Εξελίξεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

Ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος και καλή διαβίωση των ζώων – Νομολογία του ΔΕΕ και δικαστικός ακτιβισμός του ΣτΕ (ΣτΕ 1751/2021)

Ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος και καλή διαβίωση των ζώων – Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δικαστικός ακτιβισμός του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1751/2021)

 

1. Τα τρία τελευταία χρόνια, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει το κύρος και να ερμηνεύσει ορισμένες διατάξεις του Κανονισμού 1099/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους (ΕΕ 2009, L 303, σ. 1) στις αποφάσεις της 29ης Μαΐου 2018, Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen κ.λπ. (C‑426/16, EU:C:2018:335), καθώς και της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Oeuvre d’assistance aux bêtes d’abattoirs (C‑497/17, EU:C:2019:137), αναφορικά με τη σφαγή ζώων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση, όταν η μέθοδος σφαγής προβλέπεται από λατρευτικούς τύπους. Οι υποθέσεις αυτές εστίαζαν ειδικά στην ερμηνεία και το κύρος της παρέκκλισης του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1099/2009 από την απαγόρευση που θεσπίζεται με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Το Δικαστήριο, με την απόφαση της 29ης Μαΐου 2018, Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen κ.λπ., εξέτασε το κύρος της προϋπόθεσης διενέργειας της τελετουργικής σφαγής σε εγκεκριμένα σφαγεία, η οποία τίθεται στο άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1099/2009, και εν τέλει απεφάνθη ότι δεν τίθεται ζήτημα ως προς το κύρος της εν λόγω προϋπόθεσης. Στην απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Oeuvre d’assistance aux bêtes d’abattoirs, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το λογότυπο βιολογικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιτρέπεται να τίθεται επί προϊόντων προερχομένων από ζώα που εσφάγησαν χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων, παρά το γεγονός ότι η σφαγή αυτή επιτρέπεται δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 1099/2009. Με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Centraal Israëlitisch Consistorie van België e.a. κ.λπ. (C-336/19, EU:C:2020:1031) το Δικαστήριο επανήλθε και εμπλούτισε τη νομολογία του επί του κανονισμού 1099/2009 και του συγκερασμού του σκοπού της προστασίας της καλής διαβίωσης των ζώων και του δικαιώματος του ατόμου για τήρηση των διατροφικών κανόνων που επιβάλλονται από το θρήσκευμά του δυνάμει του άρθρου 10 παρ. 1 του Χάρτη. Ειδικότερα, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει το λεπτό ζήτημα κατά πόσον και σε ποιο βαθμό μπορεί ένα κράτος μέλος, υπό το πρίσμα ιδιαίτερης εθνικής ευαισθησίας ως προς την καλή μεταχείριση των ζώων, να θεσπίσει κανόνες που αποσκοπούν στην ευρύτερη προστασία των ζώων κατά τη στιγμή της θανάτωσης σε σχέση με αυτούς που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 4 του κανονισμού 1099/2009, οι οποίοι φέρονται να θίγουν τη θρησκευτική ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του Χάρτη.
2. Με διάταγμα της Περιφέρειας της Φλάνδρας (Βέλγιο) της 7ης Ιουλίου 2017, περί τροποποιήσεως του νόμου σχετικά με την προστασία και την καλή μεταχείριση των ζώων όσον αφορά τις επιτρεπόμενες μεθόδους σφαγής τους, απαγορεύτηκε η σφαγή ζώων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση, συμπεριλαμβανομένων των σφαγών που προβλέπονται από λατρευτικούς τύπους. Κατ’ ουσίαν, ο νόμος αυτός απαγορεύει τη σφαγή ζώων με παραδοσιακούς τρόπους που προβλέπονται από εβραϊκούς και μουσουλμανικούς λατρευτικούς τύπους και απαιτεί τα ζώα να αναισθητοποιούνται πριν τη σφαγή για τη μείωση της ταλαιπωρίας τους. Το κύριο ζήτημα που τέθηκε στο Δικαστήριο ήταν κατά πόσον μία τέτοια πλήρης απαγόρευση, ελλείψει αναισθητοποίησης, επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως υπό το πρίσμα των εγγυήσεων της θρησκευτικής ελευθερίας και των ελευθεριών που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής, το επίμαχο διάταγμα προβλέπει την εφαρμογή αναστρέψιμης αναισθητοποίησης που δεν επιφέρει τον θάνατο του ζώου. Διάφορες εβραϊκές και μουσουλμανικές ενώσεις, μεταξύ άλλων, προσέβαλαν το εν λόγω διάταγμα ζητώντας την ολική ή μερική ακύρωσή του. Κατ’ αυτές, το επίμαχο διάταγμα, καθόσον δεν επιτρέπει στους εβραίους και μουσουλμάνους πιστούς να προμηθεύονται κρέας προερχόμενο από ζώα που έχουν σφαγεί σύμφωνα με τις αντίστοιχες θρησκευτικές επιταγές, οι οποίες αντιτίθενται στην τεχνική της αναστρέψιμης αναισθητοποίησης, παραβιάζει τον κανονισμό 1099/2009 και, ως εκ τούτου, εμποδίζει τους πιστούς αυτούς από το να ασκούν τη θρησκεία τους.
3. Στο πλαίσιο αυτό, το Συνταγματικό Δικαστήριο του Βελγίου υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής απόφασης, ζητώντας να διευκρινιστεί, κυρίως, αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιβάλλει, στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής, αναστρέψιμη διαδικασία αναισθητοποίησης που δεν μπορεί να επιφέρει τον θάνατο του ζώου. Το ερώτημα αυτό παρέχει για τρίτη φορά [βλ. ανωτέρω, αρ. περ. 1] στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να σταθμίσει τη θρησκευτική ελευθερία, την οποία εγγυάται το άρθρο 10 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), αφενός, και την καλή διαβίωση των ζώων, όπως αυτή κατοχυρώνεται με το άρθρο 13 ΣΛΕΕ και εξειδικεύεται με τον Κανονισμό 1099/2009, αφετέρου.
4. Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου επισήμανε, κατ’αρχάς, ότι η αρχή της αναισθητοποίησης του ζώου πριν από τη θανάτωσή του, την οποία καθιερώνει ο Κανονισμός 1099/2009, ανταποκρίνεται στον πρωταρχικό σκοπό της προστασίας της καλής μεταχείρισης των ζώων, την επίτευξη του οποίου επιδιώκει ο κανονισμός αυτός. Συναφώς, μολονότι ο εν λόγω κανονισμός [άρθρο 4 παρ. 4] δέχεται την τέλεση λατρευτικού τύπου σφαγής, στο πλαίσιο της οποίας το ζώο ενδεχομένως θανατώνεται χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση, εντούτοις η σφαγή αυτού του είδους επιτρέπεται στην Ένωση μόνον κατ’ εξαίρεση και αποκλειστικώς προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ευρύτερη προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους σε σχέση με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στον εν λόγω κανονισμό όσον αφορά τη λατρευτικού τύπου σφαγή [άρθρο 26 παρ. 2 πρώτο εδ. στοιχ. γ΄]. Επομένως, στον κανονισμό αποτυπώνεται η επιταγή κατά την οποία η Ένωση και τα κράτη μέλη λαμβάνουν πλήρως υπόψη τους τις απαιτήσεις καλής μεταχείρισης των ζώων, τηρώντας ταυτοχρόνως τις διατάξεις και τα έθιμα των κρατών μελών που αφορούν ιδίως τους λατρευτικούς τύπους. Εντούτοις, ο κανονισμός δεν προβαίνει ο ίδιος στον αναγκαίο συμβιβασμό του άρθρου 13 ΣΛΕΕ και του άρθρο 10 του Χάρτη, αλλά αναγνωρίζει σε κάθε κράτος μέλος ευρύ περιθώριο εκτίμησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, της προστασίας της καλής μεταχείρισης των ζώων κατά τη θανάτωσή τους και, αφετέρου, του σεβασμού της ελευθερίας εκδήλωσης του θρησκεύματος, διαφυλάσσοντας έτσι το κοινωνικό πλαίσιο που υφίσταται σε κάθε κράτος μέλος ως προς τα ζητήματα αυτά.
5. Επομένως, ο Κανονισμός 1099/2009 δεν αναιρεί τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν υποχρέωση αναισθητοποίησης πριν από τη θανάτωση των ζώων, η οποία ισχύει επίσης στο πλαίσιο σφαγής τελούμενης βάσει λατρευτικών τύπων, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι, όταν κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, τα κράτη μέλη σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη.
6. Όσον αφορά, ειδικότερα, το ζήτημα του αν το επίμαχο διάταγμα σέβεται αυτά́ τα θεμελιώδη δικαιώματα, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η λατρευτικού τύπου σφαγή εμπίπτει στην ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος, την οποία εγγυάται το άρθρο 10 παρ. 1 του Χάρτη. Στην απόφαση Liga van Moskeeën en Islamitische Organisaties Provincie Antwerpen κ.λπ. (σκέψεις 43 έως 45), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, όπως κατοχυρώνεται με το άρθρο 10 παρ. 1 του Χάρτη, συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την ελευθερία κάθε προσώπου να εκδηλώνει το θρήσκευμά του ή τις πεποιθήσεις του, ατομικώς ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, με τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές που η θρησκεία ή οι πεποιθήσεις αυτές προβλέπουν. Επιπλέον, ο Χάρτης δέχεται μια ευρεία έννοια του χρησιμοποιούμενου σε αυτόν όρου «θρησκεία», που καλύπτει τόσο το forum internum, δηλαδή την ύπαρξη πεποιθήσεων, όσο και το forum externum, δηλαδή τη δημόσια εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης. Ως εκ τούτου, οι ιδιαίτερες μέθοδοι σφαγής που προβλέπονται από λατρευτικούς τύπους, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 4 του κανονισμού 1099/2009, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 1 του Χάρτη, ως μέρος της δημόσιας εκδήλωσης της θρησκευτικής πίστης.Επιβάλλοντας, στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής, υποχρέωση αναστρέψιμης αναισθητοποίησης, σε αντίθεση με τις θρησκευτικές επιταγές των εβραίων και των μουσουλμάνων πιστών, το επίμαχο διάταγμα συνεπάγεται περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος στην ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματός τους.
7. Προκειμένου να εκτιμήσει αν ο περιορισμός αυτός επιτρέπεται, το Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ αρχάς, ότι η απορρέουσα από το επίμαχο διάταγμα επέμβαση στην ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος προβλέπεται όντως από τον νόμο και, επιπλέον, σέβεται το βασικό περιεχόμενο του άρθρου 10 του Χάρτη, δεδομένου ότι περιορίζεται σε μία πτυχή της ειδικής λατρευτικής πράξης την οποία αποτελεί η λατρευτικού τύπου σφαγή, χωρίς, πάντως, να απαγορεύει τη συγκεκριμένη σφαγή αυτή καθεαυτή. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η επέμβαση αυτή ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού́ συμφέροντος τον οποίο αναγνωρίζει η Ένωση και ο οποίος συνίσταται στην προστασία της καλής διαβίωσης των ζώων.
8. Στο πλαίσιο της εξέτασης της αναλογικότητας του περιορισμού, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα που προβλέπει το επίμαχο διάταγμα καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση μιας δίκαιης εξισορρόπησης μεταξύ της σημασίας που αποδίδεται στην καλή μεταχείριση των ζώων και της ελευθερίας εκδήλωσης του θρησκεύματος των εβραίων και των μουσουλμάνων πιστών. Συναφώς, διαπίστωσε, πρώτον, ότι η υποχρέωση αναισθητοποίησης είναι κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της καλής μεταχείρισης των ζώων. Δεύτερον, όσον αφορά την αναγκαιότητα της επέμβασης στην ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αναγνωρίσει σε κάθε κράτος μέλος ευρύ περιθώριο εκτίμησης στο πλαίσιο του συμβιβασμού της προστασίας της καλής μεταχείρισης των ζώων κατά τη θανάτωσή τους, αφενός, και του σεβασμού της ελευθερίας εκδήλωσης του θρησκεύματος, αφετέρου. Πράγματι, οι επιστήμονες έχουν συναινέσει στη διαπίστωση ότι η προηγούμενη αναισθητοποίηση αποτελεί το βέλτιστο μέσο για τη μείωση της ταλαιπωρίας του ζώου κατά τη θανάτωσή του. Τρίτον, όσον αφορά την αναλογικότητα της επέμβασης αυτής, το Δικαστήριο παρατήρησει, κατ’ αρχάς, ότι ο Φλαμανδός νομοθέτης στηρίχθηκε σε επιστημονικές έρευνες και ότι θέλησε να προκρίνει τη χρήση της πλέον σύγχρονης από τις επιτρεπόμενες μεθόδους θανάτωσης. Επισήμανε, στη συνέχεια, ότι η δράση του νομοθέτη αυτού εντάσσεται σε ένα εξελισσόμενο κοινωνικό και δικαιικό πλαίσιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από μια αυξανόμενη ευαισθητοποίηση σε σχέση με τα ζητήματα της καλής διαβίωσης των ζώων. Τέλος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επίμαχο διάταγμα ούτε απαγορεύει ούτε εμποδίζει τη θέση σε κυκλοφορία προϊόντων ζωικής προέλευσης παραχθέντων από ζώα τα οποία έχουν σφαγεί σύμφωνα με λατρευτικούς τύπους, στην περίπτωση που τα προϊόντα αυτά προέρχονται από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτη χώρα.
9. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Κανονισμός 1099/2009, ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα του άρθρου 13 ΣΛΕΕ και του άρθρου 10 παρ. 1 του Χάρτη, δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία επιβάλλει, στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής, υποχρέωση εφαρμογής αναστρέψιμης διαδικασίας αναισθητοποίησης που δεν μπορεί να επιφέρει τον θάνατο του ζώου.
10. Αντίστοιχα ζητήματα αντιμετώπισε το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση που κατέληξε στην απόφαση ΣτΕ 1751/2021. Ειδικότερα, η Πανελλαδική Φιλοζωική και Περιβαλλοντική Ομοσπονδία ζήτησε την ακύρωση της της 951/44337/21.4.2017 κοινής απόφασης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Αναπληρωτή Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με τίτλο «Καθορισμός των αναγκαίων συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 1099/2009 του Συμβουλίου, σχετικά με τη σφαγή ζώων σε σφαγεία στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων» [1]. Αμφισβητείται η νομιμότητα της βασικής ρύθμισης της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία επιτρέπεται η σφαγή ζώων στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση.
11. Το ΣτΕ, αφού διαπιστώνει την αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος λόγω της φύσης της εφαρμοστέας νομοθεσίας, που αναφέρεται στην προστασία της δημόσιας υγείας, την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους και, γενικότερα, στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς για τα προϊόντα ζωικής προέλευσης (σκέψη 3) [2] και τη συνδρομή του έννομου συμφέροντος της αιτούσας Ομοσπονδίας (σκέψη 4), διαμορφώνει μια εκτενή μείζονα πρόταση, που εκτείνεται στις σκέψεις 5 έως 7 και 10 της απόφασής του. Εντοπίζει τους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου και προβαίνει στην ερμηνεία τους, στηριζόμενο και στη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, κυρίως δε στην προεκτεθείσα απόφαση της 17.12.2020, C-336/2019, Centraal Israëlitisch Consistorie van België. Ειδικότερα, στη μακροσκελή σκέψη 5, παρατίθενται οι ρυθμίσεις των άρθρων 13 ΣΛΕΕ και 10 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και οι κρίσιμες αιτιολογικές σκέψεις και διατάξεις του Κανονισμού 1099/2009, ιδίως δε τα άρθρα 4, 15 και 26. Η τελευταία διάταξη, που έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συγκεκριμένη διαφορά, προβλέπει την ευχέρεια των κρατών μελών να διατηρούν σε ισχύ εθνικούς κανόνες που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ευρύτερη προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους και οι οποίοι ίσχυαν κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Περαιτέρω, στις σκέψεις 6 και 7, το Δικαστήριο παραθέτει τα ελληνικά κείμενα, δηλαδή το άρθρο 13 του Συντάγματος για την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και την άσκηση της λατρείας, τον αυστηρότερο του Κανονισμού 1099/2009 Νόμο 1197/1981 «περί προστασίας των ζώων», ο οποίος ορίζει στην παρ. 2 του άρθρου 2 ότι «απαγορεύεται η θανάτωσις θηλαστικών εις τα σφαγεία εφόσον δεν προηγηθή της αφαιμάξεως αναισθητοποίησις ενεργούσα ακαριαίως», το πδ 327/1996, το οποίο εκδόθηκε σε συμμόρφωση με την οδηγία 93/119/ΕΚ του Συμβουλίου που καταργήθηκε με τον Κανονισμό 1099/2009 και τον Νόμο 4235/2014, ο οποίος περιέχει την εξουσιοδοτική διάταξη για τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, του Κανονισμού 1099/2009. Στη σκέψη 8 της απόφασης, που αποτελεί την «οιονεί» ελάσσονα πρόταση [3] του δικανικού συλλογισμού, παρατίθεται, το επίδικο αντικείμενο, δηλαδή η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη. Σκοπός της πράξης αυτής είναι α) ο καθορισμός των αναγκαίων συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 4 του Κανονισμού 1099/2009 και β) η θέσπιση εθνικών κανόνων σχετικά με τη σφαγή ζώων σε σφαγεία στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων, σύμφωνα με την περ. γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού, ώστε να εξασφαλίζεται η ευρύτερη προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους. Από την έναρξη ισχύος της προσβαλλόμενης ΚΥΑ, οι διατάξεις του πδ 327/1996 δεν έχουν εφαρμογή στη σφαγή ζώων που διενεργείται σε σφαγεία στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων. Οι κανόνες βάσει των οποίων θα κριθεί η διαφορά, δηλαδή οι κρίσιμες διατάξεις του Κανονισμού 1099/2009, ερμηνεύονται στη σκέψη 10 της απόφασης ΣτΕ 1751/2021, που συμπληρώνει τη μείζονα πρόταση του συλλογισμού. Όπως προαναφέρθηκε, το Δ΄ Τμήμα αξιοποιεί τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, ιδίως δε την τελευταία απόφαση της 17.12.2020, C-336/2019, Centraal Israëlitisch Consistorie van België.
12. Στη σκέψη 11, που περιέχει το συμπέρασμα του συλλογισμού του, το Δ΄ Τμήμα υιοθετεί προσέγγιση αυστηρότερη αυτής του ΔΕΕ. Εκτιμά ότι, με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και την τροποποίησή της, ο Έλληνας κανονιστικός νομοθέτης κατήργησε και τα ελάχιστα επιπλέον των προβλεπομένων από τον Κανονισμό 1099/2009 μέτρα για την αποφυγή της περαιτέρω ταλαιπωρίας των ζώων. Παρέλειψε, έτσι, να προβεί σε στάθμιση μεταξύ της υποχρέωσής του να προστατεύσει τα ζώα κατά το άρθρο 13 της ΣΛΕΕ και της υποχρέωσής του να σεβασθεί τη θρησκευτική ελευθερία των θρησκευόμενων μουσουλμάνων και εβραίων που ζουν στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Συντάγματος και το άρθρο 10 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Κατά το ΣτΕ, εσφαλμένα ο κανονιστικός νομοθέτης θεώρησε ότι δεσμευόταν από το άρθρο 4 παρ. 4 του εν λόγω Κανονισμού να επιτρέψει τη θρησκευτική ή σύμφωνα με λατρευτικούς τύπους σφαγή χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση των ζώων. Ακυρώνει, δηλαδή, την προσβαλλόμενη πράξη ως αντίθετη στο άρθρο 2 παρ. 2 του Νόμου 1197/1981 («απαγορεύεται η θανάτωσις θηλαστικών εις τα σφαγεία εφόσον δεν προηγηθή της αφαιμάξεως αναισθητοποίησις ενεργούσα ακαριαίως») που, κατά την κρίση του, δεν έχει καταργηθεί, παρά το γεγονός ότι εκδόθηκε εν τω μεταξύ ο νεότερος Νόμος 4235/2014 που παρέχει εξουσιοδότηση για τη λήψη μέτρων εφαρμογής του Κανονισμού 1099/2009. Ωστόσο, η βάσει της νεότερης εξουσιοδοτικής διάταξης εκδοθείσα προσβαλλόμενη ΚΥΑ συνάδει προς τον ως άνω κανονισμό. Το γεγονός ότι η ισχύουσα κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος του κανονισμού διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 του Νόμου 1197/1981 δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, όπως προβλέπει ο κανονισμός προς διασφάλιση της εξακολούθησης της ισχύος της, συνεπάγεται ότι καταργήθηκε σιωπηρώς, σύμφωνα με τη γενική αρχή ότι η νεότερη, διαφορετικού περιεχομένου, διάταξη καταργεί την προηγούμενη που ρύθμιζε το ίδιο αντικείμενο κατά διαφορετικό τρόπο (lex posterior derogat legi priori). Στην ουσία, το ΣτΕ δέχεται ότι ο κανονιστικός νομοθέτης δεν αξιοποίησε την ευχέρεια που του παρέχει το άρθρο 26 παρ. 2 πρώτο εδ. στοιχ. γ΄ του Κανονισμού 1099/2009 και δεν προέβη σε στάθμιση μεταξύ της καλής μεταχείρισης των ζώων και της ελευθερίας εκδήλωσης του θρησκεύματος, αλλά περιορίστηκε στην επανάληψη του άρθρου 4 παρ. 4 του κανονισμού και του επιπέδου προστασίας που αυτός προβλέπει, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 2 παρ. 2 του Νόμου 1197/1981. Με άλλα λόγια, κατά το Δ΄ Τμήμα, δεν αρκεί για τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης η υιοθέτηση του minimum που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 4 του ενωσιακού κανονισμού και η συνακόλουθη σιωπηρή κατάργηση της προγενέστερης ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 2 του Νόμου 1197/1981.
13. Ανακύπτει, όμως, το ερώτημα «πόθεν» προκύπτει, αφενός, ότι εσφαλμένως η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση υπέλαβε ότι δεσμεύεται από το επίπεδο προστασίας που διασφαλίζει ο κανονισμός και, αφετέρου, ότι όφειλε να αιτιολογήσει την επιλογή της αυτή. Σε τελική ανάλυση, τη σχετική τεκμηρίωση και στάθμιση όφειλε να κάνει ο νομοθέτης και όχι η Διοίκηση, η οποία, μάλιστα διαθέτει εν προκειμένω την περιορισμένη κανονιστική αρμοδιότητα ρύθμισης ειδικότερων θεμάτων του άρθρου 43 παρ. 2 δεύτερο εδάφιο του Συντάγματος. Επίσης, προσεκτική ανάγνωση της απόφασης, ιδίως των σκέψεων 10 και 11 αυτής, δημιουργεί την εντύπωση ότι υπάρχει αντίφαση στον δικανικό συλλογισμό: πράγματι, στη μεν σκέψη 10 ο δικαστής δέχθηκε, όπως άλλωστε και το ΔΕΕ, αφενός, ότι ο Κανονισμός 1099/2009 επιτρέπει, στην παρ. 4 του άρθρου 4, τη θανάτωση ζώων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση υπό προϋποθέσεις και ιδίως υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω σφαγή διενεργείται σε σφαγείο και, αφετέρου, ότι τα κράτη μέλη δύνανται/έχουν την ευχέρεια να λάβουν αυστηρότερα μέτρα, ενώ στη σκέψη 11 κατέληξε, κατ’ αποτέλεσμα, σε κρίση ότι οφείλουν να λάβουν αυστηρότερα μέτρα (ακριβέστερα, να σταθμίσουν και να αποφασίσουν προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, δηλαδή αυτή της λήψης αυστηρότερων μέτρων). Με άλλες λέξεις, η ευχέρεια της λήψης μέτρων [που περιλαμβάνει νοηματικά την υποχρέωση της στάθμισης (η οποία μπορεί να καταλήξει σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα με απώτατο σημείο το ενωσιακό δίκαιο)] μετατράπηκε σε υποχρέωση στάθμισης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Το πρόβλημα, λοιπόν, κατά το Συμβούλιο της Επικρατείας, είναι ότι η στάθμιση δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, το οποίο, σε τελική ανάλυση, συνίσταται στην αποδυνάμωση της παρέκκλισης του άρθρου 4 παρ. 4 του κανονισμού 1099/2009.
14. Ωστόσο, το άρθρο 26 παρ. 2, πρώτο εδ. στοιχ. γʹ του Κανονισμού 1099/2009 διατηρεί την παρέκκλιση αυτή, ενώ παράλληλα επιτρέπει, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και με σκοπό να ληφθούν υπόψη εθνικές ευαισθησίες ως προς την καλή μεταχείριση των ζώων, τη θέσπιση εκ μέρους των κρατών μελών επιπρόσθετων ή αυστηρότερων εθνικών κανόνων, πέραν της ρητής απαίτησης που τάσσεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του κανονισμού αυτού ότι η σφαγή ζώων με ιδιαίτερες μεθόδους σφαγής που προβλέπονται από λατρευτικούς τύπους πρέπει να διενεργείται σε σφαγείο [4]. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν αυστηρότερους κανόνες δυνάμει του άρθρου 26 παρ. 2, πρώτο εδ. στοιχ. γʹ του κανονισμού 1099/2009 εντός του πλαισίου και λαμβανομένου πλήρως υπόψη του χαρακτήρα της παρέκκλισης που προβλέπει το άρθρο 4 παρ. 4 του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο άρθρο 26 παρ. 2, πρώτο εδ. στοιχ. γʹ κατά τρόπο που θα ισοδυναμούσε με εν τοις πράγμασι κατάργηση της παρέκκλισης του άρθρου 4 παρ 4 του εν λόγω κανονισμού, η οποία σχεδιάστηκε με σκοπό τον σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών των πιστών της μουσουλμανικής και εβραϊκής θρησκείας, για τους οποίους η λατρευτικού τύπου σφαγή ζώων αποτελούσε ουσιώδες χαρακτηριστικό των θρησκευτικών τους παραδόσεων, πρακτικών και, εντέλει, ταυτότητας [5]. Με άλλα λόγια, η αρμοδιότητα που παραχωρείται στα κράτη μέλη δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 2 πρώτο εδ. στοιχ. γʹ του Κανονισμού 1099/2009 όσον αφορά τη σφαγή των ζώων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4, αποσκοπεί απλώς στο να τους παράσχει τη δυνατότητα να λάβουν τα συμπληρωματικά μέτρα που κρίνουν κατάλληλα για την προώθηση της καλής μεταχείρισης των ζώων αυτών. Τα συμπληρωματικά αυτά μέτρα δεν εκτείνονται έως την απαγόρευση της σφαγής λατρευτικού τύπου χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση, δεδομένου ότι τούτο θα ισοδυναμούσε με άρνηση της ίδιας της φύσης της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 4 του κανονισμού 1099/2009 [6]. Στο αποτέλεσμα αυτό, όμως, φαίνεται ότι οδηγεί η προσέγγιση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην απόφαση ΣτΕ 1751/2021. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο δικαστής, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της απόφασής του [7], επιθυμεί να καταλήξει σε όσο το δυνατόν προστατευτική της καλής διαβίωσης των ζώων κρίση και, στο πλαίσιο δικαστικού ακτιβισμού, επιβάλλει μαξιμαλιστικές απαιτήσεις στη Διοίκηση, οι οποίες υπερβαίνουν τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου που αυτή εφαρμόζει και απειλούν να υπονομεύσουν  την ουσία των θρησκευτικών εγγυήσεων που θεσπίζονται στο άρθρο 10 παρ. 1 του Χάρτη για τους πιστούς του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, για τους οποίους οι θρησκευτικές τελετές της σφαγής των ζώων έχουν ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία. δικαιοπλαστική πρόθεση του δικαστή συνάγεται από το γεγονός ότι φαίνεται να εκτιμά ότι μία διάταξη του 1981 απηχεί τις σύγχρονες αντιλήψεις περισσότερο από τα σύγχρονα νομοθετήματα, περιλαμβανομένης και της προσβαλλόμενης ΚΥΑ. Δεδομένου, όμως, ότι η ευχέρεια των κρατών μελών να θεσπίζουν αυστηρότερους εθνικούς κανόνες για την προστασία και την καλή διαβίωση των ζώων δεν φθάνει μέχρι του σημείου απαγόρευσης της σφαγής λατρευτικού τύπου χωρίς αναισθητοποίηση, γεννώνται αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα προς τον κανονισμό της απόλυτης απαγόρευσης της σφαγής ζώων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του Νόμου 1197/1981. Επιβάλλεται συναφώς η υπόμνηση ότι το άρθρο 4 παρ. 4 του κανονισμού 1099/2009, που ως διάταξη εισάγουσα παρέκκλιση πρέπει να ερμηνεύεται στενά, «υλοποιεί τη δέσμευση της Ένωσης για μια ανεκτική, πολυφωνική κοινωνία, στην οποία συνυπάρχουν και πρέπει να συμβιβάζονται αποκλίνουσες και ενίοτε αντιμαχόμενες απόψεις και πεποιθήσεις» [8]. Είναι, βεβαίως, αληθές ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας επιδιώκει να μετριάσει τα αποτελέσματα της κρίσης του, που έγκειται στη μετατροπή της ευχέρειας του νομοθέτη να θεσπίσει αυστηρότερα μέτρα σε υποχρέωσή του, γι’ αυτό και επιμένει στην παράλειψη της στάθμισης. Ανακύπτει, λοιπόν, το ακόλουθο ερώτημα: αν ο νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση επανέλθουν και θεσπίσουν την ίδια ακριβώς ρύθμιση αλλά αξιοποιώντας ως αιτιολογία τις απόψεις που φαίνεται να εισέφεραν στην ακυρωτική δίκη, θα έχει υπάρξει συμμόρφωση στη δικαστική απόφαση ΣτΕ 1751/2021;
14. Τέλος, είναι ενδιαφέρον ότι το ΣτΕ δεν εξέτασε καν το ενδεχόμενο υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Προφανώς το Τμήμα Δ΄ έκρινε ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, στην οποία παραπέμπει, ως προς την έννοια των εφαρμοστέων ενωσιακών διατάξεων, ότι πληρούνται, δηλαδή, οι προϋποθέσεις της θεωρίας της «acte éclairé» [9] (το ανακύψαν ζήτημα έχει αποτελέσει αντικείμενο επαρκούς ερμηνείας), οπότε δεν υπέβαλε αίτηση προδικαστικής απόφασης. Πιθανότατα να ελάμβανε την απάντηση ότι ο Έλληνας νομοθέτης κινήθηκε βάσει της ευχέρειας που του παρείχε ο κανονισμός. Εδώ έγκειται η κρίσιμη διαφορά με τη φλαμανδική υπόθεση, όπου ο δικαστής κλήθηκε να λάβει θέση επί ρύθμισης που συνιστούσε υλοποίηση της ευχέρειας λήψης αυστηρότερων μέτρων. Εν προκειμένω, ο Έλληνας δικαστής καταλήγει να ερμηνεύει αυθεντικά τον κανονισμό και, τελικά, να τον τροποποιεί εμμέσως.

 

Υποσημειώσεις

[1] ΦΕΚ Β΄ 1447. Μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης, η προσβαλλόμενη πράξη τροποποιήθηκε με την 292/46122/26.3.2018 κοινή απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Αναπληρωτή Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Οι τροποποιήσεις που επέφερε η νέα ΚΥΑ δεν επηρεάζουν το αντικείμενο της δίκης εφόσον με αυτές δεν αναιρείται η βασική ρύθμιση της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία επιτρέπεται η σφαγή ζώων στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση (σκέψη 9 της απόφασης ΣτΕ 1751/2021).

[2] ΣτΕ Ολ 1755/2007, 2148/2015, 1947/2017, 2002/2018, 129/2020.

[3] Βλ. Β. Τσιγαρίδα, Η αρχή jura novit curia στη διοικητική δίκη, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021, σ. 391-393.

[4] Προτάσεις γενικού εισαγγελέα G. Hogan στην υπόθεση Centraal Israëlitisch Consistorie van België e.a. κ.λπ., EU:C:2020:695, σημείο 68.

[5] Προτάσεις γενικού εισαγγελέα G. Hogan στην υπόθεση Centraal Israëlitisch Consistorie van België e.a. κ.λπ., EU:C:2020:695, σημείο 70. Βλ. και αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού.

[6] Προτάσεις γενικού εισαγγελέα G. Hogan στην υπόθεση Centraal Israëlitisch Consistorie van België e.a. κ.λπ., EU:C:2020:695, σημεία74, 75.

[7] Βλ. αναλυτικά, Η. Κουβαρά, Οι συνέπειες της δικαστικής απόφασης ως θεμέλιο των νομικών κρίσεων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020.

[8] Προτάσεις γενικού εισαγγελέα G. Hogan στην υπόθεση Centraal Israëlitisch Consistorie van België e.a. κ.λπ., EU:C:2020:695, σημείο 57.

[9] Η εξαίρεση αυτή από την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής των δικαστηρίων των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες το ΔΕΕ έχει ήδη διαμορφώσει νομολογιακό προηγούμενο. Ειδικότερα, «το ανακύψαν ζήτημα είναι κατ’ ουσία ταυτόσημο προς ένα ζήτημα που απετέλεσε ήδη το αντικείμενο προδικαστικής αποφάσεως σε ανάλογη περίπτωση» (ΔΕΚ της 6ης Οκτωβρίου 1982, CILFIT κ.λπ., 283/81, EU:C:1982:335, σκέψη 13) και όταν «παγία νομολογία του Δικαστηρίου [έχει επιλύσει] το επίδικο νομικό ζήτημα, ανεξάρτητα από το είδος των διαδικασιών από τις οποίες προήλθε η νομολογία αυτή, ακόμη και αν τα επίδικα ζητήματα δεν ταυτίζονται απολύτως» (CILFIT, σκέψη 14). Προέκυψε ως επέκταση του πεδίου εφαρμογής της απόφασης Da Costa (28/62 έως 30/62, EU:C:1963:6, σ. 38), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «η δεσμευτικότητα […] της ερμηνείας στην οποία προέβη το Δικαστήριο […] μπορεί να αποστερήσει αυτή την υποχρέωση [προδικαστικής παραπομπής] από τον λόγο υπάρξεώς της και να την καταστήσει κενή περιεχομένου.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο