Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

H αστική ευθύνη των κρατών μελών λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης (διάγραμμα Γενικού Διοικητικού Δικαίου)

Περί της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου κατά το κοινοτικό δίκαιο: νομικό έρεισμα και προϋποθέσεις

1. Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα παραδείγματα νομολογιακής διαπλάσεως και εναρμονίσεως κανόνων των εθνικών δικαίων είναι αυτό της αναγνωρίσεως και διαρθρώσεως της ευθύνης των κρατών μελών λόγω παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου, με τον εντοπισμό της αρχής στην απόφαση Francovich  [ΔΕΚ της 19ης Νοεμβρίου 1991, C-6/90 και 9/90, Francovich και Bonifaci, Συλλογή 1990, σ. Ι-5357], την ανάπτυξή της στις αποφάσεις BrasserieduPêcheur [ΔΕΚ της 5ης Μαρτίου 1996, C-46/93 και 48/93, BrasserieduPêcheur, Συλλογή 1996, σ. Ι-1029], Hedley Lomas [ΔΕΚ της 23ης Μαΐου 1996, C-5/94, ΗedleyLomas, Συλλογή 1996, σ. Ι-2553] και Dillenkofer [ΔΕΚ της 8ης Οκτωβρίου 1996, C-178 και 179/94, Dillenkofer, Συλλογή 1996, σ. Ι-4845] και την εμβάθυνσή της με την απόφαση Köbler [ΔΕΚ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C-224/01, Συλλογή 2003, σ. Ι-10239] που έθεσε τις προϋποθέσεις της ευθύνης από πράξεις των δικαιοδοτικών οργάνων των κρατών μελών [Η απόφαση αποτέλεσε αντικείμενο ευρύτατου σχολιασμού από νομικούς όλων σχεδόν των κρατών μελών. Από την ελληνόγλωσση βιβλιογραφία βλ., αντί πολλών, Α. Μεταξά, Ευθύνη του δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, με κριτικές αναφορές στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Επίσης Π. Πετρόγλου, Η αποζημιωτική ευθύνη των κρατών μελών λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους εθνικού ανωτάτου δικαστηρίου. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΔΕΚ Köbler, ΕΔΚΑ 2004, σ. 8, και Β. Σκουρή, Ποιές συνέπειες επιφέρει η παράβαση της υποχρέωσης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια;, Τιμητικός τόμος του Συμβουλίου της Επικρατείας, 75 χρόνια, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σ.1341 επ.] τις οποίες διευκρίνισε περαιτέρω και παγίωσε η απόφαση Traghetti [ΔΕΚ της 13ης Ιουνίου 2006, C-173/03, Traghetti del Mediterraneo SpA, υπό εκκαθάριση, κατά Repubblica italiana, Συλλογή 2006, σ. Ι-5177].  Η ευθύνη στοιχειοθετείται από παραβιάσεις οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, δηλαδή τόσο των διοικητικών, όσο και των οργάνων της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας. Ειδικότερα, για να ολοκληρώσει το οικοδόμημα της αστικής ευθύνης του κράτους λόγω παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ρητά και στα δικαιοδοτικά όργανα, κρίνοντας ότι η κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από τον εθνικό δικαστή στοιχειοθετεί την αποζημιωτική ευθύνη του κράτους έναντι των προσώπων στα οποία η εν λόγω παραβίαση προκάλεσε ζημία. 

2. Είναι αλήθεια ότι στην περίπτωση των δημοσίων αρχών, λόγω ακριβώς της φύσεως της δραστηριότητας την οποία ασκούν και των συνεπειών που θα απέρρεαν από μια ενδεχόμενη γενικευμένη αποδοχή της ευθύνης και της υποχρεώσεως προς αποζημίωση, υπήρξε ανέκαθεν η τάση να περιοριστεί κατά ποικίλους τρόπους η έκταση της ευθύνης. Το περιεχόμενο δηλαδή αυτού του περιορισμού – που, με μια πρώτη προσέγγιση, μπορεί να συνοψισθεί στη γνωστή διατύπωση ότι δεν πρόκειται για ευθύνη «ούτε γενική, ούτε απόλυτη» – συναρτάται προς την ανάγκη να σταθμισθούν τα εμπλεκόμενα αντιτιθέμενα και ανταγωνιστικά συμφέροντα: αφενός μεν το συμφέρον του ζημιωθέντος να λάβει τουλάχιστον το οικονομικό αντάλλαγμα της ζημίας την οποία υπέστη λόγω της, νομοθετικής ειδικότερα, δραστηριότητας του Δημοσίου· αφετέρου δε το συμφέρον του Δημοσίου να μην υπέχει, ούτως ή άλλως, ευθύνη για τη ζημία που προκαλείται απο τη δραστηριότητα των οργάνων του κατά την άσκηση των θεσμικών καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.

3. Ο περιορισμός της εκτάσεως της ευθύνης έχει υποστεί, με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με το κάθε νομικό σύστημα, σημαντικές εξελίξεις. Ειδικότερα, η εδραίωση του κράτους δικαίου επέφερε ως συνέπεια τη διαρκή μετατόπιση της εμφάσεως – στις πλέον εξελιγμένες τουλάχιστον έννομες τάξεις – από τη συμπεριφορά του προξενούντος τη ζημία προς τα δικαιώματα του ζημιουμένου, όπως συνέβη και με την ευθύνη εν γένει. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ευθύνη του Δημοσίου και η συνακόλουθη υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατέληξαν να αποτελούν μέσον επιβολής κυρώσεως για την άδικη και πάντως ζημιογόνο συμπεριφορά και, μ’ αυτόν τον τρόπο, να καθιστούν αποτελεσματική την προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων.

4. Η περιγραφείσα ανωτέρω λογική άγει σε μια πρώτη απλή παρατήρηση σχετικά με την αρχή της ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου. Το να μπορούν να καλούνται τα κράτη μέλη – έστω και υπό προϋποθέσεις ποικιλοτρόπως περιορίζουσες την έκταση της ευθύνης – να αποκαθιστούν ζημίες προξενούμενες και από τη νομοθετική τους δραστηριότητα σημαίνει ότι απορρίπτεται πλέον ως μη λογική η άποψη ότι αυτά είναι, ούτως ή άλλως, ανεύθυνα για τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που έχουν επίπτωση στην οικονομική σφαίρα των ιδιωτών που υφίστανται τις συνέπειές τους. Με άλλα λόγια, κατά το μέτρο που η αρχή τουλάχιστον της ευθύνης του Δημοσίου αποτελεί μέρος των παραδόσεων όλων των νομικών συστημάτων, αυτή πρέπει να μπορεί να βρίσκει εφαρμογή και όταν η παράνομη συμπεριφορά συνίσταται σε παράβαση κοινοτικού κανόνα.

5. Από την άλλη πλευρά, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, έστω και αν η εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, η κατοχύρωση της αποτελεσματικής προστασίας των απονεμομένων στους ιδιώτες δικαιωμάτων εναπόκειται ουσιαστικά στο κράτος, δηλαδή στα όργανά του, είναι άλλο τόσο αναμφίβολο ότι ο έλεγχος του κατά πόσον οι εθνικές έννομες τάξεις παρέχουν επαρκή προστασία των δικαιωμάτων που αντλεί ο ιδιώτης από κοινοτικούς κανόνες εναπόκειται στο Δικαστήριο. Ο έλεγχος αυτός επανειλημμένα έφτασε σε σημείο να απαιτήσει από το κράτος μέλος να παράσχει ένα ένδικο βοήθημα μη προβλεπόμενο από το νομικό του σύστημα. Θα ήταν, επομένως, ασυνεπές προς τη σχετική νομολογία και τα χαρακτηριστικά του νομικού συστήματος στο σύνολό του, και ιδίως προς τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών, το να αδιαφορεί πλήρως το κοινοτικό δίκαιο για την αποκατάσταση των ζημιών, επαφιέμενο σχετικώς, και χωρίς κανέναν έλεγχο, σε κάθε εθνική έννομη τάξη.

6.Τα βασικά ζητήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της σχετικής θεματικής ανάγονται τόσο στο δογματικό έρεισμα της γενικής αρχής της αστικής ευθύνης των κρατών μελών για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου και στις ιδιαίτερες παραμέτρους της θεωρητικής θεμελιώσεως της ευθύνης του Δημοσίου όταν οι παραβιάσεις οφείλονται σε ανώτατα εθνικά δικαστήρια όσο και στις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της ευθύνης.

7. Η γενική δογματική θεμελίωση της αρχής της ευθύνης των κρατών μελών, αφενός, αλλά και η ακριβής οριοθέτηση των επιμέρους προϋποθέσεων θεμελίωσης της εν λόγω ευθύνης, αφετέρου, αποτελούν θέμα που άπτεται του πυρήνα των σχέσεων του νομοθετικού, διοικητικού και δικαστικού οικοδομήματος των κρατών μελών με το κανονιστικό σύστημα του κοινοτικού δικαίου. Το ΔΕΚ ασχολήθηκε για πρώτη φορά,στο πλαίσιο της απόφασης της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 στηνυπόθεσηKöbler, με το ζήτημα κατά πόσον η γενική νομολογιακή αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου ισχύει και για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η προσαπτόμενη στο κράτος μέλος παράβαση αποδίδεται σε ανώτατο εθνικό δικαστήριο.

8. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η θεμελιακή απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση Francovich, με την οποία κρίθηκε ότι «το κοινοτικό δίκαιο επιβάλλει την αρχή, κατά την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλο­γίζονται». Πρέπει να επισημανθεί η τομή που επέφερε η απόφαση Francovich σε σχέση με την μέχρι τούδε κοινοτική νομολογία, καθόσον το Δικαστήριο θεμελίωσε πλέον σε αυτές τις περιπτώσεις αξίωση αποζημίωσης του ζημιωθέντος ιδιώτη που έχει τη νομική της βάση στο κοινοτικό (και όχι το εθνικό) δίκαιο και αποσαφήνισε τις προϋποθέσεις θεμελίωσής της, επιτυγχάνοντας έτσι την «κοινοτικοποίηση» και συνακολούθως την εναρμόνιση της αξίωσης και αποτρέποντας το ενδεχόμενο ουσιωδών διαφοροποιήσεων στο βαθμό της παρεχόμενης έννομης προστασίας λόγω αποκλίσεων των συναφών εθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων.

9. Η απόφαση Francovich αποτελεί το σημείο αφετηρίας του προβληματισμού σχετικά με την αστική ευθύνη του Δημοσίου λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Η υπόθεση αφορούσε τη μη μεταφορά της οδηγίας περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, οδηγίας που επιβάλλει στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό ελαχίστης εγγυήσεως των δεδουλευμένων. Ένας Ιταλός δικαστής ρώτησε το Δικαστήριο αν, σε περίπτωση μη εκτελέσεως αυτής της οδηγίας εκ μέρους κράτους μέλους, οι ιδιώτες μπορούσαν να επικαλεστούν απευθείας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων την κοινοτική ρύθμιση για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους· αλλά και αν μπορούσαν περαιτέρω να αξιώσουν από το κράτος μέλος την αποκατάσταση της ζημίας, αν επρόκειτο για οδηγία μη έχουσα άμεσο αποτέλεσμα. Στο Δικαστήριο τέθηκε, επομένως, πέραν του ερωτήματος περί του αμέσου αποτελέσματος ορισμένων διατάξεων οδηγίας, και το ερώτημα περί της αποκαταστάσεως της ζημίας ως συνέπεια της μη μεταφοράς της [Στην υπόθεση 380/87, Enichem Base, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989 (Συλλογή 1989, σ. 2491), ένα ιταλικό δικαστήριο είχε ήδη ζητήσει από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, βάσει του κοινοτικού δικαίου, «η Δημόσια Διοίκηση υποχρεούται εις αποζημίωση σε περίπτωση που, με παράνομη διοικητική της πράξη, προξενεί (παράνομη) προσβολή κοινοτικού δικαίου δικαιώματος, το οποίο μετά τη μεταφορά του στην ιταλική έννομη τάξη – καίτοι διατηρεί τον κοινοτικό του χαρακτήρα – εμφανίζεται υπό μορφή εννόμου συμφέροντος» (έκθεση ακροατηρίου, όπ.π., σ. 2494 επ.). Ούτε ο γενικός εισαγγελέας, ούτε το Δικαστήριο είχαν δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό, καθότι απορροφήθηκε από τις απαντήσεις που δόθηκαν σε άλλα ερωτήματα. Πάντως, τόσο η Βρετανική όσο και η Ιταλική Κυβέρνηση, με τις παρατηρήσεις τους, είχαν συναρτήσει το ενδεχόμενο δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας μόνο προς τις ουσιαστικές και δικονομικές δυνατότητες που παρείχαν τα εθνικά δίκαια].

10. Το Δικαστήριο, παρ’ όλον ότι επεσήμανε ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις της οδηγίας ήσαν επαρκώς ακριβείς και ανεπιφύλακτες ως προς τον ορισμό των δικαιούχων της εγγυήσεως και ως προς το περιεχόμενο της ίδιας της εγγυήσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω δικαιούχοι δεν μπορούσαν να επικαλεσθούν απευθείας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου τις ίδιες διατάξεις για να αξιώσουν την παροχή την οποία προέβλεπε υπέρ αυτών η οδηγία. Ειδικότερα, δεν προσδιοριζόταν η ταυτότητα του «οφειλέτη», ενώ, από την άλλη πλευρά, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως «οφειλέτης» το κράτος για τον λόγο και μόνο ότι δεν είχε θεσπίσει εντός της οριζομένης προθεσμίας τα μέτρα εκτλέσεως της οδηγίας.

11. Εξετάζοντας, λοιπόν, τη δυνατότητα του ιδιώτη να απαιτεί και να επιτυγχάνει αποκατάσταση των ζημιών που έχει ενδεχομένως υποστεί, το Δικαστήριο υπέμνησε, προκαταρκτικώς, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του κοινοτικού συστήματος και ειδικότερα τα καθήκοντα που ανατίθενται στα εθνικά δικαστήρια. Άντλησε εξ αυτών το επιγραμματικό αλλά αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι «η αρχή της ευθύνης του κράτους για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου οι οποίες του καταλογίζονται είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης» (σκέψη 35).

12. Ακριβέστερα, το Δικαστήριο συνήγαγε την αρχή αυτή από δύο θεμελιώδη στοιχεία της κοινοτικής εννόμου τάξεως. Πρώτον, επεσήμανε ότι «η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων θα διακυβευόταν και η προστασία των δικαιωμάτων που αυτοί αναγνωρίζουν θα [εξασθενούσε], αν οι ιδιώτες δεν είχαν τη δυνατότητα να αποζημιωθούν, όταν τα δικαιώματά τους βλάπτονται από παράβαση του κοινοτικού δικαίου που καταλογίζεται σε κράτος μέλος» (σκέψη 33). Το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι η δυνατότητα αποζημιώσεως από το κράτος μέλος «είναι ιδιαίτερα απαραίτητη όταν, όπως εν προκειμένω, η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων εξαρτάται από ενέργεια του κράτους και, κατά συνέπεια, οι ιδιώτες δεν μπορούν, ελλείψει της ενέργειας αυτής, να επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο» (σκέψη 34).

13. Δεύτερον, ανήγαγε και συνήγαγε την εν λόγω υποχρέωση αποζημιώσεως, όπως το είχε ήδη πράξει με την απόφαση Humblet [Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1960, υπόθεση 6/60 (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 543). Στην περίπτωση εκείνη, γινόταν αναφορά στο άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚΑX, διάταξη αντίστοιχη προς το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ], από το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ (άρθρο 10 ΕΚ), «κατά το οποίο τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο», υποχρεώσεων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η της «εξαλείψεως των παρανόμων συνεπειών της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου» (σκέψη 36).

14. Τέθηκε, δηλαδή, το ζήτημα των μέσων που διατίθενται για να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων διά της αποτελεσματικότητος της ένδικης προστασίας που παρέχεται στις έννομες καταστάσεις τις οποίες δημιουργούν οι κανόνες αυτοί· αλλά και για να μην αφήσουν τη μη συμμόρφωση των κρατών μελών χωρίς συνέπειες, και μάλιστα χειροπιαστές. Με βάση αυτούς ακριβώς τους στόχους χρησιμοποιήθηκε, λοιπόν, και αναδείχτηκε καθώς έπρεπε η θέση του ιδιώτη. Η αστική ευθύνη του Δημοσίου έναντι των ατόμων λόγω της ζημίας που τους προκαλεί η νομοθετική αδράνεια καταστρώθηκε, τελικά, από το Δικαστήριο ως μηχανισμός εγγυώμενος την προστασία των ιδιωτών και, κατ’ επέκταση, την ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.

15. Κατά την απόφαση Francovich, η υποχρέωση των μη συμμορφουμένων κρατών μελών προς αποζημίωση εδράζεται πλέον στο κοινοτικό δίκαιο, και όσον αφορά τις προϋποθέσεις της υποχρεώσεως αποζημιώσεως. Στην ουσία, με την απόφαση Francovich, το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε να αφήσει στο εθνικό δίκαιο την άντληση όλων των εννόμων συνεπειών της παραβάσεως του κοινοτικού κανόνα, αλλά δέχτηκε ότι το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο επέβαλλε στο κράτος υποχρέωση προς αποζημίωση του ιδιώτη, περιγράφοντας επίσης, τουλάχιστον για εκείνη την περίπτωση ευθύνης, τις «κοινοτικές» προϋποθέσεις που την παράγουν.

16. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κριτική που ασκήθηκε στην απόφαση Francovich από μέρος της θεωρίας, με βασικό επιχείρημα ότι το ΔΕΚ υπερέβη τα όρια της δικαιοδοτικής του αρμοδιότητας, καθώς προέβη σε μια ultravires νομολογιακή διάπλαση, στο μέτρο που δεν υφίσταται στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο συγκεκριμένη διάταξη που θα μπορούσε να παράσχει κανονιστική βάση για τη θεμελίωση της ευθύνης. Επομένως, σύμφωνα με αυτή την άποψη, τυχόν θεμελίωση περαιτέρω κυρωτικών μηχανισμών για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από όργανα των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κοινο­τικού νομοθέτη και όχι των κοινοτικών δικαστηρίων. Πάντως, πέρα από τη θεωρητική διαμάχη σχετικά με τη νομιμοποίηση του ΔΕΚ να προβεί στη θεμελίωση της αρχής της ευθύνης των κρατών μελών για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, η ισχύς της εν λόγω αρχής δεν επιδέχεται πλέον αμφισβήτηση. Περαιτέρω, η ευθύνη του Δημοσίου λόγω και της νομοθετικής του δραστηριότητας, όπως θα δούμε στη συνέχεια, (είτε του θεσμικώς οριζομένου νομοθέτη είτε της κανονιστικώς δρώσης διοικήσεως) συνιστά φυσιολογικό και αναγκαίο στοιχείο του κοινοτικού νομικού συστήματος που δημιούργησαν με τη Συνθήκη τα ίδια τα κράτη μέλη. Πράγματι, τα κράτη μέλη είναι εκείνα που, με πλήρη ελευθερία, συνομολόγησαν συμβατικώς τους κανόνες που αποτελούν τη βάση του όλου συστήματος· και τα κράτη μέλη είναι ακόμη οι αποφασιστικοί πρωταγωνιστές της διαδικασίας διαμορφώσεως των κοινοτικών πράξεων. Η παραδοχή της ευθύνης λόγω μη συμμορφώσεως προς αυτές ισοδυναμεί, επομένως, με απλή ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του συστήματος και δεν ενέχει κάποια δραστηριότητα που συμπληρώνει, πολύ μάλλον που υποκαθιστά, τη δραστηριότητα του νομοθέτη.

17. Μετά την κατοχύρωση της αρχής αυτής με την απόφαση Francovich, το Δικαστήριο προέβη στον καθορισμό της εμβέλειάς της, δεχόμενο, με την απόφαση BrasserieduPêcheur, ότι ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκαλεί την παράβαση. Προς επίρρωση της διαπιστώσεως αυτής, τόνισε ότι, εν όψει της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (βλ. ιδίως απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1991, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-143/88 και C-92/89, Zuckerfabrik, Συλλογή 1991, σ. I-415, σκέψη 26), η υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών που προξενούνται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. Επισήμανε, περαιτέρω, παραπέμποντας στην παράγραφο 38 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Tesauro, στη διεθνή έννομη τάξη, το κράτος, του οποίου γεννάται ευθύνη λόγω παραβάσεως διεθνούς υποχρεώσεως, επίσης λαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο, ασχέτως του αν η ζημιογόνος παράβαση είναι καταλογιστέα στη νομοθετική, τη δικαστική ή την εκτελεστική εξουσία. Το ίδιο πρέπει να ισχύει κατά μείζονα λόγο στην κοινοτική έννομη τάξη, όπου όλα τα κρατικά όργανα, περιλαμβανομένης και της νομοθετικής εξουσίας, υποχρεούνται, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, να τηρούν τους επιβαλλόμενους από το κοινοτικό δίκαιο κανόνες, οι οποίοι διέπουν απευθείας την κατάσταση των ιδιωτών.

18. Kατά συνέπεια, το γεγονός ότι η προσαπτόμενη παράβαση καταλογίζεται, κατά τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, στον εθνικό νομοθέτη δεν αποτελεί λόγο για να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι απαιτήσεις οι συμφυείς με την προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών, οι οποίοι επικαλούνται το κοινοτικό δίκαιο, και, εν προκειμένω, το δικαίωμά τους προς αποκατάσταση της προκληθείσης από την εν λόγω παράβαση ζημίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Επομένως, η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ’ αυτά ισχύει και όταν η προσαπτομένη παράβαση αποδίδεται στον εθνικό νομοθέτη.

19. Αναζητώντας το θεωρητικό θεμέλιο της αρχής της ευθύνης των κρατών-μελών για παραβάσεις των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η συναγωγή της ως άνω αρχής συνδέεται συστηματικά, πέραν των συγκεκριμένων βάσεων θεωρητικής θεμελίωσής της που παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 288 ΕΚ (νυν 340 ΣΛΕΕ) και 10 ΕΚ (νυν 4 ΣΕΕ), με βασικές επισημάνσεις-αρχές, τις οποίες είχε παλαιότερα διατυπώσει το ΔΕΚ και υιοθετεί έκτοτε κατά πάγια νομολογία, αποτελούν δε τις «ειδικότερες δογματικές καταβολές» [Αντ. Μεταξάς, ευθύνη του Δημοσίου για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από αποφάσεις των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 24] της αρχής της ευθύνης των κρατών-μελών για παραβάσεις των κανόνων του κοινοτικού δικαίου. Πρόκειται για τις αρχές του κράτους δικαίου, της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών που πηγάζουν από το κοινοτικό δίκαιο, της ισοδυναμίας και της απαγόρευσης διακρίσεων, της πρακτικής αποτελεσματικότητας. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει, τέλος, των αρχών της αμέσου εφαρμογής και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, κατ΄επίκληση της οποίας το ΔEK δέχεται παγίως ότι ο εθνικός δικαστής, στον οποίο έχει ανατεθεί στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του ως οργάνου ενός κράτους μέλους να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσμα­τικότητα (effetutile) των κανόνων αυτών καθώς και να αφήνει εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση ή αναθεώρηση της συγκεκριμένης διάταξης δια της νομο­θετικής οδού ή με άλλη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία. Βάσει των αρχών αυτών, η ευθύνη του κράτους-μέλους για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που διαπράττουν κρατικά όργανα παρουσιάζεται σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης και απορρέουσα από την ιδιο­μορφία της κοινοτικής έννομης τάξης. Η Συνθήκη ΕΚ δημιούρ­γησε ιδιαίτερη έννομη τάξη, η οποία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. Στο πλαίσιο αυτής της εννόμου τάξεως θεσπίζονται υποχρεώσεις που βαρύνουν τους ιδιώτες, αλλά και δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών. Τα δικαιώματα αυτά γεννώνται όχι μόνο όταν τούτο προβλέπεται ρητώς στη Συνθήκη, αλλά και λόγω σαφών υποχρεώσεων που η Συνθήκη επιβάλλει τόσο στους ιδιώτες όσο και στα κράτη μέλη και στα κοινοτικά όργανα [ ΔΕΚ, 26/62, Van Gend & Loos, Συλλ. τόμος 1954-1964, 861 καιΔΕΚ, 6/64, Costa, Συλλ. τόμος 1954-1964, 1191]. Ως απόρροια της ως άνω συλλογιστικής, το ΔΕΚ έκρινε, με την απόφαση Francovich, ότι η αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων θα διακυβευόταν και η δραστικότητα της προστασίας των δικαιωμάτων θα μειωνόταν, αν οι ιδιώτες-φορείς των δικαιωμάτων δεν είχαν τη δυνατότητα να αποζημιωθούν στις περιπτώσεις που τα εν λόγω δικαιώματα θίγονται από παράβαση του κοινοτικού δικαίου που καταλο­γίζεται σε κράτος μέλος. Η θέσπιση της υποχρέωσης του κράτους μέλους να αποκαθιστά τη ζημία, την οποία προκάλεσαν σε ιδιώτες παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που διέπραξαν κρατικά όργανα επιτελεί διττό σκοπό: εκτός από τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που έλκουν οι ιδιώτες από την κοινοτική έννομη τάξη, συμβάλλει και στη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων μέσω και της κινητοποίησης των ιδιωτών για την προστασία των δικαιωμάτων τους.

20. Πριν από την έκθεση των τριών προϋποθέσεων στοιχειοθετήσεως της ευθύνης του του κράτους-μέλους, πρέπει να επισημανθεί ότι η ευθύνη αυτή είναι αντικειμενική, γιατί για τη θεμελίωσή της δεν απαιτείται κατ’ αρχήν η ύπαρξη σχετικής προθέσεως ή αμέλειας εκ μέρους του διαπράξαντος την παράβαση κρατικού οργάνου, και αυτόνομη, με την έννοια ότι η απορρέουσα από αυτήν αξίωση αποζημιώσεως του ζημιωθέντος ιδιώτη έναντι του αντίστοιχου κράτους μέλους ενεργοποιείται ακόμη και αν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου προβλέπουν και άλλη δυνατότητα έννομης προστασίας του συγκε­κριμένου ιδιώτη. Η πρώτη αναγκαία προϋπόθεση είναι ο παραβιαζόμενος κανόνας του κοινοτικού δικαίου –χωρίς να απαιτείται να είναι αμέσου εφαρμογής– να κατατείνει στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ζήτημα που κρίνεται μεν από το αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής αποζημίωσης εθνικό δικαστήριο, με βάση όμως τα δεδομένα και τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις που υιοθετούνται στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Στο σημείο αυτό είναι δυνατή η διατύπωση συγκριτικών παρατηρήσεων όσον αφορά τα σχετικώς ισχύοντα στο πλαίσιο του ελληνικού διοικητικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, δεν δύναται να θεμελιωθεί ευθύνη του Δημοσίου στις περιπτώσεις παραβιάσεως κανόνα δικαίου απ’ τον οποίο δεν πηγάζει συγκεκριμένο δικαίωμα του ζημιωθέντος διοικουμένου, εφόσον ο παραβιασθείς κανόνας έχει θεσπισθεί αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η αρνητική αυτή προϋπόθεση θεμελιώσεως αστικής ευθύνης του Δημοσίου απηχεί τη βασική αρχή ότι έννομη προστασία παρέχεται μόνο σε αυτόν που μπορεί να θεμελιώσει ειδική σχέση με συγκεκριμένο επίδικο αντικείμενο, η οποία και τον διακρίνει από τους άλλους πολίτες. Θα πρέπει να τονιστεί η ομοιότητα αυτού του περιορισμού της κρατικής ευθύνης με τον δικονομικό περιορισμό της απαιτήσεως εννόμου συμφέροντος για την παροχή δικαστικής προστασίας. Πράγματι, η αποδοχή κρατικής ευθύνης για οποιαδήποτε ζημιογόνο παρανομία θα μπορούσε να οδηγήσει στη θεμελίωση πλήθους αξιώσεων αποζημιώσεως, ενδεχόμενο το οποίο ο Έλληνας νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει μέσω της θεσπίσεως του συγκεκριμένου περιορισμού, ο οποίος έγκειται στον προστατευτικό σκοπό του κανόνα δικαίου («Schutzzweck der Norm»). Η συγκεκριμένη αρνητική προϋπόθεση ερμηνεύεται ιδιαιτέρως συσταλτικά από την ελληνική νομολογία.

21. Στο πλαίσιο της αναλύσεως της δεύτερης αναγκαίας προϋποθέσεως για την στοιχειοθέτηση της ευθύνης του Δημοσίου, δηλαδή του «κατάφωρου» χαρακτήρα της παραβίασης του κοινοτικού κανόνα δικαίου, επισημαίνεται ότι για να εκτιμηθεί αν πληρούται η συγκεκριμένη προϋπόθεση, το εθνικό δικαστήριο που εκδικάζει τη σχετική αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία και τις παραμέτρους της περιπτώσεως που έχει υποβληθεί στην κρίση του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται κυρίως ο βαθμός σαφήνειας, ακρίβειας και «αυστηρότητας» του παραβια­ζομένου κοινοτικού κανόνα, όπως επίσης ο εκούσιος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσας παραβάσεως ή της προκληθείσας ζημίας. Σημειώνεται περαιτέρω ότι επιχειρείται στο πλαίσιο της νομολογίας του ΔΕΚ μια «αντικειμενικοποίηση» των κριτηρίων βάσει των οποίων ο εθνικός δικαστής θα αποφανθεί για το κατά πόσο συντρέχει περίπτωση «κατάφωρης παραβίασης» του κοινοτικού δικαίου. Επισημαίνεται, τέλος, ότι, καίτοι δεν απαιτείται η απόδειξη υπαιτιότητας του διαπράξαντος την παράβαση κρατικού οργάνου, ενδείξεις που στοιχειοθετούν την υπαιτιότητά του δύνανται να συνυπολογιστούν για τον χαρακτηρισμό της παράβασης ως «κατάφωρης». Στο σημείο αυτό μπορεί να γίνει εκ νέου παραλληλισμός με τα ισχύοντα στο ελληνικό δίκαιο, στο πλαίσιο του οποίου γίνεται δεκτό ότι η θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ (σε αντίθεση με την αδικοπρακτική ευθύνη βάσει του άρθρου 914 ΑΚ) δεν προϋποθέτει υπαιτιότητα του συγκε­κριμένου κρατικού οργάνου, στο οποίο καταλογίζεται η παράνομη ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη.

22. Η τρίτη αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση ευθύνης του Δημοσίου είναι η ύπαρξη αμέσου πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράβασης και της ζημίας, υλικής ή ηθικής, που υπέστησαν οι θιγόμενοι ιδιώτες. Για το θέμα βλ. αναλυτικά την απόφαση BrinkmannTabakfabrikenGmbH [ΔΕΚ της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C-319/96, Συλλογή 1998, σ. Ι-5255, ιδίως σκέψη 29]. Επισημαίνεται ότι και αυτή η προϋπόθεση απαντά στο ελληνικό δίκαιο, όπου γίνεται δεκτό ότι απαιτείται για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης πράξεως ή παραλείψεως του κρατικού οργάνου και της επελθούσας ζημίας.

23. Οι τρεις ανωτέρω προϋποθέσεις διαμορ­φώθηκαν από το ΔΕΚ σε συνάρτηση με τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησηςτης εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά το άρθρο 288 παρ. 2 ΕΚ. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το ΔΕΚ θεωρεί τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις ως «ελάχιστες προϋποθέσεις», με την έννοια ότι δεν αποκλείεται η στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου υπό λιγότερο περιοριστικές προϋποθέσεις, αν τέτοια δυνατότητα υφίσταται κατ’ εφαρμογή διατάξεων του εθνικού δικαίου. Επιπλέον, η αρμοδιότητα δικονομικής οργανώσεως του συγκε­κριμένου ενδίκου βοηθήματος στην εσωτερική έννομη τάξη ανήκει στα ίδια τα κράτη μέλη κατ΄ εφαρμογή της αρχής της δικονομικής τους αυτονομίας. Ο εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται της εκδικάσεως αγωγών αποζημιώσεως κατ’ επίκληση της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου καλείται να εκτιμήσει, κινούμενος στα πλαίσια του εθνικού δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου, κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της σχετικής ευθύνης με βάση όμως τις κατευθυντήριες αρχές που διατυπώνει στη σχετική του νομολογία το ΔΕΚ, οι οποίες υπερισχύουν τυχόν αντίθετων διατάξεων του εθνικού δικαίου.

24. Ιδιαίτερης αναλύσεως χρήζει η «ειδικότερη περίπτωση της ευθύνης κράτους-μέλους για παραβάσεις κανόνων του κοινοτικού δικαίου από ανώτατα εθνικά δικαστήρια», όπως διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως Köbler. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κατ’ιδίαν επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της διευρύνσεως της γενικής αρχής της ευθύνης των κρατών μελών και στις περιπτώσεις παραβάσεων των ανώτατων εθνικών δικαστικών οργάνων και αντικρούονται οι προβαλλόμενες ενστάσεις και αντε­πιχειρήματα.

25. Το πρώτο επιχείρημα που επικαλείται και το ΔΕΚ στο πλαίσιο της αποφάσεως Köbler για να στηρίξει θεωρητικά τη ρητή επέκταση της νομολογιακής τομής Francovich και στις περιπτώσεις παραβάσεων ανώτατων εθνικών δικαστηρίων έγκειται στο ότι και στις περιπτώσεις παράβασης υποχρεώσεων που προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο, το κράτος λαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο, ασχέτως του αν η ζημιογόνος παράβαση είναι καταλογιστέα στη νομοθετική, τη δικαστική ή την εκτελεστική εξουσία. Το ίδιο πρέπει να ισχύει, κατά το ΔΕΚ, κατά μείζονα λόγο και στην κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας όλα τα κρατικά όργανα, περιλαμβανομένων και των δικαστικών, υποχρεούνται να τηρούν τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου. Η περίπτωση αυτή θα πρέπει να συγκριθεί με την προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ (νυν άρθρο 258 ΣΛΕΕ), η οποία μπορεί να ασκηθεί, όποιο και αν είναι το κρατικό όργανο του οποίου η ενέργεια ή η αδράνεια προκάλεσε την παράβαση. Ένα άλλο επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ της θεμελιώσεως της αρχής αφορά την ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες έλκουν από το κοινοτικό δίκαιο. Αυτή δεν εξασφαλίζεται μόνο μέσω της κατοχυρώσεως του δικαιώματος επικλήσεως εκ μέρους των ιδιωτών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ούτε μέσω της γενικής υπο­χρεώσεως του εθνικού δικαστή να εφαρμόζει ορθά το κοινοτικό δίκαιο, αλλά και με τη θεμελίωση συγκεκριμένης νομικής βάσεως, δυνάμει της οποίας ζημιούμενοι ιδιώτες θα μπορούν, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις,να αξιώσουν αποζημίω­ση σε περιπτώσεις πρόδηλης παραβιάσεως από ανώτατα εθνικά δικαστήρια σαφών επιταγών του κοινοτικού δικαίου. Ειδικά στην περίπτωση των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων, ελλείψει – κατά κανόνα – της ευχέρειας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεών τους, η ανάγκη αυτή καλύπτεται μόνον μέσω της κατοχυρώσεως της δυνατότητας των ιδιωτών να εγείρουν αγωγή αποζη­μιώσεως κατά του Δημοσίου όταν τα ανώτατα αυτά δικαιοδοτικά όργανα παραβιάζουν προδήλως το κοινοτικό δίκαιο. Θα μπορούσε να συνταχθεί κανείς εν προκειμένω με τη συσταλτική προσέγγιση του ΔΕΚ, το οποίο υποστηρίζει τη θεμελίωση της ευθύνης μόνο για παραβάσεις των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων, επικαλούμενος τη βασική αρχή ότι ο θιγόμενος υποχρεούται να μεριμνήσει με κάθε εύλογο τρόπο για τον περιορισμό της ζημίας του. Στην περίπτωση που απόφαση κατώτερου δικαστηρίου παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο προξενώντας ζημία σε ιδιώτη, αυτός οφείλει να ασκήσει όλα τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα για την εξαφάνιση της δικαστικής αποφάσεως που τον ζημιώνει.

26. Στη συνέχεια, θα πρέπει να αντικρουστούν τα προβαλλόμενα στη θεωρία επιχειρήματα κατά της θεμελιώσεως της ευθύνης. Κατ΄ αρχάς, το επιχείρημα περί ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης θα έπρεπε να εκτιμηθεί σε σχέση με την τυχόν καθιέρωση ενός συστήματος προσωπικής ευθύνης των δικαστών, παρά σε σχέση με την προοπτική θεμελίωσης ενός συστήματος ευθύνης του Δημοσίου για δικαστικές παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου. Το Κράτος αναθέτει στη δικαστική εξουσία την άσκηση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στη δικαστική λειτουργία, επομένως ορθόν είναι να επωμίζεται και την ευθύνη από τυχόν παρεκκλίσεις από τον νόμο που διαπράττουν τα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο των δικαστικών τους αρμοδιοτήτων. Η ευθύνη του Δημοσίου στηρίζεται δηλαδή στην οργανική σχέση που συνδέει τα κράτη μέλη με τα κρατικά τους όργανα, δυνάμει της οποίας οι πράξεις των τελευταίων, ενέργειες ή παραλείψεις, θεωρούνται πράξεις των κρατών μελών και καταλογίζονται σε αυτά.

27. Όσον αφορά την επίκληση της αρχής του ουσιαστικού δεδικα­σμένου ως επιχειρήματος κατά της καθιέρωσης ευθύνης του Δημοσίου για αντιβαίνουσες στο κοινοτικό δίκαιο δικαστικές αποφάσεις, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι, χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία του ουσιαστικού δεδικα­σμένου για τη διασφάλιση ασφάλειας δικαίου και σταθερότητας των εννόμων σχέσεων, δεν μπορεί να εξουδετερωθεί η επανορθωτική λειτουργία της αστικής ευθύνης του Δημοσίου σε περιπτώσεις προφανούς παραβίασης της αρχής της νομιμότητας εκ μέρους κρατικών οργάνων. Στις αμιγώς «εθνικές» περιπτώσεις είναι, ενδεχομένως, εύλογη η ανησυχία να μην καθίσταται εφικτή η έναρξη ενός «δεύτερου γύρου» αμφισβήτησης αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων μέσω της παροχής δευτερογενούς δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της δίκης σχετικά με τη θεμελίωση ή μη της αστικής ευθύνης. Επισημαίνεται εντούτοις η διαφορά της εξεταζόμενης περιπτώσεως λόγω της εμπλοκής της κοινοτικής έννομης τάξεως: εν προκειμένω στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου – και όχι αναίρεση της ουσιαστικής δικανικής κρίσεως του εθνικού δικαστηρίου και του «δεδικασμένου» που παράγει η εκδοθείσα δικαστική απόφαση – για παράβαση που διέπραξε συγκεκριμένο κρατικό όργανο (ανώτατο εθνικό δικαστήριο) διατάξεων μιας «άλλης», υπερέχουσας έναντι της εθνικής, έννομης τάξεως (της κοινοτικής), τις οποίες μάλιστα ο εθνικός δικαστής δεν νομιμοποιείται να ερμηνεύει δεσμευτικά, καθότι αυτή η εξουσία συνιστά αποκλειστική αρμοδιότητα του ΔΕΚ. Προσέτι, η δίκη, στο πλαίσιο της οποίας εκδικάζεται η αγωγή αποζημιώσεως, δεν έχει ταυτόσημο αντικείμενο με αυτή στην οποία «διεπράχθη» η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, όπως επίσης συχνά δεν διεξάγεται μεταξύ των ίδιων διαδίκων, οπότε δεν θα συμπίπτουν οπωσδήποτε τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου των αποφάσεων των δύο δικών. Το κοινοτικό δίκαιο επιτάσσει εν προκειμένω την ύπαρξη δυνατότητας αποζημίωσης του θιγόμενου από την παραβίαση ιδιώτη, όχι όμως και την εξαφάνιση της αντιβαίνουσας στο κοινοτικό δίκαιο ζημιογόνου αποφάσεως του εθνικού δικαστηρίου, της οποίας η τυπική ισχύς δεν θίγεται.

28. Στη συνέχεια, θα πρέπει να επιχειρηθεί η εξειδίκευση των προϋποθέσεων θεμελιώσεως της ευθύνης του Δημοσίου επί παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου που καταλογίζονται σε ανώτατα εθνικά δικαστήρια. Και σε αυτή την περίπτωση, οι ζημιωθέντες ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις θεμελιώσεως ευθύνης, δηλαδή ο παραβιασθείς από το ανώτατο δικαστήριο κανόνας του κοινοτικού δικαίου πρέπει να σκοπεί (και) στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, η παράβαση πρέπει να είναι κατάφωρη και να υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράβασης αυτής και της επελθούσας ζημίας. Το ΔΕΚ τονίζει ότι ο αρμόδιος εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάσει αν το αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό εθνικό δικαστήριο αγνόησε προδήλως τις εφαρμοστέες διατάξεις του πρωτογενούς ή παραγώγου κοινοτικού δικαίου και τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ΔΕΚ «εισηγείται για την κατάφαση της κατάφωρης παραβίασης στην περίπτωση αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων αυστηρότερα κριτήρια ελέγχου σε σχέση με τις περιπτώσεις παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από πράξεις εθνικών διοικητικών οργάνων ή του εθνικού νομοθέτη».

29. Τέλος, θα πρέπει να εξετασθεί ειδικότερα η παράλειψη της προδικαστικής παραπομπής εκ μέρους του δικάζοντος εθνικού δικαστηρίου κατά παράβαση του άρθρου 234 ΕΚ ως αυτοτελής λόγος θεμελιώσεως ευθύνης του αντίστοιχου κράτους μέλους, ζήτημα επί του οποίου το ΔΕΚ δεν έλαβε θέση στο πλαίσιο της αποφάσεως Köbler. Λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης σημασίας της προδικαστικής παραπομπής για την περαιτέρω ανάπτυξη των δομών του κοινοτικού δικαίου καθώς και της συμβολής της στην ενίσχυση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των ιδιωτών, διατυπώνεται η άποψη ότι η προφανώς αδικαιολόγητη παράλειψη συμμορφώσεως ενός ανώτατου εθνικού δικαστηρίου με την υποχρέωση προδικαστικής παρα­πομπής μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του Δημοσίου, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις πρόδηλης ανάγκης υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. Επισημαίνεται εντούτοις ότι η θεμελίωση ευθύνης του Δημοσίου σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να προσκρούσει σε δυσχέρειες ως προς την απόδειξη της άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβιάσεως της υποχρεώσεως υποβολής προδικαστικού ερωτήματος και της προβαλλόμενης ζημίας.

30. Με την απόφαση Köbler, το ΔΕΚ ρητά διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της αρχής της ευθύνης των κρατών μελών για καταλογιζόμενες σε αυτά παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, την οποία είχε θεμελιώσει με την απόφαση Francovich και διευκρινίσει με σειρά μεταγενέστερων αποφάσεών του, ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις παραβάσεων που διαπράττουν ανώτα­τα εθνικά δικα­στήρια. Πάντως, το ΔΕΚ, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτε­ρότητα της δικαστικής λειτουργίας, υιοθέτησε αυστηρά κριτήρια ελέγχου για την κατάφαση της ευθύνης του Δημοσίου σε αυτές τις περιπτώσεις.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο