανο που την εξέδωσε είτε στο όργανο το οποίο, κατά τον χρόνο της ανάκλησης, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της, δεν συναρτά, κατά το σαφές γράμμα της, την εν λόγω αρμοδιότητα ανάκλησης ούτε προς την, κατά τον χρόνο εκδόσεως της ανακαλουμένης, αρμοδιότητα του εκδόντος αυτήν οργάνου ούτε προς συγκεκριμένους λόγους ανάκλησης. Ο περιορισμός, άλλωστε, της δυνατότητας ανάκλησης των μη νομίμων διοικητικών πράξεων με την καθιέρωση, και μάλιστα παρά τη σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, προϋποθέσεων ανάκλησης αναγομένων είτε στην αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα των οργάνων που εξέδωσαν τις πράξεις αυτές είτε στους λόγους ανάκλησης, αντιστρατεύεται την συνταγματικώς κατοχυρωμένη και θεμελιώδη για το Κράτος Δικαίου αρχή της νομιμότητας, η οποία, κατ’ αρχήν, υπαγορεύει την ανάκληση των μη νομίμων διοικητικών πράξεων. Εν όψει, λοιπόν, της αδιάστικτης διατύπωσης της εν λόγω διάταξης, κάθε ατομική διοικητική πράξη, είτε αρμοδίως είτε αναρμοδίως εκδοθείσα, δύναται να ανακαλείται, για οποιονδήποτε λόγο εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας, είτε από το όργανο που την εξέδωσε είτε από το όργανο, το οποίο, κατά τον χρόνο της ανάκλησης, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. Στην ειδικότερη δε περίπτωση της αναρμοδίως εκδοθείσης ατομικής διοικητικής πράξης, η ανάκλησή της από το όργανο που την εξέδωσε χωρεί όχι μόνον κατ’ επίκλησιν της αναρμοδιότητάς του, αλλά για οποιονδήποτε λόγο. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτήν, η αναρμοδιότητα ως προς την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης καθιστά νόμιμη εν πάση περιπτώσει την ανάκλησή της (βλ. ΣτΕ 1581/2010 Ολ., 1582/2010 Ολ. κ.ά.). Τούτο δε, προκειμένου να αποκατασταθεί στον νομικό κόσμο η νομιμότητα, με την εξαφάνιση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξης, και να καταστεί εφεξής δυνατή η αδέσμευτη ρύθμιση του θέματος από το κατά νόμον αρμόδιο όργανο (ΣτΕ 1581/2010 Ολ., 1582/2010 Ολ.).

ΣτΕ 1731/2016:  αναρμοδίως εκδοθείσα πράξη – νόμιμη ανάκληση από το όργανο που την εξέδωσε

7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η ανακληθείσα πράξη είχε εκδοθεί από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, η δε προσβαλλομένη ανακλητική απόφαση εκδόθηκε από την Γενική Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας. Ενόψει, όμως, των εκτεθέντων στην σκέψη 4, η ανακληθείσα πράξη είχε αναρμοδίως εκδοθεί από το ανωτέρω όργανο, δεδομένου ότι το επίμαχο ρέμα ευρίσκεται σε παραλιακή περιοχή (βλ. σχετικά τοπογραφικά διαγράμματα) και θα έπρεπε να οριοθετηθεί με προεδρικό διάταγμα, όπως, άλλωστε δέχεται και η Διοίκηση (βλ. τα υπ’ αριθμ. 1783/72112/ 20.4.2012 και 1828/71424/17.4.2013 έγγραφα της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Στερεάς Ελλάδας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας) . Εφόσον δε η εν λόγω πράξη ήταν, για τον λόγο αυτόν, παράνομη, νομίμως, εν πάση περιπτώσει, ανακλήθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, προκειμένου να καταστεί εφεξής δυνατή η αδέσμευτη ρύθμιση του θέματος από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο, ανεξαρτήτως της νομιμότητας της αιτιολογίας με την οποία ανακλήθηκε και ανεξαρτήτως του ότι η ανακλητική απόφαση εκδόθηκε επίσης από αναρμόδιο όργανο (ΣτΕ 4772/1995, 512/1930, 708/1953, πρβλ. ΣτΕ 1581/2010 Ολ., 3388/1983, 3926/ 1983). Συνεπώς, η εξέταση των προβαλλομένων με την κρινομένη αίτηση λόγων ακυρώσεως αποβαίνει αλυσιτελής και η αίτηση, είναι για τον λόγο αυτόν, ο οποίος προβάλλεται και από τους παρεμβαίνοντες, απορριπτέα, ενώ πρέπει να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις.

ΣτΕ 3979/2015 : ανάκληση παρανόμων ευμενών πράξεων – γνωμοδότηση – παράβαση ουσιώδους τύπου – προηγούμενη ακρόαση

3. Επειδή, η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει στη Διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης διοικητικής πράξης, ενώ η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτεί τη διατήρηση της ισχύος των ευμενών για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεων. Σύνθεση των αρχών αυτών συνιστούν οι γενικές αρχές ανάκλησης των διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις οποίες και οι ευμενείς διοικητικές πράξεις ανακαλούνται εάν είναι παράνομες, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους, ενώ επιτρέπεται η ανάκλησή τους και μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου, για λόγους δημοσίου συμφέροντος (Σ.τ.Ε. 4069/2012, 3906/2008, 2403/1997 Ολομ.).
4. Επειδή, στο άρθρο 7 του ν. 3468/2006 (Α’ 129) ορίζεται ότι «Οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α., καθώς και κάθε έργο που συνδέεται με την κατασκευή και τη λειτουργία τους, συμπεριλαμβανομένων των έργων οδοποιίας πρόσβασης και των έργων σύνδεσής τους με το Σύστημα ή το Δίκτυο, επιτρέπεται να εγκαθίστανται και να λειτουργούν: Α) Σε γήπεδο ή σε χώρο, επί των οποίων ο αιτών έχει το δικαίωμα νόμιμης χρήσης. Β) Σε δάση ή δασικές εκτάσεις, εφόσον έχει επιτραπεί, επ’ αυτών, η εκτέλεση έργων σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 58 του ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α΄), όπως ισχύει, ή το άρθρο 13 του ν. 1734/1987 (ΦΕΚ 189 Α΄), όπως ισχύει. Γ) Σε αιγιαλό, παραλία, θάλασσα ή σε πυθμένα της, εφόσον έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα χρήσης τους σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 2971/2001 (ΦΕΚ 285 Α΄), όπως ισχύει». Περαιτέρω, στο άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου προβλέπεται ότι για την εγκατάσταση και επέκταση σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. απαιτείται σχετική άδεια, που χορηγείται, κατά περίπτωση, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, για όλα τα έργα, για τα οποία αρμόδιος για την περιβαλλοντική αδειοδότηση είναι είτε ο Νομάρχης είτε ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας κατά τις διατάξεις του ν. 1650/1986, ή με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής αν η αρμοδιότητα για την περιβαλλοντική αδειοδότηση του έργου ανήκει στον Υπουργό αυτόν και στους κατά περίπτωση συναρμόδιους Υπουργούς. Στην παρ. 3 του αυτού ως άνω άρθρου προβλέπεται ειδικότερα ότι: «3. Μετά την έκδοση της άδειας παραγωγής από τη Ρ.Α.Ε., ο ενδιαφερόμενος προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια εγκατάστασης, ζητά ταυτόχρονα την έκδοση: α) Προσφοράς Σύνδεσης από τον αρμόδιο Διαχειριστή. β) Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (Ε.Π.Ο.), κατά το άρθρο 4 του ν. 1650/1986, όπως ισχύει, και γ) Άδειας Επέμβασης σε δάσος ή δασική έκταση, κατά την παρ. 2 του άρθρου 58 του ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α΄), εφόσον απαιτείται, ή γενικά των αναγκαίων αδειών για την απόκτηση του δικαιώματος χρήσης της θέσης εγκατάστασης του έργου …». Εξάλλου, στο άρθρο 280 παρ Ι. του ν.3852/2010 (Α’ 87) προβλέπεται ότι «Οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις ασκούν τις αρμοδιότητες των κρατικών Περιφερειών, περιλαμβανομένων και εκείνων των αντίστοιχων συλλογικών οργάνων τους, όπως αυτές καθορίζονταν στον ιδρυτικό τους νόμο 2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α), καθώς και στους μεταγενέστερους ειδικούς νόμους και στις σχετικές κανονιστικές διατάξεις, όπως ισχύουν, με εξαίρεση τις αρμοδιότητες που περιέρχονται με το άρθρο 186 του παρόντος νόμου, στις περιφέρειες».
5. Επειδή, στην παρ. 2 του άρθρου 58 του ν. 998/1979 Α’ 289), όπως τα δύο πρώτα εδάφια είχαν τροποποιηθεί με την παρ. Α.1 του άρθρου 24 του ν.3468/2006 και την παρ.8β του άρθρου 29 του ν.3734/2009 (Α΄ 8) και τελικά αντικαταστάθηκαν με την παρ.10 περ. α του άρθρου 12 του ν.3851/2010 (Α’ 85) ορίζονται τα εξής: Για την εκτέλεση έργων υποδομής, την εγκατάσταση δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, την κατασκευή υποσταθμών και κάθε, εν γένει, τεχνικού έργου που αφορά την υποδομή και εγκατάσταση σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Ο.Υ.Α. με χρήση Α.Π.Ε., περιλαμβανομένων των έργων σύνδεσης με το Σύστημα ή το Δίκτυο, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 2773/1999 και των συνοδών έργων, καθώς και των δικτύων μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου και πετρελαϊκών προϊόντων μέσα σε δάση ή δασικές εκτάσεις, απαιτείται έγκριση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας που χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, η οποία συνοδεύεται από συνοπτική περιγραφή της θέσης του έργου και των κύριων χαρακτηριστικών του”. Περαιτέρω, στην παρ.1 του άρθρου 2 του ν. 4014/2011 (Α’ 209/21.9.2011) προβλέπεται ότι «Για την πραγματοποίηση νέων έργων ή δραστηριοτήτων κατηγορίας Α ή τη μετεγκατάσταση ήδη υφισταμένων απαιτείται διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης με τη διεξαγωγή Μ.Π.Ε. και έκδοση απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ)», στη δε παρ.5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Γνώμη της δασικής υπηρεσίας απαιτείται μόνο για τα έργα τα οποία χωροθετούνται σε δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις …». Εξάλλου, σύμφωνα με τις παρ.1 και 2 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, «1. Με τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται για έργα και δραστηριότητες κατηγορίας Α και Β, αντικαθιστάμενες από την ΑΕΠΟ και τις ΠΠΔ αντίστοιχα: α. … β. η έγκριση επέμβασης κατά την έννοια του έκτου κεφαλαίου του ν.998/1979 (Α΄ 279), του άρθρου 13 του ν. 1734/1987 (Α’ 189), ως και κάθε άλλης σχετικής διάταξης της δασικής νομοθεσίας, … 2. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και των συναρμόδιων Υπουργών εξειδικεύονται περαιτέρω οι διαδικασίες για την εφαρμογή της παρ.1 και καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες προκειμένου να ενσωματωθούν στην ΑΕΠΟ οι διοικητικές πράξεις ή οι πράξεις, για την έκδοση των οποίων απαιτούνται η προσκόμιση ή εξέταση των ίδιων δικαιολογητικών με αυτά της διαδικασίας έκδοσης της ΑΕΠΟ». Τέλος, στην παρ.11 του άρθρου 39 του ν.4062/2012 (Α΄ 70/30.3.2012) ορίζεται ότι α) Από τη δημοσίευση του ν. 4014/2011 (Α` 209) και μέχρι την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 2 του άρθρου 12 αυτού, η αδειοδοτική διαδικασία σταθμών ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε. και των συνοδών έργων αυτών, συνεχίζεται ακωλύτως, στη βάση των αποφάσεων έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. ανεξαρτήτως του θεσμικού πλαισίου που ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο έκδοσης τους, ή πρότυπων περιβαλλοντικών δεσμεύσεων βάσει του ανωτέρω νόμου…».
….
7. Επειδή, κατά τις διατάξεις που μνημονεύονται στις προηγούμενες σκέψεις, επιτρέπονται επεμβάσεις σε εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα προκειμένου να εγκατασταθούν μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στις οποίες εντάσσονται και τα φωτοβολταϊκά συστήματα, η λειτουργία των οποίων εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο ενεργειακό δυναμικό της περιοχής εγκατάστασής τους, που αναγκαίως αποτελεί το βασικό κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης θέσης. Κατά την έννοια, εξάλλου, των παραπάνω διατάξεων, ο δημόσιος σκοπός που υπηρετείται με τη λειτουργία των μονάδων αυτών πρέπει να ικανοποιείται με τη μικρότερη δυνατή απώλεια δασικού πλούτου και με τον περιορισμό στο ελάχιστο αναγκαίο της αλλοίωσης της δασικής μορφής των σχετικών εκτάσεων (πρβλ. ΣτΕ 4189/2014 επτ., 3570/2014). Προκειμένου, εξ άλλου, να εγκατασταθούν οι μονάδες αυτές και να εκτελεστούν τα απαραίτητα συνοδά έργα σε περιοχές με δασικό χαρακτήρα, με τις εν λόγω διατάξεις καθιερώθηκε, περαιτέρω, ως ελάχιστη διαδικαστική εγγύηση για τη διαφύλαξη του δασικού οικοσυστήματος, η αιτιολογημένη έγκριση των αρμόδιων οργάνων της διοίκησης. Εξάλλου, από τις διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 12 του ν.4014/2011 και της παρ.11 του άρθρου 39 του ν.4062/2012, που παρατέθηκαν στη σκέψη 4, προκύπτει ότι, κατά το χρόνο έκδοσης της ανακαλούμενης με την προσβαλλόμενη πράξη 4476/140965/2011/9.2.2012 απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων του επίμαχου φωτοβολταϊκού σταθμού, η έγκριση επέμβασης για την εγκατάσταση σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε σε δασικές εκτάσεις ως αυτοτελής πράξη είχε καταργηθεί, προκειμένου δε να αξιολογηθεί το επιτρεπτό της εγκατάστασης του έργου αυτού σε δασική περιοχή, με κριτήρια αναφερόμενα στο είδος της επέμβασης αναφορικά με τη μορφή της βλάστησης και τη φύση του εδάφους, απαιτείτο σχετική αιτιολογημένη γνώμη της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας, υποβαλλόμενη κατά τη διαδικασία έκδοσης της απόφασης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων του έργου. Με τη γνώμη αυτή η δασική αρχή προβαίνει σε αποτίμηση των επιπτώσεων της εγκατάστασης του έργου στο δασικό οικοσύστημα και εισηγείται τους όρους και προϋποθέσεις για τον περιορισμό στο μικρότερο δυνατό βαθμό της αλλοίωσης της δασικής μορφής της αντίστοιχης έκτασης.
8. Επειδή, η 4476/140965/2011/9.2.2012 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας, με την οποία εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για την εγκατάσταση του επίμαχου φωτοβολταϊκού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε δασική έκταση της παρ.2 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, εμβαδού 1.772.448 τ.μ., εκδόθηκε χωρίς την απαιτούμενη, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη, αιτιολογημένη γνώμη της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας αναφορικά με την αξιολόγηση της έκτασης, το επιτρεπτό της επέμβασης και τη τυχόν θέσπιση συναφών όρων και προϋποθέσεων. Τούτο διότι το 5638/96435/20.9.2011 έγγραφο της Δασάρχου Λάρισας, κατόπιν του οποίου εκδόθηκε η α.ε.π.ο., αποτελεί έγγραφο πληροφοριακού χαρακτήρα σχετικά με το ότι η έκταση του επίδικου έργου δεν εμπίπτει σε ζώνες στις οποίες αποκλείεται η χωροθέτηση εγκαταστάσεων εκμετάλλευσης της ηλιακής ενέργειας δυνάμει του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις Α.Π.Ε., καθώς και πρόσκληση προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας να προσκομίσει δικαιολογητικά, προκειμένου το Δασαρχείο να προβεί στη διαδικασία χαρακτηρισμού της έκτασης, δεν συνιστά δε την κατά τα ανωτέρω αιτιολογημένη γνώμη για το χαρακτήρα της εν λόγω έκτασης και για το επιτρεπτό της εγκατάστασης του σταθμού. Επομένως, η 4476/140965/2011/9.2.2012 α.ε.π.ο. νομίμως ανακλήθηκε με την προσβαλλόμενη οικ/4814/47443/12.3.2013 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας για τον παραπάνω λόγο, κατά τα παρατιθέμενα στο σημείο 28 του προοιμίου αυτής, στο οποίο αναφέρεται ότι «ως γνωμοδότηση επί των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ελήφθη υπόψη το με αρ. 5638/96435/ 20.9.2011 έγγραφο του Δασαρχείου Λάρισας, το οποίο προφανώς δεν αποτελεί ούτε ως προς τα εξωτερικά ούτε ως προς τα εσωτερικά του στοιχεία γνωμοδότηση, όπως άλλωστε προκύπτει από το 26/1212/9.1.2013 έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας. Η λήψη όμως του εγγράφου αυτού ως γνωμοδότησης αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, όπως ορίζεται στα άρθρα 2 και 3 του ν. 4014/2011».
9. Επειδή, με την αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των γενικών αρχών για την ανάκληση των διοικητικών πράξεων διότι μη νομίμως με αυτήν εκτιμώνται διαφορετικά τα ίδια πραγματικά περιστατικά που το αρμόδιο διοικητικό όργανο έλαβε υπ’ όψιν του κατά την έκδοση της ανακαλούμενης α.ε.π.ο. αλλά και διότι η ανάκληση εχώρησε κατά πλάνη περί τα πράγματα, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος που να τη δικαιολογεί. Ειδικότερα προβάλλεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης ανακλητικής πράξης ερείδεται σε σειρά στοιχείων που αφορούν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής, δηλαδή σε δικαιώματα που φέρονται να έχουν στην έκταση αυτή τοπικοί κτηνοτρόφοι καθώς και σε λόγους που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος και ιδίως την υποτιθέμενη εξαφάνιση των θηλαστικών, πτηνών και ερπετών λόγω της εγκατάστασης και λειτουργίας του φωτοβολταϊκού πάρκου, πλην όμως η εγκατάσταση και λειτουργία του σταθμού δεν θα γίνει σε εκτάσεις όπου ασκούνται κτηνοτροφικές δραστηριότητες αλλά σε έκταση που χαρακτηρίσθηκε ως δασική έκταση της παρ.2 του άρθρου 3 του ν.998/1979 με την 325/6903/24.1.2012 πράξη χαρακτηρισμού της Δασάρχου Λάρισας. Ενόψει, όμως, του ότι, κατά τα προαναφερόμενα, η ανάκληση της 4476/140965/2011/9.2.2012 α.ε.π.ο. εχώρησε για έλλειψη νόμιμη προϋπόθεσης, ο λόγος αυτός ακυρώσεως, με τον οποίο πλήσσονται τα επάλληλα αιτιολογικά ερείσματα της προσβαλλόμενης ανακλητικής πράξης, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.
10. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι μη νομίμως ελήφθη υπ’ όψιν για την ανάκληση της α.ε.π.ο. η 48/6/29.2.2012 απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Περιφέρειας Θεσσαλίας, με την οποία το όργανο αυτό γνωμοδότησε αρνητικά επί της μ.π.ε. του επίμαχου έργου, δεδομένου ότι το Περιφερειακό Συμβούλιο δεν εξέφερε τη γνώμη του ούτε μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, ούτε μέσα στη νέα προθεσμία των τριάντα πέντε ημερών που χορηγήθηκε από το Τμήμα Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με αποτέλεσμα να εκδοθεί νομίμως η 4476/140965/2011/9.2.2012 απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων χωρίς τη γνωμοδότηση του Περιφερειακού Συμβουλίου, η οποία εκδόθηκε πλέον αναρμοδίως κατά χρόνο. Ο λόγος αυτός πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αλυσιτελής, δεδομένου ότι η νομιμότητα της ανάκλησης της επίμαχης α.ε.π.ο., αναγόμενη στην έλλειψη της απαιτούμενης αιτιολογημένης γνώμης της δασικής υπηρεσίας, δεν συναρτάται προς τη γνωμοδότηση του Περιφερειακού Συμβουλίου.
11. Επειδή, στο άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 2690/1999 «Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας» ορίζεται ότι «Για την ανάκληση δεν είναι απαραίτητο να τηρείται η διαδικασία που προβλέπεται για την έκδοση της πράξης, εκτός αν ανακαλείται πράξη νόμιμη ή πράξη παράνομη ύστερα από εκτίμηση πραγματικών περιστατικών». Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, διότι η ανακλητική αυτή απόφαση εχώρησε ύστερα από νέα ουσιαστική εκτίμηση πραγματικών περιστατικών χωρίς να γνωμοδοτήσουν εκ νέου οι φορείς που είχαν διατυπώσει τη γνώμη τους κατά την έκδοση της ανακαλούμενης α.ε.π.ο. Περαιτέρω προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτούσας που επιβάλλεται από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος. Και οι λόγοι αυτοί, όμως, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, διότι, κατά τα παρατιθέμενα στις προηγούμενες σκέψεις, η έκδοση της προσβαλλόμενης ανακλητικής απόφασης βρίσκει επαρκές αιτιολογικό έρεισμα στην έλλειψη της νόμιμης προϋπόθεσης έκδοσης της ανακαλούμενης α.ε.π.ο., δηλαδή στην έλλειψη της αιτιολογημένη γνώμη της δασικής υπηρεσίας, ανεξαρτήτως της τυχόν επανεκτίμησης νέων στοιχείων. περαιτέρω δε δεν συνδέεται με υποκειμενική συμπεριφορά της αιτούσας, η οποία θα επέβαλε στη Διοίκηση την υποχρέωση να την καλέσει σε ακρόαση πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. ΣτΕ 1581/2010 Ολ.).

ΣτΕ 4060/2012: κριτήριο αρμοδιότητας ΣτΕ και ΤΔΔ – πράξη μεταβίβασης αρμοδιότητας – πράξη μεταβίβασης υπογραφής –  κανονιστική – προσήκουσα δημοσίευση – αρχή της αναλογικότητας

6. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77/7.5.2008), το οποίο άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 82 του τελευταίου αυτού νόμου, ένα μήνα μετά από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή την 7.6.2008, ορίζεται ότι «1. … 4. Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που προκύπτουν: α) …, β) από πράξεις που εκδίδονται βάσει της νομοθεσίας περί διαχείρισης των υδάτινων πόρων, …».
7. Επειδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, ερμηνευομένης σε συνδυασμό με τις παρατιθέμενες στη σκέψη 5 διατάξεις και ενόψει των διατάξεων του άρθρου 95 του Συντάγματος, οι διαφορές από ατομικές πράξεις εκδιδόμενες βάσει της νομοθεσίας περί διαχείρισης υδάτινων πόρων, και συγκεκριμένα του ως άνω νόμου 1739/1987 και των κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδομένων κανονιστικών διοικητικών πράξεων, έχουν μεταφερθεί ως προσφυγές ουσίας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, μόνον αν για την έκδοση των ατομικών αυτών διοικητικών πράξεων, μεταξύ των οποίων οι άδειες χρήσης ύδατος ή αξιοποίησης έργου υδατικών πόρων, δεν απαιτείται η έγκριση περιβαλλοντικών όρων κατά τις διατάξεις του ν. 1650/1986, δεδομένου ότι από τη γενική διατύπωση της ανωτέρω περίπτωσης β΄ δεν μπορεί να συναχθεί πρόθεση του νομοθέτη να διαφοροποιήσει το περιεχόμενο δικαστικής προστασίας ως προς τις εν λόγω άδειες ή άλλες ατομικές πράξεις σε σχέση με τις αντίστοιχες πράξεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, οι οποίες συνδέονται αρρήκτως με τις εν λόγω άδειες και αποτελούν επίσης αναγκαία προϋπόθεση για την πραγματοποίηση του έργου, ούτε, άλλωστε, προκύπτει ότι συντρέχει προφανής λόγος, σχετιζόμενος με το περιεχόμενο των πράξεων αυτών ή τη σπουδαιότητά τους, για τη διαφοροποίηση αυτή, η οποία, αντιθέτως, δεν εναρμονίζεται με την αρχή της οικονομίας της δίκης. Κατά συνέπεια, οι διαφορές που προκαλούνται από την προσβολή αδειών χρήσης ύδατος ή αξιοποίησης έργου υδατικών πόρων, η έκδοση των οποίων χωρεί, κατά νόμο, ύστερα από περιβαλλοντικό έλεγχο και έγκριση περιβαλλοντικών όρων με σκοπό τη μείωση των επιπτώσεων της δραστηριότητας ή του έργου στο περιβάλλον, εξακολουθούν να αποτελούν ακυρωτικές διαφορές υπαγόμενες στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 4590/2011 επτ.). Συνεπώς, εφόσον, για το επίδικο έργο, το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση απαιτείται η έγκριση περιβαλλοντικών όρων, η προκείμενη διαφορά που ανέκυψε από την άσκηση της κρινόμενης αίτησης ανήκει, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, αρμοδίως δε έχει εισαχθεί ενώπιον του Ε΄ Τμήματος αυτού.
8. Επειδή, στο άρθρο 62 παρ. 1 εδ. η του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (π.δ. 30/1996 – Α΄ 21) ορίζεται ότι «… Ο Νομάρχης μεταβιβάζει με απόφασή του μέρος των αρμοδιοτήτων του στους προέδρους των Ν.Ε. Μπορεί επίσης να μεταβιβάζει την άσκηση αρμοδιοτήτων του σε μέλη του νομαρχιακού συμβουλίου και σε προϊσταμένους ή άλλα στελέχη των υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης». Με το άρθρο 9 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) ορίζεται ότι “Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί, με κανονιστική πράξη του, να μεταβιβάσει την αρμοδιότητά του …”, ενώ, με την παρ. 3 του αυτού άρθρου, ορίζεται ότι “Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί επίσης, με κανονιστική πράξη του, να εξουσιοδοτεί ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο να υπογράφει, με εντολή του, πράξεις ή άλλα έγγραφα της αρμοδιότητάς του». Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 301/1976 (φ. 91 Α΄) ορίζονται τα εξής: «1. Δια της εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιεύονται: α) . . . β) . . . γ) Αι κανονιστικού χαρακτήρος πράξεις του υπουργικού συμβουλίου, του πρωθυπουργού και των υπουργών ή υφυπουργών, ως και οιουδήποτε ετέρου συλλογικού ή ατομικού οργάνου της Διοικήσεως, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 2 του παρόντος δ . . .». Εξάλλου, στο άρθρο 2 παρ. 1 του παραπάνω νόμου ορίζονται τα εξής: «1. Δεν δημοσιεύονται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως α) . . . β) αι κανονιστικού χαρακτήρος πράξεις των νομαρχών γ) . . .». Τέλος στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής: «1. Αι κατά το προηγούμενον άρθρον μη δημοσιευόμεναι δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κανονιστικού χαρακτήρος πράξεις των νομαρχών (στοιχ. β΄ της παρ. 1) καταχωρούνται εν κεκυρωμένω αντιγράφω εις ειδικόν επί τούτω βιβλίον ή φάκελλον, τηρούμενον παρά τη αρμοδία υπηρεσία και όντα προσιτόν εις το κοινόν δημοσιεύονται δε εις μίαν τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας του νομού. Εις περίπτωσιν καθ’ ην δεν εκδίδεται εφημερίς εις την έδραν ή ετέραν πόλιν του νομού, η δημοσίευσις γίνεται εις εφημερίδα εκδιδομένην εις την μείζονα περιοχήν εκ των ευρυτέρως κυκλοφορουσών τοιούτων εις την περιοχήν του νομού, κατά την κρίσιν του νομάρχου. 2. Εκάστη νομαρχία υποχρεούται όπως χορηγή ατελώς επί τη απλή αιτήσει των ενδιαφερομένων κεκυρωμένον αντίγραφον ή φωτοαντίγραφον πάσης συμφώνως προς τα ανωτέρω τηρουμένης και δημοσιευομένης κανονιστικής πράξεως. 3 . . .».
9. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η πράξη με την οποία ο Νομάρχης μεταβιβάζει σε ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο την εξουσία υπογραφής πράξεων της αρμοδιότητός του αποκτά, ως κανονιστική, νόμιμη υπόσταση με την δημοσίευσή της κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 301/1976 τρόπο, δηλαδή με καταχώριση κεκυρωμένου αντιγράφου της ειδικό βιβλίο ή φάκελο, τηρούμενο στην αρμόδια υπηρεσία και προσιτό στο κοινό, και με δημοσίευση σε μία τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφερείας του νομού. Σε περίπτωση δε μη δημοσιεύσεώς της κατά τον ως άνω τρόπον, η εν λόγω νομαρχιακή πράξη είναι ανυπόστατη και δεν δύναται να προσδώσει αρμοδιότητα υπογραφής στο ως άνω ιεραρχικώς υφιστάμενο όργανο (βλ. Ολομ. ΣτΕ. 1581-2/2010, 716/2001, ΣτΕ 1440/2011). Εξάλλου, κατά γενική αρχή, όταν πρόκειται για μεταβίβαση της αρμοδιότητας υπογραφής (σε αντίθεση με την περίπτωση της μεταβίβασης αρμοδιότητας) εκείνος που μεταβίβασε την αρμοδιότητα υπογραφής ορισμένων πράξεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του, ως οργάνου, εξακολουθεί να θεωρείται ως μόνος αρμόδιος προς έκδοση των πράξεων αυτών, ακόμη και όταν οι πράξεις αυτές υπογράφονται από τον εξουσιοδοτηθέντα προς τούτο, σε τρόπο ώστε ο εξουσιοδοτήσας να μπορεί οποτεδήποτε να υπογράφει ο ίδιος τις πράξεις αυτές, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της αρμοδιότητας υπογραφής τους σε άλλο όργανο (βλ. ΣΕ 4478/1987, 5797/1996). Τέτοια δε περίπτωση προβλέπει η παρατιθέμενη στη σκέψη 8 διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 του Κ.Δ.Δ (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 716/2001 και 1581/2010 κ.ά.). Αντιθέτως, στην περίπτωση της μεταβίβασης της αρμοδιότητας, η αρμοδιότητα ασκείται αποκλειστικά από το όργανο στο οποίο μετεβιβάσθηκε, εκτός εάν οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι, παράλληλα, μπορεί να ασκείται και από το όργανο που τη μεταβίβασε. Τέτοια δε περίπτωση προβλέπει η παρατιθέμενη στην αυτή σκέψη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του Κ.Δ.Δ. Δυνατότητα δε χρήσης των διατάξεων αυτών παρέχει η διάταξη του παρατιθέμενου στην αυτή σκέψη ως άνω εδ’ η’ της παρ. 1 του άρθρου 62 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.
10. Επειδή, τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 21 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που ορίζει ότι «αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της», κάθε ατομική διοικητική πράξη, είτε αρμοδίως είτε αναρμοδίως εκδοθείσα, δύναται να ανακαλείται, για οποιονδήποτε λόγο εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας, είτε από το όργανο που την εξέδωσε είτε από το όργανο, το οποίο κατά τον χρόνο της ανακλήσεως, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. Στην ειδικότερη δε περίπτωση της αναρμοδίως εκδοθείσης ατομικής διοικητικής πράξεως, η ανάκλησή της από το όργανο που την εξέδωσε χωρεί όχι μόνον κατ’ επίκληση της αναρμοδιότητάς του, αλλά για οποιονδήποτε λόγο. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτήν, η αναρμοδιότητα ως προς την έκδοση της ανακαλουμένης πράξεως, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, εξεταζόμενο και αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή ενώπιον του οποίου αμφισβητείται το κύρος της ανακλητικής πράξεως, καθιστά νόμιμη εν πάση περιπτώσει την ανάκλησή της (βλ. ΣτΕ. 512/1930 Ολομ.). Τούτο δε προκειμένου να αποκατασταθεί στον νομικό κόσμο η νομιμότητα, με την εξαφάνιση της αναρμοδίως εκδοθείσης πράξεως, και να καταστεί εφεξής δυνατή η αδέσμευτη ρύθμιση του θέματος από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο (βλ. Ολομ. ΣτΕ. 1581-2/2010, ΣτΕ 1440/2011, 3858/2010).
12. Επειδή, η 831/7-5-2003 απόφαση με την οποία χορηγήθηκε στην αιτούσα άδεια εκτέλεσης έργου- χρήσης νερού στη θέση Ζώνη του Δ.Δ. Λουκισιών του Δήμου Ανθηδώνος, εκδόθηκε πριν από την δημοσίευση του ν. 3199/2003 (ΦΕΚ 280 Α΄/9.12.2003), ενώ οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί με εντολή Νομάρχη από την αναπληρώτρια προϊσταμένη της Διεύθυνσης Εγγείων Βελτιώσεων, εκδόθηκαν μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Δοθέντος όμως ότι στο άρθρο 16 του νόμου τούτου ρητώς ορίζεται ότι οι ως άνω αρμοδιότητες θα ασκούνται από τις Περιφέρειες από 1-1-2005 και ότι η διάρθρωση της Δ/νσης Υδάτων της Περιφέρειας συγκροτήθηκε σε τμήματα με την 46630/16-11-2005 Κ.Υ.Α. (Β΄ 1688/1-12-2005) αρμοδίως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες άλλωστε αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις και όχι κανονιστικές, εκδόθηκαν από το Νομάρχη Ευβοίας (πρβλ. ΣΕ 508/2011, 1987/2010 σκ., 6, 1125/2008 σκ. 10). Εξάλλου, ο Νομάρχης Ευβοίας, ο οποίος οποία, κατά τα εκτεθέντα, ήταν αρμόδιος, κατά νόμο, τουλάχιστον έως 1-1-2005 για την έκδοση πράξεως, είχε μέχρι της ημερομηνίας αυτής, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 10, και την αρμοδιότητα ανακλήσεως αυτών. Νομίμως δε μετεβίβασε την αρμοδιότητα υπογραφών πράξεων τέτοιου περιεχομένου, με την 1689/28-1-2004 κανονιστική απόφασή του, «με εντολή νομάρχη» στην Αναπληρώτρια- Προϊσταμένη της Δ/νσης Εγγείων Βελτιώσεων (βλ. ΣΕ 3858/2010, 3860/ 2010), εφόσον ως προς την ως άνω κανονιστική απόφαση έχουν τηρηθεί οι νόμιμες διατυπώσεις δημοσιότητας (βλ. την 7103/26-4-2004 βεβαίωση της Δ/νσης Εγγείων βελτιώσεων), ήτοι η καταχώρηση επικυρωμένου αντιγράφου σε ειδικό φάκελο που τηρείται στην υπηρεσία και η δημοσίευσή της σε τοπική εφημερίδα του Νομού (βλ. την από 2-2-2004 καταχώρηση στον Ευβοϊκό Τύπο). Νομίμως, ως εκ τούτου, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν από την αναπληρώτρια προϊσταμένη της Δ/νσης Εγγείων Βελτιώσεων.
13. Επειδή, η 831/7-5-2003 απόφαση του Νομάρχη Ευβοίας, με την οποία χορηγήθηκε στην αιτούσα άδεια εκτέλεσης έργου – χρήσης νερού στη θέση Ζώνη του Δ.Δ Λουκισιών του Δήμου Ανθηδώνος υπογράφεται με εντολή Νομάρχου από την αναπληρώτρια προϊσταμένη της Δ/νσης Εγγείων Βελτιώσεων της Ν.Α. Ευβοίας. Δεν προκύπτει όμως η δημοσίευση, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, της μνημονευομένης στο προοίμιο της εν λόγω πράξεως, 2963/8-8-1996 κανονιστικής αποφάσεως του ρηθέντος Νομάρχου, με την οποία φέρεται μεταβιβασθείσα στον προϊστάμενο της εν λόγω Διευθύνσεως και η εξουσία υπογραφής πράξεων με το ως άνω περιεχόμενο (βλ. 1969/10-3-2010 έγγραφο της Ν.Α. Ευβοίας το οποίο παραπέμπει στην 18065/22-12-2003 απόφαση του Γ.Γ.Π. επί προσφυγής της αιτούσας και στο οποίο ρητώς βεβαιώνεται ότι η υπ’ αριθμ. 2963/8-8-1996 κανονιστική απόφαση Νομάρχη δεν δημοσιεύθηκε κατά τον προβλεπόμενο τρόπο δημοσιότητας). Κατόπιν των ανωτέρω, η 831/7-5-2003 απόφαση αναρμοδίως υπογράφεται από τον ως άνω προϊστάμενο – αναπληρωτή. Ενόψει δε της αναρμοδιότητας αυτής του προϊσταμένου – αναπληρωτή τούτου ως προς την έκδοση της αρχικής αυτής διοικητικής πράξεως, η ανάκληση αυτής με την 265/10-2-2004 απόφαση που εξέδωσε, στηριζόμενη σε υποστατή κανονιστική απόφαση, «με εντολή Νομάρχη» η αν. προϊσταμένη της Δ/νσης Εγγείων Βελτιώσεων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας, αρμοδίως υπογράφεται από αυτήν και είναι, ανεξαρτήτως των αιτιολογιών της, νόμιμη για το λόγο αυτό. Είναι, επομένως, απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως που αφορούν στις αιτιολογίες της προσβαλλομένης ως άνω ανακλητικής αποφάσεως (βλ. Ολομ. Σ.Ε. 1581-1582/2010, ΣΕ 1440/2011) και, συνακόλουθα, και οι λόγοι που στρέφονται κατά των 471/16-3-2004 και 969/8-6-2004 αποφάσεων της ως άνω Δ/νσης, οι οποίες έχουν ως νόμιμο έρεισμά τους την ανακλητική ως άνω απόφαση καθώς και κατά της απόφασης του Γ.Γ.Π. με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγής της αιτούσας (πρβλ. ΣΕ 2648/2010).
14. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ανακλητική απόφαση έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, δοθέντος ότι με τις διατάξεις του άρθρου 62 παρ. περ. η του Κ.Ν.Α δεν δίνεται στο Νομάρχη το δικαίωμα να μεταβιβάσει το δικαίωμά του για υπογραφή εγγράφων με εντολή του και ότι η δυνατότητα μεταβίβασης του δικαιώματος υπογραφής μπορεί να γίνεται μόνο εάν ο Νόμος το επιτρέπει ρητά.
15. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως αναφέρεται στη σκέψη 12, με την έχουσα νόμιμη υπόσταση και ερειδόμενη στο εδ. η΄ της παρ. 1 του άρθρου 62 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, με την 1689/28-1-2004 απόφαση του Νομάρχη Ευβοίας μεταβιβάσθηκε το δικαίωμα υπογραφής εγγράφων ή διοικητικών πράξεων «με εντολή νομάρχη» στην αναπληρώτρια προϊσταμένη της Δ/νσης Εγγείων Βελτιώσεων. Συνεπώς, ο ως άνω προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
16. Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 9, 11, 16 και 21 του ν. 1739/1987 (Α΄ 201), καθώς και του π.δ. 256/1989 (Α΄ 121) και της υπ’ αριθμ. Φ. 16/6631/1.6.1989 κοινής υπουργικής αποφάσεως (Β΄ 428), που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού, με τον ν. 1739/1987 καθιερώθηκε νέο σύστημα ορθολογικής διαχειρίσεως των υδατικών πόρων της χώρας και ελέγχου από το κράτος της χρήσεως των υδάτων, με την πρόβλεψη, ως καθολικού μέτρου, της ανάγκης λήψεως από τα ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα αδειών για κάθε χρήση ύδατος, στις οποίες καθορίζονται λεπτομερώς οι όροι της χρήσεως. Περαιτέρω, προβλέπονται κυρώσεις για τις περιπτώσεις παραβάσεων των όρων αυτών από τους δικαιούχους των αδειών. Ο νόμος προνοεί και για την περίπτωση της ανάγκης διατηρήσεως ή αποκαταστάσεως των επιφανειακών και υπογείων υδατικών πόρων στα ενδεδειγμένα ποσοτικά και ποιοτικά όρια, εξουσιοδοτεί δε τον οικείο νομάρχη ή, υπό προϋποθέσεις, τον Υπουργό Βιομηχανίας να εκδώσουν απόφαση επιβάλλουσα γενικούς περιορισμούς στην χρήση των υδάτων (άρθρο 11 παρ. 4 ν. 1739/1987). Εν όψει της καθιερώσεως του νέου αυτού συστήματος και εν συνδυασμώ προς την διάταξη του άρθρου 16 παράγρ. 1 του νόμου, καταργήθηκε το προϋφιστάμενο σύστημα του άρθρου 1 του α.ν. 439/1945 (Α΄ 170), το οποίο προέβλεπε την κατ’ αρχήν ελευθέρα χρήση των υδάτων από τους ενδιαφερομένους, δηλαδή την χρήση άνευ λήψεως ειδικής αδείας, και την δυνατότητα θέσεως γενικών περιορισμών με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Δημοσίων Έργων και Γεωργίας [ήδη των Νομαρχών βάσει του β.δ. 42/1960 (Α΄ 9)] στην ανόρυξη φρεάτων και στην άντληση υπογείων υδάτων (ΣΕ 389/1999, 3046/2001, 313/2002, 1975/2002, 965/2003, 1631/2004, 3872/2004). Εξάλλου, στο άρθρο 9 του ν. 1739/87 “περί διαχειρίσεως υδατικών πόρων” (Α΄ 201) προβλέπεται ότι κάθε νομικό και φυσικό πρόσωπο έχει δικαίωμα χρήσεως των υδάτων, αλλά το δικαίωμα αυτό ασκείται κατόπιν λήψεως αδείας από την αρμόδια διοικητική αρχή. Για την έκδοση της αδείας απαιτείται υποβολή αιτήσεως από τον ενδιαφερόμενο. Το περιεχόμενο αυτής καθώς και τα αναγκαίως συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά καθορίστηκαν στο κατ’ εξουσιοδότηση, του νόμου αυτού εκδοθέν 256/1989 π.δ/γμα “περί αδειών χρήσεως νερού” (Α΄ 121). Στο άρθρο 3 του δ/τος αυτού καθορίστηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες για την έκδοση των αδειών χρήσεως των υδάτων. Ειδικώς για την αγροτική χρήση και δη για την άρδευση αρμόδιες είναι οι Διευθύνσεις ή τα Τμήματα Εγγείων Βελτιώσεων των Νομαρχιών (άρθρ. 3 παρ. 1 εδ. β΄). Στα άρθρα 4 και 5 του ίδιου Δ/τος καθορίζονται τα στοιχεία και τα δικαιολογητικά που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση, ενώ στο άρθρο 6 οι κατηγορίες και τα στοιχεία της αδείας. Στο άρθρο 7 ρυθμίζεται η διαδικασία εκδόσεως της αδείας. Ειδικότερα, στο εδ. β΄ της παρ. 2 ορίζεται ότι η υπηρεσία χορηγεί την σχετική άδεια, συνεκτιμώντας το σύνολο των υποβληθέντων στοιχείων, τα στοιχεία που υπάρχουν στο αρχείο της, τις ποσότητες νερού που διατίθενται στην συγκεκριμένη περιοχή και χρήση και τα τυχόν υφιστάμενα με απόφαση Νομάρχη περιοριστικά μέτρα, σύμφωνα και με τα ισχύοντα προγράμματα ανάπτυξης., τέλος δε προβλέφθηκε και σύστημα κυρώσεων για τις περιπτώσεις παραβάσεων των όρων των αδειών (άρθρα 8 και 9) . Εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση του άρ. 11 παρ. 4 ν. 1739/87, εξεδόθη η 422/4-3-2002 κανονιστική απόφαση του Νομάρχη Ευβοίας “Απαγορευτικά, περιοριστικά και λοιπά ρυθμιστικά μέτρα για την προστασία του υδατικού δυναμικού του Ν. Ευβοίας ” (για την οποία έχουν τηρηθεί οι νόμιμοι τρόποι δημοσιότητας – βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. 838/12.5.2005 βεβαίωση της Δ/νσης Εγγείων Βελτιώσεως της Ν.Α. Ευβοίας) με την οποία προβλέπεται απαγόρευση νέων έργων υδροληψίας σε ορισμένες περιοχές και περιοριστικά μέτρα χρήσης για άλλες περιοχές. Στην παρ. Ι της αποφάσεως αυτής, με τίτλο “Απαγορευτικά μέτρα” ορίζεται ότι: «Απαγορεύεται η εκτέλεση νέων έργων αξιοποίησης υδάτινων πόρων – χρήσης νερού και η επέκταση χρήσης των ήδη υφισταμένων στις παρακάτω περιοχές του Νομού: 1 … 3 Στις παραθαλάσσιες ζώνες των κτηματικών περιοχών των παρακάτω Δήμων: α) Του Δήμου Ανθηδώνας, πλάτους 1000 μ. που αρχίζει από τα όρια των Δ.Δ Δροσιάς – Ανθηδώνας και καταλήγει στον παλαιό υδραύλακα του Οργανισμού Κωπαίδας».
17. Επειδή, στην κρινόμενη υπόθεση, με την 831/7-5-2003 απόφαση της Δ/νσης Εγγείων Βελτιώσεων Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας (ΝΑΕ), … χορηγήθηκε στην αιτούσα άδεια εκτέλεσης έργου- χρήσης νερού στη θέση Ζώνη του Δ.Δ. Λουκισιών του Δήμου Ανθηδώνος . Στην ως άνω άδεια τέθηκε ως σχετικός όρος η γεώτρηση να απέχει περισσότερο από 1.000 μ, από τη θάλασσα (άρθρο 2α της ως άνω άδειας). Ακολούθως, όπως προαναφέρθηκε η ως άνω Δ/νση ανακάλεσε την χορηγηθείσα άδεια με την 265/10-2-2004 απόφασή της (α΄ προσβαλλόμενη) με το αιτιολογικό ότι: α) Η αιτούσα προσκόμισε ψευδή στοιχεία ιδιοκτησίας (Ένορκοι βεβαίωση και Ε9), ενώ γνώριζε ότι η έκταση ήταν διαφιλονικούμενη και ευρισκόταν υπό δικαστική διερεύνηση . β) Δεν τήρησε τους όρους της αδείας που αναφέρονται στην παρ. 2α και άνοιξε τη γεώτρηση σε απόσταση 735 από τη θάλασσα αντί της προβλεπόμενης πλέον των 1.000 μέτρων από τη θάλασσα.
18. Επειδή, προβάλλεται από την αιτούσα ότι δεν της επισημάνθηκε από το κλιμάκιο των υπαλλήλων που διενήργησαν τον επιτόπιο έλεγχο (βλ. από 10-4-2003 πρακτικό Επιτροπής) πριν από τη χορήγηση της αδείας η ως άνω υποχρέωση της τήρησης των 1.000 μέτρων από τη θάλασσα. Ο ως άνω λόγος θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος δοθέντος ότι ρητώς στην ως άνω απόφαση περί χορηγήσεως της αδείας αναγράφεται ο ως άνω όρος, τον οποίο η αιτούσα δεν τήρησε κατά τη διάνοιξη της γεώτρησης. Περαιτέρω προκύπτει, από την από 11-11-2003 μέτρηση του τοπογράφου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ότι η αιτούσα άνοιξε τελικώς τη γεώτρηση σε απόσταση 735 μέτρων από τη θάλασσα και όχι πλέον των 1.000 μέτρων. Τούτο δεν κλονίζεται από τα σχετικά διοικητικά έγγραφα που επικαλείται η αιτούσα, ήτοι το από 10-4-2003 πρακτικό της επιτροπής (στο οποίο βεβαιώνεται ότι η ενδιαφερόμενη δεν έχει προβεί στην εκτέλεση του έργου) και από το από 19-6-2003 δελτίο Γεωτεχνικών και Γεωργοοικονομικών στοιχείων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας. Συνεπώς, εφόσον η πράξη εκδόθηκε κατόπιν επίκαιρης αυτοψίας, κατά την οποία διαπιστώθηκε η ως άνω παράβαση και η οποία μνημονεύεται στο προοίμιο της, η ως άνω απόφαση περί ανακλήσεως είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη (πρβλ. ΣΕ 3949/2008, 116/2005, 1631/2004, 389/1999, 5946/1996) και οι περί αντιθέτου ισχυρισμοί περί παραβίασης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης ισχυρισμοί θα πρέπει αν απορριφθούν ως αβάσιμοι.
19. Επειδή, στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ/τος 256/1989 (Α΄ 121), βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, ορίζεται ότι «2. Η υπηρεσία αυτή, ύστερα από επιτόπια αυτοψία, που θα πραγματοποιηθεί εντός τριών (3) ημερών, συντάσσει έκθεση σε δύο αντίτυπα, όπου αναφέρεται το είδος της παράβασης και ο παραβάτης και είτε εισηγείται προς τον οικείο νομάρχη την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, είτε τις επιβάλλει η ίδια, εφόσον πρόκειται για μη νομαρχιακή υπηρεσία, σωρευτικά ή διαζευκτικά, ανάλογα με το μέγεθος της παράβασης ως εξής : α. … β. … γ. Ανάκληση της άδειας χρήσης νερού στη μονάδα στην οποία διαπιστώθηκε η παράβαση, μέχρι έξι (6) μήνες και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης οριστική αφαίρεση … δ. … ε. Σφράγιση ή καταστροφή της γεώτρησης ή άλλων έργων υδροληψίας για την οποία συντάσσεται σχετική έκθεση».
20. Επειδή, προβάλλεται από την αιτούσα ότι κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας της επιβλήθηκε η αυστηρότερη των διοικητικών ποινών, ενώ θα μπορούσε να της επιβληθεί ηπιότερη. Στην κρινόμενη όμως υπόθεση η άδεια χρήσης νερού, η οποία είχε χορηγηθεί με επίκληση υπ’ αριθμ. 422/4-2-2002 απόφασης του Νομάρχη, ρητώς προέβλεπε ότι η γεώτρηση έπρεπε να απέχει 1000 μέτρα από τη θάλασσα, δοθέντος ότι με την ως άνω υπ’ αριθμ. 422/4-3-2002 κανονιστική νομαρχιακή απόφαση απαγορευόταν ρητώς η εκτέλεση έργων αξιοποίησης υδάτινων πόρων και χρήσης νερού στην επίμαχη περιοχή σε απόσταση 1000 μέτρων από τη θάλασσα με επίκληση μεταξύ άλλων και του ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος, ενόψει δε της σοβαρότητας της παράβασης αλλά και για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήτοι της προστασίας των υδάτινων πόρων, οι οποίοι, όπως προκύπτει και από την έκθεση απόψεων της Διοίκησης κινδυνεύουν με υφαλμύρωση, νομίμως ανακλήθηκε η άδειά της, δοθέντος άλλωστε ότι σε κανένα σημείο της αίτησής της δεν αμφισβητεί το πραγματικό αυτό γεγονός της παράβασης (πρβλ. ΣΕ 389/1999). Κατόπιν τούτων, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση της κρινόμενης αίτησης κατά το μέρος που προσβάλλεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης ανακλητικής απόφασης ως προς τα προσκομισθέντα ψευδή ή μη στοιχεία καθώς και κατά το μέρος που προσβάλλεται η απόφαση της Δ/νσης Εγγείων Βελτιώσεων, με την οποία αποφασίσθηκε η σφράγιση της γεώτρησης.

ΣτΕ 1202/2011: αρμοδιότητα ανάκλησης – μεταβίβαση αρμοδιότητας – προηγούμενης ακρόαση

4. Επειδή, στο άρθρο 9 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το ν. 2690/1999 (Α΄ 95), ορίζονται τα εξής : «Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν τούτο προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις, μπορεί επίσης με κανονιστική πράξη του, να εξουσιοδοτεί ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο να υπογράφει, με εντολή του, πράξεις ή άλλα έγγραφα της αρμοδιότητάς του». Περαιτέρω, προκειμένου περί των κανονιστικών πράξεων των νομαρχών, στο μεν άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. β΄ του ν. 301/76 προβλέπεται ότι δεν δημοσιεύονται δια της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, στο δε άρθρο 3 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι : «1. Αι κατά το προηγούμενον άρθρον μη δημοσιευόμεναι δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως κανονιστικού χαρακτήρος πράξεις των νομαρχών (στοιχείο β΄ της παραγράφου 1) καταχωρούνται εν κεκυρωμένω αντιγράφω εις ειδικόν επί τούτο βιβλίον ή φάκελλον, τηρούμενον παρά τη αρμοδία υπηρεσία και όντα προσιτόν εις το κοινόν, δημοσιεύονται δε εις μίαν τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφέρειας του νομού». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, η πράξη, με την οποία ο Νομάρχης μεταβιβάζει σε ιεραρχικά υφιστάμενό του όργανο την εξουσία υπογραφής πράξεων της αρμοδιότητάς του, αποκτά νόμιμη υπόσταση με την καταχώριση κεκυρωμένου αντιγράφου της σε ειδικό βιβλίο ή φάκελο, τηρούμενο στην αρμόδια υπηρεσία και προσιτό στο κοινό, και με τη δημοσίευση σε μία τουλάχιστον εφημερίδα της έδρας ή της περιφέρειας του νομού. Σε περίπτωση δε μη δημοσίευσής της κατά τον τρόπο αυτό, η εν λόγω νομαρχιακή πράξη είναι ανυπόστατη και δεν δύναται να προσδώσει αρμοδιότητα υπογραφής στο ως άνω όργανο (ΣτΕ 1581, 1582/2010, Ολομ., 3858 – 3861/2010).
5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 21 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ορίζεται ότι : «αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της». Ενόψει της αδιάστικτης διατυπώσεως της διατάξεως αυτής, κάθε ατομική διοικητική πράξη, είτε αρμοδίως είτε αναρμοδίως εκδοθείσα, μπορεί να ανακαλείται για οποιοδήποτε λόγο, εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας, είτε από το όργανο που την εξέδωσε, είτε από το όργανο, το οποίο, κατά το χρόνο της ανάκλησης, είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. Στην ειδικώτερη δε περίπτωση της ατομικής διοικητικής πράξης που εκδόθηκε αναρμοδίως, η ανάκλησή της από το όργανο που την εξέδωσε χωρεί όχι μόνον κατ΄ επίκληση της αναρμοδιότητάς του αλλά για οποιοδήποτε λόγο. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή, η αναρμοδιότητα ως προς την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, εξεταζόμενο και αυτεπαγγέλτως από το δικαστή, ενώπιον του οποίου αμφισβητείται το κύρος της ανακλητικής πράξης, καθιστά νόμιμη, εν πάση περιπτώσει, την ανάκλησή της. Τούτο δε, προκειμένου να αποκατασταθεί στο νομικό κόσμο η νομιμότητα, με την εξαφάνιση της πράξης που εκδόθηκε αναρμοδίως και να καταστεί εφεξής δυνατή η αδέσμευτη ρύθμιση του θέματος από το κατά νόμον αρμόδιο όργανο (ΣτΕ 1581, 1582/2010, Ολομ., 3858 – 3861/2010).
6. Επειδή, εν προκειμένω, η απόφαση υπ΄ αριθμ. ΤΤ2532/ 30.4.1996 με την οποία διαπιστώθηκε η ελληνική ιθαγένεια του αιτούντος υπεγράφη από την Προϊσταμένη της Διευθύνσεως Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών. Όπως όμως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατά το χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως (30.4.1996) δεν υφίστατο απόφαση του Νομάρχη περί μεταβιβάσεως αρμοδιότητας ή περί παροχής εξουσίας υπογραφής πράξεων προς άλλα όργανα της Διοικήσεως. Ενόψει αυτού και κατά την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 21 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η Προϊσταμένη της ως άνω Διευθύνσεως είχε την αρμοδιότητα να υπογράψει και την, ήδη προσβαλλόμενη, ανακλητική αυτής απόφαση και πρέπει να απορριφθούν οι, προβαλλόμενοι με το δικόγραφο προσθέτων λόγων, ισχυρισμοί, περί αναρμοδιότητας υπογραφής της Διευθύντριας Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας Πολιτών. Εξάλλου, λόγω της αναρμοδιότητας της Προϊσταμένης της ως άνω Διευθύνσεως ως προς την υπογραφή της αρχικής ως άνω πράξεως, η ανάκληση αυτής με την ήδη προσβαλλόμενη που υπογράφεται από την Προϊσταμένη της αυτής Διευθύνσεως, είναι, ανεξαρτήτως των αιτιολογιών της, νόμιμη, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, είναι δε, ως εκ τούτου, αλυσιτελείς οι προβαλλόμενοι λόγοι με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 6.10.2004 δικόγραφο προσθέτων λόγων, με τους οποίους πλήσσεται η νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης ανακλητικής πράξης.
7. Επειδή, όπως έγινε ανωτέρω δεκτό, η ανάκληση της διαπιστώσεως της ιθαγένειας του αιτούντος στηρίζεται στο αντικειμενικό δεδομένο της αναρμοδιότητας υπογραφής του εκδόντος την ανακληθείσα πράξη οργάνου. Ως εκ τούτου, δεν απητείτο κλήση του αιτούντος προς παροχή εξηγήσεων πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, η δε αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος πρέπει, προεχόντως για το λόγο αυτό, να απορριφθεί ως αβάσιμη (ΣτΕ 3858 – 3861/2010). Περαιτέρω, η ανάκληση της διαπιστωτικής της ελληνικής ιθαγένειας του αιτούντος πράξεως, για λόγους νομιμότητας, δεν συνιστά αφαίρεση ιθαγένειας και, επομένως, αβασίμως προβάλλεται ότι αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος (ΣτΕ 3858, 3859/2010). Τέλος, η διαπίστωση της ελληνικής ιθαγένειας άπτεται ζητήματος εξόχως σημαντικού για το δημόσιο συμφέρον και, συνεπώς, εν προκειμένω, το χρονικό διάστημα των 7 ετών και 4 μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της διαπιστώσεως της ιθαγένειας του αιτούντος (30.4.1996) και του χρόνου, κατά τον οποίον αυτός έλαβε το αργότερο γνώση της προσβαλλομένης ανακλητικής πράξεως (13.8.2003, ημερομηνία καταθέσεως, εκ μέρους του πληρεξουσίου του αιτούντος, αιτήσεως προς λήψη γνώσεως των στοιχείων – εγγράφων του φακέλου του αιτούντος) δεν υπερβαίνει, κατά το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 (Α΄ 12), τον εύλογο χρόνο, εντός του οποίου η διαπίστωση της ιθαγένειας μπορεί να ανακληθεί (και να γνωστοποιηθεί η ανάκληση στον ενδιαφερόμενο – βλ. ΣτΕ Ολομ. 602/2003), για τον προαναφερθέντα λόγο της αναρμοδιότητας υπογραφής, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου ακυρώσεως (ΣτΕ 3858 – 3861/2010).

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο