Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

H προδικαστική παραπομπή και ο διάλογος των δικαστών, με αφορμή το «δικαίωμα στη λήθη» (αποφάσεις ΔΕΕ, Google Spain, CE, ass., 24.2. 2017, Mme Chupin e. a. και CE 19.7. 2017, Google Inc.)

H προδικαστική παραπομπή και ο διάλογος των δικαστών, με αφορμή το «δικαίωμα στη λήθη» (αποφάσεις ΔΕΕ, Google Spain, CE, ass., 24.2. 2017, Mme Chupin e. a. και CE 19.7. 2017, Google Inc.)

1. Όπως επισημαίνει ο J.-M. Sauvé [1], η προσφυγή στη συγκριτική μέθοδο δημιουργεί μια προοπτική σκέψης που επιτρέπει, πέρα από τη θεωρητική μελέτη των εννόμων τάξεων, την ανάλυση των φαινομένων αμοιβαίας επιρροής μεταξύ των εθνικών και ευρωπαϊκών νομικών συστημάτων και τον εμπλουτισμό της συλλογιστικής των εθνικών και υπερεθνικών δικαστών. Ο εν λόγω τρόπος σκέψης κατέστη αναπόδραστο στοιχείο του δικαιοδοτικού έργου και, συνακολούθως, της ποιότητας της απονεμομένης δικαιοσύνης. Οι εθνικοί δικαστές αντιμετωπίζουν όλο και πιο συχνά παρεμφερή ζητήματα και αποφαίνονται υπό το φως των λύσεων που προτείνουν οι γείτονες τους, όχι φυσικά για να ευθυγραμμιστούν μηχανικά αλλά για να διαφωτιστούν. Ο ανώτατος εθνικός δικαστής δεν μπορεί πλέον, ιδίως στο νομικό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ασκήσει σωστά την αποστολή του χωρίς να αναφέρεται συστηματικά και εμπεριστατωμένα όχι μόνο στη νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ, αλλά και στα ζητήματα που απασχόλησαν τους ομολόγους του άλλων έννομων τάξεων, οι οποίοι τα υπέβαλαν στα υπερεθνικά Δικαστήρια. Επομένως, εκτός από την ενίσχυση του κάθετου διαλόγου, αναγκαία είναι η ενίσχυση και του οριζόντιου διαλόγου μεταξύ εθνικών δικαστών.

2. Στο πλαίσιο αυτό, ειδικής μνείας χρήζει η απόφαση του ανώτερου δικαιοδοτικού σχηματισμού του Conseil d’Etat, της 24ης Φεβρουαρίου 2017, GC AF, BH ED, n° 391000, 393769, 399999, 401258, που αποτελεί συνέχεια της γνωστής απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 13ης Μαΐου 2014, Google Spain SL (C-131/12, EU:C:2014:317) και αντιμετωπίσθηκε ως ένας σημαντικός σταθμός στον διάλογο των δικαστών και της (στο παρελθόν τουλάχιστον) ταραχώδους σχέσης του Conseil d’Etat με τα Δικαστήρια της Ένωσης. H αίτηση προδικαστικής απόφασης την οποία υπέβαλε το Conseil d’État στις 15 Μαρτίου 2017, στο πλαίσιο της (ακυρωτικής) διαφοράς GC, AF, BH, ED κατά Commission nationale de l’informatique et des libertés (CNIL), πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C-136/17 [C.136.17].

3. Όπως παρατηρεί ο D. Simon [2], την ώρα που το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βάλλεται πανταχόθεν, την ώρα της επιβεβαίωσης του Brexit, την ώρα που η προεκλογική εκστρατεία στη Γαλλία περιελάμβανε και αντιευρωπαϊκές κορώνες, την ώρα που ο «εθνικολαϊκισμός» κερδίζει έδαφος στον δημόσιο λόγο, την ώρα μιας παραδόξως αυξανόμενης άγνοιας όσον αφορά τον απολογισμό 65 ετών ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, υπάρχει μια Ευρώπη που προοδεύει, κι αυτή είναι η Ευρώπη του δικαίου. Για τον λόγο ακριβώς αυτό, έχει ιδιαίτερη σημασία η απόφαση της Ολομέλειας του Conseil d’Etat GC, AF, BH, ED κατά Commission nationale de l’informatique et des libertés. Μετά τους δισταγμούς της νομολογίας Cohn-Bendit [3] και ONIC [4], το Conseil d’Etat προοδευτικά οικοδόμησε και ενίσχυσε τον σεβασμό του για την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης και την ορθή χρήση της προδικαστικής παραπομπής. Παρά το γεγονός ότι το άνοιγμα του Conseil d’Etat στον «διάλογο των δικαστών», προσφιλή έννοια για τον πρόεδρο Bruno Genevois [5], δεν αποτελεί πλέον νεωτερισμό [6], η πρόσφατη απόφαση θεωρήθηκε εμβληματικό παράδειγμα της μετάβασης από τη στάση του «ένθερμου συνομιλητή» (interlocuteur zélé), σε αυτή του «αυτόνομου συνομιλητή» και τέλος του «προδραστικού συνομιλητή» (interlocuteur proactif) [7].

4. Η αφετηρία των γαλλικών υποθέσεων εντοπίζεται στα αιτήματα απενεργοποίησης που υπέβαλαν χρήστες του διαδικτύου και απορρίφθηκαν από την Google, στη συνέχεια δε η γαλλική ανεξάρτητη αρχή (Commission nationale de l’informatique et des libertés) αρνήθηκε να απευθύνει όχληση στον φορέα που εκμεταλλεύεται μηχανή αναζήτησης προκειμένου αυτός να απαλείψει πληροφορίες που θίγουν την ιδιωτική ζωή των αιτούντων. Είναι σαφές ότι η προβληματική ήταν ανάλογη με εκείνη που προκάλεσε τη γνωστή απόφαση Google Spain του ΔΕΕ [8]. Η απόφαση αυτή, που διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, ιδίως δε του δικαιώματος στον ιδιωτικό βίο και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, είναι τολμηρή για τρεις λόγους. Πρώτον, διότι εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ τη δραστηριότητα της μηχανής αναζήτησης που ασκεί η Google Inc. από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η θυγατρική της, η Google Spain, παρούσα σε ευρωπαϊκό έδαφος, δεν ασκεί δραστηριότητα άμεσα συνδεόμενη με την ευρετηρίαση και την αποθήκευση δεδομένων που περιλαμβάνονται σε ιστοτόπους τρίτων, αλλά μόνο δραστηριότητα προώθησης και πώλησης διαφημιστικών χώρων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διαφημιστικές δραστηριότητες της θυγατρικής αποσκοπούν στην οικονομική εκμετάλλευση της υπηρεσίας που παρέχεται με τη μηχανή αναζήτησης η οποία λειτουργεί εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους, οπότε η επεξεργασία δεδομένων την οποία εκμεταλλεύεται η Google Inc. θα πρέπει να θεωρηθεί ότι παραγματοποιείται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ευρωπαϊκής της εγκατάστασης. Δεύτερον, διότι το ΔΕΕ εντάσσει τις μηχανές αναζήτησης όπως αυτή της Google στο καθ’ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ, καθόσον έκρινε ότι ο φορέας εκμετάλλευσης πρέπει να θεωρηθεί ως υπεύθυνος επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχ. δ΄ της οδηγίας, ως αυτός που καθορίζει τους στόχους και τον τρόπο της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η λύση αυτή δεν ήταν διόλου προφανής, δεδομένου ότι η μηχανή αναζήτησης περιορίζεται να παρουσιάσει, ως απάντηση σε ένα ερώτημα με λέξεις-κλειδιά που υποβάλλει χρήστης του διαδικτύου, ένα κατάλογο αποτελεσμάτων ο οποίος καταρτίζεται χάρη σε αλγορίθμους που επιτρέπουν, μέσω συνδέσμων, την πρόσβαση σε περιεχόμενο που προϋφίσταται στο διαδίκτυο. Τρίτον, το ΔΕΕ έκρινε ότι τα δικαιώματα διόρθωσης και αντίταξης του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, τα οποία καθιερώνουν τα άρθρα 12 και 14 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, περιλαμβάνουν το δικαίωμα να ζητηθεί από τον φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης να απαλείφει από τον κατάλογο αποτελεσμάτων, ο οποίος εμφανίζεται κατόπιν αναζήτησης που έχει διενεργηθεί με βάση το ονοματεπώνυμο ενός προσώπου, συνδέσμους προς δημοσιευμένες από τρίτους ιστοσελίδες που περιέχουν πληροφορίες σχετικές με το πρόσωπο αυτό. Ερμηνεύοντας τα δικαιώματα διόρθωσης και αντίταξης υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, τα οποία διασφαλίζουν, αντιστοίχως, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, το ΔΕΕ καθιέρωσε, κατά τρόπο απολύτως πραιτωρικό, το δικαίωμα απενεργοποίησης (droit au déréférencement), το οποίο χαρακτηρίζεται επίσης ως δικαίωμα στη λήθη. Τα δικαίωμα αυτό, το οποίο δεν εξαρτάται από το αν η συμπερίληψη του ονόματος προσώπου σε κατάλογο αποτελεσμάτων του προκαλεί βλάβη, υπερέχει, κατ’αρχήν, όχι μόνο του οικονομικού συμφέροντος του φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης, αλλά και του συμφέροντος του κοινού να αποκτήσει την πληροφορία αυτή στο πλαίσιο αναζήτησης με βάση το ονοματεπώνυμο του εν λόγω υποκειμένου. Η διαπίστωση αυτή δεν ισχύει όταν, για ειδικούς λόγους, όπως ο ρόλος που διαδραματίζει το εν λόγω υποκείμενο στον δημόσιο βίο, προκύπτει ότι η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματά του δικαιολογείται από το υπέρτερο συμφέρον του κοινού για πρόσβαση στην επίμαχη πληροφορία συνεπεία της εμφάνισής της στον προαναφερθέντα κατάλογο. Αναγνωρίζοντας έτσι, κατά τη στάθμιση των διακυβευομένων συμφερόντων, ιδιαίτερη βαρύτητα στην προσβολή στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής σε σχέση με τα συμφέροντα του φορέα εκμετάλλευσης και με το δικαίωμα στην πληροφόρηση, το ΔΕΕ αποκλίνει από τη νομολογία του ΕΔΔΑ που αποτυπώθηκε κυρίως στην απόφασή του Hannover κατά Γερμανίας [9]. Η διαφορετική αυτή προσέγγιση οφείλεται, εν μέρει, στην ύπαρξη, εντός της έννομης τάξης της Ένωσης, δικαιώματος στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνει το άρθρο 8 του Χάρτη, το οποίο δεν έχει ισοδύναμο ούτε στην ΕΣΔΑ ούτε στη νομολογία του ΕΔΔΑ.

5. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω και λαμβανομένων υπόψη των έντονων κριτικών που διατυπώθηκαν κατά της απόφασης Google Spain, ο ανώτατος δικαιοδοτικός σχηματισμός του Conseil d’Etat όφειλε να ενσωματώσει στη γαλλική έννομη τάξη το «τριπλά τολμηρό πραιτωρικό έργο» του ΔΕΕ σχετικά με το δικαίωμα στη λήθη, στο πλαίσιο του νόμου της 6ης Ιανουαρίου 1978, σχετικά με την πληροφορική, τα αρχεία και τις ελευθερίες, ο οποίος διασφαλίζει την σχεδόν κατά λέξη μεταφορά της οδηγίας 95/46/ΕΚ στο γαλλικό δίκαιο. Πράγματι, όπως ακριβώς η απόφαση Google Spain του ΔΕΕ, η απόφαση του Conseil d’Etat της 24ης Φεβρουαρίου 2017, AF, BH ED  εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής του γαλλικού δικαίου αμερικανική εταιρία η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της εκτός του εθνικού εδάφους, αναγνωρίζει στον φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης την ιδιότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων και καθιερώνει, επί τη βάσει διατάξεων του γαλλικού νόμου της 6ης Ιανουαρίου 1978 το δικαίωμα «απενεργοποίησης». Στο πλαίσιο του γαλλικού δικαίου, ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο προκριματικά ζητήματα που επέλυσε το Conseil d’Etat και αφορούν, αφενός την αρμοδιότητα της ανεξάρτητης αρχής, της Commission nationale de l’informatique et des libertés, στο εξής CNIL, και, αφετέρου, των διαδικαστικών λεπτομερειών του ελέγχου που ασκεί ο ακυρωτικός δικαστής επί της άσκησης της αρμοδιότητας αυτής [10]. Αντίθετα, όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής του δικαιώματος στη λήθη που απορρέει από τη νομολογία Google Spain, ειδικότερα δε  την τύχη των αιτήσεων απενεργοποίησης όταν συνδέονται με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κατά την έννοια του άρθρου 8 του νόμου της 6ης Ιανουαρίου 1978, η Ολομέλεια δεν επιλύει τίποτε και παραπέμπει το σύνολο των ζητημάτων στο ΔΕΕ, προκειμένου αυτό να ολοκληρώσει το πραιτωρικό έργο του, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε σχετικό αίτημα των διαδίκων. Πράγματι, από νομική άποψη, η Ολομέλεια θα μπορούσε να κρίνει ότι το γενικό νομικό πλαίσιο του δικαιώματος απενεργοποίησης είχε καταστρωθεί επαρκώς με την απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 και ότι η ίδια θα μπορούσε να αποφανθεί επί των επίμαχων περιστατικών. Η κατανομή αυτή δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων θα ήταν σύμφωνη με τη νομολογία De Groot του 2006 του Conseil d’Etat, κατά την οποία, στον εθνικό δικαστή απόκειται να χαρακτηρίσει τα πραγματικά περιστατικά προβαίνοντας, ενδεχομένως, σε κατ’αντιμωλία έρευνα, την οποία μπορεί να διατάξει υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΕ. Όπως κατέδειξε η rapporteur public A. Bretonneau στην υπόθεση Mme Chupin et autres, ο εθνικός δικαστής θα μπορούσε ο ίδιος να επιλύσει όλα τα ζητήματα και δεν ήταν υποχρεωμένος, υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να υποβάλει προδικαστική παραπομπή. Ειδικότερα, με την απόφαση της Ολομέλειάς του, η οποία αναφέρεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, στην οδηγία 95/46/ΕΚ και στην απόφαση Google Spain του ΔΕΕ, το Conseil d’Etat υποβάλλει τέσσερα άκρως διεξοδικά προδικαστικά ερωτήματα, σχετικά με την εφαρμογή του δικαιώματος στη λήθη στους φορείς εκμετάλλευσης μηχανών αναζήτησης (1ο ερώτημα), με την ερμηνεία του περιεχομένου του δικαιώματος απενεργοποίησης (2ο ερώτημα), με την έκταση των υποχρεώσεων του φορέα εκμετάλλευσης, ιδίως σε σχέση με το κατά τόπον πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (3ο ερώτημα) και σχετικά με τις διάφορες περιπτώσεις στις οποίες το δικαίωμα απενεργοποίησης είναι αντιτάξιμο (4ο ερώτημα). Το εύρος και η ακρίβεια των ερωτημάτων που υποβλήθηκαν αποκαλύπτουν τη μέριμνα του δικαιοδοτικού σχηματισμού να διεξαγάγει πραγματική νομική συζήτηση με τον δικαστή της Ένωσης, υπό τη μορφή ενός «ακομπλεξάριστου διαλόγου δικαστών» [11].

6. Κατά τους έγκριτους σχολιαστές της νομολογίας του Conseil d’Etat, η προδικαστική παραπομπή ήταν η πλέον σκόπιμη λύση για μια σειρά από λόγους τους οποίους αναλύουν διεξοδικά. Ενώ το καθεστώς της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της επεξεργασίας τους ορίσθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την οδηγία 95/46/ΕΚ, η ρύθμιση της δραστηριότητας των μηχανών αναζήτησης και το δικαίωμα απενεργοποίησης είναι αποκλειστικά πραιτωρική δημιουργία. Εντάσσοντας τις μηχανές αναζήτησης στο καθ’ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/EΚ, το ΔΕΕ διαμόρφωσε βεβαίως ένα πλαίσιο προστασίας της ιδωτικής ζωής, το οποίο όμως είναι προσαρμοσμένο στην αρχική επεξεργασία των δεδομένων μάλλον, παρά στις μηχανές αναζήτησης : αν και η απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 διευκρινίζει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης οφείλει, στο πλαίσιο των ευθυνών, των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων του, να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ, η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας αυτής στις μηχανές αναζήτησης δεν είναι αυτονόητη. Ο κανονισμός 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 2016, που θα τεθεί σε εφαρμογή το 2018, καθιέρωσε στο άρθρο 17, δικαίωμα απαλοιφής ορισμένων δεδομένων που περιέχει η επεξεργασία, πλην όμως εξακολουθεί να αγνοεί την ειδική προβληματική των μηχανών αναζήτησης και, καθόσον δεν κωδικοποιεί τη νομολογία Google Spain, αφήνει τον δικαστή να ορίσει, λαμβανομένων υπόψη των των ευθυνών, των ικανοτήτων και των δυνατοτήτων του φορέα εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης, τις εγγυήσεις που ισχύουν και τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους. Eρμηνεύοντας τις απαιτήσεις της οδηγίας στον τομέα των ευαίσθητων δεδομένων για να τις προσαρμόσει στις ιδιαιτερότητες των φορέων εκμετάλλευσης των μηχανών αναζήτησης, η Ολομέλεια του Conseil d’Etat θα έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει θέση ως προς το καθ’ύλην πεδίο εφαρμογής του νομικού πλαισίου – που απορρέει από το άρθρο 8 σχετικά με τα ευαίσθητα δεδομένα, των οποίων η επεξεργασία κατ’αρχήν αποκλείεται – το οποίο, καθόσον απορρέει από την οδηγία, έχει ευρωπαϊκή εμβέλεια. ΄Εκρινε, λοιπόν, αναγκαίο να κληθεί το Δικαστήριο να συμπληρώσει, το ίδιο, το πραιτωρικό του έργο. Με το σκεπτικό αυτό, η Ολομέλεια προτίμησε να διασφαλίσει την ομοιομορφία της διατύπωσης υποχρεώσεων με τεράστιες συνέπειες για τη γενική οικονομία των μηχανών αναζήτησης και αποφάσισε να μην αποφανθεί η ίδια ως προς κανένα από τα ζητήματα που ανέκυψαν ενώπιόν της, ούτε καν για εκείνα ως προς τα οποία υπήρχε ελάχιστη αβεβαιότητα. Η στάση αυτή είναι δείγμα σεβασμού της “δικαιοδοτικής κυριαρχίας του ΔΕΕ”, καθώς και σύνεσης και αποτελεσματικότητας. Αφενός, αποφεύγει, στο πλαίσιο μαζικών ενδεχομένως διαφορών, τον κίνδυνο αποκλινουσών ερμηνειών μεταξύ των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, τις οποίες σε τελική ανάλυση θα κατέληγε να επιλύσει το ΔΕΕ μετά όμως από πολλά έτη διαμάχης. Αφετέρου, επιτρέπει στο γαλλικό δικαστήριο να διατυπώσει το ίδια τα βασικά ερωτήματα, αντί να παρεμβαίνει απλώς σε προδικαστικά ερωτήματα που θα θέσουν άλλα εθνικά δικαστήρια. Πέρα από την εκ πρώτης όψεως “απογύμνωση” του εθνικού δικαστηρίου από την αρμοδιότητά του που συνεπάγεται μια τόσο ευρεία παραπομπή, είναι σαφής η διακριτική αλλά κατηγορηματική βούληση του εθνικού δικαστή να διατηρήσει την πρωτοβουλία της οργάνωσης της συζήτησης με τον δικαστή της Ένωσης. Όπως επισημαίνουν οι σχολιαστές της απόφασης, η διατύπωση των ερωτημάτων είναι αξιοπρόσεκτη για τρεις λόγους.

7. Πρώτον, η απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2017 χαρακτηρίζεται απο τη βούληση να εμπλουτισθούν τα υποβληθέντα ερωτήματα με τις συνθήκες των συγκεκριμένων υποθέσεων, με τον κίνδυνο, μετά την απόφαση του ΔΕΕ, το Conseil d’Etat να μην έχει πολλά ζητήματα να κρίνει. Οι τέσσερις υποθέσεις των οποίων επελήφθη το 10ο τμήμα και στη συνέχεια η Ολομέλεια έδωσαν την ευκαιρία εξέτασης διαφόρων πτυχών της εφαρμογής του δικαιώματος απενεργοποίησης. Αν και το διατακτικό της απόφασης αποτυπώνει τα ερωτήματα κατά τρόπο αφηρημένο, το σκεπτικό αναφέρεται κατ’επανάληψη στις συγκεκριμένες διαφορές, προκειμένου να διαφωτιστεί πλήρως το ΔΕΕ ως προς τα ζητήματα που ανακύπττουν και να απαντήσει όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένα και λειτουργικά. Δεύτερον, εντυπωσιάζουν τόσο ο αριθμός όσο και η πυκνότητα και η ακρίβεια των υποβληθέντων ερωτημάτων. Η Ολομέλεια προσπαθεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις που ενδέχεται να προκύψουν. Καλεί, δηλαδή, το ΔΕΕ να μην περιοριστεί σε μια συνολική απάντηση στο κεντρικό ερώτημα που θέτουν οι διαφορές – εφαρμογή ή όχι στους φορείς εκμετάλλευσης μηχανών αναζήτησης, ως υπευθύνων επεξεργασίας κατά το άρθρο 8 της οδηγίας – και το καθοδηγεί κατά τρόπον ώστε να αντλήσει όλες τις συνέπειες της τελολογικής ερμηνείας της οδηγίας. Τέλος, το Conseil d’Etat δεν δίστασε να καταστήσει σαφή στο ΔΕΕ, μέσω διακριτικής βεβαίως διατύπωσης, την προτίμησή του για τη μια από τις δύο πιθανές λύσεις. Αναφερόμενη στις «προδήλως υπερβολικές συνέπειες που θα προκαλούσε η επιβολή της απαγόρευσης [επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων του άρθρου 8 της οδηγίας] στον φορέα εκμετάλλευσης μηχανής αναζήτησης, λαμβανομένων υπόψη των ευθυνών του», η Ολομέλεια καταδεικνύει την προτίμησή της στη μη εφαρμογή του άρθρου 8 της οδηγίας και επιχειρεί να τη δικαιολογήσει (σκέψη 22 της απόφασης). Το ΔΕΕ θα μπορέσει ενδεχομένως να αξιοποιήσει τη δυνατότητα αυτή, η οποία δείχνει την προτίμηση του εθνικού δικαστηρίου, δεδομένου ότι η σχετική συλλογιστική αναπτύσσεται διεξοδικά στις προτάσεις της rapporteur public [12].

8. Η απόφαση Mme Chupin et autres, εμφαίνει τη βούληση του Conseil d’Etat να αξιοποιήσει χωρίς υστεροβουλία το σύνολο των κανόνων της προδικαστικής παραπομπής τους οποίους έχει αποδεχθεί από την απόφαση De Groot. Το προδικαστικό ερώτημα υπήρξε πάντοτε για το Conseil d’Etat προνομιακό εργαλείο της πολιτικής των σχέσεων μεταξύ δικαστηρίων. Η αρχική στάση της εθνικής αναδίπλωσης έναντι του ΔΕΚ εγκαταλείφθηκε με την απόφαση De Groot. Κατά τους G. Odinet/S. Roussel, η εξέλιξη της στάσης του δικαστή δεν είναι ποσοτική – ο αριθμός των προδικαστικών παραπομπών δεν αυξήθηκε ουσιωδώς από το 2006 – αλλά ποιοτική. Όπως προαναφέρθηκε, στην εξέλιξη αυτή εντοπίζονται τρία στάδια: αυτό του «ένθερμου συνομιλητή» (interlocuteur zélé), αυτό του «αυτόνομου συνομιλητή» και τέλος του «προδραστικού συνομιλητή» (interlocuteur proactif).

9. Το στάδιο του «ένθερμου συνομιλητή» (interlocuteur zélé) αντιστοιχεί στις περιπτώσεις όπου το Conseil d’Etat επιδίωξε, με δική του πρωτοβουλία, να μεγιστοποιήσει μέσω της προδικαστικής παραπομπής την εμβέλεια των αρχών της υπεροχής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. Αναφέρονται εδώ η μεταφορά στο κοινοτικό πεδίο μιας διαφοράς που έθετε εν αμφιβόλω τη συνταγματικότητα διατάγματος και κατέληξε στη υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ σχετικά με το κύρος κοινοτικής οδηγίας υπό το πρίσμα της γενικής αρχής της ισότητας (που εντάσσεται στο πρωτογενές δίκαιο), με την αποφαση Arcelor [13]. Το ίδιο πνεύμα διαπνέει και τη λύση που υιοθετεί η Ολομέλεια όταν η εκτίμηση του σοβαρού χαρακτήρα προκαταρκτικού ζητήματος συνταγματικότητας (question prioritaire de constitutionnalité) εξαρτάται από την προηγούμενη ερμηνεία οδηγίας που δημιουργεί σοβαρή δυσκολία [14]. Τέλος, την ίδια στάση ακολούθησε το Conseil d’Etat με την απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009 (n° 310979), Société fiduciaire nationale d’expertise comptable, για να ζητήσει «προληπτικά» διευκρινίσεις από το ΔΕΚ ως προς το περιεχόμενο απαγόρευσης που απορρέει από την οδηγία 2006/123/ΕΚ η οποία δεν είχε ακόμη μεταφερθεί στη εθνική έννομη τάξη. Επί του προδικαστικού ερωτήματος εκδόθηκε η αποφαση της 5ης Απριλίου 2011, C‑119/09 [EU:C:2011:208]. Ο ζήλος αυτός άλλοτε επαινέθηκε λόγω της πλήρους αξιοποίησης εκ μέρους του Conseil d’Etat του ρόλου του ως βασικού δικαστή της εφαρμογής του δικαίου της ‘Ενωσης και άλλοτε επικρίθηκε ως μορφή ακτιβισμού και εγκατάλειψης της δικαιοδοτικής κυριαρχίας του εθνικού δικαστή, ιδίως όταν η υπόθεση αφορά τη διάρθρωση του μηχανισμού της προδικαστικής παραπομπής με τον έλεγχο της συνταγματικότητας.

10. Το στάδιο του αυτόνομου συνομιλητή αφορά τις περιπτώσεις όπου το Conseil d’Etat έκρινε ότι νομιμοποιείται να αντιμετωπίσει μόνο του ορισμένα ζητήματα ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων και των υποθέσεων όπου τέθηκε εν αμφιβόλω το κύρος πράξεων της Ένωσης, οικειοποιούμενο τη συλλογιστική του ΔΕΕ σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Η αυτονομία αυτή καταδεικνύει και την ωριμότητα της σχέσης μεταξύ του Conseil d’Etat και του ΔΕΚ/ΔΕΕ. Με την απόφαση Conseil national des barreaux [15], το Conseil d’Etat δέχθηκε, χωρίς να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ ότι το κύρος οδηγίας υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ – που είχε ενταχθεί στο αποκαλουμενο « bloc de communautarité » μέσω των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου – μεταφέροντας τον συλλογισμό του ίδιου του ΔΕΕ σε σχέση με την ίδια οδηγία επί της προδικαστικής παραπομπής άλλου εθνικού δικαστηρίου. Πιο πρόσφατα, το Conseil d’Etat έκρινε ότι δεν οφείλει, ενόψει της νομολογίας του ΕΔΔΑ ως προς τα δικαιώματα ισοδυνάμου περιεχομένου με αυτά που προστατεύει ο Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ [άρθρο 52 παρ. 3] και τα οποία μέχρι το 2009 ήσαν ενσωματωμένα στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ σχετικά με το κύρος διάταξης οδηγίας για την οποία υποστηρίχθηκε ότι ήταν αντίθετη προς την ΕΣΔΑ [16]. Στο ιδιο πνεύμα, με την απόφαση Quintanel [17], το Conseil d’Etat έκρινε ότι νομιμοποιείται απολύτως να διαφοροποιήσει την εκτίμησή του από τη νομολογία του ΔΕΕ της 17ης Ιουλίου 2014, Leone κατά Γαλλίας [18], όσον αφορά το συστηματικά χορηγούμενο μόνο στις γυναίκες πλεονέκτημα της αναγνώρισης συντάξιμου χρόνου ενόψει πρόωρης αποχώρησης από την ενεργό υπηρεσία με άμεση καταβολή της σύνταξης.

11. Το στάδιο του «προδραστικού συνομιλητή» («interlocuteur proactif») αφορά τις περιπτώσεις όπου το Conseil d’Etat χρησιμοποίησε την προδικαστική παραπομπή με αντικείμενο την ερμηνεία διάταξης του ενωσιακού δικαίου, για να προσανατολίσει ή να επιδιώξει την εξέλιξη της νομολογίας του ΔΕΕ προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Στο πλαίσιο του διαλόγου αυτού, το εθνικό δικαστήριο δεν περιορίζεται στο να ζητεί διευκρινίσεις ως προς την έννοια πράξης της Ένωσης ή νομολογίας του ΔΕΕ, αλλά εμφανίζεται ως εταίρος ο οποίος δεν διστάζει να καθοδηγεί το Δικαστήριο με λεπτομερείς ερωτήσεις ή ακόμη και να διατυπώνει γνώμη ως προς τις συνέπειες της μιας ή της άλλης προσέγγισης, προκειμένου να επηρεάσει την απάντηση που θα δοθεί στο ερώτημά του. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί, κατά τους έγκριτους σχολιαστές της νομολογίας του Conseil d’Etat, η απόφαση Mme Chupin et autres. Στο πλαίσιο του προδραστικού διαλόγου, το Conseil d’Etat προκαλεί ενίοτε τον “Ευρωπαίο συνομιλητή του” να αναθεωρήσει τη θέση του. Για παράδειγμα, κρίνοντας ότι μπορούσε να καλέσει το ΔΕΕ να δεχθεί  μια νομολογιακή εξέλιξη, το Conseil d’Etat, με την απόφαση France nature environnement της 26ης Ιουνίου 2015 (n° 360212), ρώτησε το ΔΕΕ αν, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης της 28ης Φεβρουαρίου 2012, Inter-Environnement Wallonie et autre (C-41/11, EU:C:2012:103) [19], ένα εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να υποβάλει, σε όλες τις περιπτώσεις, προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ προκειμένου αυτό να εκτιμήσει αν επιβάλλεται η προσωρινή διατήρηση σε ισχύ των διατάξεων που κρίθηκαν αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης από το εθνικό δικαστήριο. Ο διάλογος υπήρξε γόνιμος, εφόσον το ΔΕΕ δέχθηκε, με την απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, C-379/15, Association France nature environnement c/ Premier ministre et ministre de l’écologie, du développement durable et de l’énergie [20], ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν το εσωτερικό δίκαιο του το επιτρέπει, δύναται, κατ’ εξαίρεση και κατά περίπτωση, να περιορίζει από απόψεως χρονικής ενέργειας ορισμένα από τα αποτελέσματα απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται ο παράνομος χαρακτήρας διάταξης του εθνικού δικαίου που έχει θεσπιστεί κατά παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπει ενωσιακή οδηγία, υπό τον όρο ότι ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται από επιτακτικό λόγο και εφόσον ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες συνθήκες της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί. Το Conseil d’Etat άντλησε τις συνέπειες της απάντησης του ΔΕΕ με την απόφαση της 3ης Noεμβρίου 2016 [21].

12. Τελικώς η διαμόρφωση του προδικαστικού ερωτήματος είναι ζήτημα σχέσεων μεταξύ νομικών συστημάτων αλλά και μεταξύ δικαστηρίων. Οι τρεις προσεγγίσεις που σκιαγραφήθηκαν μαρτυρούν τον βαθμό ωριμότητας των σχέσεων αυτών. Στην περίπτωση του Conseil d’Etat, επισημαίνεται ότι το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο δεν διστάζει πλέον, όταν το κρίνει αναγκαίο ή και απλώς σκόπιμο, να υποβάλει προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ, χωρίς φόβο για την δικαιοδοτική του κυριαρχία. Δεν διστάζει επίσης να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου όταν κρίνει ότι η παραπομπή είναι περιττή. Όπως επισήμανε ήδη από το 2007 η “οργανική” θεωρία, η σχέση του Conseil d’Etat και του ΔΕΕ δεν είναι “ούτε συνθηκολόγηση ούτε ανταρσία”, αλλά “διάλογος” [22]. Φαίνεται ότι το δικαίωμα στη λήθη αποτελεί πρόσφορο πεδίο για τη συνέχιση του διαλόγου. Με την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2017, Google Inc., n° 399922, το Conseil d’Etat υποβάλλει νέα προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ για την παροχή περαιτέρω διευκρινίσεων ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής του δικαιώματος απενεργοποίησης.

 

[1] J.-M. Sauvé, La justice européenne en réseau, élément indispensable d’une justice de qualité, Cour de justice de l’Union européenne,  Luxembourg, Lundi 27 mars 2017. Βλ. και www.prevedourou.gr, Η αυξανόμενη επιρροή του συγκριτικού δικαίου στο Conseil d’Etat: προς μια καινοτόμο δικαιοδοτική διαδικασία; (L’influence grandissante du droit comparé au Conseil d’État : vers une procédure juridictionnelle innovante ?) – A. Bretonneau/S. Dahan/D. Fairgrieve, RFDA 4/2015, σ. 855).

[2] D. Simon, Ad majorem juris gloriam : à propos de l’arrêt du Conseil d’Etat du 24 février 2017, Europe, mai 2017, σ. 1.

[3] CE 22 décembre 1978, Μinistre de l’intérieur c/ Cohn-Bendit, Lebon, σ. 524.

[4] CE, sect., 26 juill. 1985, n° 42204, Office national interprofessionnel des céréales, Lebon, σ. 233. Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, το Conseil d’Etat έκρινε ότι οι εκτιμήσεις του ΔΕΚ/ΔΕΕ στα πλαίσια προδικαστικών αποφάσεων δεσμεύουν τον εθνικό δικαστή μόνο στο μέτρο που εμπίπτουν εντός των ορίων του υποβληθέντος ερωτήματος. Επρόκειτο για συσταλτική ερμηνεία των προδικαστικών ερωτημάτων ως προς το πεδίο εφαρμογής τους, τις εξουσίες του ΔΕΚ και τις συνέπειες των αποφάσεών του. Αντίθετες προτάσεις Bruno Genevois, AJDA 1985, σ. 615.

[5] «A l’échelon de la Communauté européenne, il ne doit y avoir ni gouvernement des juges ni guerre des juges. Il doit y avoir place pour le dialogue des juges» (concl. sur l’arrêt du CdE Ministre de l’Intérieur c/Cohn-Bendit).

[6] Conseil d’Etat le 11 décembre 2006, de Groot en Slot, n° 234560, με την οποία κρίθηκε ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου στην οποία προβαίνει το ΔΕΚ επιβάλλεται πλήρως στον εθνικό δικαστή ακόμη και αν η διατύπωση της απόφασής του βαίνει πέρα του πλαισίου του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος. Βλ. Cl. Landais/ Fr. Lenica, Ni capitulation ni rébellion : dialogue, AJDA 2007, σ. 136.

[7] G. Odinet/S. Roussel, Renvoi préjudiciel : le dialogue des juges décomplexé, chronique de jurisprudence du Consei d’Etat, AJDA 2017, σ. 740.

[8] Σπ. Βλαχόπουλος, Το δικαίωμα στη λήθη. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13.5.2014 (Google Spain SL, Google Inc, υπόθεση C-131/12), ΔιΔικ 2014, σ. 854˙ Ι. Iglezakis, The right to be forgotten in the Google Spain case (case C-131/12) – A clear victory for data protection or an obstacle for the Internet?, 6th International Conference on Information Law & Ethics ICIL 2014 (Ed. University of Macedonia – Thessaloniki) 2014˙ D. Simon, La révolution numérique du juge de l’Union : les premiers pas de la cybercitoyenneté, Europe 2014, étude 6˙ Η. Α. Wolff, Die datenschutzrechtliche Rechtfertigungsbedürftigkeit der Verweise auf Webseiten durch Betreiber von Suchmaschinen, Bayerische Verwaltungsblätter 2015, σ. 9˙ G. Spindler, Durchbruch für ein Recht auf Vergessen(werden)? – Die Entscheidung des EuGH in Sachen Google Spain und ihre Auswirkungen auf das Datenschutz- und Zivilrecht, Juristenzeitung 2014 σ. 981˙ I. Spiecker, A new framework for information markets: Google Spain, Common Market Law Review 2015 σ. 1033.

[9] Της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, n° 8772/10.

[10] Αναλυτικά για τα ζητήματα αυτά, εθνικού δικονομικού ενδιαφέροντος, βλ. G. Odinet/S. Roussel, Renvoi préjudiciel : le dialogue des juges décomplexé, chronique de jurisprudence du Consei d’Etat, AJDA 2017, σ. 740.

[11] G. Odinet/S. Roussel, Renvoi préjudiciel : le dialogue des juges décomplexé, chronique de jurisprudence du Consei d’Etat, όπ. π.

[12] Α. Bretonneau, Le droit au «déréférencement» et la directive sur la protection des données personnelles, concl. sur CdE, ass., 24 février 2017, Mme Chupin et autres, n° 391000, 393769, 399999 et 401258, RFDA 3/2017, σ. 535.

[13] CE, ass., 8 févr. 2007, n° 287110, Société Arcelor Atlantique et Lorraine, Lebon 55, με τις προτάσεις˙ AJDA 2007, σ. 577, chron. F. Lenica/J. Boucher, Le juge administratif et le statut constitutionnel du droit communautaire dérivé˙ AJDA 2007, σ. 1097, tribune P. Cassia˙ RFDA 2007, σ. 384, concl. M. Guyomar˙ RFDA 2007, σ. 564, note A. Levade˙ RFDA 2007, σ. 578, note X. Magnon˙ RFDA 2007, σ. 596, chron. T. Rambaud/A. Roblot-Troizier Magnon˙ RFDA 2007, σ. 789, note M. Canedo-Paris, Le juge administratif, le droit international et la responsabilité : un trio infernal ?˙ RFDA 2008, σ. 780, chron. T. Haas/C. Santulli ˙ RTD eur. 2007, σ. 378, note P. Cassia, Le droit communautaire dans et sous la Constitution française˙ RTD eur. 2008, σ. 835, chron. D. Ritleng/A. Bouveresse/J.-P. Kovar. Bλ. και Ε. Πρεβεδούρου, Η σχέση εθνικού Συντάγματος και κοινοτικού δικαίου υπό το πρίσμα του διαλόγου των δικαστών. Πρακτική απάντηση σε ένα δογματικό ζήτημα. Με αφορμή το βιβλίο της Λίνας Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο: το ζήτημα της «υπεροχής», ΕΔΚΑ 2010, σ. 257, με παραπομπές στη γαλλική βιβλιογραφία για την ανάλυση της νομολογίας Arcelor.

[14] CE, ass., 31 mai 2016, n° 393881, AJDA 2016, σ. 1392, chron. L. Dutheillet de Lamothe/G. Odinet, QPC et question préjudicielle : la logique et ses impasses˙ RFDA 2016, σ. 989, concl. E. Cortot-Boucher, Conclusions sur Conseil d’État, assemblée, 31 mai 2016, M. Marc Jacob, n° 393881, και σ. 1003, note H. Labayle/R. Mehdi, Question préjudicielle et question prioritaire – Dédale au Conseil d’État. Η υπόθεση έλαβε τον αριθμό πρωτοκόλλου C-327/16. Bλ. και CE 27 juin 2016, n° 398585, Société APSIS, AJDA 2016, σ. 2444, note V. Barbé, L’enchevêtrement des contrôles de conventionnalité et de constitutionnalité.

[15] CE, sect., 10 avr. 2008, n° 296845, Conseil national des barreaux, Conseil des barreaux européens, Lebon σ. 129, AJDA 2008, σ. 1085, chron. J. Boucher/B. Bourgeois-Machureau, Le droit international, le droit communautaire, le droit interne et… le juge administratif˙ RFDA 2008, σ. 575, concl. M. Guyomar˙ RFDA 2008, σ. 603, chron. A. Roblot-Troizier/T. Rambaud˙ RFDA 2008, σ. 711, obs. H. Labayle/R. Mehdi, Le Conseil d’Etat et la protection communautaire des droits fondamentaux˙ RFDA 2008, σ. 780, chron. T. Haas/C. Santulli, Droit administratif et droit international. Βλ. και Ε. Πρεβεδούρου, Η σημασία του διαλόγου των δικαστών για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (σκέψεις με αφορμή την απόφαση του Conseil d’Etat της 10ης Απριλίου 2008, Conseil national des barreaux), ΘΠΔΔ 5/2009, σ. 55

[16] CE 20 juin 2016, D.B., n° 383333, AJDA 2016, σ. 1268.

[17] CE, ass., 27 mars 2015, n° 372426, M. Quintanel, Lebon σ. 119˙ AJDA 2015, σ. 1761, note G. Alberton˙ RFDA 2015, σ. 550, concl. B. Dacosta, Régime des pensions, égalité des sexes et droit de l’Union européenne. Conclusions sur CdΕ, Assemblée, 27 mars 2015, M. Quintanel, n° 372426 ˙ RTD eur. 2015, σ. 858, obs. A. Bouveresse.

[18] C-173/13, EU:C:2014:2090, AJDA 2014, σ. 2295, chron. E. Broussy/H. Cassagnabère/C. Gänser, Egalité des rémunérations – Contrôle de la cohérence et de la systématicité.

[19] AJDA 2012, σ. 995, chron. M. Aubert/E. Broussy/F. Donnat˙ RFDA 2012, σ. 961, chron. C. Mayeur-Carpentier/L. Clément-Wilz/F. Martucci.

[20] AJDA 2016, σ. 2209, chron. E. Broussy/H. Cassagnabère/C. Gänser, Pouvoirs du juge national – Maintien provisoire d’une norme nationale incompatible, και σ. 2226 note O. Mamoudy, Encadrement de la possibilité pour le juge national de maintenir en vigueur un acte contraire au droit de l’Union˙ RUE 2016, σ. 449, F. Chaltiel, Nouvelles précisions sur les pouvoirs du juge national, juge européen. Βλ. και O. Mamoudy, La jurisprudence AC! appliquée à une annulation pour méconnaissance du droit de l’ Union européenne, AJDA 40/2014, σ. 2319, καθώς και www.prevedourou.gr, Περιορισμός των αναδρομικών αποτελεσμάτων της ακύρωσης πράξης αντίθετης προς το ενωσιακό δίκαιο. Πρωτοβουλίες του Conseil d’Etat (ΔΕΕ της 13.3.2014, C-512/12, Société Octapharma France – CE 23.7.2014, Société Octapharma France).

[21] AJDA 2016, σ. 2136. Βλ. και προτάσεις Xavier de Lesquen.

[22] Cl. Landais/ Fr. Lenica, Ni capitulation ni rébellion : dialogue, AJDA 2007, σ. 136.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο