Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Αστική ευθύνη του Δημοσίου για πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών εταιρειών (ΣτΕ 3783/3014 7μ)

Αστική ευθύνη του Δημοσίου για πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών εταιρειών (ΣτΕ 3783/3014 7μ)

Με τρεις αποφάσεις του 2014, το Συμβούλιο της Επικρατείας διευκρίνισε σημαντικές πτυχές του καθεστώτος της αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Η βασικότερη εξ αυτών είναι η «απόφαση αρχής» ΣτΕ Ολ 1501/2014, με την οποία επιλύθηκαν τα ζητήματα του συνταγματικού ερείσματος της ευθύνης, της ευθύνης από νόμιμες πράξεις και της ευθύνης από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας. Στη συνέχεια, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 4741/2014, η Ολομέλεια εφάρμοσε αναλογικά τις διατάξεις του Ν. 4274/2014 – που επιτρέπουν στον ακυρωτικό δικαστή να περιορίζει την αναδρομικότητα της ακύρωσης των παρανόμων διοικητικών πράξεων – στις αγωγές αποζημίωσης και στις διαφορές ουσίας, μέσω άκρως διασταλτικής ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3900/2010 περί πιλοτικής δίκης. Έκρινε, ειδικότερα, ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων περί περικοπών των αποδοχών μελών του ΔΕΠ των ΑΕΙ –την οποία αναγνώρισε– για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων μελών του ΔEΠ που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, αποδοχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης της απόφασης. Τέλος, με την απόφαση ΣτΕ 3783/2014 7μ, το Α΄ Τμήμα του Δικαστηρίου αντιμετώπισε το ειδικότερο ζήτημα της αστικής ευθύνης του Δημοσίου για πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών εταιρειών. Έκρινε ότι η ευθύνη προς αποζημίωση από πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί από τις διατάξεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, διότι οι ιδιαιτερότητες του εποπτικού έργου της ασφαλιστικής αγοράς, σε συνδυασμό με το αβέβαιο του αποτελέσματος του εποπτικού ελέγχου, η διενέργεια του οποίου αποβλέπει πρωτίστως στην εύρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς με τη διασφάλιση της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών, αντανακλαστικά δε, μέσω αυτού, καταλήγει να προστατεύει εμμέσως και τους ασφαλισμένους, διαφοροποιούν ουσιωδώς την εποπτική λειτουργία της διοίκησης από τις λοιπές κρατικές δραστηριότητες (βλ.περίληψη της απόφασης στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας, www.ste.gr καθώς και σκέψη 29 της απόφασης ΣτΕ 3783/2014). Παγιώνεται, επίσης, η κρίση της ΣτΕ Ολ 1501/2014 περί του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος ως συνταγματικού ερείσματος της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου τόσο από παράνομες όσο και από νόμιμες πράξεις (σκέψη 28 της απόφασης ΣτΕ 3783/2014).

Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ 3783/2014

Με αγωγή, η οποία εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (A΄ 213), ύστερα από την από 17.10.2013 πράξη της τριμελούς επιτροπής του ίδιου άρθρου του ως άνω νόμου, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Τα Νέα» στις 29 Οκτωβρίου 2013, και στην Εφημερίδα «Εστία» στις 25 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, οι ενάγοντες, κάτοχοι ασφαλιστηρίων συμβολαίων της τελούσης υπό ειδική εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας «Ασπίς Πρόνοια – Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Ασφαλίσεων (Α.Ε.Γ.Α.)», ζήτησαν, ύστερα από την μετατροπή του αιτήματος της αγωγής τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει εντόκως σε κάθε έναν από αυτούς τα αναφερόμενα στο οικείο δικόγραφο ποσά ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την άσκηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 και του κ.ν. 2190/1920 κρατικής εποπτείας.

Eρμηνεία του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 3900/2010 (σκέψεις 3-8)

3. … ο ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης …» (Α΄ 213) όρισε στο άρθρο 1 παρ.1 και 2 αυτού τα εξής: «1.Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελουμένης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής. 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του». Οι διατάξεις της παρ. 1 του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 4055/2012 (Α΄51/12.3.2012) ως εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρο του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Τα αιτήματα των διαδίκων συνοδεύονται, επί ποινή απαραδέκτου, από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ υπέρ του Δημοσίου. Το ύψος του ποσού του παραβόλου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής». Η ισχύς του ως άνω άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 113 του νόμου αυτού, στις 2.4.2012.

5. … με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 εισήχθη ο θεσμός της «δίκης-πιλότου» ενώπιον του ΣτΕ σε θέματα που, ως εκ της φύσεώς τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απ’ ευθείας στο ΣτΕ ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου) (ΣτΕ Ολ 1841-3/2013, 694/2013, 1971/2012, 1619/2012, 601/2012, ΣτΕ 2741/2013, 2607/2013, 3674/2013, 690/2013, 2164/2012 κ.α.). Κατά την έννοια, εξ άλλου, των ανωτέρω διατάξεων, η προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές τριμελής Επιτροπή αποφασίζει επί του ως άνω αιτήματος εκ των ενόντων, βάσει των προβαλλόμενων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει (πρβ. ΣτΕ Ολ 601, 1619, 1971/2012).

7. … κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, αιτήματα διαδίκων περί εισαγωγής ενώπιον του ΣτΕ ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, γίνονται δεκτά από την προβλεπομένη από τις διατάξεις αυτές τριμελή Επιτροπή, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων, δηλαδή επί τη βάσει των προβαλλομένων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει, εφόσον η Επιτροπή κρίνει ότι στο πλαίσιο των αντίστοιχων υποθέσεων τίθενται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων. Αντιθέτως, από τις διατάξεις αυτές δεν προκύπτει ότι, πριν από την έκδοση της πράξεώς της, η Επιτροπή υποχρεούται να καλεί σε ακρόαση τους διαδίκους και ότι άλλως παραβιάζεται το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον η απόφασή της, η οποία λαμβάνεται εκ των ενόντων και επί τη βάσει των στοιχείων του ήδη σχηματισθέντος φακέλου, έχει ως μοναδικό αντικείμενο τη διαπίστωση της σημασίας των ζητημάτων που ανακύπτουν στο πλαίσιο της εισαχθείσης προς συζήτηση υποθέσεως, η οποία, για λόγους ασφάλειας δικαίου και διασφαλίσεως της ενότητας της νομολογίας, καθιστά σκόπιμη την εισαγωγή και εκδίκασή της από το ΣτΕ ως πιλοτικής δίκης κατά την οποία θα έχουν την ευκαιρία τα διάδικα μέρη να αναπτύξουν τις απόψεις τους επί του γενικοτέρου ενδιαφέροντος ζητήματος της υποθέσεως. Για τους λόγους αυτούς, η, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, εισαγωγή υποθέσεως ενώπιον του ΣτΕ, όχι μόνον δεν επιφέρει δυσμενείς συνέπειες αλλ’ αντιθέτως είναι προς όφελος όλων των διαδίκων μερών, δεδομένου ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και επιταχύνεται η διαδικασία επιλύσεως των εκκρεμών διαφορών, λόγω της αντιμετωπίσεως των κοινών ζητημάτων που ανακύπτουν σε καθεμία εξ αυτών. Αβάσιμοι, ως εκ τούτου, είναι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν εξειδικεύει τη δικονομική βλάβη που υπέστη από τη μη κοινοποίηση σε αυτό του αιτήματος των εναγόντων περί εισαγωγής της υποθέσεως ενώπιον του ΣτΕ, ούτε από την απευθείας εισαγωγή της υπό κρίση αγωγής προς εκδίκαση από το ΣτΕ αντί της εισαγωγής της προς εκδίκαση ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, ούτε, άλλωστε, υποστηρίζει ότι η υπόθεση δεν έχει μείζονα σημασία για ευρύτερο κύκλο ενδιαφερομένων. Αβάσιμοι είναι οι ισχυρισμοί του εναγομένου και κατά το δεύτερο σκέλος τους, διότι, πέραν όσων έχουν ήδη εκτεθεί, με την εκδοθείσα πράξη της τριμελούς Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 προσδιορίσθηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και σαφή το αντικείμενο της πιλοτικής δίκης, το οποίο συνίσταται στην «αστική ευθύνη του Δημοσίου από πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας επί ασφαλιστικών εταιρειών», ανεξαρτήτως αν στο πλαίσιο έρευνας του ζητήματος αυτού ανακύπτουν πλείονα επί μέρους νομικά ζητήματα η τυχόν ύπαρξη των οποίων, άλλωστε, δεν αναιρεί το ορισμένο του μείζονος ενδιαφέροντος ζητήματος που προσδιόρισε η οικεία Τριμελής Επιτροπή ούτε καθιστά αόριστη την απόφαση της ως άνω Επιτροπής. Για τους λόγους αυτούς και ανεξαρτήτως του αν η υπόθεση μπορεί, ύστερα από την εισαγωγή της προς συζήτηση, να επανέλθει σε προγενέστερο της συζητήσεως στάδιο, απορριπτέο τυγχάνει και το συναφώς υποβληθέν αίτημα του εναγομένου περί επανασυζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, προκειμένου να γίνει κατ’ αντιμωλία εξέταση του αιτήματος των εναγόντων περί εισαγωγής της υποθέσεως στο ΣτΕ και να οριοθετηθούν τα συγκεκριμένα ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που θα αποτελέσουν το αντικείμενο της παρούσας δίκης.

8. … εξ άλλου, ενόψει των, κατά τα ως άνω, σκοπών στους οποίους αποβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, το ΣτΕ, όταν δικάζει τα από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα και μέσα, δύναται, κατά περίπτωση, να επιλαμβάνεται αυτών και να προχωρεί στην επίλυση των γενικοτέρου ενδιαφέροντος τιθεμένων στην υπόθεση νομικών ζητημάτων ακόμη και αν δεν έχει περιέλθει ενώπιόν του πλήρης φάκελος σε σχέση με το πραγματικό της υποθέσεως και εφόσον τα υπάρχοντα στοιχεία κρίνονται επαρκή προς τούτο, χωρίς, πάντως, στην περίπτωση αυτή να επέρχονται οιεσδήποτε δυσμενείς δικονομικής φύσεως συνέπειες στα διάδικα μέρη.

Ιστορικό της διαφοράς και αιτήματα των διαδίκων (σκέψεις 9-11)

….

10. .. με την κρινόμενη αγωγή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, … οι ενάγοντες προβάλλουν ότι, πριν από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρείας, είχαν συνάψει πλείονα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής εγγυημένης αποδόσεως (Aspis Plus 2002, Αποταμιευτικό Πρόγραμμα Aspis Asset και Βασική Ασφάλεια Ζωής – Aspis Bond Δημιουργίας Κεφαλαίου), ορισμένα από τα οποία, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, εντάσσονταν στην ευρύτερη κατηγορία των ασφαλίσεων του κλάδου ΙΙΙ των άρθρων 13 παρ. 2 και 13γ του ν.δ. 400/1970. …. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, οι ενάγοντες ότι η αξία των συμβολαίων αυτών εκμηδενίσθηκε λόγω της οικονομικής καταρρεύσεως της εταιρείας, η οποία επήλθε συνεπεία της πλημμελούς εποπτείας που άσκησαν επ’ αυτής οι αρμόδιες κρατικές αρχές επί σειρά ετών (1999 – 2009). Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς των εναγόντων, από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αρμοδίων εποπτικών οργάνων του Δημοσίου …, οι οποίες εμφιλοχώρησαν κατά την άσκηση της προληπτικής (έλεγχος οικονομικών καταστάσεων και στοιχείων, ειδικών αρχείων κ.α.) και της κατασταλτικής εποπτείας της εταιρείας (εφαρμογή σχεδίου οικονομικής ανασυγκροτήσεως, αναστολή συνάψεως συμβάσεων, απαγόρευση ελεύθερης διαθέσεως περιουσιακών στοιχείων κ.α.), κατέστη δυνατή αρχικώς μεν η δημιουργία, εν συνεχεία δε η διόγκωση του ελλείμματός της και, κατ’ επέκταση, η πλήρης οικονομική της κατάρρευση, η οποία αναπόφευκτα οδήγησε στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας της. Η παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου συνίστατο, ειδικότερα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων, σε: (i). Πλημμελή εποπτεία της τηρήσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 6 και 13γ΄ παρ. Α΄ περ. ιγ΄ του ν.δ. 400/1970 και 53 του κ.ν. 2190/1920 για τον τρόπο καλύψεως των ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής που συνδέονται με επενδύσεις εγγυημένης αποδόσεως (unit linked ασφαλιστήρια συμβόλαια). …. (ii). Πλημμελή εποπτεία της τηρήσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 17α παρ. 1, 2, 4 και 5 και 17γ παρ. 8 του ν.δ. 400/1970 και 37 παρ. 1 εδ. β΄, 42α- 42ε και 43 παρ. 6 του κ.ν. 2190/1920, για τη σύσταση και διατήρηση επαρκούς διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και επαρκών ιδίων κεφαλαίων. …. (iii). Πλημμελή άσκηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 6α και 6β του ν.δ. 400/1970 συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αποτελούν μέλη του ασφαλιστικού ομίλου στον οποίο ανήκε η εταιρεία (προσαρμοσμένη φερεγγυότητα). …. (iv). Παράλειψη λήψεως των κατ’ άρθρο 15α παρ. 7 του ν.δ. 400/1970 μέτρων αποτροπής της δυσμενούς επιρροής που ασκούσε επί της συνετής και χρηστής διαχειρίσεως της εταιρείας ο Π. Ψ., πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής….. Σχετικά με το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι με τις, κατά τα ανωτέρω, παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου αφενός μεν επήλθε μείωση των ιδίων κεφαλαίων και του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας της εταιρείας, αφετέρου δε αυξήθηκε το παθητικό της λόγω της αναλήψεως υποχρεώσεων από unit linked συμβόλαια που δεν ισοσταθμιζόταν από αντίστοιχη αύξηση του ενεργητικού της. Η, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επελθούσα επιδείνωση της οικονομικής καταστάσεως της εταιρείας είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική της κατάρρευση και την εξ αυτού του λόγου αδυναμία ικανοποιήσεως των ασφαλιστικών απαιτήσεων των εναγόντων, καθώς και την εκμηδένιση της αξίας των συμβολαίων τους. Υπολογίζουν δε τη ζημία που υπέστη έκαστος εξ αυτών στο ποσό του αρχικώς καταβληθέντος κεφαλαίου (θετική ζημία), προσαυξημένου με την ελάχιστη εγγυημένη απόδοση κατά το χρόνο λήξεως της ασφαλίσεως και το bonus διατηρήσεως του ασφαλιστηρίου συμβολαίου (διαφυγόντα κέρδη), ενώ ζητούν και την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν λόγω της απώλειας των ποσών που επένδυσαν και τα οποία αποτελούσαν προϊόν αποταμιεύσεως ολόκληρου του εργασιακού τους βίου.

….

Άρθρο 105 ΕισΝΑΚ (σκέψη 12)

12. …στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 – Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών».

Οι διατάξεις για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ασφάλισης: οδηγίες 79/267/ΕΟΚ και 2002/83/ΕΚ, νδ 400/1970 (Α΄10), όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε, διαδοχικώς, μεταξύ άλλων, με τα πδ 118/1985 (Α΄ 35), 252/1996 (Α΄ 186) και 23/2005 (Α΄ 31) (σκέψεις 13-15)

Η κρατική εποπτεία επί των επιχειρήσεων ασφάλισης (σκέψεις 16, 17)

16. …η προβλεπόμενη από τις … διατάξεις του ν.δ. 400/1970 κρατική εποπτεία ασκείτο αρχικώς μεν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εμπορίου και, εν συνεχεία, της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης (βλ. άρθρο 2α περ. κθ΄ του ν.δ. 400/1970), ενώ από 1ης Ιανουαρίου του 2008 οι αρμοδιότητες αυτές μεταφέρθηκαν στην Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), η οποία συστήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3229/2004 (Α΄ 38), ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που τελούσε υπό την εποπτεία του Υπουργού Οικονομικών (βλ. και 46511/Β.2147/ 29.10.2007 απόφαση του Υπ. Ανάπτυξης, Β΄ 2149). Στους κατ’ άρθρο 2 σκοπούς της ΕΠ.Ε.Ι.Α. περιλαμβάνεται «η εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων … και ιδίως ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων περί περιθωρίου φερεγγυότητας, τεχνικών αποθεματικών και η γενικότερη αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης, των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων και των προοπτικών βιωσιμότητας των εποπτευόμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και ο έλεγχος της εφαρμογής στον ασφαλιστικό τομέα των διατάξεων περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες», ενώ στις κατ’ άρθρο 3 αρμοδιότητές της περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η χορήγηση και η ανάκληση των αδειών λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και η εποπτεία της τηρήσεως της κειμένης νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση, με την άσκηση των σχετικών εποπτικών αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Ανάπτυξης (βλ. άρθρα 3, 6 παρ. 3, 6α, 6β, 6γ, 7, 8, 9, 10, 11, 12α, 13γ, 15, 15α, 17α, 17γ, 19, 20, 24, 24α, 35, 36, 37, 42, 42β, 42γ, 42δ, 55, 57, 58 και 59 του ν.δ. 400/1970). Ο ίδιος νόμος ορίζει, περαιτέρω, στην παράγραφο 6 του άρθρου 10, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3427/2005 (Α΄ 312), τα εξής: «Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α, β, στ, ζ, θ, κ της παρ. 1 και στην παρ. 3 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου και ιδίως στα άρθρα 3, 6, 6α, 8. 9, 10, 12α, 13γ, στις παραγράφους 5, 6, 7 του άρθρου 15α), στο άρθρο 17γ), στα άρθρα 35, 36, 37, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 43, στις παραγράφους Α περίπτωση 9) και Β περίπτωση 2) του άρθρου 55 και στο άρθρο 58 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α), όπως κάθε φορά ισχύουν, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ο Γενικός Διευθυντής και το προσωπικό των υπηρεσιών της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις τους στα πλαίσια άσκησης των αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στις παραπάνω περιπτώσεις». Ακολούθησε ο ν. 3867/2010 (Α΄ 128), με το άρθρο 1 του οποίου καταργήθηκε η ΕΠ.Ε.Ι.Α., οι αρμοδιότητες της οποίας μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος, ασκούνται δε ήδη από την Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τραπέζης αυτής (βλ. άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3867/2010 σε συνδυασμό με την 336/1984 πράξη του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος).

17. …εξ άλλου, στο άρθρο 51 του κ.ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών (Α΄ 916), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 63 του ν. 3604/2007 (Α΄ 189/8.8.2007), ορίζεται ότι η εποπτεία επί των ελληνικών ανωνύμων εταιρειών ασκείται από το Υπουργείο Ανάπτυξης ή την κατά περίπτωση αρμόδια εποπτεύουσα αρχή, στην έκταση που ορίζεται στο νόμο. Ο ίδιος νόμος στο μεν άρθρο 52 ορίζει ότι, προκειμένου περί ιδρύσεως εταιρείας, αυξήσεως του κεφαλαίου ή τροποποιήσεως του καταστατικού αυτής, η εποπτεία αφορά στην «εξακρίβωση της καταβολής του εταιρικού κεφαλαίου, της αξίας των εν εις είδος εισφορών και της τηρήσεως εν γένει των οικείων διατάξεων των νόμων», στο δε άρθρο 53 ότι η ασκούμενη, κατά την λειτουργία της εταιρείας, εποπτεία περιλαμβάνει, ιδίως, την τήρηση των διατάξεων του νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων, καθώς και την εξακρίβωση της αλήθειας του ισολογισμού μέσω της εξετάσεως και επαληθεύσεως των εταιρικών βιβλίων, των ταμείων, του χαρτοφυλακίου και της λοιπής κινητής και ακίνητης περιουσίας της ανώνυμης εταιρείας, ενώ στο άρθρο 53α, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 του π.δ/τος 367/1994 (Α΄ 200), ορίζεται ότι «η ενάσκηση της εποπτείας κατά τον παρόντα νόμο δεν αποκλείει την ειδικότερη εποπτεία κατά τους νόμους περί ασφαλιστικών επιχειρήσεων και περί Τραπεζών».

Ερμηνεία άρθρου 105 ΕισΝΑΚ (έννοιας διάταξης, η οποία έχει τεθεί χάριν του γενικού συμφέροντος)

18. … κατά τα παγίως κριθέντα, από τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 – Α΄ 164) συνάγεται ότι το Δημόσιο ευθύνεται σε αποζημίωση για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του από τις οποίες επήλθε ζημία τρίτου, για εκείνες, δηλαδή, τις πράξεις και παραλείψεις με τις οποίες παραβιάσθηκε ορισμένη διάταξη νόμου που προστατεύει δικαίωμα ή συμφέρον αυτού που ζημιώθηκε, εφόσον η παράνομη αυτή ενέργεια έγινε κατά την ενάσκηση της ανατεθειμένης στο όργανο δημόσιας υπηρεσίας. Δεν γεννάται, αντιθέτως, αστική ευθύνη του Δημοσίου, αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διατάξεως, η οποία έχει τεθεί χάριν του γενικού συμφέροντος. Τέτοια νοείται η διάταξη που αφορά αμέσως και αποκλειστικώς το δημόσιο συμφέρον όχι, όμως, και η διάταξη, η οποία έχει μεν τεθεί χάριν του γενικού συμφέροντος αλλά θεμελιώνει παραλλήλως και δικαίωμα υπέρ ορισμένου προσώπου, διότι στην τελευταία αυτή περίπτωση η προσβολή του δικαιώματος τούτου ή η παρακώλυση του δικαιούχου στην άσκησή του από ενέργεια ή παράλειψη δημοσίου οργάνου που αντιβαίνει στην εν λόγω διάταξη δημιουργεί αξίωση σε βάρος του Δημοσίου για αποκατάσταση της ζημίας που επήλθε στο δικαιούμενο αποζημιώσεως (βλ. ΣτΕ 1422/2006, 2692/2001, 900/2001, 979/2000, 28/2000, 2891/1999, 2763/1999, 1920/1993, 2967-9, 2972-4/1990).

Ερμηνεία των διατάξεων περί κρατικής εποπτείας επί των επιχειρήσεων ασφαλίσεως (σκέψη 19)

 19. … το Συμβούλιο της Επικρατείας, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970, έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ότι με το ως άνω ν.δ. περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως επιβάλλεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, προς εξυπηρέτηση του σκοπού της προστασίας και εξασφαλίσεως των συμφερόντων των ασφαλισμένων (άρθρο 1 παρ. 3 του ν.δ. 400/1973) σειρά ειδικών υποχρεώσεων (ΣτΕ 3306/2013, 2540/2011, 2142/2010, 1062/1998, 3075/2002, 744/2005 κ.α.). Μεταξύ των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνεται η υποχρέωση σχηματισμού τεχνικών αποθεμάτων και διαθέσεως περιουσιακών στοιχείων προς κάλυψή τους (ασφαλιστική τοποθέτηση), καθώς και η υποχρέωση συγκροτήσεως περιθωρίου φερεγγυότητας. Για την κάλυψη των τεχνικών αποθεμάτων, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να προβεί σε «ασφαλιστική τοποθέτηση», στη δέσμευση, δηλαδή, περιουσιακών της στοιχείων ίσης, τουλάχιστον, αξίας προς το ύψος των τεχνικών αποθεμάτων που οφείλει να σχηματίσει. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποτελούν χωριστή περιουσιακή ομάδα και εγγράφονται σε ειδικά μητρώα («Μητρώα Ασφαλιστικής Τοποθέτησης»), τηρούμενα χωριστά για κάθε είδος ασφαλιστικής τοποθετήσεως (άρθρο 8 παρ. 1, 2 και 10 του ν.δ. 400/1970). Οι ίδιες διατάξεις (άρθρο 8 παρ. 5 του ν.δ. 400/1970) καθορίζουν λεπτομερώς τον τρόπο υπολογισμού της αξίας των διατιθεμένων σε ασφαλιστική τοποθέτηση περιουσιακών στοιχείων, καθώς και το ποσοστό των τεχνικών αποθεμάτων μέχρι του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία ορισμένης κατηγορίας (μετρητά, ακίνητα, αξιόγραφα κ.λπ.) μπορούν να ληφθούν υπόψη για την κάλυψη της αντίστοιχης υποχρεώσεως της επιχειρήσεως. Επί των περιουσιακών στοιχείων που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση θεσπίζεται, περαιτέρω, ειδικό προνόμιο, προς εξασφάλιση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση και των καθολικών και ειδικών διαδόχων τους (άρθρο 10 παρ. 1 ν.δ. 400/1970). Κάθε, εξ άλλου, ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να συγκροτεί και να διατηρεί συνεχώς επαρκές διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας, ανάλογο προς το σύνολο των δραστηριοτήτων της. Το λογιστικό αυτό μέγεθος αντιστοιχεί στην περιουσία της ασφαλιστικής επιχειρήσεως που είναι ελεύθερη από κάθε προβλεπόμενη υποχρέωσή της (άρθρο 17α παρ. 1 του ν.δ. 400/1970). Η περιουσία αυτή αποσκοπεί, παραλλήλως, όπως και τα τεχνικά αποθέματα, στην εξασφάλιση της φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, χωρίς, όμως, να αποβλέπει σε προβλέψεις υποχρεώσεών της από συγκεκριμένες συμβάσεις ασφαλίσεως, αλλά στην όλη οικονομική της κατάσταση. Συνιστά δε, λόγω της φύσεώς της αυτής, σύνολο περιουσιακών στοιχείων που πρέπει να σχηματίζεται ανεξάρτητα από τα τεχνικά αποθέματα και επί πλέον αυτών. Στην περίπτωση, εξ άλλου, που η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του ίδιου ν.δ. περί τεχνικών αποθεμάτων και ασφαλιστικής τοποθετήσεως, η αρμόδια για την εποπτεία της ασφαλιστικής επιχειρήσεως αρχή μπορεί να χαρακτηρίζει ως ασφαλιστική τοποθέτηση μέρος ή το σύνολο της ελεύθερης περιουσίας της, να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση μέρους ή και του συνόλου της περιουσίας της, να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί και να λαμβάνει κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων ως και κάθε άλλου δικαιούχου ασφαλίσματος (άρθρο 9 παρ. 1 του ν.δ. 400/1970). Έχει, συναφώς, κριθεί ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 7, 8 και 17α του ν.δ. 400/1970 συνάγεται, λαμβανομένων υπόψη και των συνεπειών που μπορεί, κατά τα άρθρα 9 και 17γ του αυτού νομοθετήματος, να έχει για την επιχείρηση η παράβαση των συναφών υποχρεώσεών της, ότι οι πράξεις, με τις οποίες η εποπτεύουσα αρχή καθορίζει το ύψος των τεχνικών αποθεμάτων ή του περιθωρίου φερεγγυότητας που οφείλει να καλύψει ορισμένη ασφαλιστική επιχείρηση, δέχεται ή απορρίπτει τα περιουσιακά στοιχεία που προτείνονται από την τελευταία προς κάλυψη των ανωτέρω μεγεθών και κρίνει ως καλυφθείσες ή μη τις συναφείς υποχρεώσεις της για ορισμένη χρήση, αποτελούν εκτελεστές πράξεις, υποκείμενες σε αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 744/2005, 2114/1998, 3075/2002). Έχει, περαιτέρω, γίνει δεκτό ότι, κατά την έννοια του άρθρου 17γ του ν.δ. 400/1970, στην περίπτωση που το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως υπολείπεται του ποσού που εξευρίσκεται κατά το άρθρο 17α του ίδιου διατάγματος, η επιχείρηση υποχρεώνεται να υποβάλει για έγκριση προς την αρμόδια εποπτική αρχή «σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης» (παρ. 4), εφόσον δε το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας υπολείπεται και του «εγγυητικού κεφαλαίου», λογιστικού μεγέθους που αντιστοιχεί, κατά τα προεκτεθέντα, στο 1/3 του περιθωρίου φερεγγυότητας, σύμφωνα με άρθρο 17β παρ. 1 του ν.δ. 400/1970, η επιχείρηση υποχρεώνεται να υποβάλει προς έγκριση «σχέδιο βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης για συμπλήρωση αυτού» (παρ. 5). Εφόσον, εξ άλλου, η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται εντός της σχετικώς ταχθείσης προθεσμίας με τα μέτρα ανασυγκροτήσεως, βραχυπρόθεσμης χρηματοδοτήσεως και χρηματοοικονομικής ανακάμψεως, η αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της (παρ. 6) (ΣτΕ 3306/2013). Κατά τα παγίως κριθέντα (βλ. ΣτΕ 2412/2010, 2098/2010, 102/2009, 1181-5/2005, 744/2005, 3075/2002, 2002/2000), η επιβολή του μέτρου της ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως ένεκα παραβάσεως, εκ μέρους της τελευταίας, των διατάξεων που αφορούν το σχηματισμό τεχνικών αποθεμάτων και τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων σε ασφαλιστική τοποθέτηση (άρθρα 7 και 8 του ν.δ. 400/1970) ή ένεκα παραβάσεως των διατάξεων που αφορούν τη συγκρότηση περιθωρίου φερεγγυότητας (άρθρο 17α του ν.δ. 400/1970), διέπεται από τις αντίστοιχες ειδικές διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 και 17γ παρ. 6 του ν.δ. 400/1970. Η συνδρομή των προϋποθέσεων που τάσσει καθεμία από τις προμνησθείσες ειδικές διατάξεις μπορεί, εφόσον η οικεία πράξη αιτιολογείται κατά τούτο νομίμως και επαρκώς, να παράσχει αυτοτελές έρεισμα στην επιβολή του ανωτέρω μέτρου, δεδομένου ότι καθεμία εξ αυτών σκοπεί στη διασφάλιση της εκπληρώσεως, εκ μέρους των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αυτοτελών υποχρεώσεων, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τον ειδικότερο λόγο της επιβολής τους, εντασσόμενες σε ένα σύστημα παραλλήλων εγγυήσεων υπέρ των ασφαλισμένων και των λοιπών συναλλασσομένων με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, η θέσπιση των οποίων κρίθηκε από το νομοθέτη αναγκαία λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως. Έχει, συναφώς κριθεί (ΣτΕ 2540/2011, 2773/2007) ότι από τις προμνησθείσες διατάξεις του ν.δ. 400/1970 συνάγεται ότι, όταν η ασφαλιστική επιχείρηση παραβιάζει τις υποχρεώσεις της εν σχέσει προς τα τεχνικά αποθέματα και το περιθώριο φερεγγυότητας, η Διοίκηση έχει τις εξής δυνατότητες: α) να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία των ασφαλισμένων και τα οποία μπορεί, επί παραβάσεως αναγομένης στα τεχνικά αποθέματα, να συνίστανται στο χαρακτηρισμό ως ασφαλιστικής τοποθετήσεως μέρους ή συνόλου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, στην απαγόρευση διαθέσεως περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως ή στην προσωρινή ή οριστική ανάκληση της αδείας λειτουργίας της και, επί παραβάσεως αναγομένης στο περιθώριο φερεγγυότητας, στην οριστική ανάκληση της αδείας λειτουργίας. β) να επιβάλλει στην ασφαλιστική επιχείρηση τη διοικητική κύρωση του προστίμου και γ) να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για την άσκηση ποινικής διώξεως των υπευθύνων. Κατά την έννοια, εξάλλου, της παραγράφου 5 του άρθρου 15α του ν.δ. 400/1970, σε περίπτωση αυξήσεως της «ειδικής συμμετοχής» σε ασφαλιστική επιχείρηση, πέραν των προβλεπομένων από την παρ. 1α του ιδίου άρθρου ορίων, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, νομίμως επιβάλλεται στον κάτοχο της «ειδικής συμμετοχής», ως διοικητική κύρωση, πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με την συμμετοχή. Τυχόν δε εκ των υστέρων έγκριση της αυξήσεως της «ειδικής συμμετοχής» επιτρέπει απλώς την εφεξής άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή (ΣτΕ 1610/2004).

Οι περί εποπτείας διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας δεν αποτελούν, κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, διατάξεις τεθείσες αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος

20. … από πλείονες διατάξεις του ν.δ. 400/1970 και, ιδίως, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3, 9 παρ. 1 και 17γ παρ. 3, 4 και 5 αυτού συνάγεται ότι σκοπός της προληπτικής και κατασταλτικής κρατικής εποπτείας που ασκείται επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι, πέραν της εύρυθμης λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς και της διασφαλίσεως της χρηματοπιστωτικής σταθερότητάς της μέσω της διασφαλίσεως της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων. Εκ τούτου παρέπεται ότι οι περί εποπτείας διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας δεν αποτελούν, κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, το οποίο αποτυπώνει το γενικό κανόνα της αστικής ευθύνης του Κράτους, διατάξεις τεθείσες αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος ώστε να αποκλείεται εκ μόνου του λόγου αυτού η εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ στην προκειμένη περίπτωση. Αβάσιμοι, κατά συνέπεια, τυγχάνουν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο υποστηρίζει ότι στον προστατευτικό σκοπό των διατάξεων του ν.δ. 400/1970 δεν εμπίπτουν οι ασφαλισμένοι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και ότι η ρητή αναφορά σε ορισμένες από τις διατάξεις αυτές στη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων έχει την έννοια της προστασίας τους εν συνόλω και όχι την εξατομικευμένη προάσπιση των συμφερόντων ενός εκάστου εξ αυτών. Δεν ασκεί δε, από της απόψεως αυτής, επιρροή το γεγονός ότι οι προμνησθείσες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας αποτελούν μεταφορά αντίστοιχων κοινοτικών διατάξεων, διότι με τις κοινοτικές διατάξεις δεν ρυθμίζεται το ζήτημα της αποζημιώσεως των ασφαλισμένων ασφαλιστικών εταιρειών σε περίπτωση πλημμελούς ασκήσεως των αρμοδιοτήτων των εθνικών αρχών εποπτείας της ασφαλιστικής αγοράς αλλά το ζήτημα αυτό καταλείπεται στην ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη. Αβασίμως, ως εκ τούτου, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει ότι οι περί εποπτείας διατάξεις του ν.δ. 400/1970, αποτελώντας μεταφορά αντίστοιχων κοινοτικών ρυθμίσεων, δεν απονέμουν δικαιώματα σε ιδιώτες αλλά έχουν τεθεί αποκλειστικώς χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Δεν δύναται δε να θεωρηθεί ότι άγει σε αντίθετα συμπεράσματα η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ειδικότερα η από 12.10.2004 απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (και ήδη Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως) [C-222/02, Peter Paul κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας], την οποία επικαλείται το Δημόσιο προς επίρρωση των ισχυρισμών του. Τούτο, διότι αντικείμενο της αποφάσεως αυτής δεν ήταν η ερμηνεία διατάξεων της νομοθεσίας περί ιδιωτικής ασφαλίσεως αλλά η ερμηνεία διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος. Με την ίδια ως άνω απόφαση δεν κρίθηκε ότι η κοινοτική νομοθεσία περί παροχής υπηρεσιών πιστωτικού ιδρύματος αποκλείει εθνική ρύθμιση, η οποία προβλέπει την αποζημίωση των καταθετών από το Κράτος σε περίπτωση πλημμελούς ασκήσεως κρατικής εποπτείας αλλά, αντιθέτως, ότι εθνική ρύθμιση που περιορίζει ή αποκλείει αντίστοιχη αποζημιωτική ευθύνη του Κράτους – μέλους, δεν αντίκειται στις διατάξεις αυτές, με τις οποίες δεν απονέμονται αντίστοιχα δικαιώματα σε ιδιώτες. Εξ άλλου, προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση ότι η κρίση του Δικαστηρίου περί μη αντιθέσεως προς την κοινοτική νομοθεσία εθνικής διατάξεως, δυνάμει της οποίας η εθνική αρχή εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα το εθνικό δίκαιο να στερεί από τους ιδιώτες αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως της κρατικής εποπτείας, στηρίχθηκε και στο γεγονός ότι το κοινοτικό δίκαιο είχε καθιερώσει, στον τομέα της παροχής πιστωτικών υπηρεσιών, σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων (βλ. οδηγία 94/19/ΕΚ), αντίστοιχο του οποίου δεν είχε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, καθιερωθεί από τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας περί ιδιωτικής ασφαλίσεως.

21. … η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 51 – 53α του κ.ν. 2190/20 κρατική εποπτεία επί των ανωνύμων εταιρειών συνίσταται, πλην άλλων, στην παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων και του καταστατικού τους και στην υπόδειξη των αναγκαίων ενεργειών για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις αυτές (βλ. και άρθρο 57 του κ.ν. 2190/20), οι υποδείξεις, όμως, τις οποίες απευθύνει η αρμόδια διοικητική αρχή, κατ’ ενάσκηση της ως άνω εποπτείας, δεν είναι, καθ’ εαυτές, δεσμευτικές για τα όργανα διοικήσεως της εταιρείας, τα οποία μπορούν να εμμείνουν στις ενέργειές τους, αν τις θεωρούν νόμιμες, αναλαμβάνοντας, ωστόσο, την ευθύνη για τις προβλεπόμενες κατά νόμο κυρώσεις στην περίπτωση κατά την οποία οι ενέργειες αυτές κριθούν, τελικώς, αντίθετες προς τον νόμο ή το καταστατικό (ΣτΕ 539/1987, 793/1971, 1458/1958, 442/1953, 874/1950). Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός δεν μπορεί να ακυρώσει τις πράξεις των οργάνων διοικήσεως ανώνυμης εταιρείας, παρά μόνον μετά από προσφυγή στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια (ΣτΕ 793/1971). Εξ άλλου, στον προστατευτικό σκοπό των διατάξεων του κ.ν. 2190/1920 περί κρατικής εποπτείας των ανωνύμων εταιρειών εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, οι μέτοχοι και, υπό όρους, οι δανειστές τους, τα περιουσιακά συμφέροντα των οποίων προστατεύονται με τη διασφάλιση της υγιούς οικονομικής καταστάσεως των εταιρειών των οποίων κατέχουν μετοχές και ομολογίες ή με τις οποίες έχουν συνάψει δανειακές συμβάσεις. Αντιθέτως, δεν εμπίπτουν οι ασφαλισμένοι των ανωνύμων ασφαλιστικών εταιρειών, τα εξ ασφαλίσεως συμφέροντα των οποίων προστατεύονται επαρκώς από τις διατάξεις περί ιδιωτικής ασφαλίσεως. Τυχόν δε ευθύνη του Δημοσίου από πλημμελή άσκηση εποπτείας σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορεί να τεθεί μόνον στο πλαίσιο των ειδικών περί ασκήσεως εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διατάξεων του ν.δ. 400/1970.

Κατάστρωση μηχανισμού εγγυήσεων στον τομέα των ασφαλίσεων ζωής στους Ν. 3790/2009, 3867/2010 και 4002/2011 (σκέψεις 22-27)

25. … από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι ο νομοθέτης, κινούμενος, άλλωστε, και εντός του πλαισίου των κατευθύνσεων της από 12.7.2010 Λευκής Βίβλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αποτελεί κείμενο κατευθυντήριου χαρακτήρα για τα συστήματα εγγυήσεως των ασφαλίσεων, προέβη στην κατάστρωση ενός μηχανισμού εγγυήσεων στον τομέα των ασφαλίσεων ζωής, ο οποίος επιτελεί λειτουργία ανάλογη με τους αντίστοιχους μηχανισμούς του χρηματοπιστωτικού και επενδυτικού τομέα. Ο μηχανισμός αυτός, η χρηματοδότηση του οποίου γίνεται από παρακρατηθείσες εισφορές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ασφαλισμένων τους, διαρθρώνεται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο αναζητείται ανάδοχος του χαρτοφυλακίου ζωής της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ενώ στο δεύτερο στάδιο επέρχεται η καταβολή του συνόλου ή, κατά περίπτωση, τμήματος των εξ ασφαλίσεως απαιτήσεων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της, κατά τα ανωτέρω, αναδοχής. Τα ποσά αυτά, τα οποία δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα από το νόμο καθοριζόμενα ανώτατα όρια, καταβάλλονται από το νεοσυσταθέν εγγυητικό κεφάλαιο, το οποίο, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, υποκαθίσταται στα δικαιώματα των ασφαλισμένων. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, περαιτέρω, ότι ο μηχανισμός εγγυήσεων καλύπτει περιπτώσεις αφερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (υπό πτώχευση ή των οποίων η άδεια λειτουργίας έχει ανακληθεί για παράβαση νόμου), ανεξαρτήτως του αν αυτή επήλθε συνεπεία σκόπιμων ή εσφαλμένων ενεργειών και παραλείψεων της διοικήσεώς τους, πλημμελούς ασκήσεως κρατικής εποπτείας ή αντικειμενικών παραγόντων, όπως, επί παραδείγματι, περιπτώσεις απρόβλεπτων και μεγάλης εκτάσεως οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κρίσεων.

26. .. περαιτέρω, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3867/2010 εισήχθησαν, παραλλήλως με τη θέσπιση του ως άνω μηχανισμού πάγιου χαρακτήρα που προβλέφθηκε στα άρθρα 4 και επ. του νόμου αυτού, μεταβατικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, … για τις εκκρεμείς, κατά το χρόνο δημοσιεύσεως του ως άνω νόμου, διαδικασίες αναζητήσεως αναδόχου χαρτοφυλακίου ζωής ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οποίων η άδεια λειτουργίας είχε ήδη ανακληθεί και είχε ορισθεί επόπτης χαρτοφυλακίου ζωής. Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως του νόμου (βλ. πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων Δ΄ και Ε΄ Συνεδριάσεις του Τμήματος Διακοπής Εργασιών της 22ας Ιουλίου 2010 της Α΄ Συνόδου της ΙΓ΄ Περιόδου Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, σελ. 67 – 317 και 1 – 141), η νομοθετική αυτή ρύθμιση υπαγορεύθηκε από την ανάγκη περιορισμού των συνεπειών της καταρρεύσεως των ασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου «Ασπίς Πρόνοια» (Ασπίς Πρόνοια και Commercial Value). Με τις νέες ρυθμίσεις, οι οποίες είναι πληρέστερες από τις προϊσχύουσες, ακολουθείται, κατά βάση, η δομή των καταργούμενων διατάξεων της παραγράφου 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970, οι οποίες εξακολουθούν να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών αναδοχής (άρθρο 2 παρ.1 του ν. 3867/2010). Επί των διαδικασιών αυτών, τυγχάνουν, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτές, εφαρμογής και οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 2 του νεότερου ν. 3867/2010 (παρ. 2-5), όχι, όμως, και οι πάγιες διατάξεις αυτού (άρθρα 4 και επομ.), οι οποίες εφαρμόζονται για τις περιπτώσεις αφερέγγυων εταιρειών που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, μεταξύ των οποίων είναι και οι εταιρείες των οποίων η άδεια λειτουργίας ανακαλείται για παράβαση νόμου σε χρόνο μεταγενέστερο της ενάρξεως ισχύος του ν. 3867/2010. Με τις ως άνω μεταβατικού χαρακτήρα διατάξεις, με τις οποίες επιδιώκεται «η οριστική διευθέτηση των εκκρεμοτήτων μέσα σε σύντομη προθεσμία» (βλ. αιτιολογική έκθεση), παρατάθηκε η αρχικώς χορηγηθείσα με το άρθρο 17 του ν. 3790/2009 προθεσμία ανευρέσεως αναδόχου, η οποία εν συνεχεία παρατάθηκε εκ νέου με το άρθρο 17 παρ. 1 του μεταγενέστερου ν. 4002/2011 για ένα ακόμη έτος. Σε περίπτωση, ωστόσο, αποτυχίας της διαδικασίας αυτής, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3867/2010, για την μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ζωής, τίθενται σε εφαρμογή οι λοιπές περί αναδοχής διατάξεις των παραγράφων 2 – 5 του άρθρου 2 του ν. 3867/2010. Ειδικότερα, σε περίπτωση μη ευδοκιμήσεως της απόπειρας αναδοχής του συνόλου του χαρτοφυλακίου ζωής (άρθρο 2 παρ. 5 του ως άνω ν. 3867/2010), ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, υπό το καθεστώς της οποίας τίθεται το σύνολο του μη μεταβιβασθέντος χαρτοφυλακίου ζωής της υπό εκκαθάριση τελούσης ασφαλιστικής επιχειρήσεως. Ύστερα, εξ άλλου, από την περάτωση της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, ενεργοποιείται υποχρεωτικώς ο μηχανισμός εγγυήσεων. Ο μηχανισμός αυτός εγγυήσεων παρέχει το μεν στενότερη, το δε ευρύτερη προστασία από εκείνη που παρέχεται από τις πάγιες διατάξεις του ως άνω νόμου, καθόσον ναι μεν καλύπτει το 70 % των απαιτήσεων, (ενώ με την πάγια ρύθμιση καλύπτεται ολόκληρο το ποσό, εφόσον αυτό είναι κατώτερο των 30.000 ή των 60.000 ευρώ, κατά περίπτωση), η περιορισμένη όμως αυτή προστασία (κάλυψη του 70% των απαιτήσεων) που προβλέπεται από τις μεταβατικές διατάξεις, παρέχεται χωρίς καθ’ ύψος περιορισμό (σε αντίθεση με τις πάγιες διατάξεις με τις οποίες θεσπίζονται, κατά τα προεκτεθέντα, ως ανώτατα όρια καλύψεως τα 30.000 ή τα 60.000 ευρώ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην περίπτωση που η διαδικασία ανευρέσεως αναδόχου αποβεί άκαρπη, οι σχετικές απαιτήσεις καλύπτονται, μετά το πέρας της εκκαθαρίσεως, υποχρεωτικώς από το εγγυητικό κεφάλαιο. Όπως, εξ άλλου, ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3867/2010, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις αποκλείεται «η χρηματοδότηση του ανοίγματος από το Δημόσιο, είτε με τη μορφή εγγυήσεως είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή», με αποτέλεσμα η αντίστοιχη «ζημία [να] επιβαρύνει κατά ένα σημαντικό μέρος τους ίδιους τους ασφαλισμένους και κατά το υπόλοιπο μέρος το εγγυητικό κεφάλαιο ζωής, πράγμα που αναμένεται να επαναφέρει την ηρεμία στην ασφαλιστική αγορά και να εμπεδώσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών προς τις ασφαλιστικές εταιρείες», ενώ ρητώς προβλέπεται στην παρ. 9 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου ότι αξιώσεις των ασφαλισμένων κατά προσώπων που έχουν τη διοίκηση της ασφαλιστικής επιχειρήσεως της οποίας ανακλήθηκε η άδεια ή κατά τρίτων υπευθύνων δεν θίγονται από τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού.

27. … από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτει ότι, με την 41/1.6.2012 διαπιστωτική πράξη της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, περατώθηκε στις 31.5.2012 η κατά τα άρθρα 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970 και της Β 2574/2009 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών διαδικασία ανευρέσεως αναδόχου του χαρτοφυλακίου ζωής της εταιρείας «Ασπίς Πρόνοιας Α.Ε.Γ.Α.», χωρίς να εκδηλωθεί ενδιαφέρον από κάποια ασφαλιστική επιχείρηση να αναδεχθεί το χαρτοφυλάκιο ζωής της εταιρείας. Προκύπτει, επίσης, από το από 10.4.2010 υπόμνημα του Ελληνικού Δημοσίου προς το Δικαστήριο ότι από 1ης Ιουνίου 2012 το χαρτοφυλάκιο ζωής της εταιρείας τέθηκε υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως και ότι η διαδικασία αυτή δεν είχε μέχρι τις 10.4.2014, μέχρι, δηλαδή, την ημερομηνία υποβολής του υπομνήματος του Δημοσίου προς το Δικαστήριο, περατωθεί, αλλά ότι βρισκόταν στο στάδιο της αναγγελίας και επαληθεύσεως των απαιτήσεων των πιστωτών της ασφαλιστικής επιχειρήσεως. Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί, προκύπτει ότι, εν προκειμένω, τυγχάνουν εφαρμογής οι μεταβατικού χαρακτήρα διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3867/2010, οι οποίες… προβλέπουν την υποχρεωτική ενεργοποίηση του μηχανισμού εγγυήσεων αφού περατωθεί η ασφαλιστική εκκαθάριση.

Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ως συνταγματικό έρεισμα της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες και νόμιμες πράξεις

28. … το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα κατά το Σύνταγμα ανεκτά όρια προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια όταν η αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους. Περαιτέρω, το Σύνταγμα δεν ανέχεται να παραμένουν άνευ αποκαταστάσεως ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες κρατικού οργάνου. (πρβ. ΣτΕ Ολ 1501/2014).

Ειδικό καθεστώς της ευθύνης από πλημμελή άσκηση εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων

29. …η ευθύνη προς αποζημίωση από τυχόν πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ, όπως αυτές έχουν μέχρι σήμερα ερμηνευθεί και εφαρμοσθεί. Τούτο δε, διότι οι ιδιαιτερότητες της κρατικής αυτής δραστηριότητας, όπως θεσπίζεται και οργανώνεται από τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 – οι οποίες διακρίνονται για την πολυπλοκότητά τους, σε συνδυασμό με το αβέβαιο του αποτελέσματος του εποπτικού ελέγχου, ο οποίος αποβλέπει προεχόντως στην εύρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς, με τη διασφάλιση της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών, αντανακλαστικά δε, μέσω αυτού (του ελέγχου), καταλήγει να προστατεύει εμμέσως τους ασφαλισμένους των εταιρειών αυτών – διαφοροποιεί ουσιωδώς τη δραστηριότητα αυτή της Διοικήσεως από τις λοιπές κρατικές δραστηριότητες. Συνεπώς, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της εποπτικής λειτουργίας στην ασφαλιστική αγορά, η αποκατάσταση ζημίας που τυχόν προκαλείται από πλημμελή άσκηση εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στους ασφαλισμένους τους θα ήταν δυνατόν να επιδιωχθεί μόνον με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. Τούτο υπό την έννοια ότι, για μεν τη θεμελίωση στην περίπτωση αυτή της αστικής ευθύνης του Κράτους θα απαιτείτο η συνδρομή πρόσθετων προϋποθέσεων (πρόδηλο και βαρύ σφάλμα των εποπτικών οργάνων), η δε αποζημίωση η οποία θα ήταν δυνατόν να επιδικασθεί στις περιπτώσεις αυτές δεν θα μπορούσε να είναι πλήρης αλλά μόνον εύλογη. Ειδικότερα, η ευθύνη προς αποζημίωση που τυχόν προκαλείται από τη συγκεκριμένη κρατική δραστηριότητα, η οποία ασκείται στην ασφαλιστική αγορά, δηλαδή, σε πεδίο που ενέχει σημαντικούς κινδύνους οικονομικής βλάβης για όσους, εκουσίως, άλλωστε, εκτίθενται σε αυτούς μετέχοντας στην ασφαλιστική αγορά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η άσκηση της ιδιότυπης αυτής κρατικής δραστηριότητας, κατά κανόνα, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των οργάνων της κρατικής εξουσίας, δεν προσιδιάζει με την αντικειμενική ευθύνη των οργάνων του Κράτους, που καθιερώνεται από τις διατάξεις του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ, οι οποίες, όπως έχουν καταστρωθεί από το νομοθέτη και ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, δεν αποτελούν στην περίπτωση αυτή κατάλληλο μηχανισμό αποζημιώσεως, δεδομένου ότι κατά την άσκηση του εποπτικού ελέγχου η εποπτική αρχή απολαμβάνει μεν ευρείας και ουσιαστικής εξουσίας, πλην η επιτέλεση της αποστολής της απαιτεί πολύπλοκες οικονομικοτεχνικής φύσεως σταθμίσεις και γίνεται, κατά κανόνα, κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας. Οι ιδιαιτερότητες αυτές της ως άνω κρατικής δραστηριότητος δεν συνάδουν, περαιτέρω, ούτε με την αρχή της πλήρους αποζημιώσεως η οποία, κατ’ αρχήν, καθιερώνεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Τούτο δε, διότι τυχόν αναγνώριση υποχρεώσεως περί πλήρους αποζημιώσεως των εκουσίως εκτιθεμένων στους κινδύνους της ασφαλιστικής αγοράς ασφαλισμένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων- οι οποίες κατέστησαν αφερέγγυες και λόγω πλημμελούς ασκήσεως εποπτείας από τα όργανα του Κράτους – θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη υποκατάσταση του Κράτους στη θέση της αφερέγγυας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, κατ’ ουσίαν δε με ανεπίτρεπτη μετακύλιση των υποχρεώσεών της σε αυτό. Οι ανωτέρω εκτεθείσες ιδιαιτερότητες στην άσκηση της κρατικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες τη διαφοροποιούν ουσιωδώς σε σχέση με τις λοιπές μορφές κρατικής δραστηριότητας, θα επέβαλλαν, προκειμένου να ικανοποιηθεί η συνταγματική επιταγή του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος και να μην μείνει άνευ αποκαταστάσεως η ζημία που τυχόν προκαλείται σε ασφαλισμένους ασφαλιστικής επιχειρήσεως από πλημμελή άσκηση εποπτείας (πρβ. ΣτΕ Ολ 1501/2014), την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., υπό την έννοια ότι στην περίπτωση αυτή ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση θα ήταν δυνατόν να γεννηθεί όχι από οποιαδήποτε παρανομία της Διοικήσεως αλλά μόνον από πρόδηλο ή βαρύ σφάλμα αυτής, δηλαδή από προφανή και σοβαρή παρανομία των εποπτικών οργάνων και με την επιδίκαση στους πληττόμενους ασφαλισμένους όχι πλήρους αλλά μόνον εύλογης αποζημιώσεως.

30. ….κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο ειδικός μηχανισμός αποζημιώσεως των ασφαλισμένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, όπως περιγράφεται αναλυτικά σε προηγούμενες σκέψεις, αποτελεί μηχανισμό κατάλληλο και πρόσφορο για την αποκατάσταση ζημιών που τυχόν προκαλούνται και από πλημμελή άσκηση της ως άνω κρατικής δραστηριότητας. Η θέσπιση δε του ανωτέρω μηχανισμού αποκλείει, κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων, με τις οποίες καταστρώνεται ο ως άνω μηχανισμός, όχι μόνον την ευθεία αλλά και την ανάλογη εφαρμογή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, των διατάξεων του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ. Τέλος, ο ως άνω μηχανισμός, όπως οργανώνεται από το νομοθέτη, δεν προσκρούει σε καμία διάταξη του Συντάγματος.

Ειδική βιβλιογραφία: Αικ. Ρωξάνα, Ζητήματα της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ 3-4/2013, σ. 218· Ε. Πρεβεδούρου, Το διοικητικό δίκαιο παραμένει προεχόντως νομολογιακό; Εξελίξεις στο καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου (σχόλιο στην ΣτΕ Ολ 1501/2014), ΘΠΔΔ 5/2014, σ. 411· Γ. Αυδίκος, Ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, ΘΠΔΔ 12/2014, σ. 1044· Α. Γέροντας, Παρατηρήσεις στη ΣτΕ Ολ 1501/2014, ΕλλΔνη 4/2014, σ. 1152· Χ. Δετσαρίδης, Παρατηρήσεις στη ΣτΕ Ολ 1501/2014, ΔιΔικ 4/2014· Γ. Αυδίκος, Εποπτεία επί ασφαλιστικών επιχειρήσεων, παρατηρήσεις στην ΣτΕ 3783/2014, ΘΠΔΔ 12/2014, σ. 1040.

 

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο