Εξελίξεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

Ευρωπαϊκή Ένωση και κράτος δικαίου: πρόοδος και προοπτικές βελτίωσης

Ευρωπαϊκή Ένωση και κράτος δικαίου: πρόοδοι και προοπτικές βελτίωσης (ΠΜΣ 2021-2022)

1. Το κράτος δικαίου ορίζεται στο πρωτογενές δίκαιο τόσο ως αρχή, στο προοίμιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (η ΕΕ«ερείδεται στις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου»)όσο και ως αξία, στο άρθρο 2 ΣΕΕ (η Ένωση «στηρίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων»). Η συνταγματοποίηση αυτή σημαίνει δύο  πράγματα: πρώτον, η ίδια η Ένωση διαμορφώνεται ως ένωση δικαίου κατά το πρότυπο του κράτους δικαίου και, δεύτερον, η Ένωση, ως νομικοπολιτικός οργανισμός, συντίθεται από κράτη μέλη τα οποία στηρίζονται στην αρχή του κράτους δικαίου. Μεταξύ, μάλιστα, των αξιών που απαριθμεί το άρθρο 2 ΣΕΕ, το κράτος δικαίου αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού πρόκειται για συνταγματική αρχή με διττό περιεχόμενο, τυπικό και ουσιαστικό. Ακριβέστερα, οι εκφάνσεις του κράτους δικαίου δεν συνιστούν απλώς τυπικές και διαδικαστικές επιταγές ως προς την οργάνωση και την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, αλλά αποτελούν το μέσον της εφαρμογής και του σεβασμού της δημοκρατικής αρχής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Υποστηρίχθηκε, ειδικότερα, ότι το δημοκρατικό μοντέλο που προβάλλει η Ένωση και έχει εν μέρει νομολογιακό έρεισμα παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι δεν στηρίζεται στην ιδέα της αντιπροσώπευσης, αλλά στην προϋπόθεση ότι κάθε δράση ρυθμίζεται από κανόνες δικαίου και κάθε σύγκρουση και διαφορά επιλύεται από έναν αμερόληπτο τρίτο. Ο σεβασμός του κράτους δικαίου επιβάλλεται ως «λειτουργική ανάγκη» της Ένωσης. Άλλωστε, το ΔΕΕ, δικαιολογώντας την άρνηση προσχώρησης της ΕΕ στην ΕΣΔΑ με την επίκληση της προστασίας της αυτονομίας της ενωσιακής έννομης τάξης, διευκρίνισε ότι «η θεμελιώδης παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη και αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ, … συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές»[1]. Η ευρωπαϊκή συνοχή όμως την οποία δημιουργεί ο σεβασμός των αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ φαίνεται να κλονίζεται προοδευτικά λόγω επαναλαμβανόμενων παραβιάσεων των αξιών αυτών, μεταξύ άλλων, από την Ουγγαρία και την Πολωνία [2]. Ο κίνδυνος κλονισμού έδωσε την ευκαιρία παρέμβασης τόσο του Δικαστηρίου όσο και των άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης για την ενίσχυση του κράτους δικαίου.
2. Είναι γεγονός ότι η ποσοτική και ποιοτική σημασία της νομολογίας του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων για τον σεβασμό του κράτους δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργεί μια τάση υποβάθμισης της δράσης των άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης στο πλαίσιο αυτό [3]. Βεβαίως, τα τελευταία χρόνια οι βασικές προσεγγίσεις των δικαστηρίων και, ιδίως, του ΔΕΕ, είτε με την ευκαιρία προδικαστικών αποφάσεων είτε κατόπιν προσφυγών λόγω παραβάσεως που άσκησε η Επιτροπή, διαμόρφωσαν προοδευτικά ένα στέρεο, ακριβές και συνεκτικό πλαίσιο για τον ορισμό των επιταγών του κράτους δικαίου. Οι αποφάσεις που εκδόθηκαν επί προδικαστικών παραπομπών αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. 2 ΣΕΕ, ως έκφανσης του άρθρου 2 ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ. Οι σχετικές αιτήσεις των εθνικών δικαστηρίων αλλά και οι προσφυγές λόγω παράβασης των παραπάνω διατάξεων που άσκησε η Επιτροπή είχαν ως αφορμή νομοθετικές παρεμβάσεις και ρυθμίσεις σχετικά με τη δικαστική εξουσία. Παρόλο που ο δικαστής φαίνεται να διαθέτει αποτελεσματικότερα μέσα για την αντιμετώπιση της κρίσης του κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τα πολιτικά θεσμικά όργανα της Ένωσης, τούτο, σε καμία περίπτωση, δεν σημαίνει ότι η δραστική, πλην, αποσπασματική, κατ’ ανάγκη, επέμβασή του μπορεί να επιλύσει συνολικά το βαθύ πολιτικό πρόβλημα της απειλής του κράτους δικαίου στην Ευρώπη. Θα εξετάσω, λοιπόν, διαδοχικά, τη συμβολή της νομολογίας (Ι), αφενός, και των λοιπών θεσμικών οργάνων (ΙΙ), αφετέρου, στην ενίσχυση του κράτους δικαίου.
Ι. Η εισφορά της νομολογίας στην ενίσχυση του κράτους δικαίου
3. Διατυπωμένη, αρχικά, στις αποφάσεις του Δικαστηρίου, η αρχή του κράτους δικαίου εξακολουθεί να τροφοδοτεί μια πλουσιότατη νομολογία που αφορά σε μεγάλο βαθμό τις παραβιάσεις της στην Ουγγαρία και την Πολωνία, οι οποίες συνδέονται με την οργάνωση της δικαιοσύνης. Μετά τις δύο αποφάσεις σταθμούς της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16 [4], και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C‑216/18 PP[5], με τις οποίες κρίθηκε ότι η ίδια η ύπαρξη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου προς διασφάλιση της τήρησης των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κράτους δικαίου, ακολούθησαν τρεις σημαντικές αποφάσεις του 2019 σχετικές με τις μεταρρυθμίσεις της δικαστικής εξουσίας στην Πολωνία. Πρόκειται για τις αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑619/18 [6], της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων), C‑192/18 [7] και της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18 [8], που αφορούσαν τις διατάξεις περί μείωσης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών τόσο του Ανώτατου Δικαστηρίου όσο και των τακτικών δικαστηρίων καθώς και τις διατάξεις περί διορισμού των δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο και περί δημιουργίας ειδικού τμήματος στο εν λόγω δικαστήριο, του Πειθαρχικού Τμήματος, με ευρείες αρμοδιότητες ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί και η απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokuratura Okręgowa w Płocku, C‑558/18 και C‑563/18 [9], με την οποία οι αιτήσεις προδικαστικής απόφασης κρίθηκαν μεν απαράδεκτες, αλλά το Δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν επιτρέπονται εθνικές διατάξεις οι οποίες ενδέχεται να εκθέτουν τους εθνικούς δικαστές σε κίνδυνο πειθαρχικών διαδικασιών λόγω του ότι υπέβαλαν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
4. Στη συνέχεια, με έξι αποφάσεις του 2021, το Δικαστήριο διευκρινίζει περαιτέρω πτυχές της δικαστικής ανεξαρτησίας, που συνδέονται με την οργάνωση της δικαιοσύνης και την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών. Η απόφαση (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. κατά Krajowa Rada Sądownictwa [Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου], C-824/18 [10], αφορούσε τη διαδικασία διορισμού σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας, ο οποίος πραγματοποιείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας βάσει πορίσματος του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο στερείται ανεξαρτησίας και κατά του οποίου δεν προβλέπεται αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης των άρθρων 19 ΣΕΕ και 267 ΣΛΕΕ, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει τις επίμαχες τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως αν είναι νομοθετικής ή συνταγματικής φύσεως, και να συνεχίσει να ασκεί την αρμοδιότητα που είχε να εκδικάζει τις διαφορές των οποίων είχε επιληφθεί πριν θεσπισθούν οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις που του την στερούν. Οφείλει, επίσης, να εφαρμόσει τις προϊσχύσασες εθνικές διατάξεις, ασκώντας παράλληλα τον δικαστικό έλεγχο που προβλέπουν οι τελευταίες. Διαφορετική είναι η δικανική κρίση στην απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika κατά Il-Prim Ministr, C-896/19 [11], η οποία αφορά αίτηση υποβληθείσα στο πλαίσιο δίκης μεταξύ της Repubblika, μιας ενώσεως η οποία είναι καταχωρισμένη ως νομικό πρόσωπο στη Μάλτα και έχει ως σκοπό την προώθηση της προστασίας της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου στο εν λόγω κράτος μέλος, και του Il-Prim Ministru (Πρωθυπουργού της Μάλτας) ανοιγείσας κατόπιν άσκησης λαϊκής αγωγής με αντικείμενο, τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης των διατάξεων του Συντάγματος της Μάλτας που διέπουν τη διαδικασία διορισμού των δικαστών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ δεν αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις οι οποίες παρέχουν στον Πρωθυπουργό του οικείου κράτους μέλους αποφασιστική εξουσία κατά τη διαδικασία διορισμού των δικαστών, προβλέποντας συγχρόνως την παρέμβαση, στη διαδικασία αυτή, ενός ανεξάρτητου οργάνου επιφορτισμένου με την αξιολόγηση των υποψηφίων για την πλήρωση θέσεως δικαστή και την παροχή γνώμης στον εν λόγω Πρωθυπουργό. Ιδιαίτερη σημασία έχει η απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» [Ένωση Φόρουμ Δικαστών της Ρουμανίας] κ.λπ. κατά Inspecţia Judiciară κ.λπ., C-83/19, C-127/19, C-195/19, C-291/19, C-355/19 και C-397/19 [12], που εκδόθηκε επί έξι αιτήσεων προδικαστικής απόφασης ρουμανικών δικαστηρίων στο πλαίσιο διαφορών οι οποίες ανάγονται σε μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση στους τομείς της δικαιοσύνης και της καταπολέμησης της διαφθοράς στη Ρουμανία, η οποία παρακολουθείται σε επίπεδο Ένωσης από το 2007 μέσω του μηχανισμού συνεργασίας και ελέγχου που θεσπίστηκε με την απόφαση 2006/928 επ’ ευκαιρία της προσχώρησης της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι προσφεύγουσες και οι προσφεύγοντες των κυρίων δικών ισχυρίζονται ότι ορισμένες από τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ρουμάνος νομοθέτης, και δη εκείνες που αφορούν την οργάνωση της Δικαστικής Επιθεώρησης (υπόθεση C‑83/19), την ίδρυση της υπηρεσίας διερεύνησης των αδικημάτων που διαπράττονται εντός του δικαστικού σώματος (στο εξής: ΥΔΑΔ) ως υπηρεσίας υπαγόμενης στην εισαγγελική αρχή (υποθέσεις C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19 και C‑355/19) και το καθεστώς προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών (υπόθεση C‑397/19), δεν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης όταν δεν δικαιολογούνται από αντικειμενικές και επαληθεύσιμες επιτακτικές ανάγκες και δεν συνοδεύονται από ειδικές εγγυήσεις. Στη συνέχεια, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑791/19 [13], το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πολωνία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, αφενός, από το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, λόγω της οργάνωσης της πειθαρχικής διαδικασίας κατά των δικαστών κατά τρόπο που δεν διασφαλίζει τα δικαιώματά τους και την εκδίκαση από ανεξάρτητο και αμερόληπτό δικαστήριο και, αφετέρου, από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ καθόσον επιτρέπει να περιορίζεται το δικαίωμα των δικαστηρίων να υποβάλουν αίτηση προδικαστικής απόφασης στο ΔΕΕ μέσω της κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας κατά των δικαστών που αναλαμβάνουν τη σχετική πρωτοβουλία. Με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż., (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) C-487/19, [EU:C:2021:798], το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη με την οποία μονομελής δικαστικός σχηματισμός που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό απέρριψε το ένδικο βοήθημα δικαστή που μετατέθηκε χωρίς τη βούλησή του πρέπει  να θεωρηθεί ανίσχυρη, εάν ο διορισμός του εν λόγω μονομελούς σχηματισμού έγινε κατά παράβαση θεμελιωδών κανόνων που αφορούν την ίδρυση και λειτουργία του οικείου δικαιοδοτικού συστήματος. Τούτο διότι οι μετακινήσεις δικαστών χωρίς τη βούλησή τους μεταξύ δικαστηρίων ή τμημάτων του ιδίου δικαστηρίου μπορούν να προσβάλουν τις αρχές της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών («L’article 19, paragraphe 1, second alinéa, TUE et le principe de primauté du droit de l’Union doivent être interprétés en ce sens qu’une juridiction nationale saisie d’une demande de récusation se greffant sur un recours par lequel un juge en fonction au sein d’une juridiction susceptible d’interpréter et d’appliquer le droit de l’Union conteste une décision l’ayant muté sans son consentement, doit, lorsqu’une telle conséquence est indispensable au regard de la situation procédurale en cause pour garantir la primauté du droit de l’Union, tenir pour non avenue une ordonnance par laquelle une instance, statuant en dernier degré et en formation à juge unique, a rejeté ledit recours, s’il ressort de l’ensemble des conditions et des circonstances dans lesquelles s’est déroulé le processus de nomination de ce juge unique que cette nomination est intervenue en violation manifeste de règles fondamentales faisant partie intégrante de l’établissement et du fonctionnement du système judiciaire concerné et que l’intégrité du résultat auquel a conduit ledit processus est mise en péril en semant des doutes légitimes, dans l’esprit des justiciables, quant à l’indépendance et à l’impartialité du juge concerné, de telle sorte que ladite ordonnance ne peut être considérée comme émanant d’un tribunal indépendant et impartial, préalablement établi par la loi, au sens dudit article 19, paragraphe 1, second alinéa, TUE»). Τέλος με την απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021 Ποινικές διαδικασίες κατά WB κ.λπ., C-748/19 έως C-754/19 [EU:C:2021:931], που εκδόθηκε επί αιτήσεων προδικαστικής απόφασης του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας) στο πλαίσιο της εξέτασης επτά ποινικών υποθέσεων που έχουν ανατεθεί στο 10ο ποινικό τμήμα εφέσεων του εν λόγω δικαστηρίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, εξεταζόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 2 ΣΕΕ, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία ο Υπουργός Δικαιοσύνης κράτους μέλους μπορεί, βάσει κριτηρίων που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, αφενός, να αποσπάσει δικαστή σε ανώτερο ποινικό δικαστήριο για ορισμένο χρoνικό διάστημα ή επ’ αορίστω και, αφετέρου, να ανακαλέσει την απόσπαση αυτή ανά πάσα στιγμή και δη με μη αιτιολογημένη απόφαση, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για απόσπαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου.
5. Με την απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ουγγαρία κατά ΚοινοβουλίουC-650/18 [14], το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Ουγγαρίας με την οποία αυτή ζητούσε την ακύρωση του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, σχετικά με πρόταση να κληθεί το Συμβούλιο να διαπιστώσει, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 ΣΕΕ, την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από την Ουγγαρία των αξιών στις οποίες θεμελιώνεται η Ένωση. Η απόφαση παρουσιάζει, κατ’ αρχάς, μεγάλο δικονομικό ενδιαφέρον, διότι έδωσε στο Δικαστήριο την ευκαιρία να ερμηνεύσει το άρθρο 269 ΣΛΕΕ, που αφορά την αρμοδιότητα ελέγχου του Δικαστηρίου σε σχέση με τις πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 7 ΣΕΕ, σε συνδυασμό με τη γενική διάταξη του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την προσφυγή ακύρωσης. Ειδικότερα, το άρθρο 269 ΣΛΕΕ πρέπει να θεωρηθεί lex specialis σε σχέση με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ και ανήκει σε μια σειρά διατάξεων (άρθρα 271, 275 και 276 ΣΛΕΕ) που προβλέπουν περιορισμένη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου σε συγκεκριμένους τομείς καθορισμένους εκ των προτέρων. Πράγματι, το άρθρο 269 ΣΛΕΕ αναφέρεται μόνον στις πράξεις του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 7 ΣΕΕ, ενώ δεν μνημονεύονται στην εν λόγω διάταξη τα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου που εκδίδονται βάσει της εν λόγω διάταξης. Ως εκ τούτου, από το γράμμα του άρθρου 269 ΣΛΕΕ συνάγεται ότι οι συντάκτες των Συνθηκών δεν είχαν την πρόθεση να αποκλείσουν πράξεις όπως το προσβαλλόμενο ψήφισμα από τη γενική αρμοδιότητα ελέγχου νομιμότητας που το άρθρο 263 ΣΛΕΕ αναγνωρίζει στο ΔΕΕ. Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 269 ΣΛΕΕ συμβάλλει στην τήρηση της αρχής σύμφωνα με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί Ένωση δικαίου που έχει καθιερώσει πλήρες σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών με το οποίο ανατίθεται στο ΔΕΕ ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης [15]. Δεύτερον, όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής αυτής, κατά πάγια νομολογία, αντικείμενο προσφυγής ακύρωσης κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ μπορούν να αποτελέσουν όλες οι θεσπιζόμενες από τα θεσμικά όργανα διατάξεις, ανεξαρτήτως του είδους τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων [16]. Εν προκειμένω, η έγκριση του προσβαλλόμενου ψηφίσματος κινεί τη διαδικασία του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ. Βάσει δε του άρθρου μόνου, στοιχείο βʹ, του πρωτοκόλλου (αριθ. 24), αφ’ ης στιγμής κινηθεί η διαδικασία αυτή και ενόσω το Συμβούλιο ή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν έχει λάβει απόφαση έναντι του κράτους μέλους το οποίο αυτή αφορά, άλλο κράτος μέλος μπορεί, κατά παρέκκλιση από τον βασικό κανόνα που εισάγει το εν λόγω άρθρο μόνο, να λάβει υπόψη ή να κρίνει παραδεκτή προς εξέταση κάθε αίτηση ασύλου που υποβάλλεται από υπήκοο του κράτους μέλους το οποίο αφορά η διαδικασία αυτή. Επομένως, η έγκριση του προσβαλλόμενου ψηφίσματος έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την άρση της απαγόρευσης που επιβάλλεται, κατ’ αρχήν, στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη ή να κρίνουν παραδεκτή προς εξέταση αίτηση ασύλου που έχει υποβληθεί από Ούγγρο υπήκοο. Κατά συνέπεια, το ψήφισμα αυτό επιφέρει μεταβολές στην κατάσταση της Ουγγαρίας, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, στον τομέα του δικαιώματος ασύλου, οπότε παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Περαιτέρω,  ένα ψήφισμα με το οποίο το Κοινοβούλιο καλεί το Συμβούλιο να διαπιστώσει, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 ΣΕΕ, την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης των αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ από κράτος μέλος, καίτοι αποτελεί ενδιάμεση πράξη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκφραση προσωρινής θέσης του Κοινοβουλίου, έστω και αν μια τέτοια μεταγενέστερη διαπίστωση του Συμβουλίου εξαρτάται ενδεχομένως από την προηγούμενη έγκριση του Κοινοβουλίου, βάσει του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ. Πράγματι, το Κοινοβούλιο θα κληθεί να προβεί σε έγκριση μόνον εφόσον το Συμβούλιο διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου και, επιπλέον, η έγκριση θα αφορά πράξη η οποία θα προκύψει από την εκτίμηση του ίδιου του Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξη του κινδύνου αυτού και η οποία θα μπορεί να διαφέρει από την εκτίμηση στην οποία προέβη το Κοινοβούλιο κατά την υιοθέτηση του προσβαλλόμενου ψηφίσματος. Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι μια ενδιάμεση πράξη που παράγει αυτοτελή έννομα αποτελέσματα μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ακύρωσης, στο μέτρο που η παρανομία την οποία ενέχει η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με προσφυγή κατά της τελικής πράξης της οποίας η ίδια αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ουγγαρία θα μπορούσε, βεβαίως, να επικαλεστεί την έλλειψη νομιμότητας του προσβαλλόμενου ψηφίσματος προς στήριξη της προσφυγής ακύρωσης που ενδεχομένως θα ασκούσε κατά της διαπίστωσης ότι υπάρχει σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης των αξιών της Ένωσης, διαπίστωσης στην οποία θα προέβαινε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ, σε συνέχεια του ψηφίσματος αυτού. Εντούτοις, πέραν του ότι το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να λάβει θέση επί του προσβαλλόμενου ψηφίσματος, τυχόν ευδοκίμηση προσφυγής για την ακύρωση της διαπίστωσης στην οποία θα προέβαινε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ δεν θα εξάλειφε στο σύνολό τους τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που παρήγαγε το ψήφισμα, δηλαδή την άρση της απαγόρευσης που επιβάλλεται κατ’ αρχήν στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη ή να κρίνουν παραδεκτή προς εξέταση αίτηση ασύλου που έχει υποβληθεί από Ούγγρο υπήκοο. Όσον αφορά τις λοιπές προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής και τους λόγους ακύρωσης που  μπορούν να προβληθούν, το άρθρο 263 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 269 ΣΛΕΕ, ώστε η τελευταία αυτή διάταξη να μη στερηθεί την πρακτική της αποτελεσματικότητα. Έτσι, προσφυγή ακύρωσης, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κατά αιτιολογημένης πρότασης που εκδόθηκε από το Κοινοβούλιο βάσει του άρθρου 7 ΣΕΕ, μπορεί να ασκηθεί μόνον από το κράτος μέλος το οποίο αφορά η πρόταση εντός προθεσμίας δύο μηνών από την έκδοσή της. Επιπλέον, οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη μιας τέτοιας προσφυγής μπορούν να αφορούν μόνον παράβαση των διαδικαστικών επιταγών του άρθρου 7 ΣΕΕ. Πέρα από τις δικονομικές διευκρινίσεις που παρέσχε το Δικαστήριο για να καταλήξει στο παραδεκτό του ένδικου βοηθήματος, η απόφαση Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου αναδεικνύει τη διάσταση και τις διαφωνίες ως προς την ευρωπαϊκή ταυτότητα, που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις μεταξύ ορισμένων κρατών της Ανατολικής Ευρώπης και των κρατών της Δυτικής Ευρώπης. Ειδικότερα η Ουγγαρία και η Πολωνία, που προσχώρησαν στην Ένωση κατά την πέμπτη διεύρυνση του 2004, αποτελούν αντικείμενο διαδικασιών που κίνησαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και αποσκοπούν στον κολασμό της παραβίασης των αξιών της ΕΕ που διατυπώθηκαν στις Συνθήκες. Η Πολωνία, μάλιστα, ήταν το πρώτο κράτος για το οποίο υπήρξε η πρόθεση να χρησιμοποιηθεί η «πυρηνική επιλογή», δηλαδή ο μηχανισμός του άρθρου 7 ΣΕΕ. Όσον αφορά την Ουγγαρία, η έκθεση του Κοινοβουλίου της 24.3.2013 επισημαίνει και επικρίνει κανόνες και πρακτικές της χώρας αυτής ως προβληματικές υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 2 ΣΕΕ [17]. Ακολούθησε το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Ουγγαρία βάσει του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ [18].
ΙΙ. Η συμβολή των λοιπών θεσμικών οργάνων στην ενίσχυση του κράτους δικαίου
6. Πάντως, πέρα από τη νομολογία, συνολική εικόνα των ενεργειών των θεσμικών οργάνων και συγκριτική ανάλυση της κατάστασης στα διάφορα κράτη μέλη δίνει η Έκθεση του 2021 της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών για το κράτος δικαίου (COM/2021/700 final), που επικαιροποιεί την πρώτη έκθεση για το κράτος δικαίου του 2020 (COM/2020/700 final). Το νέο κείμενο αρχίζει με μια καλοδεχούμενη υπενθύμιση: «Ενώ αναγνωρίζεται ότι η ΕΕ έχει πολύ υψηλά πρότυπα στους τομείς  των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, οι αξίες αυτές δεν θα πρέπει ποτέ να θεωρούνται δεδομένες. Η προώθηση και η προάσπιση του κράτους δικαίου απαιτεί επαγρύπνηση και συνεχή βελτίωση, επειδή υπάρχει πάντα κίνδυνος οπισθοδρόμησης». Βεβαίως, «[ο]ι βασικές αρχές του κράτους δικαίου είναι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη —νομιμότητα, ασφάλεια δικαίου, απαγόρευση της αυθαίρετης άσκησης των εκτελεστικών εξουσιών, πραγματική δικαστική προστασία από ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, διάκριση των εξουσιών, μόνιμη υπαγωγή όλων των δημόσιων αρχών σε καθιερωμένους νόμους και διαδικασίες, και ισότητα έναντι του νόμου— κατοχυρώνονται στα εθνικά Συντάγματα και μετουσιώνονται σε νομοθεσία», αλλά το κράτος δικαίου αποτελεί μια από τις συμφυείς με την ιδία την ουσία της Ένωσης αξίες. Ο σεβασμός του κράτους δικαίου συνεπάγεται συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ και την αρχή της υπεροχής του.
7. Στη συνέχεια, η έκθεση, αναφερόμενη στο δίκαιο των 27 κρατών μελών, αξιολογεί τους τέσσερις πυλώνες του κράτους δικαίου, δηλαδή τα «συστήματα απονομής δικαιοσύνης», που έχουν ήδη απασχολήσει τη νομολογία του ΔΕΕ (δικαστικά συμβούλια, διορισμός των δικαστικών λειτουργών, αυτονομία και ανεξαρτησία των εισαγγελικών αρχών, πειθαρχικές διαδικασίες, ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης), την «καταπολέμηση της διαφθοράς» (σύγκρουση συμφερόντων, μεταπήδηση στον ιδιωτικό τομέα, μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων), την «πολυφωνία και ελευθερία των μέσων μαζικής επικοινωνίας» (ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών αρχών των μέσων μαζικής επικοινωνίας, διαφάνεια του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των μέσων μαζικής επικοινωνίας, πολιτική πίεση και επιρροή στα μέσα μαζικής επικοινωνίας) και τους «θεσμικούς ελέγχους και ισορροπίες μεταξύ των οργάνων του κράτους» (εξελίξεις στα Ανώτατα και Συνταγματικά Δικαστήρια όσον αφορά τους ελέγχους και τις ισορροπίες).
8. Η Επιτροπή δεν διστάζει να αναφέρει ως προς τα σημεία αυτά τις κατάφωρες παραβιάσεις κρατών μελών, επισημαίνοντας τις πρόσφατες εθνικές δικαστικές αποφάσεις που θέτουν εν αμφιβόλω την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης. Αναφέρεται στην απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 2020 σε σχέση με την οποία η Επιτροπή αποφάσισε, στις 9 Ιουνίου 2021, να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά της  Γερμανίας για παραβίαση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ (BvR 859/15). Σημειώνεται, πάντως, ότι στις 2 Δεκεμβρίου 2021, η Επιτροπή ανέστειλε τη σχετική διαδικασία κατά της Γερμανίας, διοτι η Γερμανική Κυβέρνηση δήλωσε επισήμως ότι αναγνωρίζει την υπεροχή και την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης, καθώς και την εξουσία του ΔΕΕ του οποίου οι αποφάσεις είναι οριστικές και δεσμευτικές και δεσμεύθηκε ότι, στο μέλλον, θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει για να αποτρέψει την έκδοση αποφάσεων Ultra vires από το Bundesverfassungsgericht. Στην Πολωνία έγινε επίκληση της εν λόγω απόφασης προκειμένου να αμφισβητηθεί η αρμοδιότητα του ΔΕΕ να εκδικάζει υποθέσεις που αφορούν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ενώ η κυβέρνηση έχει προσφύγει στο πολωνικό Συνταγματικό Δικαστήριο για την κήρυξη της υπεροχής του πολωνικού Συντάγματος έναντι του δικαίου της ΕΕ. Στις 14 Ιουλίου 2021 το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα προσωρινά μέτρα που διατάσσονται από το ΔΕΕ και επηρεάζουν την οργάνωση των πολωνικών δικαστηρίων δεν συνάδουν με το πολωνικό Σύνταγμα (Υπόθεση P 7/20, η οποία κινήθηκε από το Πειθαρχικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου). Στις 16 Ιουλίου 2021, ο πρώτος πρόεδρος του πολωνικού Ανώτατου Δικαστηρίου ανακάλεσε διάταγμα εκτέλεσης προηγούμενης εντολής του ΔΕΕ για την αναστολή των δραστηριοτήτων του Πειθαρχικού Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου σε πειθαρχικές υποθέσεις κατά δικαστών. Στη Γαλλία, μια απόφαση του Conseil d’ Etat σχετικά με τη διατήρηση δεδομένων έχει εγείρει ανησυχίες όσον αφορά την αλληλεπίδρασή της με την έννομη τάξη της ΕΕ. Στην τελευταία αυτή απόφαση, επικαλούμενο τον δεσμευτικό χαρακτήρα των αποφάσεων του Δικαστηρίου, το Conseil d’ Etat απέρριψε, ωστόσο, το αίτημα της κυβέρνησης να εξετάσει κατά πόσον μια απόφαση του ΔΕΕ θα μπορούσε να παραβιάζει την αρχή της δοτής αρμοδιότητας και την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της [19]. Ένα τέτοιο αίτημα είναι από μόνο του προβληματικό. Στη Ρουμανία, το Συνταγματικό Δικαστήριο με απόφασή του δεν δέχθηκε τα πορίσματα προδικαστικής απόφασης του ΔΕΕ και αμφισβήτησε την αρχή της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ, γεγονός που ενδεχομένως συνιστά σημαντικό εμπόδιο για τα δικαστήρια που καλούνται να εφαρμόσουν τις απαιτήσεις του δικαίου της ΕΕ που ορίζονται στην προδικαστική απόφαση κατά την εκδίκαση υποθέσεων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι στις 7 Οκτωβρίου 2021, το «Συνταγματικό Δικαστήριο» της Πολωνίας, με δύο αποκλίνουσες γνώμες, εξέδωσε απόφαση στην υπόθεση K 3/21, κατόπιν αιτήματος που υπέβαλε ο Πολωνός Πρωθυπουργός στις 29 Μαρτίου 2021, με την οποία διαπίστωσε ότι οι διατάξεις της ΣΕΕ είναι ασύμβατες με το πολωνικό Σύνταγμα για πολλαπλούς λόγους. Με ψήφισμα της 21ης Οκτωβρίου 2021, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποδοκιμάζει έντονα την απόφαση του παράνομου, όπως το αποκαλεί,  «Συνταγματικού Δικαστηρίου» της 7ης Οκτωβρίου 2021 ως επίθεση κατά της ευρωπαϊκής κοινότητας αξιών και νόμων στο σύνολό της, υπονομεύουσα την αρχή της υπεροχής, η οποία, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαίου της ΕΕ· εκφράζει τη βαθιά ανησυχία του για το γεγονός ότι η απόφαση αυτή θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνο προηγούμενο· υπογραμμίζει ότι το παράνομο «Συνταγματικό Δικαστήριο» όχι μόνο στερείται νομιμότητας και ανεξαρτησίας, αλλά είναι επίσης αναρμόδιο να ερμηνεύει το Σύνταγμα στην Πολωνία [20].
9. Η έκθεση συμπληρώνεται από μερικότερες εκθέσεις για την κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος που περιέχουν έναν ενδιαφέροντα απολογισμό των προόδων και των κενών κατά την εφαρμογή του κράτους δικαίου ανά χώρα (για την Ελλάδα, έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, SWD(2021) 709 final). Τέλος, η έκθεση μνημονεύει τις πιθανές εξελίξεις του αποτελεσματικού ελέγχου του κράτους δικαίου στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης μέσω καινοτομιών, όπως είναι για παράδειγμα η έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία είναι αρμόδια για τη διερεύνηση, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης υποθέσεων απάτης και άλλων ποινικών αδικημάτων που σχετίζονται με τον προϋπολογισμό της ΕΕ, και ο κανονισμός 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2020 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης [21].
10. Η καθιέρωση του μηχανισμού αιρεσιμότητας που συνδέεται με τη χορήγηση ενωσιακών πόρων αποσκοπεί στην προστασία του κράτους δικαίου και στην κάλυψη των ελλειμμάτων των κυρώσεων του άρθρου 7 ΣΕΕ. Πράγματι, η διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ δεν είναι αποτελεσματική, αφενός, λόγω της περιπλοκότητάς της και, αφετέρου, λόγω των προβλημάτων που δημιουργεί η πολιτική της διάσταση. Κατά την εύστοχη διατύπωση του D. Simon, πρόκειται μάλλον για «χάρτινο τίγρη» και όχι για «πυρηνικό όπλο», όπως θα την ήθελαν οι εμπνευστές της. Ο μηχανισμός αποδείχθηκε «υπερβολικά βαρύς ως προς τις διαδικασίες του», «υπερβολικά εξηρτημένος από τις διακυβερνητικές πλειοψηφίες και υπερβολικά brutal ως προς τα αποτελέσματά του»[22]. Η φύση της διαδικασίας ως πολιτικής κύρωσης που είναι εγγενής στο άρθρο 7 ΣΕΕ έχει «απαξιωτική διάσταση», πιθανή αιτία στιγματισμού του επίμαχου κράτους μέλους [23]. Για τον λόγο αυτόν, τα κράτη μέλη δίστασαν πολύ μέχρι να αποφασίσουν την κίνηση της διαδικασίας αυτής κατά της Πολωνίας, αρχικά, και της Ουγγαρίας, στη συνέχεια, που δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί [24]. Εξετάσθηκε, λοιπόν, αν η άσκηση πίεσης στην Πολωνία και στην Ουγγαρία όσον αφορά το «πορτοφόλι» θα συνιστούσε πρόσφορη εναλλακτική στην εφαρμογή του άρθρου 7 ΣΕΕ, δεδομένου ότι οι χώρες αυτές επωφελούνται ουσιωδώς από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία. Το καθεστώς αιρεσιμότητας εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η καταπολέμηση της πανδημίας Covid-19. Παρόλο που οι διατυπώσεις της Επιτροπής όσον αφορά το αδιαπραγμάτευτο των αξιών της Ευρώπης και τον εντοπισμό γενικευμένων ελλείψεων όσον αφορά τον σεβασμό του κράτους δικαίου ήσαν πολύ κατηγορηματικές στις ανακοινώσεις και στην πρόταση κανονισμού, το γράμμα του κανονισμού 2020/2092 είναι ηπιότερο. Βασική φιλοσοφία του κανονισμού αυτού είναι ότι υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ του σεβασμού του κράτους δικαίου και της αποτελεσματικής εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Ένωσης, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (αιτιολογική σκέψη 13). Προβλέπεται, λοιπόν, η λήψη των κατάλληλων μέτρων (αναστολή πληρωμών, εκταμίευσης δόσεων, δεσμεύσεων, διακοπή προθεσμιών πληρωμής κ.λπ) όταν διαπιστώνεται ότι οι παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου σε ένα κράτος μέλος επηρεάζουν ή απειλούν σοβαρά να επηρεάσουν τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση του προϋπολογισμού της Ένωσης ή την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά τρόπο αρκούντως άμεσο.
11. Κατά του κανονισμού 2020/2092 περί του καθεστώτος αιρεσιμότητας έχουν ασκήσει προσφυγές ακύρωσης η Πολωνία και η Ουγγαρία. Μολονότι το Κοινοβούλιο υπενθύμισε ότι οι προσφυγές αυτές δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα, είχαν, πάντως, ως de facto συνέπεια την παράλυση της εφαρμογής του μηχανισμού της αιρεσιμότητας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2021. Περαιτέρω, το Κοινοβούλιο τόνισε ότι η εφαρμογή του κανονισμού δεν εξαρτάται από την έκδοση κατευθυντηρίων γραμμών εκ μέρους της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, η μη εφαρμογή του συνιστά παράλειψη δεκτική ελέγχου από Δικαστήριο, κατά το άρθρο 265 ΣΛΕΕ. Με νέο ψήφισμα της 10ης Ιουνίου 2021, το Κοινοβούλιο παρότρυνε την Επιτροπή «να αντιδράσει άμεσα στις συνεχείς παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου σε ορισμένα κράτη μέλη, οι οποίες προκαλούν σοβαρό κίνδυνο όσον αφορά τη δίκαιη, νόμιμη και αμερόληπτη κατανομή των κονδυλίων της ΕΕ, ιδίως στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχείρισης, και να διενεργήσει διεξοδική ανάλυση της ανάγκης να ενεργοποιηθεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, η διαδικασία που προβλέπεται στον κανονισμό για την αιρεσιμότητα όσον αφορά το κράτος δικαίου» [25]. Φαίνεται ότι οι συνέπειες της απαίτησης σεβασμού των κοινών αξιών της Ένωσης δεν προκαλούν μόνο διάσταση ή διαφωνίες  μεταξύ κρατών της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης, με κίνδυνο την αποδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και συγκρούσεις μεταξύ των ίδιων των θεσμικών οργάνων[26]. Η προσφυγή της Ουγγαρίας απορρίφθηκε με την απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, C‑156/21, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2022:97. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει συναφώς η σκέψη 232 της απόφασης, όπου το ΔΕΕ έκρινε τα εξής: “… il importe de rappeler que l’article 2 TUE ne constitue pas une simple énonciation d’orientations ou d’intentions de nature politique, mais contient des valeurs qui relèvent de l’identité même de l’Union en tant qu’ordre juridique commun, valeurs qui sont concrétisées dans des principes contenant des obligations juridiquement contraignantes pour les États membres”. Βλ. και απόφαση 16ης Φεβρουαρίου 2022, C‑156/21, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου.
Υποσημειώσεις
Βλ. για τη θεματική αυτή Α. Μεταξάς (επιμ.), Η κρίση του κράτους δικαίου στην ΕΕ, Εκδόσεις Ευρασία, 2019.

[1] Γνώμη 2/13, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψη 168.

[2]Parlement européen, Etat de droit en Hongrie et Pologne : la situation s’est détériorée, communiqué de presse, 16 janvier 2020. Βλ. και P. Krakovsky, Etat de droit en Pologne et en Hongrie – Un défi pour l’Europe, Blog de l’ Institut Montaigne, 16 décembre 2020.

[3] D. Simon, Union européenne et Etat de droit : des progrès mais peut mieux faire… , Europe 2021, repère 8.
[4] EU:C:2018:117. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, στα μέλη του Tribunal de Contas (Ελεγκτικού Συνεδρίου, Πορτογαλία), γενικών μέτρων μειώσεως των αποδοχών, τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και συνδέονται με πρόγραμμα χρηματοοικονομικής συνδρομής εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[5] EU:C:2018:586. Με την απόφαση αυτή, που αφορά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕΣ) και αξιοποιεί τις διαπιστώσεις της απόφασης Συνδικαλιστική Ένωση Πορτογάλων Δικαστών, έγινε δεκτό ότι ο αυξημένος βαθμός εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, στον οποίο ερείδεται ο μηχανισμός του ΕΕΣ, βασίζεται, επομένως στην παραδοχή ότι τα ποινικά δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών τα οποία, μετά την εκτέλεση ΕΕΣ, οφείλουν να ασκήσουν ποινική δίωξη ή να επιβάλουν ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας, καθώς και να διεξαγάγουν την κατ’ ουσίαν ποινική διαδικασία, πληρούν τις προδιαγραφές αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των δικαστηρίων.
[6] EU:C:2019:531, ιδίως σκέψη 47.
[7] EU:C:2019:924, ιδίως σκέψη 98.
[8] EU:C:2019:982. Εν προκειμένω κρίθηκε ότι το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 9 παρ. 1 της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπεται διαφορές σχετικές με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης να εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου που δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, κατά την πρώτη εκ των διατάξεων αυτών. Τούτο συμβαίνει οσάκις οι αντικειμενικές συνθήκες της συστάσεως του οικείου οργάνου και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, καθώς και ο τρόπος διορισμού των μελών του, δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς τη στεγανότητα του οργάνου αυτού έναντι εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης ασκήσεως επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και, ως εκ τούτου, δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδει το εν λόγω όργανο εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Σε τέτοια περίπτωση, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει τη διάταξη του εθνικού δικαίου βάσει της οποίας αποκλειστικώς αρμόδιο να επιληφθεί των διαφορών των κύριων δικών είναι το εν λόγω όργανο, ώστε οι διαφορές αυτές να μπορούν να εξετασθούν από δικαιοδοτικό όργανο το οποίο πληροί τις προμνημονευθείσες απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και το οποίο θα ήταν αρμόδιο στον οικείο τομέα εάν η αρμοδιότητά του δεν αποκλειόταν βάσει της εν λόγω διατάξεως..
[9] EU:C:2020:234.
[10] EU:C:2021:153.
[11] EU:C:2021:311.
[12] EU:C:2021:393.
[13] EU:C:2021:596.
[14] EU:C:2021:426.
[15] Αποφάσεις της 23.4.1986, Κόμμα Οικολόγων «Les Verts» κατά Κοινοβουλίου, 294/83, EU:C:1986:166, σκέψη23, της 28.3.2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 66,και της 5.11.2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 54.
[16] Αποφάσεις της 26.3.2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 44, και της 9.7.2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 46.
[17] Rapport Rui Tavares du 24.6.2013 sur la situation en matière de droits fondamentaux: normes et pratiques en Hongrie (conformément à la résolution du Parlement européen du 16 février 2012) (2012/2130(INI)).
[18] Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Μαΐου 2017 σχετικά με την κατάσταση στην Ουγγαρία (2017/2656(RSP)), EE 2017, C 307/75.

[19] Βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Η εθνική συνταγματική ταυτότητα και ο «κλεφτοπόλεμος» των δικαστών, www.constitutionalism.gr  και Ε. Πρεβεδούρου, Προστασία της συνταγματικής ταυτότητας χωρίς έλεγχο ultra vires: μαθήματα Europafreundlichkeit από το Conseil d’ Etat, ΘΠΔΔ 6/2021, σ. 637.

[20] Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2021 σχετικά με την κρίση του κράτους δικαίου στην Πολωνία και την υπεροχή του δικαίου της ΕΕ (2021/2935(RSP)

[21] ΕΕ L 433I της 22.12.2020, σ. 1.
[22] D. Simon, L’article 7 TUE : « arme nucléaire » ou « tigre de papier »?, Europe 2018, repère 2 και του ίδιου, Hongrie : valeurs de l’Union européenne versus identité consitutionnelle des Etats membres, Europe 2013, repère 8
[23] Y. Petit, Commission européenne, Hongrie, Pologne : le combat de l’Etat de droit, Civitas Europa, 2018/1, n° 40, 145-161.
[24] Βλ. αναλυτικά, Cl. Grudler, De la consécration à la violation des valeurs communes de l’Union européenne : une identité européenne entre idéaux et fractures, Europe 8-9/2021, σ. 5 (8).
[25] Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Ιουνίου 2021 σχετικά με την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 περί αιρεσιμότητος (2021/2711(RSP.
[26] Cl. Grudler, De la consécration à la violation des valeurs communes de l’Union européenne : une identité européenne entre idéaux et fractures, όπ. π., σ. 9.

 

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο