Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Επέμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στον διάλογο μεταξύ εθνικού δικαστή και Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΔΔΑ της 8ης Απριλίου, 17120/09, Dhabi κατά Ιταλίας)

Επέμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στον διάλογο μεταξύ εθνικού δικαστή και Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΔΔΑ της 8ης Απριλίου, 17120/09, Dhabiκατά Ιταλίας)

1. Με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Dhabi κατά Ιταλίας [ΕΔΔΑ (δεύτερο τμήμα), της 8ης Απριλίου (17120/09)], το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) έκρινε ομόφωνα ότι η παράλειψη υποβολής προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΔΕΕ) από δικαστήριο κράτους μέλους, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, εφόσον δεν είναι αιτιολογημένη, συνιστά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ [σκέψεις 32 και 33]. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων, Τυνήσιος υπήκοος, ο οποίος εγκαστάθηκε στην Ιταλία και στη συνέχεια απέκτησε την ιταλική υπηκοότητα, έβαλε κατά της διαφορετικής μεταχείρισης που υπέστη (άρνηση χορήγησης οικογενειακού επιδόματος) κατά παράβαση της Ευρωμεσογειακής Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΚ-Τυνησίας, η οποία απαγορεύει τις διακρίσεις στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης μεταξύ Τυνήσιων εργαζομένων και υπηκόων της Ένωσης. Παρά το ρητό και τεκμηριωμένο αίτημα του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της αίτησης αναίρεσης που άσκησε ενώπιον του ιταλικού Corte di cassatione, το δικαστήριο αυτό δεν έκρινε αναγκαίο να υποβάλει αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης στο ΔΕΕ όσον αφορά την ερμηνεία της επίμαχης διάταξης της Συμφωνίας (άρθρο 64 §§ 1 et 2), χωρίς να αιτιολογήσει την άρνησή του, ούτε καν να μνημονεύσει στην απόφασή του το αίτημα του προσφεύγοντος.

2. Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΕΔΔΑ εξετάζει τον μηχανισμό της προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρου 177 ΣυνθΕΟΚ, πρώην άρθρου 234 ΣΕΚ) υπό το πρίσμα των κανόνων της δίκαιης δίκης. Αξιοποιώντας τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ (Ι), το ΕΔΔΑ τονίζει την υποχρέωση αιτιολόγησης της άρνησης των εθνικών δικαστηρίων να προβούν σε προδικαστική παραπομπή. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της απόφασης Dhabi κατά Ιταλίας έγκειται στο ότι διαπιστώνεται για πρώτη φορά παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης εθνικού δικαστηρίου, η οποία στοιχειοθετεί παράβαση και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ΙΙ).

Ι. Η σχετική νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης

3. Το κύριο χαρακτηριστικό της νομολογίας του ΔΕΚ έγκειται στην ανάδειξη του καθοριστικού ρόλου των εθνικών δικαστηρίων τόσο στη χρήση της προδικαστικής παραπομπής όσο και στη διατύπωση των σχετικών ερωτημάτων. Γίνεται παγίως δεκτό ότι «[τ]ο άρθρο 177 [νυν άρθρο 267 ΣΛΕΕ] δέν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στούς διαδίκους εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων», πράγμα που σημαίνει ότι «δεν αρκεί να υποστηριχθεί από ένα διάδικο ότι η διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, ώστε να υποχρεούται το οικείο δικαστήριο να δεχθεί ότι ανέκυψε ένα ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 177. Αντιθέτως, εναπόκειται στο δικαστήριο αυτό να παραπέμψει ενδεχομένως το ζήτημα στο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως….». Εξειδικεύοντας την υποχρέωση των ανωτάτων δικαστηρίων, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 177, τρίτο εδάφιο, «υπό την έννοια ότι ένα δικαστήριο, οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει, όταν ανακύπτει ενώπιόν του ζήτημα κοινοτικού δικαίου, να τηρεί την υποχρέωσή του προς παραπομπή, εκτός αν διαπιστώνει ότι το ανακύψαν ζήτημα δεν ειναι ουσιώδες ή ότι η οικεία κοινοτική διάταξη έχει ήδη ερμηνευθεί από τό Δικαστήριο ή ότι η ορθή εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου παρίσταται τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για καμμία εύλογη αμφιβολία (θεωρία της acte clair)· η συνδρομή μιας τέτοιας περιπτώσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινοτικού δικαίου, τις ιδιάζουσες δυσκολίες που παρουσιάζει η ερμηνεία του και τον κίνδυνο διαστάσεως στη νομολογία εντός της Κοινότητος» [Πάγια νομολογία του ΔΕΚ ήδη από το 1982: ΔΕΚ της 6ης Οκτωβρίου 1982, 283/81, CILFIT, Συλλογή 1982, σ. 3415]. Προσφάτως, με την απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, C-136/12, Consiglio nazionale dei geologi,το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι «το σύστημα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, προκειμένου να εξασφαλίσει την ενότητα της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στα κράτη μέλη, καθιερώνει μια άμεση συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, προβλέποντας διαδικασία στην οποία οι διάδικοι δεν αναλαμβάνουν καμία πρωτοβουλία» [σκέψη 28 της απόφασης. Έτσι και ΔΕΚ της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C-2/06, Kempter, Συλλογή 2008, σ. I-411, σκέψεις 41 και 42, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑210/06, Cartesio, Συλλογή 2008, σ. I‑9641, σκέψη 90, και της 21ης Ιουλίου 2011, C‑104/10, Kelly, Συλλογή 2011, σ. I‑6813, σκέψη 62]. Περαιτέρω, επισήμανε ότι «[ο] καθορισμός και η διατύπωση των ερωτημάτων που πρόκειται να υποβληθούν στο Δικαστήριο απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο και οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν μπορούν να μεταβάλουν το περιεχόμενό τους» [σκέψη 29 της απόφασης. Έτσι και ΔΕΚ της 14ης Απριλίου 2011, C‑42/10, C‑45/10 και C‑57/10, Vlaamse Dierenartsenvereniging και Janssens, Συλλογή 2011, σ. I-2975, σκέψη 43, καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑316/10, Danske Svineproducenter, Συλλογή 2011, σ. Ι-13721, σκέψη 32].

4. Όσον αφορά τις συνέπειες της μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής του εθνικού δικαστηρίου, η οποία καταλήγει σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, μπορεί να επιβληθούν κυρώσεις τόσο σε εθνικό επίπεδο, με τη στοιχειοθέτηση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου εφόσον η ως άνω εφαρμογή προκάλεσε ζημία σε ιδιώτη [ΔΕΚ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-224/01,Köbler, Συλλογή 2003, σ. Ι-10239, και της 13ης Ιουνίου 2006, C-173/03, ΤraghettidelMediterraneo, Συλλογή 2006, σ. Ι-5177] , όσο και σε κοινοτικό/ενωσιακό επίπεδο, με την άσκηση προσφυγής κατά παράβασης [ΔΕΚ της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C-129/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. Ι-14637. Το ΔΕΚ έκρινε ότι «όταν μια εθνική νομοθεσία αποτελεί το αντικείμενο αποκλινουσών ερμηνειών εκ μέρους των δικαστηρίων, δυναμένων να ληφθούν υπόψη, εκ των οποίων οι μεν οδηγούν σε σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας, ενώ οι δε σε εφαρμογή ασυμβίβαστη με το δίκαιο αυτό, πρέπει να αναγνωρίζεται ότι, τουλάχιστον, η νομοθεσία αυτή δεν είναι επαρκώς σαφής ώστε να διασφαλίζει μια εφαρμογή σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο». Διαπίστωσε, κατά συνέπεια, ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη τροποποιώντας νομοθετική διάταξη η οποία ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τη διοίκηση και από σημαντικό μέρος των δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένου του Corte suprema di cassazione, κατά τρόπο καθιστώντα υπερβολικά δυσχερή για τον φορολογούμενο την άσκηση του δικαιώματος στην επιστροφή φόρων που έχουν εισπραχθεί κατά παράβαση των κοινοτικών κανόνων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΚ. Βλ. και ΔΕΚ της 24ης Νοεμβρίου 2011, C-379/10, Eπιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2011, σ. Ι-180, με την οποία κρίθηκε ότι η Ιταλική Δημοκρατία, αποκλείοντας κάθε ευθύνη του Ιταλικού Δημοσίου για τις ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από εθνικό δικαιοδοτικό όργανο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό, όταν η οικεία παραβίαση είναι απόρροια ερμηνείας κανόνων δικαίου ή εκτίμησης πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων από τέτοιο δικαιοδοτικό όργανο, και περιορίζοντας τη σχετική ευθύνη μόνο στις περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμελείας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη γενική αρχή της ευθύνης των κρατών μελών λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης από δικαστήριό τους που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό], πράγμα που ανοίγει τον δρόμο στις λεγόμενες διαφορές της «τρίτης γενιάς» οι οποίες στηρίζονται στο καθήκον έντιμης συνεργασίας [Βλ. συναφώς Ε. Dubout, Le contentieux de la troisième génération ou l’incomplétude du système juridictionnel communautaire, RTDE 2007, σ. 427· K. Lenaerts, The Rule of Law and the Coherence of the Judicial System of the European Union, CMLR2007, σ. 1625]. Εν προκειμένω, δηλαδή, ο κοινοτικός δικαστής, αδυνατώντας να υποχρεώσει ευθέως τους εθνικούς δικαστές στην τήρηση του κοινοτικού δικαίου, εφόσον το κοινοτικό δικαστικό σύστημα στηρίζεται στη συνεργασία, επιβάλλει κυρώσεις στα αντίστοιχα κράτη μέλη για την πλημμελή εκπλήρωση της ως άνω υποχρέωσης. Η μη συμμόρφωση στην υποχρέωση αναζήτησης της ορθής ερμηνείας μέσω προδικαστικής παραπομπής μπορεί να καταλήξει, κατά τη νεώτερη νομολογία του Δικαστηρίου, στην υποχρεωτική ανάκληση αντίθετων προς το κοινοτικό δίκαιο διοικητικών πράξεων που κατέστησαν απρόσβλητες [ΔΕΚ, της 13ης Ιανουαρίου 2004, C-453/00, Kühne & Heitz, Συλλογή 2004, σ. I-837, της 19.09.2006, C-392/04 και C-422/04, i-21 Germany GmbH, Συλλογή 2006, σ. Ι-8559, της 12.02.2008, C-2/06, Willy Kempter, Συλλογή 2008, σ. Ι-408. Βλ. συναφώςτιςενδιαφέρουσεςπαρατηρήσειςτου W. Kahl, 35 Jahre Verwaltungsverfahrensgesetz – 35 Jahre Europäisierung des Verwaltungsverfahrensrechts, NVwZ 2011, σ. 449 (452). Βλ. επίσης τα πρακτικά του 21ου Colloque de l’Association des Conseils d’État et des juridictions administratives suprêmes de l’Union européenne: Conséquences de l’incompatibilité de décisions administratives définitives et de jugements définitifs des juridictions administratives des États membres avec la législation européenne (Cour administrative suprême de Pologne) Varsovie 2008 (στονδικτυακότόπο: www.aca-europe.eu). Από την ελληνική βιβλιογραφία, ενδεικτικά, Δ. Ράικου, Η ανάκληση οριστικής διοικητικής πράξης που αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο μετά την απόφαση του ΔΕΚ της 12.2.2008, C-2/06, Willy Kempter KG. Η παράμετρος της αυτεπάγγελτης εξέτασης του κοινοτικού δικαίου από τον διοικητικό δικαστή, ΘΠΔΔ 10-11/2008, σ. 1081]. Πάντως, με την απόφαση Köbler, το Δικαστήριο δεν προέβη σε έλεγχο του αν η παράλειψη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος εκ μέρους του ανωτάτου εθνικού δικαστηρίου συνιστά αυτοτελή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, η οποία θα μπορούσε να θεμελιώσει ευθύνη του Δημοσίου. Περιορίστηκε να αντιμετωπίσει την εν λόγω παράλειψη ως στοιχείο για την εκτίμηση του κατάφωρου χαρακτήρα της διαπραχθείσας από το δικαστήριο παραβίασης της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Αντίθετα, ο γενικός εισαγγελέας Léger θεώρησε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ των προτέρων η θεμελίωση της ευθύνης του Δημοσίου λόγω πρόδηλης παραβίασης εκ μέρους ανωτάτου δικαστηρίου της υποχρέωσης προδικαστικής παραπομπής, π.χ. στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του, αναγνωρίζοντας βεβαίως ότι η προσπάθεια θεμελίωσης ευθύνης του Δημοσίου μπορεί να προσκρούσει σε ορισμένες δυσχέρειες ως προς την απόδειξη της άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης παραπομπής και της προβαλλομένης ζημίας [σημεία 144 έως 149 των προτάσεων. Βλ. αναλυτικά Α. Μεταξά, Ευθύνη του Δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 67 επ.].

ΙΙ. Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ

6. Από το 1993, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχε αναφερθεί στη δυνατότητα των οργάνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης να ελέγξουν την άρνηση των εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να προβούν σε προδικαστική παραπομπή ενώπιον του ΔΕΚ κατ’εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ [Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 12 Μαΐου 1993 (20631/92), Société Divagsa κατά ΙσπανίαςDR 74, σ. 274, 277]. Στην πρώτη απόφασή του επί σχετικής αιτίασης, Desmots κατά Γαλλίας [ΕΔΔΑτης 23ης Μαρτίου 1999(41358/98), Desmots κατά Γαλλίας], το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι, κατά τη νομολογία του ΔΕΚ, η υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής «δεν είναι απόλυτη», εφόσον δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς την απάντηση που θα έπρεπε να δοθεί στο σχετικό ερώτημα.

7. Πάντως, το ΕΔΔΑ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο, να παραβιάζει η άρνηση εθνικού δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, υπό ορισμένες συνθήκες, την αρχή της δίκαιης δίκης, ιδίως όταν η άρνηση αυτή παρίσταται αυθαίρετη. Στην απόφαση Desmotsκατά Γαλλίας, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το γαλλικόConseild’Etatαπέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος περί προδικαστικής παραπομπής «ελλείψει κάθε σοβαρής αμφιβολίας ως προς την ερμηνεία» του άρθρου 52 της Συνθήκης ΕΟΚ και έκρινε ότι, υπό τις συνθήκες εκείνες, η άρνηση του εθνικού δικαστηρίου να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα δεν είναι αυθαίρετη. Η προσέγγιση αυτή παγιώθηκε σε μεγάλο αριθμό μεταγενέστερων αποφάσεων του ΕΔΔΑ [ΕΔΔΑ της 23ης Μαρτίου 1999 (38399/97), Dotta κατά Ιταλίας· της 8ης Ιουνίου 1999 (31993/96), Predil Anstalt S.A. κατά Ιταλίας· της24ης Αυγούστου 1999 (35673/97, 35674/97, 36082/97 και 37579/97), Schweighofer κ.λπ. κατά Αυστρίας· της 25ης Ιανουαρίου 2000 (44861/98), Peter Moosbrugger κατά Αυστρίας· της 22ας Ιουνίου 2000 (32492/96, 32547/96, 33209/96 και 33210/96), Coëme κ.λπ. κατά Βελγίου, σκέψη 114·της 4ης Οκτωβρίου 2001 (60350/00),Nicolas Calena Santiago κατά Ισπανίας· της13ης Ιουνίου 2002 (43454/98), Lambert Bakker κατά Αυστρίας· της 12ης Ιουνίου 2003 (68693/01), Pedersen και Pedersen κατά Δανίας· της 13ης Φεβρουαρίου 2007 (15073/03), John κατά Γερμανίας· της 8ης Δεκεμβρίου 2009 (54193/07), Herma κατά Γερμανίας·της 20ής Ιουνίου 2013 (14497/06),Wallihauser κατά Aυστρίας.Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση John κατά Γερμανίας, όπου το ΕΔΔΑ εξετάζει τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 234 ΣΕΚ και διαπιστώνει ότι το Hanseatisches Oberlandesgericht δεν ήταν «δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου», οπότε δεν είχε υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής κατά την ως άνω διάταξη και, συνεπώς, η άρνησή του δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Όσο για την άρνηση του Bundesgerichtshof και του Bundesverfassungsgericht να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα και την έλλειψη αιτιολογίας της άρνησής τους, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι οι ισχυρισμοί που ο προσφεύγων προέβαλε ενώπιον των ανωτέρω δικαστηρίων δεν περιελάμβαναν ρητό αίτημα υποβολής προδικαστικής παραπομπής κατά το άρθρο 234 ΕΚ ούτε συγκεκριμένους και σαφείς λόγους για την υποτιθέμενη ανάγκη προδικαστικής παραπομπής. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ τόνισε ότι, κατά πάγια νομολογία του Bundesverfassungsgericht, το ΔΕΚ είναι «νόμιμος δικαστής» κατά το άρθρο 101 § 1 του Θεμελιώδους Νόμου, οπότε, όταν «ένα δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου» δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής, παραβιάζει την εν λόγω συνταγματική διάταξη. Προκειμένου το Bundesverfassungsgericht να διαπιστώσει την παραβίαση αυτή, το αίτημα προς το αρμόδιο δικαστήριο περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΚ κατά το άρθρο 234 ΕΚ πρέπει να είναι επαρκώς τεκμηριωμένο ως προς τον αναγκαίο χαρακτήρα της υποβολής. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δεν αιτιολόγησε επαρκώς γιατί η ερμηνεία του άρθρου 81 ΕΚ από το ΔΕΚ ήταν αναγκαία για την έκδοση απόφασης του Bundesgerichtshof. Κατά συνέπεια, η απόρριψη της συνταγματικής προσφυγής από το Bundesverfassungsgericht δεν είναι αυθαίρετη υπό το πρίσμα του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Τέλος, όσον αφορά την ανεπαρκή αιτιολόγηση των αποφάσεων του Bundesgerichtshof και του Bundesverfassungsgericht, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι συνάδει προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ η εκ μέρους ανώτατων εθνικών δικαστηρίων απόρριψη αιτιάσεων με απλή παραπομπή στις σχετικές διατάξεις που ρυθμίζουν το παραδεκτό των αιτιάσεων αυτών εάν το ζήτημα δεν εγείρει θεμελιωδώς σημαντικό νομικό θέμα (ΕΔΔΑ της 4ης Οκτωβρίου 2001 [47636/99], Teuschler κατά Γερμανίας). Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ούτε το Bundesgerichtshof ούτε το Bundesverfassungsgericht είχαν την υποχρέωση από τη Σύμβαση να αιτιολογήσουν την άρνηση προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΚ κατ’εφαρμογή του άρθρου 234 ΕΚ]. Σε όλες αυτές τις υποθέσεις το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η μη υποβολή προδικαστικού ερωτήματος δεν ήταν αυθαίρετη κυρίως λόγω ελλιπούς τεκμηρίωσης του σχετικού αιτήματος του προσφεύγοντος προς το εκάστοτε αρμόδιο εθνικό δικαστήριο [βλ. συναφώς Β. Τουντόπουλου, Η παράλειψη υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΚ κατά το άρθρο 234 (177) ΣυνθΕΚ υπό το πρίσμα του άρθρου 6 ΕΣΔΑ, ΔτΑ 2000, σ. 885∙ M. Breuer, State liability for judicial wrongs and Community Law: the Case Gerhard Köbler v. Austria, ELRev 2004, σ. 243 (251)].

8. Διεξοδικότερη ανάλυση του θέματος περιλαμβάνoυν οι πλέον πρόσφατες αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ullens de Schooten και Rezabek κατά Βελγίου [ΕΔΔΑ της 20ής Σεπτεμβρίου 2011 (3989/07 και 38353/07)] και της 10ης Απριλίου 2012, Vergauwen κατά Βελγίου [ΕΔΔΑ της 10ης Απριλίου 2012 (4832/04)]. Εν προκειμένω, το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει ότι στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο, ενδεχομένως κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η δική του αρμοδιότητα περιορίζεται στον έλεγχο της συμβατότητας των συνεπειών των αποφάσεών τους με τη Σύμβαση [σκέψη 54 της απόφασης Ullens de Schooten και Rezabek κατά Βελγίου με παραπομπή στις αποφάσεις (26083/94) Waite και Kennedy κατά Γερμανίας, σκέψη 54, (34044/96, 35532/97 και 44801/98), Streletz, Kessler και Krenz κατά Γερμανίας, σκέψη 49, και (45036/98), Bosphorus κατά Ιρλανδίας, σκέψη 143]. Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού το ΕΔΔΑ εξετάζει βεβαίως αν η άρνηση των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ για την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου όπως ζητούσαν οι αιτούντες κατά τις εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων αυτών διαδικασίες συνιστά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επισημαίνει ότι το άρθρο 234 ΕΚ (πρώην 177 ΣυνθΕΟΚ, νυν 267 ΣΛΕΕ) εγκαθιδρύει υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα, εφόσον οι αποφάσεις τους δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα κατά το εθνικό δίκαιο, η οποία, πάντως, δεν είναι απόλυτη. Εν προκειμένω, το ΕΔΔΑ αναφέρεται στην νομολογία CILFITτου ΔΕΚ και στις τρεις εξαιρέσεις που προβλέπει: «αλυσιτέλεια του [τυχόν] ερωτήματος», «ερμηνεία της σχετικής κοινοτικής διάταξης με προηγούμενη απόφαση του ΔΕΚ» και «έλλειψη εύλογης αμφιβολίας ως προς την έννοια της εφαρμοστέας διάταξης». Συνεχίζοντας, διαπιστώνει ότι ο μηχανισμός των προδικαστικών ερωτημάτων προϋποθέτει ότι τα δικαστήρια που τα υποβάλλουν εξετάζουν αν η απάντηση σε αυτά είναι καθοριστική για την έκδοση της δικής τους απόφασης. Το ζήτημα αυτό συνδέεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, καθόσον προβλέπει ότι « κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του από δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως», αναφέρεται στο δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο, δυνάμει των εφαρμοστέων κανόνων, να αποφανθεί επί των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν στο πλαίσιο μιας ένδικης διαδικασίας. Η πτυχή αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο δικονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι το διακύβευμα της εφαρμογής του τρίτου εδαφίου του άρθρου 267 ΣΛΕΕ είναι, όπως υπογραμμίζει το ΔΕΕ, «η ορθή εφαρμογή και η ομοιόμορφη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου στο σύνολο των κρατών μελών», αφού η διάταξη αυτή αποσκοπεί ειδικότερα στο «να αποφευχθεί η επικράτηση διαστάσεως στη νομολογία εντός της Κοινότητας επί ζητημάτων κοινοτικού δικαίου».

9. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει ότι όταν υφίσταται μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής, δεν αποκλείεται η άρνηση του εθνικού δικαστή να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να επηρεάσει τον δίκαιο χαρακτήρα της δίκης, ακόμη και αν ο δικαστής αυτός δεν αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό [προπαρατεθείσες αποφάσεις Predil Anstalt S.A. κατά Ιταλίας και Herma κατά Γερμανίας. Για την ευρεία ευχέρεια των κατώτερων δικαστηρίων να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, όπως ερμηνεύεται από το ίδιο το ΔΕΕ, βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η χειραφέτηση των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ΕφημΔΔ 1/2014, σ. 10, με πλούσιες νομολογιακές παραπομπές] , είτε το αρμόδιο να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος δικαστήριο είναι εθνικό [Coëmeκ.λπ. κατά Βελγίου, προπαρατεθείσα· της 5ης Φεβρουαρίου 2003 (32576/96), Wynen κ.λπ. κατά Βελγίου], είτε κοινοτικό [προπαρατεθείσες αποφάσεις Société Divagsa κατά Ισπανίας, Desmots κατά Γαλλίας, Moosbrugger κατά Αυστρίας, John κατά Γερμανίας, Predil Anstalt S.A. κατά Ιταλίας και Herma κατά Γερμανίας]. Αυτό συμβαίνει όταν η άρνηση αποδεικνύεται αυθαίρετη, δηλαδή όταν οι εφαρμοστέοι κανόνες για την παραπομπή δεν προβλέπουν εξαίρεση από την αρχή της προδικαστικής παραπομπής ή άμβλυνση της σχετικής υποχρέωσης, όταν η άρνηση στηρίζεται σε λόγους διαφορετικούς από αυτούς που προβλέπουν οι εν λόγω κανόνες και όταν δεν είναι προσηκόντως αιτιολογημένη υπό το πρίσμα των κανόνων αυτών. Κατά συνέπεια, το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ επιβάλλει, στο πλαίσιο αυτό, στα εθνικά δικαστήρια υποχρέωση αιτιολόγησης υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου δικαίου, των αποφάσεων με τις οποίες αρνούνται να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα, κατά μείζονα λόγο όταν το εφαρμοστέο δίκαιο αναγνωρίζει την άρνηση αυτή μόνο κατ’εξαίρεση. Επομένως, όταν επιλαμβάνεται ισχυρισμού περί παράβασης του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ο ρόλος του ΕΔΔΑ έγκειται στο να διασφαλίσει ότι η απόφαση περί άρνησης είναι προσηκόντως αιτιολογημένη. Πάντως, ενώ οφείλει να προβεί με συνέπεια και αυστηρότητα στον έλεγχο αυτό, δεν μπορεί να αποφανθεί επί τυχόν σφαλμάτων των εθνικών δικαστηρίων κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, εν προκειμένω δηλαδή του ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα, όσον αφορά το τρίτο εδάφιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τούτο σημαίνει ότι τα ανώτατα εθνικά δικατήρια που αρνούνται να υποβάλουν στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα για την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου το οποίο καλούνται να εφαρμόσουν οφείλουν να αιτιολογήσουν την άρνησή τους υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπει η νομολογία του ΔΕΕ. Οφείλουν δηλαδή, κατά την απόφαση CILFIT, να αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι το ζήτημα που ήγειρε ο διάδικος δεν ασκεί επιρροή, ότι η επίμαχη διάταξη του ενωσιακού δικαίου έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ή ότι η ορθή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου είναι τόσο προφανής ώστε δεν επιτρέπει καμία εύλογη αμφιβολία. Εξετάζοντας, στη συνέχεια, τις υποθέσεις των οποίων επελήφθη, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση αιτιολόγησης, καθόσον επικαλέσθηκαν τη συνδρομή εξαιρέσεων που προβλέπει η νομολογία CILFIT, τις οποίες ανέλυσαν διεξοδικά. Μολονότι το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη ότι οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου που υιοθέτησαν τα εθνικά δικαστήρια, αναπτύσσοντας λεπτομερώς την άποψή τους, τόνισε ότι το ζήτημα αυτό εκφεύγει της αρμοδιότητάς του [σκέψεις 54-64 της απόφασης Ullens de Schooten και Rezabek κατά Βελγίου και 89-91 της απόφασης Vergauwen κατά Βελγίου] .

10. Επομένως, η απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Dhabi κατά Ιταλίας, είναι η πρώτη υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας κρίθηκε ότι η άρνηση του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο μάλιστα αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό κατά το εσωτερικό δίκαιο, να υποβάλει στο ΔΕΕ αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης συνιστά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ εξέτασε την απόφαση του αναιρετικού δικαστηρίου και δεν εντόπισε την παραμικρή μνεία στο αίτημα προδικαστικής παραπομπής που διατύπωσε ο προσφεύγων ούτε στους λόγους για τους οποίους θεωρήθηκε ότι το νομικό ζήτημα που ανέκυψε δεν έχρηζε παραπομπής στο ΔΕΕ. Η αιτιολογία της απόφασης δεν επιτρέπει τη συναγωγή συμπεράσματος ως προς το αν το ζήτημα αυτό θεωρήθηκε αλυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς ή σχετικό με σαφή διάταξη ή με διάταξη ήδη ερμηνευθείσα από το ΔΕΕ ή αν απλώς δεν ελήφθη υπόψη από το εθνικό δικαστήριο. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η συλλογιστική του ιταλικού δικαστηρίου δεν περιέχει καμία αναφορά στη νομολογία του ΔΕΕ [σκέψη 33 της απόφασης Dhabi κατά Ιταλίας]. Η εν λόγω παρέμβαση του ΕΔΔΑ στον διάλογο των δικαστών, που χαρακτηρίζει τον μηχανισμό του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, σέβεται την ιδιομορφία της ενωσιακής έννομης τάξης. Ειδικότερα το ΕΔΔΑ εξετάζει την ύπαρξη αιτιολογίας και όχι το βάσιμο αυτής. Επιπλέον, η αιτιολογία αυτή εξετάζεται επί τη βάσει των εξαιρέσεων από την υποχρέωση παραπομπής που διατύπωσε το ΔΕΕ στη νομολογία CILFIT. Χωρίς να είναι επαναστατική, η απόφαση της 8ης Απριλίου 2014 εκφράζει την ενίσχυση του ελέγχου των δικονομικών μηχανισμών της Ένωσης υπό το πρίσμα των επιταγών της ΕΣΔΑ [D. Simon, La Cour européenne des droits de l’homme confirme sa présence active dans le dialogue entre juge national et juge de l’Union, Europe, juillet 2014, σ. 1]. Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι, σε αντιδιαστολή προς το ΔΕΕ, το οποίο δεν αναγνωρίζει καμία επιρροή των διαδίκων στο ζήτημα της προδικαστικής παραπομπής, που εμπίπτει ως προς όλες τις πτυχές του στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου [«Μολονότι το … δικαστήριο είναι ελεύθερο να καλέσει τους διαδίκους της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί να προτείνουν σχέδια τα οποία ενδέχεται να γίνουν δεκτά κατά τη διατύπωση προδικαστικών ερωτημάτων, σε αυτό και μόνον εναπόκειται να αποφασίσει εν τέλει τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο των ερωτημάτων αυτών» (προπαρατεθείσες αποφάσεις Kelly, σκέψη 65, Consiglio nazionale dei geologi, σκέψη 30)], αφετηρία της συλλογιστικής του ΕΔΔΑ είναι ακριβώς το αίτημα του διαδίκου για υποβολή προδικαστικής παραπομπής και η αιτιολογημένη ή όχι απόρριψή του από το εθνικό δικαστήριο.

 

 

 

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο