Το ένδικο μέσο της έφεσης στις διαφορές ουσίας και στις ακυρωτικές διαφορές (μάθημα 8.1.2024, νομολογία)

ΤΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ

Βλ. Π. Λαζαράτου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023, αρ. περισσότερα. 1224 επ.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΥΣΙΑΣ (ΑΡΘΡΑ 92-100 ΚΔΔ) 

Α. Ζητήματα ορίου του εκκλητού (ερμηνεία άρθρου 92 παρ. 2 ΚΔΔ)

Ι. Όταν η διοίκηση εκδίδει μία πράξη για να επιβάλει περισσότερα πρόστιμα (τα οποία, κανονικά, θα έπρεπε να επιβληθούν με περισσότερες, αυτοτελείς πράξεις), το όριο του εκκλητού κρίνεται για κάθε πρόστιμο ξεχωριστά.

ΣτΕ 89/2010 (βλ. και 276/2014, 1071/2019, 409/2022)

  1. …. με … πράξη του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ζωγράφου Αττικής επιβλήθηκαν σε βάρος της ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας, για τη χρήση 1993, πρόστιμα λόγω παραβάσεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ) ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 6.000.000 δραχμών. Προσφυγή της ανωτέρω εταιρείας κατά της πράξεως αυτής εν μέρει απερρίφθη, ως προς ορισμένα πρόστιμα, και εν μέρει έγινε δεκτή ως προς άλλα, οπότε, κατά το μέρος αυτό, ακυρώθηκε η προαναφερθείσα πράξη της φορολογικής αρχής με την 4161/2000 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν εφέσεις το Δημόσιο και η αναιρεσίβλητη, από τις οποίες, με την 5957/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η μεν έφεση του Δημοσίου απερρίφθη, η δε έφεση της αναιρεσίβλητης έγινε δεκτή και, περαιτέρω, κατ’ αποδοχή της προσφυγής της, ακυρώθηκε η ανωτέρω πράξη και ως προς τα λοιπά πρόστιμα. Με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναίρεση της τελευταίας αυτής αποφάσεως.
  1. Επειδή, στο άρθρο 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν. 2717/1999, Α΄97) προβλέπονται τα εξής: «1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν χρηματικές διαφορές αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση. Αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά». Επομένως, στην περίπτωση επιβολής περισσοτέρων αυτοτελών προστίμων, λόγω παραβάσεων του ΚΒΣ, το εκκλητό κρίνεται χωριστά, ως προς καθένα από τα αντίστοιχα των εν λόγω προστίμων επί μέρους ποσά, όπως καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία αυτά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη, και όχι από το συνολικό ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ούτε από το συνολικό ποσό των επιβληθέντων με τη διοικητική πράξη προστίμων (ΣτΕ 1756/2007 Ολ., 2077, 1442/2009, 2049/2008, 3230/2007 επταμ.).

ΙΙ. Όταν η διοίκηση εκδίδει μία πράξη για να επιβάλει περισσότερα πρόστιμα, το όριο του εκκλητού κρίνεται για κάθε πρόστιμο ξεχωριστά. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οφείλει να περιγράψει κάθε μία αυτοτελή παράβαση, ώστε να δύναται να κριθεί εάν στοιχειοθετούνταν όντως περισσότερες αυτοτελείς παραβάσεις ή εάν επρόκειτο για ενιαία παράβαση, δηλαδή κατά πόσο τηρήθηκαν οι προβλέψεις για το όριο του εκκλητού Διαφορετικά, δεν μπορεί να ελεγχθεί η τήρηση του άρθρου 92 παρ. 2 ΚΔΔ. 

ΣτΕ 2870/2008

  1. … με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1095/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 5158/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, κατ΄αποδοχή προσφυγής του ήδη αναιρεσιβλήτου, ακυρώθηκε η …. πράξη του Προϊσταμένου της ΔΟΥ, με την οποία είχε επιβληθεί σε βάρος του πρώτου, ο οποίος διατηρούσε ατομική επιχείρηση εμπορίας ηλεκτρικών οικιακών συσκευών, συνολικό πρόστιμο ανερχόμενο σε 3.000.000 δραχμές, λόγω μη προσκομίσεως συγκεκριμένων φορολογικών βιβλίων και στοιχείων, παρά τις σχετικές προσκλήσεις της φορολογικής αρχής, σε 38 περιπτώσεις (38 Χ 200.000 δραχμές).

…..

  1. Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97/17-5-1999), του οποίου η ισχύς, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο αυτού, άρχισε δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται, στο άρθρο 92, ότι «1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν χρηματικές διαφορές αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση. Αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά»…..
  1. Η [υπό κρίση] περίπτωση … καλύπτεται, πλέον, από τη ρύθμιση του άρθρου 92 παρ. 2 του ΚΔΔ, σύμφωνα με την οποία, εάν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά, ως προς καθένα από τα ποσά αυτά, όπως καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση και ανεξαρτήτως αν τα αυτοτελή αυτά ποσά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη. Επομένως, στην περίπτωση επιβολής περισσοτέρων αυτοτελών προστίμων, λόγω παραβάσεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (περίπτωση για την οποία δεν προβλέπεται από το νόμο η υποβολή δηλώσεως), το εκκλητό κρίνεται χωριστά, ως προς καθένα από τα αντίστοιχα των εν λόγω προστίμων επί μέρους ποσά, όπως καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία αυτά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη, και όχι από το συνολικό ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ούτε από το συνολικό ποσό των επιβληθέντων με τη διοικητική πράξη προστίμων (ΣτΕ Ολ 1756/2007).

  1. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη έγινε δεκτό ότι με την ένδικη πράξη της φορολογικής αρχής «απεδόθη στον [ήδη αναιρεσίβλητο] ότι κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 36 παρ.1 του π.δ.186/1992 και 17 του π.δ.134/1996 δεν προσκόμισε για έλεγχο τα αναφερόμενα σε αυτή βιβλία και στοιχεία» και ότι «για καθεμία από τους παραβάσεις (38) που θεωρήθηκε ότι υπέπεσε στην περίπτωση αυτή καταλογίσθηκε σε βάρος του πρόστιμο 200.000 δραχμών (7.600.000 δρχ.συνολικά, το οποίο περιορίσθηκε, κατ΄εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 παρ.9 του ν.2523/1997, σε 3.000.000 δρχ.)». Με τα δεδομένα αυτά, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου που στρεφόταν κατά τους πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία είχε γίνει δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά τους εν λόγω πράξεως, ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι «το ποσό προστίμου που επιβλήθηκε για κάθε παράβαση δεν υπερβαίνει το όριο των 200.000 δραχμών» και ότι, συνεπώς, η πρωτόδικη απόφαση ήταν ανέκκλητη. Δεν περιγράφεται, τους, στην αναιρεσιβαλλομένη η ειδικότερη φύση των παραβάσεων που αποδόθηκαν στον αναιρεσίβλητο, ώστε να δύναται να κριθεί εάν στοιχειοθετούνταν όντως περισσότερες αυτοτελείς παραβάσεις ή εάν επρόκειτο για ενιαία παράβαση και, περαιτέρω, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 5, εάν η εκδοθείσα επί τους εν λόγω διαφοράς πρωτόδικη απόφαση ήταν εκκλητή, ούτε το αναλογούν σε κάθε παράβαση, στην περίπτωση που επρόκειτο για περισσότερες, πρόστιμο. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, δεδομένου ότι, τους προαναφέρθηκε, αποτελεί πρόκριμα για την εξέταση του ζητήματος του εκκλητού τους πρωτόδικης αποφάσεως και τη νομιμότητα τους σχετικής κρίσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΣτΕ 371/2007, 3227/2005, 1732/2003, 1492, 836/2001), πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η 1095/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως τους το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

 

ΙΙΙ. Σε περίπτωση επιδίκασης αποζημίωσης από αδικοπραξία και επιδίκασης ικανοποίησης από ηθική βλάβη, για τον προσδιορισμό του αντικειμένου τους διαφοράς αθροίζονται τα δύο ποσά και δεν εξετάζονται αυτοτελώς, ως προβλέπει, καταρχήν, ο ΚΔΔ. Δεν πρόκειται για αυτοτελείς και διακεκριμένες μεταξύ τους αξιώσεις αλλά για δύο κονδύλια που απορρέουν από το αυτό γεγονός.

ΣτΕ 7/2017, 2674/2017

  1. ….με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά το νόμο, καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1073/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 8485/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν, κατόπιν μερικής αποδοχής αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων, υπαξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, είχε αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το συνολικό ποσό των 10.088,11 ευρώ, εκ των οποίων 9.588,11 ευρώ ως αποζημίωση και 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -, για τη ζημία που υπέστησαν από την παράνομη καθυστέρηση προσκλήσεώς τους προς κατάταξη και φοίτηση στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών Ναυτικού.
  1. Επειδή, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ορίζει, στο άρθρο 92 παρ. 2, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ότι : «Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν χρηματικές διαφορές αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση. Αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά. Σε περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης ένδικων βοηθημάτων, συνάφειας προσβαλλόμενων πράξεων ή παραλείψεων ή ομοδικίας, το αντικείμενο της διαφοράς κρίνεται χωριστά ως προς κάθε ένδικο βοήθημα, συναφή πράξη ή παράλειψη ή ομόδικο, εκτός αν, στην τελευταία περίπτωση, υπάρχει ενοχή σε ολόκληρο».
  1. Επειδή, περαιτέρω, όπως γίνεται παγίως δεκτό, με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα θεσπίζεται η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και της αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Συνεπώς, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν από την παράνομη πράξη ή παράλειψη των δημοσίων οργάνων περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός με τη στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχών τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη αυτή πράξη ή παράλειψη. Από τα ανωτέρω προκύπτει ειδικότερα ότι, αν το Δημόσιο αρνηθεί να προσλάβει σε δημόσια θέση υποψήφιο (ή να καλέσει για κατάταξη σε παραγωγική σχολή δημοσίων υπαλλήλων υποψήφιο) και η άρνηση αυτή ακυρωθεί στη συνέχεια με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, ακολούθως δε η Διοίκηση σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική αυτή απόφαση διορίσει τον υποψήφιο αναδρομικώς στην ανωτέρω θέση (ή καλέσει αυτόν για κατάταξη στην ανωτέρω σχολή), δικαιούται αυτός να ζητήσει αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εκ του ότι κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία του αναδρομικού διορισμού του (ή της αναδρομικής κατάταξής του) έως την ημερομηνία κατά την οποία ανέλαβε πράγματι υπηρεσία δεν εισέπραξε το σύνολο των αποδοχών που θα είχε εισπράξει αν είχε αναλάβει πράγματι υπηρεσία από την ημερομηνία του αναδρομικού διορισμού (ή της αναδρομικής κατάταξής του) (βλ. ΣτΕ 850/2015, 3607/2013, 4277/2009, 3270, 580/2009, 3257, 2791/2008, 1599, 1378/2007, 3629-3631/2001 κ.ά.).
  1. Επειδή, ναι μεν, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων του ανωτέρω άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, σε περίπτωση παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου κατά την ενάσκηση της εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, μπορεί να επιδικάσει στο ζημιωθέντα, ύστερα από αίτησή του, εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 3032/2014, 1072/2011, 1229, 1225/2010, 2536/2008, 2559/2007 επτ., 1410/2006 επτ. κ.ά.). Σε περίπτωση, όμως, επιδικάσεως υπέρ του ενάγοντος, ενιαίως, συνολικού ποσού αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, και εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του εφετείου αφορά το σύνολο του επιδικασθέντος ποσού, για το εκκλητό της πρωτόδικης αποφάσεως τα δύο κονδύλια (της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης) λαμβάνονται υπόψη αθροιστικώς. Τούτο δε διότι, στην περίπτωση αυτή, η αξίωση του ζημιωθέντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης πηγάζει από το ίδιο ζημιογόνο γεγονός στο οποίο στηρίζει αυτός, ως αντικείμενο της αυτής δίκης, και την αξίωσή του για αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας και, συνεπώς, το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης δεν είναι διακεκριμένο και αυτοτελές, κατά την έννοια της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 92 παρ. 2 εδάφ. γ΄ του Κ.Δ.Δ., έναντι του ποσού της αποζημίωσης (πρβλ. ΣτΕ 2534/2013, πρβλ. και 4273/2013, 401/2011, 2796/2006 επτ. κ.ά.). Επομένως, εφόσον, εν προκειμένω, με την 8485/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου είχε αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει σε κάθε αναιρεσίβλητο το ανώτερο του ως άνω νόμιμου ορίου των 200.000 δραχμών συνολικό ποσό των 10.088,11 ευρώ, εκ των οποίων 9.588,11 ευρώ ως αποζημίωση για τη στέρηση των αποδοχών και 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, και δεδομένου ότι η ασκηθείσα έφεση αφορούσε την αναγνώριση ως καταβλητέων αμφοτέρων των εν λόγω κονδυλίων, η κρίση του δικάσαντος Εφετείου, σύμφωνα με την οποία η πρωτόδικη απόφαση, κατά το αυτοτελές κεφάλαιό της σχετικά με την υποχρέωση καταβολής του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, είχε προσβληθεί απαραδέκτως λόγω ανεκκλήτου, δεν είναι ορθή. Συνεπώς, πρέπει για το λόγο αυτόν, ο οποίος προβάλλεται βασίμως, να αναιρεθεί κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιό της η προσβαλλόμενη απόφαση.

B. Η καταβολή ποσοστού της οφειλής ως προϋπόθεση παραδεκτού της έφεσης στις φορολογικές διαφορέςπαράβολο 2%

IV. Συνταγματικότητα σχετικών διατάξεων

ΣτΕ Ολ 1619/2012

  1. Επειδή, η υπό κρίση έφεση, για την οποία καταβλήθηκε παράβολο 1.000 ευρώ …, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, κατόπιν της από 22.6.2011 πράξεως της Επιτροπής του ως άνω άρθρου.
  2. Επειδή, ο ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης …» (ΦΕΚ Α’ 213) όρισε στο άρθρο 1 παρ.1 αυτού τα ακόλουθα: «.».
  1. Επειδή, με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 του ν. 3900/2010 εισάγεται ο θεσμός της «δίκης-πιλότου» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που, ως εκ της φύσεως τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απ’ ευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου). Ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφ’ όσον αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τον λόγο ότι τίθεται με αυτό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπομένη από τις διατάξεις αυτές τριμελή Επιτροπή, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλομένων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει, το Δικαστήριο αυτό εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (ΦΕΚ Α’ 8) και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (ΣτΕ Ολομ. 601/2012).
  1. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερόμενη από 22.6.2011 πράξη της τριμελούς Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, που δημοσιεύθηκε στις Εφημερίδες «……….» και «………» στις 28.6.2011, έγινε δεκτό το από 25.5.2011 αίτημα της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………… Α.Ε.» να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η από 3.5.2011 έφεση της κατά της αποφάσεως 5/2011 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Καλαμάτας, που απέρριψε ως απαράδεκτη προσφυγή της κατά του υπ’ αριθ. ….2005 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Καλαμάτας, με το οποίο είχε καταλογιστεί σε βάρος της φόρος εισοδήματος για τη χρήση έτους 1994 συνολικού ύψους 2.633.444,08 ευρώ (πλέον χαρτοσήμου, ΟΓΑ και προσθέτου φόρου), τούτο, προκειμένου, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω πράξη της επιτροπής, να κριθεί «το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 22 του ν. 3900/2010».
  1. Επειδή, με το άρθρο 22 του ν. 3900/2010 προστέθηκε στο άρθρο 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/99, ΦΕΚ Α’ 97) παράγραφος 3, που έχει ως εξής: «Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό 50% του οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κυρίου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209 Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του».
  1. Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής επιτρέπεται μεν στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια, οι προϋποθέσεις όμως αυτές πρέπει, αφ’ ενός μεν να συνάπτονται και να είναι ανάλογες με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αφ’ ετέρου δε να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων θα συνεπήγοντο την κατάλυσή του, κατά την εν λόγω διάταξη, δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Εξ άλλου, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν κατοχυρώνει μεν την ύπαρξη και δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, όμως, όταν αυτή προβλέπεται νομοθετικώς, διέπει και την άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. Ολομ. 3470/2007, 647/2004 κ.ά.).
  1. Επειδή, κατ’ άρθρο 74 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α’ 151) οι οριστικές αποφάσεις των πρωτοβάθμιων διοικητικών δικαστηρίων αποτελούν τίτλο βεβαιώσεως του φόρου που προκύπτει βάσει αυτών, με αποτέλεσμα, επί απορρίψεως της προσφυγής του φορολογουμένου, να είναι αμέσως καταβλητέο το σύνολο του φόρου. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, η κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 υποχρέωση καταβολής του 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της εφέσεως, αποβλέπει στον συγκερασμό «της ανάγκης άμβλυνσης των δυσμενών για το Δημόσιο συνεπειών από τη διατήρηση επί μακρό χρονικό διάστημα δικαστικών εκκρεμοτήτων στις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις», καθώς και στην «αποθάρρυνση της άσκησης ενδίκων μέσων με μόνο σκοπό την καθυστέρηση στην εκπλήρωση νόμιμων υποχρεώσεων, ιδίως εκείνων που αφορούν την καταβολή φόρων», ενώ περαιτέρω αναφέρεται ότι «δύναται να λειτουργήσει αποτρεπτικά για όσους ασκούν την έφεση με μόνο σκοπό να καθυστερήσουν την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων συντελώντας με τον τρόπο αυτό στην υπερφόρτωση των Δικαστηρίων και στις συνέπειες που αυτή έχει στην απονομή της δικαιοσύνης». Ενόψει των ανωτέρω, η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 ότι ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει το 50% του οφειλόμενου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, διότι άλλως η ασκηθείσα έφεση είναι απαράδεκτη, δεν αντίκειται στα άρθρα, 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α’ 256) δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή το μεν αναφέρεται σε υποθέσεις για τις οποίες έχει ήδη εξενεχθεί δικαστική κρίση, αφ’ ετέρου δε διότι κατά το άρθρο 209 (Α) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που έχει προστεθεί με το άρθρο 33 του ν. 3900/2010) παρέχεται η δυνατότητα αναστολής εκτελέσεως της πρωτόδικης απόφασης αν το ένδικο μέσο της εφέσεως κρίνεται προδήλως βάσιμο. Ενόψει των ανωτέρω, η επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται, ούτε ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από τον νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας εταιρίας περί παραβιάσεως της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, λόγω της μεταβολής επί το δυσμενέστερον των προϋποθέσεων παραδεκτού της εφέσεως, δεδομένου ότι για πρώτη φορά με το άρθρο 22 του ν. 3900/2010 θεσπίζεται η ως άνω υποχρέωση καταβολής του 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της εφέσεως, είναι εξάλλου αβάσιμοι και απορριπτέοι, δεδομένου ότι ο κοινός νομοθέτης δεν απαγορεύεται να εισάγει ρυθμίσεις δυσμενέστερες από εκείνες που ίσχυαν στο παρελθόν και προς τις οποίες είχαν προσαρμοστεί οι διοικούμενοι, αρκεί οι επιχειρούμενες ρυθμίσεις να χωρούν κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, να εξυπηρετούν λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, και να μην παραβιάζουν δικαιώματα προστατευόμενα από το Σύνταγμα ή άλλους κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος (πρβλ. ΣτΕ 2713/2006 7μελ.,3378/1992 κ.ά.). Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Ν. Σακελλαρίου και Αθ. Ράντος, οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς και Β. Ραφτοπούλου, καθώς και ο Πάρεδρος Χρ. Παπανικολάου, οι οποίοι υποστήριξαν τα εξής: Δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3900/2010 δεν προβλέπουν ανώτατο όριο για το ποσό που πρέπει να καταβληθεί, επί ποινή απαραδέκτου του ενδίκου μέσου, μολονότι τούτο οριζόμενο στο 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου είναι πολύ πιθανό να είναι εξαιρετικά υψηλό, ενόψει της κατά την παρ. 1 του άρθρου 6 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας καθ’ ύλη αρμοδιότητας σε πρώτο βαθμό του τριμελούς πρωτοδικείου, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο συζητήσεως της προσφυγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Καλαμάτας (13.10.2010), δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 13 παρ.1 του ν. 3900/2010 (1.1.2011, σύμφωνα με το άρθρο 70 του νόμου αυτού), οι ανωτέρω διατάξεις αντίκεινται κατά τούτο στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, διότι από τη μη πρόβλεψη «οροφής» θίγονται τα δικαιώματα του διαδίκου ο οποίος υφίσταται μια δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση προκειμένου η υπόθεση του να κριθεί στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3470/2007, 647/2004 κ.ά., Ε.Δ.Δ.Α., υπόθεση Kreuz c. Pologne, απόφαση της 19.6,2001, Carcia Manibardo c. Espagne, απόφαση της 15.2.2000 κ.ά). Τούτο, διότι εν προκειμένω ο νομοθέτης συνδέει ρητώς την καταβολή του ανωτέρω ποσού με την άσκηση του ενδίκου μέσου. Η επιβαλλόμενη, όμως, από το Σύνταγμα εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων του πολίτη δεν μπορεί να συνδέεται με την άσκηση ενδίκου μέσου, δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός ουδόλως συνάπτεται με την πρόοδο της δίκης και την εν γένει απονομή της δικαιοσύνης, προϋπόθεση υπό την οποία και μόνο είναι συνταγματικώς ανεκτή η θέσπιση δικονομικών απαραδέκτων. Δεν ασκεί δε εν προκειμένω επιρροή το γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση συνιστά, κατά το νόμο, τίτλο εισπράξεως του ποσού του φόρου που κρίθηκε δικαστικώς οφειλόμενο, δεδομένου ότι η έννομη αυτή συνέπεια της δικαστικής αποφάσεως, που επέρχεται σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως δηλαδή της ασκήσεως ή μη ενδίκου μέσου κατ’ αυτής, επιτρέπει μόνον στην ταμειακή αρχή να κινήσει τις, υποκείμενες και αυτές σε δικαστικό έλεγχο, αναγκαίες διοικητικές διαδικασίες για την είσπραξη του ποσού και δεν σχετίζεται με την δικαστική αμφισβήτηση του ύψους του οφειλομένου ποσού. Αντιθέτως, η νομοθετική αυτή πρόβλεψη -καθιστά -το εν προκειμένω θεσπιζόμενο δικονομικό απαράδεκτο αντίθετο και με την αρχή της αναλογικότητος, δεδομένου ότι η ταμειακή αρχή έχει στην διάθεση της και «άλλο, κατ’ εξοχήν κατάλληλο, μέσο για την είσπραξη του οφειλομένου φόρου, δηλαδή την αναγωγή της πρωτόδικης αποφάσεως σε τίτλο βεβαιώσεως και εισπράξεως του ποσού, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής σε περιορισμούς του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο. Η παραβίαση των εν λόγω διατάξεων καθίσταται εμφανής στην προκειμένη περίπτωση, εφ’ όσον ο διάδικος καλείται να καταβάλει, για το παραδεκτό της εφέσεως, ποσό 1.316.722,04 ευρώ, δηλαδή ποσό που κατ’ ουσίαν αναιρεί την δυνατότητα ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος.
  1. Επειδή, για το παραδεκτό της κρινόμενης έφεσης που εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη διαδικασία του άρθρου 1 του αίτησης που ν. 3900/2010 απαιτείται εκτός της καταβολής του 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, να καταβληθεί και αναλογικό παράβολο ίσο προς 2% του αντικειμένου της διαφοράς.
  1. Επειδή, ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 3 και 4 του προαναφερθέντος Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ορίζεται ότι για το παραδεκτό της έφεσης στις φορολογικές διαφορές κατατίθεται παράβολο που ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το δύο τοις εκατό του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ. Αν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό, το επιπλέον δε τυχόν οφειλόμενο και μέχρι του ορίου των δέκα χιλιάδων ευρώ, καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της έφεσης. Εάν κατά την κατάθεση του δικογράφου της εφέσεως δεν καταβληθεί, από τον υπόχρεο, το 1/3 του οφειλόμενου κατά τα ανωτέρω παραβόλου, έως δε την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης τα υπόλοιπα 2/3 αυτού, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο.
  1. Επειδή, η κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010 υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως ιδιώτη διαδίκου, αποβλέπει στην αποτροπή της άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων εφέσεων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και της ανάγκης αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Για τον λόγο αυτόν το παράβολο περιέρχεται στο Δημόσιο ή επιστρέφεται σε αυτόν που το κατέβαλε, ανάλογα με την έκβαση της δίκης (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 647/2004). Ενόψει δε του ότι πρόκειται για διαφορές, για τις οποίες έχει ήδη εξενεχθεί δικαστική κρίση σε πρώτο βαθμό και στο νόμο καθορίζεται ένα ανώτατο όριο (οροφή) παραβόλου (10.000 ευρώ), σε υποθέσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, επιπλέον δε ορίζεται στο νόμο ότι αρκεί για το παραδεκτό της εφέσεως, όταν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ, η καταβολή του τελευταίου τούτου ποσού (3.000 ευρώ) και μάλιστα του 1/3 αυτού με την κατάθεση του ενδίκου μέσου και των υπολοίπων 2/3 αυτού έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η προβλεπόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις υποχρέωση καταβολής αναλογικού ποσού παραβόλου, ανερχόμενου σε δύο εκατοστά (2%) του ποσού του φόρου που οφείλεται κατά την εκκαλούμενη απόφαση σε δίκες με χρηματικό αντικείμενο φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ως αντικείμενη στο ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, που καθιερώνει το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι η σχετική ρύθμιση είναι πρόσφορη για την επίτευξη του πιο πάνω σκοπού που συνάπτεται με την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, την αποτροπή δηλαδή της ασκήσεως προπετών ένδικων μέσων (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 3470/2007, 647/2004). Μειοψήφησε ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου, ο οποίος υποστήριξε ότι η τασσομένη με την προπαρατεθείσα διάταξη υποχρέωσις καταβολής ενός τόσου υψηλού ποσού παραβόλου συνιστά, υπό τας παρούσας οικονομικός συνθήκας, υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας και ως εκ τούτου αντίκειται τόσο στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος όσο και στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

…..

  1. Επειδή, ενόψει του γεγονότος ότι οι διατάξεις των άρθρων 22 και 45 παρ.1 του ν.3900/2010 (άρθρα 93 παρ. 3 και 277 παρ.3 και 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) τυγχάνουν, κατά τ’ ανωτέρω, ερμηνείας, από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας για πρώτη φορά, παρέχεται στην εκκαλούσα εταιρία η δυνατότητα να καταβάλει έως τη συζήτηση της έφεσης της στο διοικητικό εφετείο τόσο το ποσοστό 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου εισοδήματος, δηλαδή ποσό 1.316.722,04 ευρώ (=2.633.444,08*50%) όσο και τα υπόλοιπα 2/3 του οφειλόμενου παραβόλου, δηλαδή ποσό 2.000 ευρώ (=3.000*2/3).
  2. Επειδή, μετά την επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων, η κρινόμενη έφεση πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο Διοικητικό Εφετείο Τριπόλεως.

Βλ. και ΣτΕ 752/2018:

«Η ως άνω διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 εδαφ. α΄ του ΚΔΔ, που επιβάλλει θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος ένδικης προστασίας (βλ. ΣτΕ 1619/2012 Ολομ., 3832/2014 επταμ.), ερμηνευόμενη, αφενός, στενώς, ως θεσπίζουσα όρο του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της έφεσης στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές (βλ. ΣτΕ 2036/2014 επταμ.) και, αφετέρου, υπό το φως των ως άνω αναφερόμενων στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010 (όπου σημειώνεται η ανάγκη αποτροπής της μακροχρόνιας παράτασης της είσπραξης «φορολογικών εσόδων», καθώς και η ανάγκη αποθάρρυνσης της άσκησης εφέσεων, με μόνο σκοπό την καθυστέρηση της εκπλήρωσης εκ μέρους των διαδίκων των νόμιμων υποχρεώσεών τους, ιδίως για την καταβολή φόρων), έχει την έννοια ότι ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό 50% του οφειλομένου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κυρίου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, όχι όμως και του οφειλόμενου ποσού της σχετικής χρηματικής κύρωσης που επιβλήθηκε με την επίμαχη καταλογιστική πράξη της φορολογικής ή τελωνειακής αρχής.»

V. Όταν ο χαρακτήρας της διαφοράς ως φορολογικής είναι αβέβαιος, το Δικαστήριο εφαρμόζει το άρθρο 139Α ΚΔΔ

 ΣτΕ 3832/2014

  1. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στις σκέψεις 4 και 5, η υπό κρίση υπόθεση νομίμως εισάγεται ενώπιον του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, αρμοδίου για διαφορές από την εφαρμογή της νομοθεσίας για «φόρους, …εισφορές, τέλη και συναφή δικαιώματα…των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης», δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 περ. ε΄του ν. 2947/2001, κατ’ εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε η πρωτοδίκως προσβληθείσα πράξη, έστω και αν αναφέρεται σε καταβολή «ποσού» το οποίο δεν χαρακτηρίζει ως φόρο, τέλος ή εισφορά, αφορά, πάντως, στην υπέρ του οικείου Δήμου επιβολή οικονομικού βάρους υπολογιζομένου επί της κατά τις διατάξεις του ν. 1249/1982 αντικειμενικής αξίας του συντελεστή δομήσεως του ακινήτου, που αποτελεί μεν προϋπόθεση για την έκδοση οικοδομικής αδείας, χωρίς, όμως, να συνδέεται αμέσως με την εφαρμογή και την υλοποίηση συγκεκριμένης πολεοδομικής ρυθμίσεως (πρβλ.ΣτΕ 2126/2013, 978/2006, 3711/2005, 1570/2005 Ολομ., 1751, 2133/2000). Κατά την άποψη, όμως, της Παρέδρου Ε. Σταυρουλάκη, η υπό κρίση υπόθεση, ενόψει και της ανάγκης αποφυγής της κατατμήσεως ομοειδών διαφορών σε περισσότερα Τμήματα του Δικαστηρίου, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος. Και τούτο, διότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του ν.2947/2001, κατ’ εφαρμογή των οποίων επεβλήθη το επίδικο ποσό, εντάσσονται, κατά τον προέχοντα χαρακτήρα τους, στη νομοθεσία την σχετική με την πολεοδομία και τη δόμηση των οριζομένων ως περιοχών υποδοχής εγκαταστάσεων φιλοξενίας εκπροσώπων ΜΜΕ χώρων για την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Ελλάδα και αποσκοπούν στην κάλυψη πολεοδομικών αναγκών για εκτέλεση κοινοχρήστων και κοινωφελών έργων και έργων αναβαθμίσεως του περιβάλλοντος στην εδαφική περιφέρεια του οικείου Δήμου [πρβλ. ΣτΕ 2469/2011, 1187/2010, 860/2006, 1570/2005 Ολομ. (μειοψ.), 2141/2003, 2711/2001, 2089/2000, 3374/2000, 3641/1999, 4464/1998]. Επομένως, κατά την ίδια ως άνω άποψη, εφ’ όσον τίθεται ζήτημα αναρμοδιότητας του επιληφθέντος της κρινομένης υποθέσεως Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει η εν λόγω υπόθεση να παραπεμφθεί στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου προς επίλυση του ως άνω ζητήματος κατ’ άρθρο 4 παρ.6 του π.δ/τος 18/1989 πως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ.3 του ν.3900/2010 (Α΄213).

(…)

  1. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, αφού κρίθηκε ότι η επιβολή του κατ’ άρθρο 2 παρ.1 περ. ε’ του ν. 2947/2001 επιδίκου ποσού γεννά «φορολογική» διαφορά κατά την έννοια των κατωτέρω παρατιθέμενων διατάξεων του κυρωθέντος με το ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), η υπό κρίση έφεση απερρίφθη ως απαράδεκτη μετά την διαπίστωση ότι, για το παραδεκτό της κατεβλήθη μεν το κατ’ άρθρο 277 παρ. 2 του ΚΔΔ παράβολο των 150 ευρώ, δεν κατεβλήθησαν, όμως, το κατ’ άρθρο 93 παρ. 3 ποσοστό 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση ποσού, ούτε το κατά το άρθρο 277 παρ. 3 και 4 του ΚΔΔ παράβολο ποσοστού 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς, κριθέντος ότι δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί το άρθρο 139Α του ΚΔΔ περί δυνατότητος συμπληρώσεως τυπικών ελλείψεων. Ήδη, προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, επί διαφοράς της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει, κατά την αναιρεσιβαλλομένη, τα 40.000 ευρώ, προβάλλεται ότι δεν πρόκειται για «φορολογική», κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του ΚΔΔ, διαφορά, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται για το παραδεκτό της εφέσεως η καταβολή των εν λόγω ποσών, και ότι, εν πάση περιπτώσει, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 20 παρ.1 Συντάγματος και 6 παρ. 1 της κυρωθείσης με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ήταν εφαρμοστέα η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 139Α του ΚΔΔ περί δυνατότητος συμπληρώσεως του ελλείποντος παραβόλου παρά την έλλειψη σχετικής ρητής παραπομπής. Ενόψει του ότι ως προς τα ανωτέρω νομικά ζητήματα δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπό κρίση αίτηση είναι, όπως βασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, από την άποψη αυτή και εν γένει, παραδεκτή και περαιτέρω εξεταστέα.
  1. Επειδή, ο προαναφερθείς ΚΔΔ ορίζει, στο σχετικό με την έφεση άρθρο 93, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ.3 του ν.3900/2010, το οποίο άρχισε να ισχύει από 1-1-2011, ότι «…», στο σχετικό με τα παράβολα άρθρο 277 ότι «…» και στο άρθρο 139Α, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ.5 του ν.3226/2004, ότι «…».
  1. Επειδή, οι προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 και 277 παρ.3 και 4 του ΚΔΔ, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, αναφερόμενες σε φορολογικές «εν γένει» διαφορές, καταλαμβάνουν κατά την έννοιά τους (πρβλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ.) και την υπό κρίση διαφορά, η οποία γεννήθηκε από επιβολή του κατ’ άρθρο 2 παρ.1 περ. ε’ του ν.2947/2001 «ποσού» που υπολογίζεται επί της κατά τις διατάξεις του ν. 1249/1982 αντικειμενικής αξίας, καθώς, έστω και αν ο νομοθέτης δεν το χαρακτηρίζει ως φόρο, τέλος ή εισφορά, αφορά στην υπέρ του οικείου Δήμου επιβολή οικονομικού βάρους. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, και οι δύο αυτές ρυθμίσεις των άρθρων 93 παρ.3 και 277 παρ.3 και 4 του ΚΔΔ δεν είναι αντίθετες στο Σύνταγμα ή στην ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, η κατ’ άρθρο 93 παρ.3 του ΚΔΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 παρ.3 του ν. 3900/2010, υποχρέωση καταβολής του 50% του οφειλομένου κατά την πρωτόδικη απόφαση φόρου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως, δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 ΕΣΔΑ, ούτε αποτελεί μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκομένους από το νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 1619/2012 Ολ.). Περαιτέρω, η κατ’ άρθρο 277 παρ.3 και 4 του ΚΔΔ επιπλέον υποχρέωση καταβολής αναλογικού παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές εν γένει διαφορές, συνιστά μεν περιορισμό, χωρίς, όμως, να θίγει τον πυρήνα του κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ο οποίος αποβλέπει στην αποτροπή της ασκήσεως απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης επί φορολογικών διαφορών, ο περιορισμός δε αυτός είναι πρόσφορος για την επίτευξη του προεκτεθέντος επιδιωκομένου σκοπού, δεν τελεί σε προφανή δυσαναλογία με αυτόν (πρβλ. ΣτΕ 761/2014 επταμ., 1619/2012 Ολομ., 2780/2012 επταμ.), δικαιολογείται αντικειμενικώς και δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας (ΣτΕ 761/2014 επταμ.). Επομένως, όπως νομίμως έκρινε, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η αναιρεσείουσα όφειλε, κατ’ αρχήν, για το παραδεκτό της εφέσεώς της, να καταβάλει τα προβλεπόμενα από τις ανωτέρω διατάξεις ποσά, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων ισχυρισμών της.
  1. Επειδή, οι υποχρεώσεις αυτές των άρθρων 93 παρ.3 και 277 παρ.3 και 4 του ΚΔΔ τάσσονται στον εκκαλούντα επί ποινή απαραδέκτου της εφέσεώς του μόνο στις χρηματικού αντικειμένου «φορολογικές εν γένει διαφορές». Όταν, συνεπώς, είναι προφανές ότι η υπόθεση εμπίπτει στις διαφορές αυτές, ο εκκαλών οφείλει, κατά τα προαναφερθέντα, να τηρήσει πλήρως τις σχετικές υποχρεώσεις του. Όταν, όμως, αυτό δεν είναι προφανές, όπως επί ατελούς διατυπώσεως του νόμου και ελλείψεως σχετικής νομολογίας, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ευλόγων αμφιβολιών στον εκκαλούντα που δεν έχει τηρήσει τις σχετικές υποχρεώσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εφέσεως και καταλήγει ερμηνευτικά στο αντίθετο συμπέρασμα οφείλει, εν όψει των προαναφερθέντων άρθρων 20 παρ.1 και 25 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, να μην απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, αλλά να τον καλέσει να τις τηρήσει μέσα σε εύλογη προθεσμία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 139Α του ΚΔΔ ή και με την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
  1. Επειδή, εν προκειμένω, μη νομίμως κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη ότι η έφεση ήταν απορριπτέα λόγω μη καταβολής των κατά τα άρθρα 93 παρ.3 και 277 παρ.3 και 4 του ΚΔΔ ποσών και μη δυνατότητας συμπληρώσεως, κατ’ άρθρο 139Α του ΚΔΔ, των τυπικών αυτών ελλείψεων. Και τούτο, διότι, κατά τα προεκτεθέντα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπεχρεούτο να τάξει στην ασκήσασα το εν λόγω ένδικο μέσο εταιρεία, η οποία, μάλιστα, νομιμοποιήθηκε κατά την ενώπιόν του εκδίκαση της υποθέσεως, εύλογη προθεσμία προς κάλυψη της σχετικής ελλείψεως, δεν ηδύνατο δε να απορρίψει άνευ ετέρου την έφεσή της ως απαράδεκτη για μόνο το λόγο της μη καταβολής των ως άνω ποσών.

Γ. Λόγοι έφεσης/αυτεπάγγελτος έλεγχος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου

VΙ. Εφαρμογή του άρθρου 97 ΚΔΔ

ΣτΕ 2944/2014

  1. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 1151/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της 3346/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση απορρίφθηκε προσφυγή που είχε ασκήσει η εν λόγω εταιρεία κατά της …. πράξεως της Επιτροπής Ελέγχου Εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 1866/1989, με την οποία καταλογίσθηκε εις βάρος της ποσό 88.737.947 δραχμών, ως οφειλή, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, του 0,3% των ακαθαρίστων εσόδων της, χρήσεως (κατά την αναιρεσιβαλλομένη) 1995 προς το Κέντρο Εκπαιδεύσεως και Αποκαταστάσεως Τυφλών και τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Τυφλών.

….

  1. Επειδή, όπως συνάγεται από τις εν λόγω διατάξεις, για τη νόμιμη συγκρότηση της πιο πάνω Επιτροπής από την άποψη του ορισμού ως μέλους της ενός κοινού εκπροσώπου των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας, προβλέπονται δύο διαδικαστικά στάδια. Κατά το πρώτο, ο κοινός αυτός εκπρόσωπος υποδεικνύεται από τους σταθμούς μέσα στην εύλογη προθεσμία που τους έχει τάξει με τη σχετική πρόσκλησή του ο Υπουργός Τύπου και ΜΜΕ. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η Επιτροπή συνεδριάζει μεν νόμιμα χωρίς την παρουσία εκπροσώπου των σταθμών, μόνον όμως προκειμένου να αποφασίσει, με τη σύνθεση αυτή, ποιός από τους τηλεοπτικούς σταθμούς θα ορίσει τον εκπρόσωπο στην Επιτροπή. Η τήρηση του δεύτερου αυτού σταδίου (επί αποτυχίας του πρώτου) είναι υποχρεωτική, και, συνεπώς, παράλειψη της Επιτροπής να καθορίσει, στην περίπτωση αυτή, τον τηλεοπτικό σταθμό που θα ορίσει τον εκπρόσωπο – μέλος της, καθιστά μη νόμιμη τη συγκρότησή της. Μόνον δε εφ’ όσον η Επιτροπή έχει αποφασίσει, κατά τ’ ανωτέρω, ποιος σταθμός θα ορίσει εκπρόσωπο, και δεν ακολουθήσει τέτοιος ορισμός, μπορεί πλέον να συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του. (ΣτΕ 243/2010, 191/2009).
  1. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 79 παρ. 1 περ. α και 97 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), το ζήτημα της νόμιμης συγκρότησης του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με προσφυγή πράξη εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο, και επί παραλείψεώς του, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
  1. Επειδή, εν προκειμένω, η προσφυγή της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της επίδικης πράξης της ως άνω Επιτροπής απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτη. Το διοικητικό εφετείο, δικάζοντας την έφεση της εταιρείας, αφού με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι η προσφυγή είχε ασκηθεί παραδεκτώς και, περαιτέρω, ότι κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων «σε περίπτωση που συγκροτηθεί η Επιτροπή χωρίς σ’ αυτή να συμπεριλαμβάνεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 1 παρ. 1 του π.δ/τος 212/1995 κοινός εκπρόσωπος των τηλεοπτικών σταθμών αυτή νομίμως συνεδριάζει με τα αναφερόμενα στην απόφαση συγκρότησής της ως μέλη, όχι μόνο για τον καθορισμό του τηλεοπτικού σταθμού που θα ορίσει εκπρόσωπο για να παρίσταται στις συνεδριάσεις της, αλλά και για τη λήψη κάθε απόφασης για την οποία είναι αρμόδια προς τούτο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές», δέχθηκε ακολούθως για την επίδικη περίπτωση τα εξής: «Προκειμένου να συγκροτηθεί η Επιτροπή Ελέγχου εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 1866/1989, με το … έγγραφο του Υπουργείου Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ζητήθηκε από τους τηλεοπτικούς σταθμούς να ορίσουν “μέχρι την 20ή τρέχοντος μηνός” ένα κοινό εκπρόσωπο και τον αναπληρωτή αυτού ο οποίος θα μετάσχει στη σύνθεσή της. Στο έγγραφο αυτό απάντησε μόνο ένας τηλεοπτικός σταθμός, ο οποίος υπέδειξε δικό του αποκλειστικά εκπρόσωπο. Κατόπιν αυτού και δεδομένου ότι παρήλθε άπρακτο το πιο πάνω εύλογο χρονικό διάστημα που τάχθηκε (πράγμα που δεν αμφισβητείται από την [εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα] εταιρεία) προκειμένου να υποδειχθεί από τις εταιρείες ιδιωτικής τηλεόρασης ο κοινός εκπρόσωπός τους που θα αποτελούσε κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις μέλος της Επιτροπής, εκδόθηκε η …. απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ με την οποία συγκροτήθηκε η Επιτροπή, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτή ως μέλος ο κοινός εκπρόσωπος των τηλεοπτικών σταθμών. Στη συνέχεια, η κατά τα ανωτέρω συγκροτηθείσα Επιτροπή εξέδωσε κατ’ εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της εκκαλούσας το προαναφερόμενο ποσό.». Υπό τα δεδομένα αυτά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι «νομίμως και σύμφωνα με την έννοια της παρ. 3 εδαφ. πρώτο του προεκτεθέντος π.δ/τος συγκροτήθηκε η Επιτροπή, και περαιτέρω νόμιμα συνεδρίαζε με τη συμμετοχή μόνο των μελών που την συγκροτούσαν, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραπάνω παραγράφου, αλλά και με την ανωτέρω απόφαση συγκρότησής της.», απέρριψε δε λόγο περί του αντιθέτου που είχε προβάλει η αναιρεσείουσα με υπόμνημα επί της προσφυγής της, με τη σκέψη ότι ο λόγος αυτός «σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη γιατί η Επιτροπή με τη συγκρότηση και τη σύνθεση αυτή ήταν αρμόδια μόνο για τον καθορισμό του τηλεοπτικού σταθμού που θα όριζε εκπρόσωπο, πρέπει ν’ απορριφθεί ως νομικώς αβάσιμος κατά το μέρος που πλήττει τη νομιμότητα συγκρότησης της Επιτροπής και ως απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτο με το υπόμνημα, κατά το μέρος που αφορά τη σύνθεσή της κατά την κρίσιμη συνεδρίαση, αφού μόνο λόγοι που αφορούν την κακή συγκρότηση και όχι την κακή σύνθεση των συλλογικών οργάνων (εξεταζόμενοι αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο) προβάλλονται παραδεκτώς με υπόμνημα». Σύμφωνα όμως με τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, η κρίση αυτή δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Διότι, το διοικητικό εφετείο, υπό την εσφαλμένη αντίληψη ότι η Επιτροπή, επί αποτυχίας του πρώτου σταδίου ορισμού του κοινού εκπροσώπου των τηλεοπτικών σταθμών (κατόπιν της προσκλήσεως του Υπουργού), συγκροτείται νομίμως σε κάθε περίπτωση χωρίς τέτοιον εκπρόσωπο, παρέλειψε να λάβει θέση στο κρίσιμο ζήτημα εάν είχε προηγηθεί της επίδικης συνεδρίασης απόφαση της Επιτροπής για τον ορισμό του σταθμού που θα υποδείκνυε τον εκπρόσωπο, οπότε και μόνον, εφ’ όσον δεν είχε ακολουθήσει ορισμός εκπροσώπου, θα ήταν, και χωρίς αυτόν, νομίμως εφεξής συγκροτημένη η Επιτροπή. Το ζήτημα δε αυτό, αναγόμενο στη νόμιμη συγκρότηση της Επιτροπής και μη έχοντας εξετασθεί πρωτοδίκως, ήταν εν προκειμένω εν πάση περιπτώσει αυτεπαγγέλτως ερευνητέο, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη. Για το λόγο, συνεπώς αυτό, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση [αναίρεσης], η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

VΙΙ. Η τήρηση της προηγούμενης ακρόασης εκ μέρους της διοίκησης δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο

ΣτΕ 718/2011

  1. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 3693/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 1327/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απερρίφθη προσφυγή της ανωτέρω κατά της …. πράξεως του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Γ Αθηνών περί επιβολής προστίμων του ΚΒΣ, συνολικού ποσού 355.539,25 ευρώ, λόγω λήψεως πέντε εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές κατά τη χρήση 1999 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του ν. 2523/1997.

….

  1. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ορίζει, στο άρθρο 79 ότι «..» και στο άρθρο 97 παρ.1 ότι «…».
  1. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής κατά εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, το δικαστήριο ελέγχει την πράξη ή παράλειψη κατά τον νόμο και την ουσία μέσα στα όρια της προσφυγής, όπως αυτά προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. Κατ’ εξαίρεση ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό δικαστήριο για τους αναφερομένους στο τελευταίο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 79 λόγους, μεταξύ των οποίων και η αναρμοδιότητα του οργάνου και η μη νόμιμη συγκρότηση η σύνθεση του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, δεν περιλαμβάνεται, όμως στους λόγους αυτούς και, συνεπώς, δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως η μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγουμένης κλήσεως του ενδιαφερομένου σε ακρόαση. Εξ άλλου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά την υπόθεση εντός των ορίων των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ερευνά δε αυτεπαγγέλτως μόνον τους λόγους, τους οποίους και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ώφειλε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αλλά δεν τους εξέτασε, καθώς και τις μνημονευόμενες στην παραγρ. 2 του άρθρου 97 του ΚΔΔ πλημμέλειες που αναφέρονται στη δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, συγκρότηση και σύνθεση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ 3403/2010, 3745/2007, 2960/2005, 3718/2003 επταμ., 3222/2002).
  1. Επειδή, με το μοναδικό, προβαλλόμενο με το κύριο δικόγραφο, λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι μη νομίμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως, όπως όφειλε, κατά την αναιρεσείουσα, νομική πλημμέλεια της επίδικης καταλογιστικής πράξεως, συνισταμένη σε μη κλήση της αναιρεσείουσας προς παροχή εξηγήσεων πριν από την έκδοση της εν λόγω πράξεως. Ο λόγος είναι αβάσιμος, προεχόντως διότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, δεν πρόκειται για ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταστέο από τα δικαστήρια της ουσίας.

VΙΙΙ. H έννοια της πλημμέλειας της νομικής βάσης κατά το άρθρο 79 παρ. 1 περ. β΄ η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως

ΣτΕ 2475/2011 (προσφυγή ουσίας κατά αποφάσεων της ΕΕΤΤ ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών)

  1. Επειδή, το άρθρο 67 του ν. 3431/2006 ορίζει ότι «1. Οι αποφάσεις της Ε.Ε.Τ.Τ. υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών …». Εξ άλλου, στο άρθρο 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄97) ορίζονται τα εξής: «1. … 5. …» Όπως έχει κριθεί, παρά την στενότερη γραμματική διατύπωση του άρθρου 79 του Κ.Δ.Δ., το οποίο, όσον αφορά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της προσβαλλόμενης με προσφυγή πράξης, αναφέρεται σε πλημμέλεια «κατά τη νόμιμη βάση της», η αληθής έννοια του άρθρου τούτου είναι ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ελέγχεται από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο ως προς το νόμω βάσιμο στο σύνολό της (βλ. ΣτΕ 298-300/2003 επτ.), ο έλεγχος δε αυτός μπορεί να έχει ως συνέπεια ακόμη και την χειροτέρευση της θέσης του προσφεύγοντος. Στην προκειμένη περίπτωση, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι η προσβληθείσα απόφαση της ΕΕΤΤ, κατά το μέρος που επέβαλε στην αναιρεσείουσα εταιρεία πρόστιμο ύψους 10.000 ευρώ για παράβαση της τηλεπικοινωνιακής νομοθεσίας, είναι νομικώς πλημμελής, διότι το εν λόγω πρόστιμο είναι μικρότερο του προβλεπόμενου ελαχίστου (14.674 ευρώ) από την διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2867/2000. Για τον λόγο αυτόν, τον οποίο εξέτασε αυτεπαγγέλτως το Διοικητικό Εφετείο, η προσβληθείσα απόφαση της ΕΕΤΤ ακυρώθηκε κατά το οικείο μέρος της και η υπόθεση αναπέμφθηκε στην Διοίκηση, προκειμένου αυτή να επαναλάβει την επιμέτρηση του ύψους του προστίμου εντός των νομίμων ορίων (14.674 έως 1.467.351 ευρώ). Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου, η οποία ανάγεται σε νομική πλημμέλεια της προσβληθείσης διοικητικής πράξης δυναμένη, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, να εξετασθεί και αυτεπαγγέλτως και να οδηγήσει ακόμη και σε χειροτέρευση της θέσης του προσφεύγοντος, είναι νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον έβδομο λόγο του κυρίου και τον τρίτο λόγο του προσθέτου δικογράφου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

ΙΧ. Αυτεπάγγελτος έλεγχος συνταγματικότητας εφαρμοστέας διάταξης: το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να υπερβεί το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα προκειμένου να εξετάσει ζήτημα αντισυνταγματικότητας, το οποίο δεν συνδέεται με το μέρος της υπόθεσης που μεταβιβάστηκε στο Διοικητικό Εφετείο.

ΣτΕ 743/2010

  1. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 392/2007 απόφασης του Διοικητικής Εφετείου Πατρών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Οργανισμού κατά της 836/2004 απόφασης του Διοικητικού  Πρωτοδικείου Πατρών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή αγωγή  της αναιρεσίβλητης και είχε αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ο.Γ.Α. να της  καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 6.216,11 ευρώ για τη ζημία την οποία  υπέστη από τη μη καταβολή του επιδόματος τρίτου τέκνου κατά το χρονικό  διάστημα από 1.1.1998 έως 31.12.2001.
  1. Επειδή, στο άρθρο 87 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι «Τα δικόγραφα των ένδικων μέσων, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 45, πρέπει να περιέχουν και: α)… β) τους ειδικούς για  κάθε ένδικο μέσο λόγους …γ)….» και στο άρθρο 95 του ίδιου Κώδικα ορίζεται  ότι «Λόγο έφεσης μπορεί να θεμελιώσει κάθε νομικό ή πραγματικό σφάλμα της  απόφασης και κάθε παράλειψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να ερευνήσει  αυτεπαγγέλτως όσα είχε υποχρέωση». Εξ άλλου, στο άρθρο 97 του ως άνω Κώδικα  ορίζεται ότι «1. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιορίζεται να κρίνει την  υπόθεση μέσα στα όρια των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της πρωτόδικης  απόφασης… 2. Η έλλειψη δικαιοδοσίας, η αναρμοδιότητα και η μη νόμιμη  συγκρότηση ή σύνθεση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εξετάζεται από το  δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως…».
  1. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εκτός από τις μνημονευόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 97 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας πλημμέλειες της πρωτόδικης απόφασης (έλλειψη δικαιοδοσίας, αναρμοδιότητα και  μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), τις οποίες το  δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, το δικαστήριο αυτό  εξετάζει μόνο τις αιτιάσεις που προβάλλονται με την έφεση κατά της  πρωτόδικης απόφασης (Σ.τ.Ε. 4664/1984 Ολομ., 953/2009).
  1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής, γιατί παρέλειψε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της συνταγματικότητας του εισοδηματικού περιορισμού που είχε τεθεί με την  παρ. 1 του άρθρου 39 του ν. 2459/1997 σε περίπτωση χορήγησης επιδόματος  τρίτου τέκνου. Όπως προκύπτει όμως από το δικόγραφο της έφεσης, ο  αναιρεσείων Οργανισμός δεν είχε προβάλει με την έφεσή του αιτίαση  αναφερόμενη στο ζήτημα αν νομίμως είχε διακοπεί η καταβολή του ανωτέρω  επιδόματος λόγω του εισοδηματικού περιορισμού της παρ. 1 του άρθρου 39 του  ν. 2459/1997. Συνεπώς, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 97  του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η υπόθεση δεν είχε μεταβιβασθεί κατά το  μέρος αυτό στο διοικητικό εφετείο. Στην περίπτωση, λοιπόν, αυτή το  διοικητικό εφετείο δεν είχε την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το πιο  πάνω ζήτημα (Σ.τ.Ε. 953/2009). Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί  του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως.

 

Χ. Εφαρμογή του άρθρου 97 παρ. 2 ΚΔΔ. Το παραδεκτό της προσφυγής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όχι της και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Αυτεπαγγέλτως εξετάζονται, βεβαίως, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης

ΣτΕ 568/2008

  1. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1679/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή έφεση της ήδη αναιρεσείουσας εταιρίας κατά της 2936/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, μεταρρυθμίσθηκε η απόφαση αυτή και προσδιορίσθηκε το χρεωστικό υπόλοιπο φόρου προστιθέμενης αξίας της αναιρεσείουσας, διαχειριστικής περιόδου 1.1-31.12.1993 στο ποσό των 10.660.945 δραχμών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της 21/15.3.1993 προσωρινής πράξεως προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φορολογίας Ανωνύμων Εταιριών (Φ.Α.Ε.) Πειραιώς, διαχειριστικής περιόδου 1.1-31.12.1993, με την οποία είχε καταλογισθεί σε βάρος της κύριος φόρος 14.619.200 δραχμών και πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβείας 10.233.440 δραχμών.
  1. Επειδή, με τις διατάξεις του Ν.1646/1986 «για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις» (Α 125) μεταφέρθηκαν κατά βάση στο εσωτερικό δίκαιο οι ρυθμίσεις της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49). Με τα άρθρα 1, 2 (όπως εξειδικεύεται στα επόμενα άρθρα) και 23 του εν λόγω νόμου προβλέφθηκε η επιβολή Φ.Π.Α. στις παραδόσεις αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, εφόσον πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία, καθώς και στην εισαγωγή αγαθών στην ελληνική επικράτεια, από τον οποίο ο υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών που έγιναν σε αυτόν καθώς και η εισαγωγή αγαθών που πραγματοποιήθηκε από αυτόν, ενώ στα άρθρα 18 επ. του νόμου προβλέφθηκαν περιπτώσεις απαλλαγών από την υποχρέωση καταβολής Φ.Π.Α.
  1. Επειδή, περαιτέρω, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., Ν. 2717/1999, Α΄97) ορίζονται τα εξής: άρθρο 79. «..». άρθρο 87. «….. ». άρθρο 95. «…». ΄Αρθρο 97. «…..». άρθρο 98. «…..».
  1. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εκτός από τις πλημμέλειες της πρωτόδικης αποφάσεως που μνημονεύονται στην παρ. 2 του άρθρου 97 του Κ.Δ.Δ. (έλλειψη δικαιοδοσίας, αναρμοδιότητα και μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), οι οποίες εξετάζονται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει μόνο τα παράπονα που διατυπώθηκαν κατά της πρωτόδικης αποφάσεως με την έφεση, και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί το διοικητικό εφετείο να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης αποφάσεως, για την οποία δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος εφέσεως, έστω και αν η πλημμέλεια αφορά το παραδεκτό της προσφυγής ή της προβολής λόγου ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου.
  1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση [αναίρεσης] προβάλλεται ότι μη νομίμως η προσβαλλόμενη απόφαση [του Διοικητικού Εφετείου] έκανε δεκτό ισχυρισμό προβληθέντα με το δικόγραφο της εφέσεως της αναιρεσίβλητης, ο οποίος είχε προβληθεί απαραδέκτως το πρώτον δια του υπομνήματός της ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, κατά τον οποίο τα ένδικα αυτοκίνητα εισήχθησαν επονόματι των Ε. και Γ.Μ., από τους οποίους και καταβλήθηκε ο αναλογών Φ.Π.Α., χωρίς η αναιρεσίβλητη να έχει οποιοδήποτε έσοδο από την αγορά και εισαγωγή. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι αφού δεν είχε προβληθεί σχετικός λόγος εφέσεως από το Δημόσιο, το διοικητικό εφετείο δεν μπορούσε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της προβολής του λόγου ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου.

 

ΧΙ. Εφαρμογή του άρθρου 97 παρ. 2 ΚΔΔ – δεν μπορεί το διοικητικό εφετείο να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης, για την οποία δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος έφεσης, έστω και αν η πλημμέλεια αυτή συνίσταται στο ότι έγινε δεκτή προσφυγή που ασκήθηκε απαραδέκτως

ΣτΕ 1776/2005

  1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το κατά νόμο παράβολο …, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 151/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του Δημοσίου και εξαφανίσθηκε η 4961/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή κοινή προσφυγή του αναιρεσείοντος και της ΧΓ και είχε ακυρωθεί η … πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων οικονομικού έτους 1995, η οποία είχε εκδοθεί από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε Θεσσαλονίκης στο όνομα της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία … και με την οποία προσδιορίσθηκαν τα φορολογητέα κέρδη της εξωλογιστικώς στο ποσό των 280.572.249 δρχ., φόρος προσδιορισμού αποτελεσμάτων ύψους 98.200.287 δρχ. και πρόσθετος φόρος (λόγω μη δηλώσεως) 196.400.574 δρχ.
  1. Επειδή, όπως προκύπτει από το κείμενο του δικογράφου της εφέσεως του Δημοσίου, αυτό περιείχε λόγο εφέσεως, με τον οποίο επλήσσετο ειδικώς, δι αναφοράς στα αξιολογηθέντα υπό του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ρητώς κατονομαζόμενα έγγραφα, η αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως σχετικά με την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα την κρίση του δικαστηρίου αυτού ότι το ιδιωτικό συμφωνητικό συστάσεως της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας ήταν πλαστό. Συνεπώς, ορθώς το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι το ως άνω δικόγραφο περιείχε σαφή και συγκεκριμένο λόγο εφέσεως και εχώρησε στην κατ ουσίαν κρίση της υποθέσεως, ο δε περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
  1. Επειδή, στο άρθρο 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α 97) ορίζονται τα εξής: «…..». Εξ άλλου στο άρθρο 97 του ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι «….», στο δε άρθρο 98 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «…..».
  1. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, πέραν των πλημμελειών της πρωτόδικης αποφάσεως που μνημονεύονται στην παρ. 2 του άρθρου 97 του Κ.Δ.Δ. (έλλειψη δικαιοδοσίας, αναρμοδιότητα και μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), οι οποίες εξετάζονται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει μόνον τα παράπονα που διατυπώθηκαν κατά της πρωτόδικης αποφάσεως με την έφεση, και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί το διοικητικό εφετείο να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης αποφάσεως, για την οποία δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος εφέσεως, έστω και αν η πλημμέλεια αυτή συνίσταται στο ότι έγινε δεκτή προσφυγή που ασκήθηκε απαραδέκτως (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 4664/1984, 3842/1999 7μελ., 686/2001, 1461/2002, 975/2003 κ.ά.).
  1. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε, εσφαλμένως, ότι δικαίωμα προσφυγής κατά της πράξεως προσδιορισμού αποτελεσμάτων που εκδόθηκε επ ονόματι της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία … είχαν οι φερόμενοι κατά την πράξη αυτή ως ομόρρυθμοι εταίροι, αν και οι ίδιοι αρνούνταν με το δικόγραφο της προσφυγής την ιδιότητα αυτή, ισχυριζόμενοι ότι ουδεμία σχέση έχουν με την εταιρεία. Η πλημμέλεια όμως αυτή της πρωτόδικης αποφάσεως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, μη προβληθείσα με την έφεση του Δημοσίου, δεν ήταν αυτεπαγγέλτως ληπτέα υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Κατά τη γνώμη όμως της Παρέδρου Σπ. Χρυσικοπούλου, η έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος προς άσκηση προσφυγής κατά της ανωτέρω πράξεως θα έπρεπε να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως κατ αναίρεση, γιατί η εξέταση των προβαλλόμενων λόγων αναίρεσης με τους οποίους αμφισβητείται η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως ομορρύθμου μέλους της πιο πάνω εταιρείας προϋποθέτει επίλυση του παραπάνω ζητήματος, αν δηλαδή ο αναιρεσείων είχε δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της ένδικης πράξης (πρβλ. ΣτΕ 836/2001).

 

Δ. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα στη δίκη της έφεσης (άρθρο 96 ΚΔΔ)

ΧΙΙ. Για το παραδεκτό της προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών στην  κατ` έφεση δίκη, αφορώντων σε κεφάλαια αμφισβητηθέντα στην πρωτόδικη δίκη,  πρέπει να γίνεται επίκληση στην κατ’ έφεση δίκη και των πραγματικών  περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν το δικαιολογημένο της μη προβολής τους πρωτοδίκως

ΣτΕ 3178/2010

  1. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 54/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απερρίφθη έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 1019/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου  Πειραιώς. Με την τελευταία απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή των ιδίων κατά  των …. φύλλων ελέγχου φόρου μεταβιβάσεως ακινήτου του  Προϊσταμένου της ΔΟΥ Γλυφάδας, με τα οποία επιβλήθηκε σε καθέναν απ’ αυτούς  διαφορά φόρου 6.066,4 ευρώ και πρόσθετος φόρος 12.375,4 ευρώ.
  1. Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α’ 256), ορίζει ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον  μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του».
  1. Επειδή, περαιτέρω, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Α’ 97) ορίζει, στο άρθρο 5, ότι «1…. 2. Τα δικαστήρια δεσμεύονται… από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών  δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη…4. Το δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη  το δεδικασμένο και αυτεπαγγέλτως, εφ’ όσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία  της δικογραφίας» και στο άρθρο 96, ότι «1…2. Επιτρέπεται η προβολή στην κατ’  έφεση δίκη νέων πραγματικών ισχυρισμών, εφ’ όσον αφορούν κεφάλαια, τα οποία  είχαν αμφισβητηθεί στην πρωτόδικη δίκη και η μη προβολή τους κατ’ αυτήν  κρίνεται δικαιολογημένη». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως του  άρθρου 96, για το παραδεκτό της προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών στην  κατ` έφεση δίκη, αφορώντων σε κεφάλαια αμφισβητηθέντα στην πρωτόδικη δίκη,  πρέπει να γίνεται επίκληση στην κατ’ έφεση δίκη και των πραγματικών  περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν το δικαιολογημένο της μη προβολής τους  πρωτοδίκως (ΣτΕ 73/2007, 2208-10/2003-πρβλ. ΣτΕ 961/2007, 4169, 1022/2005,  3457/2003).

ΧΙΙΙ. ΄Αρθρα 96 και 97 ΚΔΔ – Ο κατ’ άρθρο 79 (και 97) αυτεπάγγελτος έλεγχος της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης χωρεί στο πλαίσιο των στοιχείων που προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου – Νέοι ισχυρισμοί προβάλλονται κατ’ έφεση μόνον αν, αφενός, αφορούν αμφισβητούμενα κεφάλαια της απόφασης και, αφετέρου, συνοδεύονται από την επίκληση πραγματικών περιστατικών που δικαιολογούν την μη προβολή τους στον πρώτο βαθμό

ΣτΕ 1545/2010

  1. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2549/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του Δημοσίου κατά της 386/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βεροίας  και, περαιτέρω, απερρίφθη η αρχικώς γενομένη δεκτή με την ως άνω πρωτόδικη  απόφαση προσφυγή των ήδη αναιρεσειόντων κατά της …. αρνητικής  απαντήσεως του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Γιαννιτσών επί της …από … δηλώσεώς  τους περί ανακλήσεως της …. δηλώσεώς τους φόρου κληρονομίας.

(…)

  1. Επειδή, …, σύμφωνα με τα άρθρα 79 παρ.1-3 και 97 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο Πρώτο του ν.2717/1999 (Α’ 97) Κώδικα Διοικητικής  Δικονομίας, η νομική πλημμέλεια, η οποία συνεπάγεται την ακύρωση ή την  μεταρρύθμιση της πράξεως της φορολογικής αρχής, ελεγχομένη αυτεπαγγέλτως από  το διοικητικό δικαστήριο, πρέπει να προκύπτει από την ίδια την πράξη ή την  έκθεση ελέγχου, στην οποία στηρίζεται η πράξη αυτή. Περαιτέρω, το  δευτεροβάθμιο δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως την ως άνω νομική πλημμέλεια,  μόνον όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε τον έλεγχο αυτό. Η παράλειψη  του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να λάβει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως την πλημμέλεια  αυτή είναι ελεγκτή κατ’ αναίρεση, μόνον ύστερα από προβολή σχετικού λόγου. Η  πράξη της φορολογικής αρχής και η έκθεση ελέγχου, στην οποία η πράξη αυτή  στηρίζεται, δεν είναι διαδικαστικά έγγραφα και δεν μπορούν να ληφθούν υπ’  όψιν και να εκτιμηθούν από τον αναιρετικό δικαστή. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος  αναιρέσεως μπορεί να έχει ως βάση τους εξής ισχυρισμούς: α) είτε ότι από το  αναφερόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση περιεχόμενο της πράξεως της  φορολογικής αρχής ή της εκθέσεως ελέγχου προκύπτει ότι η πράξη αυτή είναι  νομικώς πλημμελής, β) είτε ότι, αν και ο αναιρεσείων είχε επικαλεσθεί ενώπιον  του δικαστηρίου της ουσίας, έστω και για πρώτη φορά κατ’ έφεση, συγκεκριμένη  νομική πλημμέλεια της πράξεως, η οποία προέκυπτε από το περιεχόμενό της, το  δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψιν την πλημμέλεια αυτή, γ) είτε, τέλος, ότι αν και  ο αναιρεσείων είχε θέσει απλώς υπ’ όψιν του δικαστηρίου της ουσίας, έστω και  με υπόμνημα, το περιεχόμενο της πράξεως της φορολογικής αρχής, το δικαστήριο  δεν έλαβε υπ’ όψιν τη νομική πλημμέλεια της πράξεως, η οποία προέκυπτε από το  περιεχόμενό της (ΣτΕ 2880-1, 279/2009, 3009, 1862/2008, 300/2003 επταμ.). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 96 παρ. 2 του ως άνω  Κώδικα, για το παραδεκτό της προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών στην κατ’ έφεση δίκη, αφορώντων σε κεφάλαια αμφισβητηθέντα στην πρωτόδικη δίκη, πρέπει  να γίνεται επίκληση στην κατ’ έφεση δίκη και των πραγματικών περιστατικών, τα  οποία θεμελιώνουν το δικαιολογημένο της μη προβολής τους πρωτοδίκως (ΣτΕ  73/2007, 2208-10/2003-πρβλ.ΣτΕ 1022/2005, 3457/2003).

 

XIV. Επιτρέπεται η επίκληση και προσαγωγή οψιγενών και οψιφανών αποδεικτικών μέσων στο Εφετείο προς στήριξη τόσο νέων όσο και ήδη προβληθέντων ισχυρισμών, αρκεί η μη προσκόμισή τους πρωτοδίκως να είναι δικαιολογημένη.

ΣτΕ 1848/2008

  1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται κατά το νόμο ατελώς και χωρίς την καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998, Α΄ 31), ζητείται η αναίρεση της 4377/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, εξαφανίσθηκε η 3723/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και ακυρώθηκε η …. απόφαση του αρμοδίου οργάνου του αναιρεσείοντος Οργανισμού, απορριπτική αιτήματος της …. περί απονομής συντάξεως γήρατος.
  1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με την 823/2007 απόφαση του Α΄ Τμήματος προς επίλυση του ζητήματος αν, κατά την έννοια του άρθρου 96 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97), επιτρέπεται επίκληση και προσαγωγή στην κατ΄ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών στοιχείων προς απόδειξη ισχυρισμών που είχαν προβληθεί και πρωτοδίκως.
  1. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση στο ακροατήριο παρά τη μη παράσταση των αναιρεσιβλήτων, εφόσον επιδόθηκαν σ΄ αυτούς νομίμως και εμπροθέσμως αντίγραφα της 823/2007 παραπεμπτικής αποφάσεως του Α΄ Τμήματος και της από 24/9/2007 πράξεως του Προέδρου του Δικαστηρίου περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου της υποθέσεως ενώπιον της Ολομελείας ….
  1. Επειδή, στο άρθρο 96 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, (Α΄ 97), ορίζονται τα ακόλουθα: «….». Εξ άλλου, κατά το άρθρο 151 του ανωτέρω κώδικα: «Το δικαστήριο, με απόφασή του, μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάζει, ύστερα από αίτηση διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, τη συμπλήρωση των αποδείξεων με κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του αποδεικτικό μέσο».
  1. Επειδή, επί του παραπεμφθέντος ζητήματος σχηματίσθηκαν κατά την πρώτη ψηφοφορία τρεις γνώμες. Κατά την πρώτη σχετικώς πλειοψηφήσασα γνώμη, την οποία υποστήριξαν ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Φ. Στεργιόπουλος και οι Σύμβουλοι Αικ. Συγγούνα, Ν. Μαρκουλάκης, Στ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Α. Ντέμσιας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος και Β. Καλαντζή και στην οποία προσχώρησε ο Πάρεδρος Αντ. Σταθάκης, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η επίκληση και προσαγωγή στην κατ΄ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών μέσων επιτρέπεται κατ΄ αρχήν μόνο προς απόδειξη νέων πραγματικών ισχυρισμών, των οποίων η προβολή το πρώτον κατ΄ έφεση ήθελε κριθεί από το δικαστήριο αποχρώντως δικαιολογημένη, όχι δε προς απόδειξη ισχυρισμών που είχαν υποβληθεί και πρωτοδίκως. Επιτρέπεται, όμως, η επίκληση και προσαγωγή το πρώτον κατ΄ έφεση νέων αποδεικτικών μέσων, εφόσον αυτά είναι οψιγενή. Κατά τη δεύτερη γνώμη, την οποία υποστήριξαν οι Σύμβουλοι Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Ρόζος, Αν Γκότσης, Ειρ. Σαρπ, Χρ. Ράμμος, Γ. Παπαγεωργίου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σπ. Μαρκάτης και Δημ. Γρατσίας και στην οποία προσχώρησε ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης, κατά τις ίδιες διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, επίκληση και προσαγωγή στην κατ΄ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών μέσων επιτρέπεται και προς απόδειξη ή απόκρουση πραγματικών ισχυρισμών που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, εφόσον η μη επίκληση και προσαγωγή τους στην πρωτόδικη δίκη κρίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιολογημένη. Κατά την τρίτη άποψη, την οποία υποστήριξαν οι Σύμβουλοι Αθ. Ράντος και Βασ. Γρατσίας, δεν επιτρέπεται στην κατ΄ έφεση δίκη η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων προς απόδειξη ή απόκρουση ισχυρισμών που είχαν προβληθεί και πρωτοδίκως. Απόκειται, πάντως, στην κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και επί ισχυρισμών προβληθέντων πρωτοδίκως να διατάξει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από διάδικο, τη συμπλήρωση των αποδείξεων. Υπό τα δεδομένα αυτά καμία από τις ως άνω τρεις γνώμες δε σχημάτισε απόλυτη πλειοψηφία. Κατόπιν αυτού, και κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 34 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, τα δύο μέλη που υποστήριξαν την ασθενέστερη (τρίτη) γνώμη προσχώρησαν στη δεύτερη, η οποία έτσι έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία των μελών.
  1. Επειδή, μετά την επίλυση του παραπεμφθέντος ζητήματος περί την έννοια των ως άνω διατάξεων, η Ολομέλεια κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Α΄ Τμήμα προς περαιτέρω εκδίκαση.

ΣτΕ 1691/2023

7.… εφόσον … η επίμαχη τεχνική πραγματογνωμοσύνη δεν προσκομίσθηκε προαποδεικτικώς, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να τη συνεκτιμήσει ως αποδεικτικό στοιχείο, οψιγενές ή μη (βλ. ΣτΕ 3132/2014).

ΣτΕ 1086/2023

  1. ….σύμφωνα με το υιοθετούμενο από τον ισχύοντα Κ.Δ.Δ. σύστημα, οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων πρέπει να προβάλλονται πρωτοδίκως, όπως και τα στηρίζοντα αυτούς τους ισχυρισμούς αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να αποφεύγεται η καθυστέρηση της προόδου της δίκης και να προστατεύεται η θέση του αντιδίκου από την αιφνίδια μεταβολή του αντικειμένου της δίκης και την επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών στοιχείων, επί των οποίων πρέπει να τοποθετηθεί, ώστε να αντικρούσει αποτελεσματικά το στρεφόμενο κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα. Κατά την έννοια δε των διατάξεων του άρθρου 96 του Κ.Δ.Δ., ερμηνευόμενων υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), …., επίκληση και προσαγωγή στην κατ’ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών μέσων επιτρέπεται και προς απόδειξη ή απόκρουση πραγματικών ισχυρισμών που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, εφόσον η μη επίκληση και προσαγωγή τους στην πρωτοβάθμια δίκη κρίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιολογημένη (ΣτΕ 2681/20191216/2019839/2016,66/2016, 1982/2012952/20112468/20081848/2008). Επιτρέπεται, πάντως, η επίκληση και προσαγωγή το πρώτον κατ’ έφεση νέων αποδεικτικών μέσων, εφόσον αυτά είναι οψιγενή (ΣτΕ 1226/20193560/201136/20071223/2005579/2003), εφόσον, δηλαδή, έχουν συνταχθεί σε ημερομηνία μεταγενέστερη της πρωτόδικης αποφάσεως ακόμη και αν αφορούν σε απόδειξη ισχυρισμών που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως (ΣτΕ 1226/2019661/20163560/2011). Σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στην ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να διατάξει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από διάδικο, με προδικαστική απόφασή του την συμπλήρωση των αποδείξεων (ΣτΕ 2533/2017661/20161018/20141982/2012952/2011). Εξάλλου, για το παραδεκτό της προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών στην κατ’ έφεση δίκη, πρέπει να γίνεται επίκληση στη δίκη αυτή και των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το δικαιολογημένο της μη προβολής τους πρωτοδίκως (ΣτΕ 1226/20191982/20121763/20113178/20102213/2007).

Ε. Αντέφεση

XV. Μη αυτοτελής αντέφεση

ΣτΕ 248/2010

  1. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση τής 360/2006 αποφάσεως τού Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση τού Ελληνικού Δημοσίου κατά τής 812/2003 αποφάσεως τού Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και απορρίφθηκε η αντέφεση τού αναιρεσείοντος κατά τής αυτής αποφάσεως, μεταρρυθμίσθηκε η απόφαση αυτή και, κατά μερική αποδοχή τής προσφυγής τού αναιρεσείοντος κατά τής … πράξεως τού Προϊσταμένου τού Τελωνείου Κιλκίς, περιορίσθηκε το με την πράξη αυτή επιβληθέν εις βάρος του πολλαπλό τέλος σε 3.377.727 δραχμές (9.912,63 ευρώ), έναντι 5.624.545 δραχμών, που είχε επιβληθεί με την πράξη τής τελωνειακής αρχής. Με την πρωτόδικη απόφαση, το εν λόγω πολλαπλό τέλος είχε περιορισθεί στο ποσό τών 2.251.818 δραχμών (6.608,42 ευρώ).
  1. Επειδή, στο πρώτο εδάφιο τής παραγράφου 1 τού άρθρου 97 τού Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α 97), ορίζεται ότι “Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο περιορίζεται να κρίνει την υπόθεση μέσα στα όρια των αιτιάσεων που προβάλλονται κατά της πρωτόδικης απόφασης”, στο δε άρθρο 100 τού αυτού Κώδικος ορίζεται ότι “1. Αν ασκηθεί έφεση, ο εφεσίβλητος μπορεί, και μετά την πάροδο της προθεσμίας της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση, ακόμη και αν έχει αποδεχτεί την απόφαση ή παραιτηθεί από το δικόγραφο της έφεσης. 2. Με την αντέφεση μπορούν να προβληθούν όλοι οι λόγοι, οι οποίοι μπορούν να προβληθούν και με την έφεση, μόνο όμως μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. 3.. … 4.. … “.
  1. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το οικείο δικόγραφο, το Δημόσιο, με την έφεσή του, αμφισβήτησε την ορθότητα τής πρωτοδίκου αποφάσεως μόνο κατά το μέρος που με αυτήν το επιβληθέν από την τελωνειακή αρχή πολλαπλό τέλος περιορίσθηκε στο διπλάσιο, αντί τού πενταπλασίου τών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων που διέφυγαν, κατά παράβαση τού αρθ. 1 παρ. 9 τού ν. 2443/1996 (Α 265). Συνεπώς, η υπόθεση μεταβιβάσθηκε ενώπιον τού διοικητικού εφετείου μόνο ως προς το ζήτημα τού προσήκοντος προσδιορισμού τής επιβλητέας ποινής. Ως εκ τούτου, οι προβληθέντες με την αντέφεση τού αναιρεσείοντος λόγοι, με τους οποίους ο τελευταίος προέβαλε ότι δεν είχε υποπέσει στην παράβαση που τού αποδόθηκε, νομίμως απερρίφθησαν από το διοικητικό εφετείο, ως απαράδεκτοι, διότι το ζήτημα αυτό (αν πράγματι ο αναιρεσίβλητος είχε υποπέσει στην παράβαση που τού αποδόθηκε) δεν είχε μεταβιβασθεί ενώπιον τού διοικητικού εφετείου με την έφεση τού Δημοσίου και, ως εκ τούτου, ως προς αυτό, η πρωτόδικη απόφαση δεν υπέκειτο σε αντέφεση, αλλά μόνο σε αυτοτελή έφεση. Όμως η αντέφεση τού αναιρεσείοντος δεν είχε ασκηθεί εντός τής κατ’ αρθ. 94 τού Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας προθεσμίας γιά την άσκηση εφέσεως (60 ημέρες από τής επιδόσεως τής πρωτοδίκου αποφάσεως), όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως τής πρωτοδίκου αποφάσεως … και την πράξη καταθέσεως τής αντεφέσεως …. και, συνεπώς, δεν ήταν εξεταστέα, σαν τέτοια. Εν όψει τούτου, ο μόνος προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, καθ’ όσον παρέλειψε να απαντήσει στους προβληθέντες με την αντέφεση ουσιώδεις ισχυρισμούς τού αναιρεσείοντος, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

 

XV. Κατόπιν της αναπομπής της υπόθεσης από το αναιρετικό δικαστήριο στο ΤΔΔ, ο διάδικος δικαιούται να προβεί σε όποια ενέργεια επιτρέπεται μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Μπορεί να ασκήσει μη αυτοτελή αντέφεση, το πρώτον σε αυτό το χρονικό σημείο, όχι όμως και αυτοτελή έφεση, διότι θα έχει παρέλθει η προθεσμία.

ΣτΕ 2752/2007

  1. Επειδή, από το ως άνω άρθρο 57 του π.δ. 18/1989 συνάγεται ότι, αν το Συμβούλιο της Επικρατείας δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως που έχει ασκηθεί ενώπιόν του, εξαφανίσει την προσβαλλόμενη με την αίτηση αυτή δικαστική απόφαση και παραπέμψει περαιτέρω την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, η υπόθεση, συνεπώς δε και οι διάδικοι, ανεξαρτήτως του ειδικότερου λόγου για τον οποίο αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, επανέρχονται στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν από τη συζήτηση, η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως που αναιρέθηκε. Επομένως, οι διάδικοι μπορούν να προβούν ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής σε οποιαδήποτε διαδικαστική ενέργεια, έστω και αν αυτή είναι, κατά το νόμο, επιτρεπτή μόνο μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, διότι, ενόψει των ανωτέρω συνεπειών της αναιρέσεως της δικαστικής αποφάσεως που προσβλήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής δεν είναι νέα, αλλά επέχει θέση πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως αυτής (ΣτΕ 1470/1990 Ολομ.). Συνεπώς, οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής μπορούν, τηρώντας τις δικονομικές προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου 100 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να ασκήσουν αντέφεση και να προβάλουν λόγους, μόνο όμως μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως. (…)
  1. Επειδή, η παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη, διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη, οι διάδικοι μπορούν να ασκήσουν αντέφεση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, τηρώντας τις δικονομικές προϋποθέσεις του άρθρου 100 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Για το λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η 51/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. (…)

ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ (ΑΡΘΡΑ 58-67 ΠΔ 18/1989)

Α. Υποκείμενες σε έφεση αποφάσεις

Ι. Επιτρεπτή η μεταφορά ακυρωτικών υποθέσεων από το ΣτΕ στα ΤΔΔ – Επιτρεπτή η απαγόρευση άσκησης έφεσης (=απονομή αρμοδιότητας κρίσης υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο Διοικητικό Εφετείο) εφόσον πρόκειται για ήσσονος σημασίας υποθέσεις – Διαφορά που σχετίζεται με την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους φοιτητές εκδικάζεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το Διοικητικό Εφετείο.

ΣτΕ Ολ 2659/2008

  1. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 1869/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση του εφεσιβλήτου και ακυρώθηκε η από 31.7.2003 ….απόφαση της Συγκλήτου του εκκαλούντος Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την τελευταία απόφαση είχε αποφασιστεί η ανάκληση του απονεμηθέντος στον εφεσίβλητο πτυχίου του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του εν λόγω Πανεπιστημίου.
  1. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 95 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου β) . . . γ) . . . δ) . . .». Στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του άρθρου αυτού με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84/17.4.2001), ορίζεται ότι «Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως αυτή αντικαταστάθηκε τελικώς με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222/8.10.2001), οι οποίες θεσπίστηκαν μετά την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν, μεταξύ άλλων, « …. δ) την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, υποτρόφους και μετεκπαιδευομένους. … », ενώ, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου 1 του ν. 702/1977, όπως και αυτή αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 1 του ν. 2944/2001, εξακολουθούν να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις ακυρώσεως, οι οποίες όμως δεν σχετίζονται με την ανωτέρω περίπτωση δ΄. Εξ άλλου, η δευτεροβάθμια αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των ως άνω ακυρωτικών διαφορών διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 5Α του ν. 702/1977, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ως άνω ν. 2944/2001 και ορίζει ότι «Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν: α) το διορισμό ή την πρόσληψη ή τη μονιμοποίηση, τη μετάταξη, την επιλογή ή προαγωγή σε θέση προϊσταμένου Τμήματος ή Διεύθυνσης και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων (πολιτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) το διορισμό ή τη μονιμοποίηση των στρατιωτικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων των σωμάτων ασφαλείας, την αποστρατεία τους και την προαγωγή τους στους βαθμούς του Συνταγματάρχη και του Ταξίαρχου ή αντίστοιχους, γ) την εισαγωγή και οριστική απομάκρυνση μαθητών των παραγωγικών σχολών της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου και τις μεταβολές της κατάστασης των έφεδρων αξιωματικών, δ) την εκλογή και γενικά την υπηρεσιακή κατάσταση των λεκτόρων των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (πανεπιστημίων)». ….
  1. Επειδή, η μεταφορά στα διοικητικά δικαστήρια κατηγοριών ακυρωτικών διαφορών, εν προκειμένω δε των διαφορών εκείνων που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της περί φοιτητών εκπαιδευτικής νομοθεσίας, ήταν επιτρεπτή με βάση τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 95 του Συντάγματος όπως ίσχυε πριν από την αναθεώρηση του άρθρου αυτού με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, είχε δε θεσπιστεί ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112), με το οποίο τροποποιήθηκε για πρώτη φορά το άρθρο 1 του ν. 702/1977. Η ως άνω συνταγματική αναθεώρηση επέτρεψε να εξαιρεθούν από την έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εφεξής, ήτοι μετά την θέση σε ισχύ του από 6.4.2001 Ψηφίσματος της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί των ως άνω ακυρωτικών διαφορών, εφόσον πάντως πρόκειται για υποθέσεις ήσσονος σημασίας (Πρακτικά Ολομελείας Σ.τ.Ε. 4/2001, 6/2000 και εισηγητική έκθεση του ν. 2944/2001). Περαιτέρω, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι από τη θέση σε ισχύ του ν. 2944/2001, ήτοι από 8.10.2001, σύμφωνα με το άρθρο 13 αυτού, απόφαση διοικητικού εφετείου επί διαφοράς που αφορά την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους φοιτητές, υπάγεται δηλαδή στην περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, όπως αντικαταστάθηκε, κατά τα ανωτέρω, όχι όμως και σε κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5Α του ιδίου νόμου, δεν υπόκειται σε έφεση, σύμφωνα με τον κανόνα που καθιερώνεται από την πρώτη διάταξη του τελευταίου ως άνω άρθρου (πρβ. Σ.τ.Ε. 735, 736/2008 – Ολομ.). Εξ άλλου, το παραδεκτό της έφεσης επί των κατηγοριών υποθέσεων, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 5Α του ν. 702/1977, κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 77 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, που αποδίδει γενική δικονομική αρχή η οποία αποτυπώνεται και στο άρθρο 24 παρ. 1 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985 – Α΄ 182), το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται κατά τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή δημοσίευσης της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης (ΣτΕ 3407/2001 Ολομ.).
  1. Επειδή, η εκκαλούμενη 1869/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δημοσιεύτηκε στις 27.6.2006, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2944/2001. Οπως προεκτέθηκε, η απόφαση αυτή εκδόθηκε επί διαφοράς που δημιουργήθηκε με την έκδοση της από 31.7.2003 … απόφασης της Συγκλήτου του εκκαλούντος Πανεπιστημίου, με την οποία είχε αποφασιστεί η ανάκληση του απονεμηθέντος στον εφεσίβλητο πτυχίου του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου τούτου, για το λόγο ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε εξεταστεί σε όλα τα προβλεπόμενα μαθήματα και ότι η Διοίκηση είχε παρασυρθεί στη χορήγηση του πτυχίου από απατηλές ενέργειες αυτού. Η διαφορά αυτή αφορά την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους φοιτητές (βλ. άρθρα 25 παρ. 12 ν. 1268/1982 – Α΄ 87, 11 παρ. 4 ν. 5343/1932 – Α΄ 86). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, η αίτηση ακυρώσεως του εφεσιβλήτου ανήκε στην ακυρωτική αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, η απόφαση του οποίου δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες οι σχετικές εφετειακές αποφάσεις εξακολουθούν, κατ’ εξαίρεση, να υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, στρεφόμενη κατά ανέκκλητης απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

ΙΙ. Εκκλητές και ανέκκλητες αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου

ΣτΕ 1610/2012

  1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 1623/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας,υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου,  κατά της …. πράξης της Διεύθυνσης Προσωπικού και Διοικητικής  Οργάνωσης του Υπουργείου Εξωτερικών με την οποία απορρίφθηκε αίτηση περί εντάξεως της  στον κλάδο των μονίμων υπαλλήλων κατά το άρθρο 15 του ν. 2949/2001.
  1. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην επταμελή σύνθεση μετά την 657/2011 παραπεμπτικήαπόφαση του Τμήματος.
  1. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ.1 του ν. 702/1977 ( ΕτΚ Α΄, φ. 268), όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο 29 παρ.1 του ν. 2721/1999 ( ΕτΚ Α’, φ.112) και στη συνέχεια με το άρθρο 1 του ν. 2944/2001 ( ΕτΚ Α΄, φ. 222), ορίζεται ότι: «Στην αρμοδιότητα του  τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων  διοικητικών αρχών που αφορούν: α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των  λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των  οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών  προσώπων δημοσίου δικαίου, β)…». Περαιτέρω με το άρθρο 3 του ν. 2944/2001 προστέθηκε  άρθρο 5 Α στο ν. 702/1977 στο οποίο ορίζεται ότι: «Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που  εκδίδονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου  1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές  που αφορούν: α) το διορισμό ή την πρόσληψη ή τη μονιμοποίηση, τη μετάταξη, την επιλογή ή  προαγωγή σε θέση Προϊσταμένου Τμήματος ή Διεύθυνσης και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης  των υπαλλήλων (πολιτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής  αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου  δικαίου, β) …, γ) …, δ) …». Εξάλλου, στο άρθρο 15 του ν. 2949/2001 ( ΕτΚ Α’, φ. 243) ορίζεται ότι  «Υπάλληλοι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, που υπηρετούν σε αρχές της Εξωτερικής  Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, μπορούν να ενταχθούν στους αντίστοιχους προς τα καθήκοντα τα οποία ασκούν κλάδους που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 52 του Οργανισμού  του Υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2594/1998 και  προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται με την παρούσα διάταξη. Για την ένταξη αυτή απαιτείται:  α) Αίτηση του ενδιαφερόμενου που υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών (3) μηνών  από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. β) Τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 1 του άρθρου  53 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών γενικά προσόντα διορισμού, εκτός από το  ανώτατο όριο ηλικίας, καθώς και τα ειδικά προσόντα του κλάδου στον οποίο εντάσσονται. Ειδικά  για τον κλάδο βοηθητικού προσωπικού δεν απαιτείται η προϋπόθεση της παραγράφου 1 του  άρθρου 123 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών». Στο άρθρο 18 του ίδιου νόμου  ορίζεται ότι η ισχύς ορισμένων άρθρων του, μεταξύ των οποίων και του άρθρου 15, αρχίζει από τη  δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι στις 19.10.2001. Εξάλλου, στο άρθρο 52  του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών ( ν. 2594/1998, ΕτΚ Α’, φ. 62) ορίζεται ότι: «1. Οι  μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εξωτερικών  κατατάσσονται στους εξής κλάδους: α) Διπλωματικός Κλάδος, β)….δ) Κλάδος βοηθητικού  προσωπικού….».
  1. Επειδή, η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2949/2001 υπηρεσιακή μεταβολή της ένταξης υπαλλήλων με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου οι οποίοι υπηρετούν στις αρχές της Εξωτερικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, σε θέσεις μονίμων υπαλλήλων,  αναλύεται αφενός σε λύση της σχέσης ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που αυτοί έχουν  συνάψει με το Δημόσιο και αφετέρου σε διορισμό τους σε θέσεις μονίμων υπαλλήλων σ’ έναν από  τους κλάδους που προβλέπει ο Οργανισμός του Υπουργείου Εξωτερικών. Επομένως, απόφαση του  Διοικητικού Εφετείου που εκδίδεται επί διαφοράς η οποία αναφύεται με την προσβολή, με αίτηση  ακυρώσεως, πράξης που αφορά ένταξη υπαλλήλου υπηρετούντος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στις αρχές της Εξωτερικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών σε  θέση μονίμου υπαλλήλου του ίδιου Υπουργείου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, υπόκειται σε  έφεση ως εμπίπτουσα στην περ. α΄ του άρθρου 5Α του ν. 702/1977 που έχει προστεθεί με το  άρθρο 3 του ν. 2944/2001.

Β. Η προϋπόθεση παραδεκτού του άρθρου 58 παρ. 1 π.δ. 18/1989 (αντίθεση εκκαλουμένης σε προγενέστερη απόφαση/ανυπαρξία νομολογίας)

ΙΙΙ. Ανάδειξη της νομολογίας σε πηγή του δικαίου (μετά τις δικονομικές μεταρρυθμίσεις του ν. 3900/2010): με την προϋπόθεση παραδεκτού που εισήχθη στα άρθρα 53 και 58 π.δ. 18/1989 καθιερώθηκε στην Ελλάδα ο θεσμός του stare decisis, που ισχύει στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο και συνεπάγεται τη δέσμευση του δικαστηρίου από το νομολογιακό του προηγούμενο. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει διότι ο συγκεκριμένος θεσμός έχει ιδιομορφίες που δεν προκύπτουν από τον ν. 3900/2010.

ΣτΕ Ολ 800/2015

  1. Επειδή, ζητείται η εξαφάνιση της 1558/2011 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά της … απόφασης της Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατά το μέρος που με αυτήν διορίστηκαν κατά το σχολικό έτος 2005-2006 εκπαιδευτικοί κλάδου Φυσικής Αγωγής – ΠΕ 11 σε οργανικές θέσεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκτός διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π., από τους εγγεγραμμένους στον ενιαίο πίνακα αναπληρωτών του άρθρου 6 παρ. 2 περ. ββ΄ και 4 του ν. 3255/2004, κατά παράλειψη του εκκαλούντος ο τελευταίος ήταν επιτυχών στο διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. που είχε προκηρυχθεί με την …. προκήρυξη για την κατάρτιση πινάκων διοριστέων εκπαιδευτικών λειτουργών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κατά τα σχολικά έτη 2005-2006 και 2006-2007.

(…)

  1. Επειδή, με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) το εξής εδάφιο: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου». Κατά την έννοια της άνω διάταξης, η προβολή των ισχυρισμών που μνημονεύονται σ’ αυτήν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης και επιτρέπεται μόνο με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης και όχι με δικόγραφο των προσθέτων λόγων ή με υπόμνημα. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται σε κάποια συνταγματική ή άλλη, υπερνομοθετικής ισχύος, διάταξη.
  2. Επειδή, με το δικόγραφο της έφεσης δεν προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της εκκληθείσας απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Και ναι μεν ο εκκαλών προβάλλει με το δικόγραφο της έφεσης ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως, παρά το ότι «για το ίδιο ακριβώς θέμα εξεδόθησαν οι υπ’ αριθμ. 216/2010, 286/2010 και 1816/2010 αλλεπάλληλες ακυρωτικές αποφάσεις από άλλο Τμήμα του ιδίου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα από το Τμήμα ΙΒ΄ του ΔιοικΕφΑθ», δεν προβάλλει όμως, και ότι οι εν λόγω εφετειακές αποφάσεις είναι ανέκκλητες, όπως απαιτεί η μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη διάταξη. Εξ άλλου, με το από 19.3.2013 δικόγραφο προσθέτων λόγων ο εκκαλών προβάλλει ότι, βάσει των άρθρων 20 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., είναι επιτρεπτή η προβολή των ισχυρισμών του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 και με δικόγραφο προσθέτων λόγων,δεδομένου και του ότι η εν λόγω διάταξη αναφέρεται σε «σχετικό δικόγραφο» και όχι σε δικόγραφο της έφεσης, καθώς και του ότι «η νομολογία αποτελεί στο Διοικητικό Δίκαιο κανόνα δικαίου, ο οποίος είναι γνωστός στο Διοικητικό Δικαστή». Οι λόγοι όμως αυτοί είναι αβάσιμοι κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη. Περαιτέρω, με το δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι «με την υπό κρίσιν έφεση τονίστηκε ότι για το ίδιο ακριβώς θέμα εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. 216/2010, 286/2010 και 1816/2010 αντίθετες αποφάσεις από το Τμήμα ΙΒ΄ του ΔιοικΕφΑθ, των οποίων η νομιμότητα δεν έχει μέχρι σήμερα κριθεί» από το Συμβούλιο της Επικρατείας «και άρα επί του θέματος δεν έχει υπάρξει αντίθετη νομολογία» του Δικαστηρίου, όπως επικαλείται ο εκκαλών «και δια του παρόντος» (δικογράφου προσθέτων λόγων) «προς αποφυγήν πάσης αμφιβολίας επί του θέματος». Όμως, κατά τα προεκτεθέντα, οι ισχυρισμοί αυτοί απαραδέκτως προβάλλονται το πρώτον με το δικόγραφο προσθέτων λόγων. Συνεπώς, η έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

ΣτΕ 4666/2015 και  1275/2020 7μ

  1. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 2117/2013 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση ακύρωσης του εφεσιβλήτου ΓΚ ιατρού, υποψήφιου για μια θέση Διευθυντή Καρδιολογίας στο Γενικό Νοσοκομείο (ΓΝ) Ν. Ιωνίας Κωνσταντοπούλειο, κατά της …. απόφασης, με την οποία διορίσθηκε στη θέση αυτή ο εκκαλών …… κατά παράλειψή του.
  1. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) προστέθηκε νέο εδάφιο με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), στο οποίο ορίζεται ότι: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου». Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ως ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων με το δικόγραφο της έφεσης απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου αυτής, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται σε συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, αναγόμενο στην ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση και η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της υπόθεσης (ΣΕ 1118, 1150, 1450, 3734, 3997/2015, 1218, 4592, 4961/2014, 706/2013). Εξάλλου, για να κριθεί αν παραδεκτώς ασκείται η έφεση, ο εκκαλών πρέπει να προβάλει απαραιτήτως με το εισαγωγικό δικόγραφο αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, με τους οποίους και πρέπει να καθορίζεται ποιο είναι το επίμαχο νομικό ζήτημα που κρίθηκε, περαιτέρω δε, να επικαλείται κατά τρόπο συγκεκριμένο, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της υποθέσεως, είτε έλλειψη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε αντίθεση της εκκαλουμένης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣΕ 1118, 2125, 3734, 3997/2015, ΣΕ 1278, 2646/2013 σε συμβούλιο). Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς (ΣΕ 1118, 3734, 3997/2015, 3578, 4588, 4931/2014) και το κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών (ΣΕ 3316/2015, 3578, 4588, 4931/2014).
  1. Επειδή, προβάλλεται ότι το Διοικητικό Εφετείο εξέτασε λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν προβλήθηκε από τον αιτούντα και ο οποίος δεν ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι το Διοικητικό Εφετείο έκρινε αυτεπαγγέλτως ότι κατά πλάνη περί τα πράγματα δεν υπολογίστηκε ένα έτος υπηρεσίας του αιτούντος «στην Πανεπιστημιακή Κλινική Hammersmith του Λονδίνου από τον Φεβρουάριο 1987 έως τον Ιανουάριο 1988, ενώ όπως προκύπτει από το βιογραφικό του αιτούντος, το … πιστοποιητικό του Τζάνειου Νοσοκομείου και την από … βεβαίωση της ιατρού Καρδιολόγου του Νοσοκομείου Hammersmith, που προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση του Υπουργείου Εξωτερικών, ο αιτών αμέσως μετά το διορισμό του στο Τζάνειο, το Φεβρουάριο του 1987 πήρε εκπαιδευτική άδεια και εργάστηκε στο Νοσοκομείο Hammersmith του Λονδίνου από το Φεβρουάριο του 1987 έως τον Ιανουάριο του 1988». Κατά τον εκκαλούντα, η πλάνη περί τα πράγματα ελέγχεται μόνον ύστερα από προβολή ειδικού και ορισμένου λόγου ακύρωσης. Σχετικά ο εκκαλών επικαλείται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία δεν ακολούθησε εν προκειμένω το Διοικητικό Εφετείο, και συγκεκριμένα τις αποφάσεις ΣΕ 1444/2004, 2924/1983, 28/1987, 1720/1977, 662/1978, 2187/1984. Όμως, οι ανωτέρω αποφάσεις που μνημονεύονται στο δικόγραφο της έφεσης δεν αφορούν στο νομικό ζήτημα ως προς το οποίο προβάλλεται αντίθεση της εκκαλούμενης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, το ζήτημα της μη δυνατότητας αυτεπάγγελτου ελέγχου από το δικαστήριο σφάλματος της Διοίκησης που ανάγεται σε πλάνη περί τα πράγματα αναφέρεται σε γενική δικονομική αρχή που είναι παγκοίνως γνωστή και, συνεπώς, παρέλκει η ειδική επίκληση σχετικής νομολογίας. Συνεπώς, ο οικείος λόγος έφεσης προβάλλεται παραδεκτώς. Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Γ. Ποταμιά και του Παρέδρου Γ. Ζιάμου, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί αντίθεσης της εκκαλούμενης απόφασης προς νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την οποία δεν ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο λόγος ακύρωσης που αναφέρεται σε πλάνη περί τα πράγματα δεν ικανοποιεί τους όρους της παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, καθώς οι αποφάσεις που μνημονεύονται από τον εκκαλούντα δεν αφορούν στο επίμαχο νομικό ζήτημα. Συνεπώς, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας του πιο πάνω ζητήματος, το Τμήμα με την παρούσα σύνθεσή του, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατά το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεσή του.

Στην απόφαση ΣτΕ 1275/2020, το Δικαστήριο υιοθέτησε τη γνώμη της μειοψηφίας, δεχόμενο ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου που μνημονεύονται στο δικόγραφο της έφεσης δεν αφορούν στο νομικό ζήτημα ως προς το οποίο προβάλλεται αντίθεση της εκκαλούμενης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος προβάλλεται απαραδέκτως και πρέπει να απορριφθεί.

ΣτΕ 3276/2017 (άμβλυνση της αυστηρότητας ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης της αντίθεσης προς ή της έλλειψης προηγούμενης νομολογίας)

  1. Επειδή, το κρίσιμο εν προκειμένω νομικό ζήτημα, ήτοι η αρνητική υπέρβαση δικαιοδοσίας, εξειδικεύεται μέσω των πραγματικών δεδομένων κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης, συνεπώς, ζήτημα νομολογιακού προηγουμένου, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, μπορεί να τεθεί μόνον αν έχει επιλυθεί από το δικαστήριο υπόθεση υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά διότι μόνο στην περίπτωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για το ίδιο νομικό ζήτημα. Δεδομένου, όμως, ότι δεν προκύπτει ότι υφίσταται νομολογία ως προς την κρίσιμη έννοια της αρνητικής υπέρβασης δικαιοδοσίας υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά, ο ισχυρισμός περί του παραδεκτού του μοναδικού ως άνω λόγου εφέσεως είναι από την άποψη αυτή βάσιμος, ο δε σχετικός μοναδικός λόγος εφέσεως προβάλλεται παραδεκτώς (πρβλ. ΣτΕ 4666/2015266/2014).

ΣτΕ 1278/2019 (επίσης ΣτΕ 1419/2023, σκέψη 3, 1079/2021, 999/2021)

  1. Επειδή, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, η οποία επαναλήφθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, Α.Π., Ελ Σ) ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. (ΣτΕ 2706/20162948/20164398/2015). Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και το κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών. Εξάλλου, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, αλλά μόνον εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως αν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση(ΣτΕ 2706/20162948/20164398/2015). Περαιτέρω, εφόσον στο εισαγωγικό δικόγραφο είτε δεν υπάρχουν είτε δεν προβάλλονται παραδεκτώς ή βασίμως ισχυρισμοί προς άρση του απαραδέκτου των προβαλλομένων με το δικόγραφο αυτό λόγων έφεσης, η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί με την εκ των υστέρων προβολή τέτοιων ισχυρισμών με άλλο δικόγραφο του εκκαλούντος(ΣτΕ 2995/2017334/201499/2014), το δε ένδικο μέσο ασκείται απαραδέκτως. Εξάλλου, κατά την μνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016, είναι δυνατή η έγγραφη γνωστοποίηση αποφάσεων, υπό την προϋπόθεση όμως της προβολής, με το εισαγωγικό δικόγραφο, παραδεκτού και ορισμένου ισχυρισμού για αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία, σε συμπλήρωση του οποίου είναι επιτρεπτή η εν λόγω γνωστοποίηση αποφάσεων έως τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο. Τέλος, όπως έχει κριθεί, (ΣτΕ 1897/20171591/20174588/20144482/2013379/2013), η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, ενόψει του περιεχομένου της που δεν αποκλείει κατηγορίες υποθέσεων από τη δυνατότητα προσβολής τους με το ένδικο μέσο της εφέσεως, αλλά περιορίζει το παραδεκτό των προβαλλόμενων με το ένδικο αυτό μέσο λόγων σε ορισμένες περιπτώσεις και ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού της ρύθμισης, ο οποίος αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και την αποθάρρυνση της ασκήσεως ενδίκων μέσων που δεν θέτουν σημαντικά νομικά ζητήματα, δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ή σε άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή ούτε στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256).

ΣτΕ 71/2016

  1. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 829/2014 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθησαν, κατόπιν συνεκδικάσεως, αιτήσεις ακυρώσεως των ήδη εκκαλούντων (εκ των οποίων η δεύτερη είναι σύζυγος του πρώτου) κατά α) της υπ’αριθμ. … αποφάσεως της Νομαρχίας Αθηνών, με την οποία ανακλήθηκε η υπ’ αριθμ. …. πράξη της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής περί εγγραφής του πρώτου των εκκαλούντων ως αδηλώτου στα μητρώα αρρένων του Δήμου Αγίας Παρασκευής και β) της υπ’ αριθμ. … αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία απερρίφθη προσφυγή των εκκαλούντων κατά της προαναφερθείσης ανακλητικής πράξεως.
  1. Επειδή, με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) προστέθηκε στην παρ.1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) το εξής εδάφιο : «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ως ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων με το δικόγραφο της εφέσεως απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου των προβαλλομένων με αυτήν λόγων, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται σε συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, αναγόμενο στην ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση και η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της υποθέσεως (ΣτΕ 3481/2015, 3224/2015, 1986/2015, 1928/2015). Εξ άλλου, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο, κατά την έννοια της ιδίας ως άνω διατάξεως, δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινομένης υποθέσεως, αλλά εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής δυναμένης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως αν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (βλ. ΣτΕ 3578/2014).… Η δε εκτίμηση από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο του περιεχομένου της ένδικης ανακλητικής πράξεως και η κρίση σχετικά με τη νομιμότητα και την επάρκεια των αιτιολογικών βάσεων που διαλαμβάνονται στην πράξη αυτή, ανάγονται στην εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου της συγκεκριμένης υποθέσεως και δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν αντίθεση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Δικαστηρίου ως προς κριθέν νομικό ζήτημα, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ.2 του ν.3900/2010 (58 παρ.1 του π.δ. 18/1989), όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες. Συνεπώς, όλοι οι λόγοι εφέσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η ορθότητα της σχετικής κρίσεως του Διοικητικού Εφετείου, προβάλλονται απαραδέκτως.…. Με την κρινομένη έφεση οι εκκαλούντες αμφισβητούν την ορθότητα της κρίσεως του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου ότι στην περίπτωσή τους δεν σημειώθηκε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου, εντός του οποίου είναι επιτρεπτή η ανάκληση των παρανόμων ατομικών διοικητικών πράξεων. Ισχυρίζονται δε οι εκκαλούντες ότι η κρίση αυτή έρχεται σε αντίθεση με αποφάσεις του Δικαστηρίου, καθώς και ότι η εκκαλουμένη έσφαλε, διότι, μολονότι στις σκέψεις της γίνεται παραπομπή σε πρόσφατη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου (και, συγκεκριμένα, στις αποφάσεις ΣτΕ 2204/2012, 2338/2013), το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως «σε λανθασμένους κανόνες και διαφορετικά διατακτικά ετέρων αποφάσεων». Ειδικότερα, οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι στην δική τους περίπτωση, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις που είχαν απασχολήσει τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν διαπιστώθηκε χρήση πλαστών δικαιολογητικών, περαιτέρω δε προβάλλουν ότι η κρίση του Διοικητικού Εφετείου ότι η οικογένεια των εκκαλούντων δεν έχει αναπτύξει βιοτικές σχέσεις στην Ελλάδα στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των στοιχείων της υποθέσεως που αφορούσαν τις προσωπικές τους συνθήκες. Με τους ανωτέρω ισχυρισμούς των εκκαλούντων, όμως, δεν γίνεται επίκληση αντιθέσεως των σχετικών σκέψεων της εκκαλουμένης αποφάσεως, ως προς το συγκεκριμένο κριθέν νομικό ζήτημα, προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά αμφισβητείται η ορθότητα της εκτιμήσεως των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο. Ούτε προβάλλεται, άλλωστε, από τους εκκαλούντες, με το δικόγραφο της εφέσεως, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ότι επί του ανωτέρω νομικού ζητήματος [του ζητήματος, δηλαδή, του ευλόγου χρόνου ανακλήσεως, όπως αυτό τίθεται εν όψει των νομικών και πραγματικών δεδομένων της υποθέσεως], δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σχετικός δε ισχυρισμός των εκκαλούντων απαραδέκτως προβάλλεται με το από 12.10.2015 υπόμνημα καθώς και με το από 23.10.2015 υπόμνημα που κατετέθη μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, εντός της χορηγηθείσης από το Δικαστήριο προθεσμίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως επί του νομικού ζητήματος του ευλόγου χρόνου ανακλήσεως υπό τα νομικά και πραγματικά δεδομένα της υποθέσεως, όπως αυτά έγιναν δεκτά από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, το οποίο έκρινε αφενός μεν ότι και στην συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστώθηκε χρήση πλαστών δικαιολογητικών, αφετέρου δε ότι δεν προέκυπτε ότι η οικογένεια των εκκαλούντων είχε αναπτύξει τέτοιες βιοτικές σχέσεις στην Ελλάδα, οι οποίες θα εκώλυαν την ανάκληση πράξεως συνδεομένης με την διαπίστωση της ελληνικής ιθαγένειας, είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και, συγκεκριμένα, με τις αποφάσεις, στις οποίες γίνεται παραπομπή στην εκκαλουμένη (ΣτΕ 2204/2012, 2338/2013) και με τις οποίες κρίθηκε το ως άνω νομικό ζήτημα υπό ουσιωδώς παρεμφερή νομικά και πραγματικά δεδομένα. Συνεπώς, δεν θεμελιώνεται, κατ’ άρθρο 2 παρ.2 του ν. 3900/2010 (58 παρ.1 του π.δ. 18/1989), το παραδεκτό της προβολής των ως άνω λόγων εφέσεως.
  1. Επειδή, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι η κρίση της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν σημειώθηκε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου, εντός του οποίου είναι δυνατή η ανάκληση των παρανόμων διοικητικών πράξεων, έρχεται σε αντίθεση με σειρά αποφάσεων της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες αφορούσαν την περίπτωση των εκκαλούντων και συναφείς περιπτώσεις μελών της ίδιας οικογένειας (Ε.Α. 294, 297-307/2010) και με τις οποίες είχε κριθεί ότι μεταξύ της εγγραφής στα μητρώα αρρένων των εν λόγω προσώπων και της ανακλήσεως της εγγραφής αυτής μεσολάβησε «εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα». Για την θεμελίωση, όμως, αντιθέσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ.2 του ν. 3900/2010 (58 παρ.1 του π.δ. 18/1989), απαιτείται η επίκληση αποφάσεων δικαστικού σχηματισμού του Δικαστηρίου. Δεν είναι δυνατόν δε να στοιχειοθετηθεί τέτοια αντίθεση με την επίκληση των προαναφερθεισών αποφάσεων της Επιτροπής Αναστολών, με τις οποίες δεν επιλύθηκε το κριθέν με την εκκαλουμένη απόφαση νομικό ζήτημα, το ζήτημα, δηλαδή, του ευλόγου χρόνου για την εφαρμογή των γενικών αρχών που διέπουν την ανάκληση των παρανόμων διοικητικών πράξεων, αλλά έγινε πιθανολόγηση της βλάβης που ήταν δυνατόν να προκληθεί στα θιγόμενα πρόσωπα από την άμεση εκτέλεση των πράξεων περί διαγραφής από τα μητρώα αρρένων.
  1. Επειδή, οι εκκαλούντες επικαλούνται, επίσης, αντίθεση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς την 602/2003 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτό ότι όταν έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος, εντός του οποίου είναι, κατά τις γενικές αρχές του δικαίου, δυνατή η ανάκληση των παρανόμων πράξεων της Διοικήσεως, χωρίς να έχει κοινοποιηθεί στον διοικούμενο η ανακλητική πράξη και χωρίς να έχει λάβει γνώση της, η μετά τον χρόνο αυτό κοινοποίηση ή γνώση της ανακλητικής πράξεως, που τυχόν εξεδόθη εντός του ευλόγου χρόνου, έχει ως συνέπεια αυτή να αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της έναντι του καλόπιστου τούτου διοικουμένου σε χρόνο που αποδοκιμάζουν οι ως άνω γενικές αρχές. Με την εκκαλουμένη απόφαση, όμως, κρίθηκε, όπως έχει εκτεθεί ανωτέρω, ότι, παρά το γεγονός ότι δεν προκύπτει κοινοποίηση της ένδικης από 14.4.2009 ανακλητικής αποφάσεως στον πρώτο των εκκαλούντων ή γνώση της πράξεως αυτής εκ μέρους του σε χρόνο προγενέστερο της ασκήσεως της από 14.7.2009 αιτήσεως ακυρώσεώς του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ως άνω ανακλητική πράξη άρχισε να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι αυτού σε χρόνο πέραν του ευλόγου, τούτο δε κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Τα ως άνω γενόμενα δεκτά με την εκκαλουμένη απόφαση δεν έρχονται σε αντίθεση με την 602/2003 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς το κριθέν με την απόφαση αυτή νομικό ζήτημα, το γεγονός δε ότι στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι δεν σημειώθηκε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου ανάγεται στην υπαγωγή στον εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, τα οποία, βεβαίως, διέφεραν ουσιωδώς από εκείνα της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η 602/2003 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων περί αντιθέσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως προς την 602/2003 απόφαση του Δικαστηρίου είναι απορριπτέος.

Γ. Προθεσμία

Η καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση της ακυρωτικής έφεσης δεν αναστέλλεται ούτε είναι δεκτική παρεκτάσεως για τον διαμένοντα στην αλλοδαπή – διαφορετική ρύθμιση του π.δ. 18/1989 σε σχέση με τον ΚΔΔ/μίας ως προς τη διάρκεια της καταχρηστικής προθεσμίας (1 έτος στην ακυρωτική έφεση, 3 στην έφεση ουσίας)

ΣτΕ Ολ 1780/2006

  1. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της υπ` αριθ. 1257/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος, υπαλλήλου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, του κλάδου ΠΕ Τοπογράφων Μηχανικών, κατά της υπ` αριθμ. …. αποφάσεως του Νομάρχη Κυκλάδων, κατά το μέρος που με αυτήν τοποθετήθηκε ως προϊστάμενος του Τμήματος Συγκοινωνιακών και Κτιριακών Έργων της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων κατά παράλειψη αυτού, ο ……………., υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Πολιτικών Μηχανικών.
  1. Επειδή, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ` αριθμ. 417/2005 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενόψει του ανακύψαντος ζητήματος αν προς άσκηση εφέσεως χωρεί αναστολή της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 702/1977 κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.
  1. Επειδή, με το άρθρο 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου (Κ.Δ. από 26.6- 10.7.1944, Α΄ 139) ορίστηκε ότι : «Εις πάσας τας δίκας του Δημοσίου ουδεμία απολύτως τρέχει κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών προθεσμία εις βάρος του Δημοσίου .…. πάσα δε τοιαύτη προθεσμία, αρξαμένη προ των διακοπών, ως και η εξέτασις των μαρτύρων, αναστέλλονται κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών…», οι δε δικαστικές διακοπές, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών» (Α΄ 35), αρχίζουν την 1η Ιουλίου και λήγουν την 15η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους. Με την παρ. 4 του άρθρου 22 του Ν. 1868/1989 (Α΄ 230) ορίστηκε, περαιτέρω, ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 11 του από 26.6- 10.7.1944 Κ.Δ/τος, η οποία ίσχυε αρχικώς μόνο για τις πολιτικές δίκες και, συνεπώς, όχι για τα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ασκούμενα ένδικα μέσα και βοηθήματα (ΣτΕ Ολομ. 3508/1979), εφαρμόζεται και στις υποθέσεις δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, με την παρ. 1α του άρθρου 4 του Ν. 2479/1997 (Α΄ 67) ορίζεται ότι: «Οι προθεσμίες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από της 1ης έως 31ης Αυγούστου. Δεν θίγεται η ισχύουσα νομοθεσία που αφορά τις προθεσμίες του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης». Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ του Δημοσίου έναντι των ιδιωτών διαδίκων, όσον αφορά στη διάρκεια της αναστολής των εις βάρος τους προθεσμιών κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Ειδικότερα, για μεν το Δημόσιο ορίζεται ότι δεν τρέχει καμία προθεσμία εις βάρος του καθ΄ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (από 1-7 έως 15-9), ενώ για τους ιδιώτες διαδίκους η εν λόγω αναστολή προθεσμιών χωρεί μόνον κατά τη διάρκεια του Αυγούστου (από 1-31). Οι ανωτέρω ρυθμίσεις, κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται εις βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρες, ως αντικείμενες στην αρχή της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, για την αποκατάσταση της οποίας η αναστολή των προθεσμιών καθ΄ όλη την διάρκεια των δικαστικών διακοπών ισχύει και για τα ασκούμενα από τους ιδιώτες διαδίκους ένδικα μέσα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2807, 2808/2002, Ολομ.). Τέλος, στο άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 58 παρ. 3 του π. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), ορίζονται τα εξής: «΄Εφεση μπορούν να ασκήσουν οι κατά την πρωτόδικη ακυρωτική δίκη διάδικοι, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από της επομένη της ημέρας που κοινοποιήθηκε η απόφαση με επιμέλεια του διαδίκου και πάντως μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευσή της».
  1. Επειδή, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 702/1977, η ετήσια προθεσμία για άσκηση εφέσεως που αρχίζει από την επομένη της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου λήγει οπωσδήποτε, όταν παρέλθει έτος από την αφετηρία της προθεσμίας αυτής και δεν είναι δεκτική ούτε αναστολής, ούτε παρεκτάσεως για τον ασκούντα το ένδικο αυτό μέσο που διαμένει στην αλλοδαπή. Τούτο δε διότι η αναστολή δεν συμβιβάζεται με τη φύση της εν λόγω προθεσμίας, η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο, μέχρι το οποίο είναι κατά νόμο δυνατή η άσκηση εφέσεως και η οποία θεσπίσθηκε, προκειμένου να διαφυλαχθεί η σταθερότητα στις σχέσεις Διοίκησης και διοικουμένων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την έκδοση της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου επί της αιτήσεως ακυρώσεως (βλ. και ΣτΕ 1755/2000, 3398/1998 κ.α.). Για τον ίδιο λόγο η ως άνω ετήσια προθεσμία για άσκηση εφέσεως δεν αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, είτε έχει αρχίσει πριν από αυτές, είτε κατά τη διάρκειά τους (όταν η δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως γίνεται από 1-7 έως 15-9), εφόσον μάλιστα η διάταξη του άρθρου 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου που προβλέπει την αναστολή δεν διακρίνει σχετικώς, η δε αναστολή των προθεσμιών που προβλέπεται από την τελευταία αυτή διάταξη για τα ασκούμενα από το Δημόσιο ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα, η οποία ισχύει και για τα ασκούμενα από τους ιδιώτες ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα, αναφέρεται μόνον, όσον αφορά στην έφεση, στην 60νθήμερη προθεσμία από τη κοινοποίηση της εκκαλουμένης αποφάσεως και όχι και στην ετήσια προθεσμία από τη δημοσίευση αυτής. Τούτο, εξ άλλου, επαληθεύεται και από το γεγονός ότι στην περίπτωση της ετήσιας προθεσμίας δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος της θέσπισης της αναστολής, που είναι να μην υπάρχει κίνδυνος να απολέσουν την σύντομη (60νθήμερη) προθεσμία από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης αποφάσεως οι διάδικοι, όταν κατά τη διάρκειά της μεσολαβεί περίοδος δικαστικών διακοπών, οι οποίες συμπίπτουν με την περίοδο των θερινών διακοπών. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων …………., ……….., …………., ………….. και …………, από την αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 11 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου, που ορίζει ότι «ουδεμία απολύτως τρέχει κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών προθεσμία», και το οποίο αφορά σε όλα τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, τα οποία ανήκουν στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας και εφαρμόζεται, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, για τους ιδιώτες διαδίκους, συνάγεται ότι, εφόσον στο άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 702/1977, που διέπει τα της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν περιέχεται ρητή περί του αντιθέτου πρόβλεψη, ειδικώς σε ότι αφορά στην ετήσια προθεσμία της εφέσεως, και η προθεσμία αυτή αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, όταν η δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως λάβει χώρα κατά το χρονικό αυτό διάστημα (από 1-7 έως 15-9).
  1. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλουμένη απόφαση, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα σ’ αυτήν, δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 3-7-2000, η δε κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά στις 12.7.2001, δηλαδή μετά την πάροδο της ετήσιας προθεσμίας που τάσσει η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 702/1977 και, συνεπώς, η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε εκπροθέσμως, αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, δεν χωρεί αναστολή της προθεσμίας αυτής κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Πρέπει, επομένως, για το λόγο αυτό, ο οποίος ερευνάται αυτεπαγγέλτως, η έφεση αυτή να απορριφθεί, ως απαράδεκτη.

Βλ. ΣτΕ 369/2010 (έτσι και ΣτΕ 944/2010, 3091/2014):

« (…) η εκκαλούσα προβάλλει, με το από 18.3.2009 υπόμνημά της, ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ.2 του ν. 702/1977 αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει την αρχή της ισότητας, εφόσον προβλέπει διαφορετική δικονομική μεταχείριση των διαδίκων σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 94 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (…) και στο άρθρο 518 παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (…) που προβλέπουν ως ανώτατο χρονικό όριο για την άσκηση έφεσης την τριετία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Τα προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα διότι ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να ορίζει διαφορετική προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων στις ακυρωτικές διαφορές σε σχέση με τις διοικητικές διαφορές ουσίας καθώς και με τις διαφορές του ιδιωτικού δικαίου λόγω της φύσης των ακυρωτικών διαφορών και της ανάγκης για διαφύλαξη της σταθερότητας των σχέσεων διοίκησης και διοικουμένων. Η ως άνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 702/1977 δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία έχει κυρωθεί με το ν.δ. 53/1974 (…), όπως αβασίμως προβάλλει η εκκαλούσα με το ως άνω υπόμνημά της, διότι η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη ετήσια προθεσμία παρέχει ικανό χρονικό περιθώριο στους διαδίκους για την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης, ενόψει και του ευλόγου ενδιαφέροντός τους για την πορεία της υπόθεσής τους.»

Δ. Πρόσωπα που δικαιούνται να ασκήσουν έφεση

Ζητήματα επιδόσεων

ΣτΕ 238/2008

  1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο καταβολή τελών και παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της 435/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως του εφεσίβλητου, καθηγητή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ακυρώθηκε η 28/28.1.1997 πράξη του προϊσταμένου του Γραφείου Τ.Ε.Ε. της Α΄ Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του να αναγνωρισθεί προϋπηρεσία του 11 ετών, 8 μηνών και 24 ημερών στον Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας για τη μισθολογική του εξέλιξη, σύμφωνα με το άρθρο 59 του ν. 2413/1996.

….

  1. Επειδή, στο άρθρο 21 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται τα εξής : «1. Με εντολή του Προέδρου κοινοποιούνται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις επόμενες παραγράφους, αντίγραφο του δικογράφου του ενδίκου μέσου με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης και αντίγραφο της πράξης που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο. Η κοινοποίηση γίνεται με επιμέλεια της Γραμματείας είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ο Πρόεδρος έχει δικαίωμα να κάνει σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση κατεπείγοντος. 2. α) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης διοικητικής αρχής, η κοινοποίηση γίνεται προς τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος επέχει θέση διαδίκου είτε η πράξη εκδόθηκε από τον ίδιο, είτε από αρχή που υπόκειται σε αυτόν. β) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η κοινοποίηση γίνεται προς αυτό, το οποίο καθίσταται κύριος διάδικος. Κοινοποιείται επίσης στον υπουργό που το εποπτεύει, ο οποίος μπορεί να παρέμβει στο ακροατήριο και χωρίς να καταθέσει δικόγραφο παρέμβασης, είτε υπέρ, είτε κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. γ) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία εγκρίθηκε με πράξη του οργάνου που ασκεί εποπτεία, η κοινοποίηση γίνεται και προς το νομικό πρόσωπο και προς τον αρμόδιο κατά το εδάφιο α΄ υπουργό. Κύριοι διάδικοι καθίστανται και οι δύο. . . . δ) . . .6. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, αν οι διάδικοι παρίστανται και δεν αντιλέγουν, το Δικαστήριο χωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί ως προς αυτούς οι διατάξεις του παρόντος άρθρου για τις κοινοποιήσεις». Στο άρθρο 28 του ίδιου διατάγματος ορίζεται ότι : «Σε κάθε περίπτωση, εφόσον έγιναν οι κατά το παρόν κοινοποιήσεις, η υπόθεση συζητείται και εκδίδεται απόφαση ακόμη και αν δεν παρίστανται οι διάδικοι». Ενώ, στο άρθρο 58 παρ. 3 του ιδίου διατάγματος ορίζεται ότι: «Εφεση μπορούν να ασκήσουν οι κατά την πρωτόδικη ακυρωτική δίκη διάδικοι, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που κοινοποιήθηκε η απόφαση με επιμέλεια του διαδίκου και πάντως μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευσή της». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268) ορίζεται ότι : «Ενώπιον των διοικητικών εφετείων, δικαζόντων κατά τον παρόντα νόμον επί αιτήσεων ακυρώσεως, εφαρμόζονται αναλόγως αι αφορώσαι εις το ένδικον τούτο μέσον διατάξεις του Ν.Δ. 170/1973 «περί του Συμβουλίου της Επικρατείας», ως εκάστοτε ισχύουν . . .». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για την εκδίκαση αίτησης ακυρώσεως, η οποία ασκείται κατά πράξης διοικητικής αρχής, πρέπει να κοινοποιούνται, με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου, αντίγραφο της αίτησης με μνεία της χρονολογίας καταθέσεως καθώς και αντίγραφο της κατά το άρθρο 20 πράξης του Προέδρου περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου, είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο προς τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος επέχει θέση διαδίκου εφόσον η πράξη εκδόθηκε από τον ίδιο είτε από αρχή που υπόκειται σ’ αυτόν ή προς το αρμόδιο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, εφόσον η αρχή που εξέδωσε την πράξη υπόκειται σ’ αυτό. Αν δεν τηρηθεί η προδικασία αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υποθέσεως και αναβάλλεται η εκδίκασή της για νέα δικάσιμο. Εξάλλου, έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δύναται, κατ’ αρχήν, να ασκήσει μόνον ο διάδικος ο οποίος παρέστη κατά την ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου πρωτόδικη ακυρωτική δίκη. Περαιτέρω, όταν ως διάδικος ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου είχε παραστεί αναρμόδιος υπουργός ή αναρμόδιο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, χωρίς να αποβληθεί, παρ’ όλο ότι δεν ήταν κατά το νόμο διάδικος, νομιμοποιείται και ο υπουργός αυτός ή το νομικό αυτό πρόσωπο, αν ηττήθηκε, να ασκήσει έφεση. Η έφεσή του, όμως στην περίπτωση αυτή, οδηγεί ασχέτως των προβαλλομένων λόγων, στην από μέρους του Συμβουλίου της Επικρατείας έρευνα, και μάλιστα αυτεπαγγέλτως, ενός μόνο ζητήματος: αν ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου είχε ή όχι νομίμως κληθεί από το Διοικητικό Εφετείο, να λάβει μέρος στην πρωτόδικη ακυρωτική δίκη, κατά τα ανωτέρω οριζόμενα στα άρθρα 21 και 28 του π.δ. 18/1989, που εφαρμόζονται στη διαδικασία αυτή. Αν διαπιστωθεί ότι ο αρμόδιος υπουργός ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν είχε κληθεί ή δεν είχε κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται και η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, προκειμένου να κοινοποιηθεί αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, με μνεία της νέας δικασίμου, στον αρμόδιο υπουργό ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ώστε αφού τηρηθεί η νόμιμη προδικασία, να δοθεί στον υπουργό ή το νομικό αυτό πρόσωπο η δυνατότητα να παραστεί στη νέα συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, (βλ. ΣτΕ 1665, 3852/2005, 2878/2003, 956/2002, 802/1999, 2275/1990 Ολομ.).
  1. Επειδή, στο άρθρο 1 του π.δ. 30/1996, (Κώδικας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, Α΄ 21), ορίζεται ότι: «1. Συνιστώνται, ως δεύτερη βαθμίδα οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις (Ν.Α.). 2. Οι Ν.Α. είναι αυτοδιοικούμενα κατά τόπο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 62 παρ. 1 του ανωτέρω π. διατάγματος προβλέπεται ότι «ο Νομάρχης … έχει επίσης τις κατωτέρω αρμοδιότητες: β. Εκπροσωπεί τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση δικαστικώς και εξωδίκως …». Εξάλλου, κατά το άρθρο 126 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας «1. Η επίδοση γίνεται … δ) για τα νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό. …». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η επίδοση του δικογράφου της αιτήσεως ακυρώσεως και της πράξης του Προέδρου περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου προς Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, η οποία είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, γίνεται στον οικείο Νομάρχη, που είναι ο νόμιμος εκπρόσωπός της, (βλ. ΣτΕ 2201/2005, 3757/2004, πρβλ. ΣτΕ 2873/1994).
  1. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η προσβληθείσα με την ασκηθείσα ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου αίτηση ακυρώσεως πράξη, η οποία ακυρώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν πράξη οργάνου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, η οποία είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, κατά τα προαναφερθέντα. Ως εκ τούτου, θέση διαδίκου στη δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου επείχε η ανωτέρω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, η οποία δεν παρέστη στη δίκη και όχι ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη στην ανωτέρω δίκη, δεδομένου ότι ο υπουργός αυτός δεν ασκούσε, εν προκειμένω, εποπτεία, κατά το νόμο, στην ως άνω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτει ότι η από 19.6.1997 πράξη του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου περί ορισμού εισηγητού και δικασίμου και αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως κοινοποιήθηκαν στο Διευθυντή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης. Η επίδοση όμως αυτή δεν συνιστά νομότυπη κοινοποίηση των ανωτέρω εγγράφων προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, δεδομένου ότι ούτε στην πράξη του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου ούτε στο σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως αναφέρεται ότι η κοινοποίηση γίνεται προς αυτήν αλλά αντιθέτως στην ως άνω πράξη παραγγέλλεται η κοινοποίηση προς τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης, ενώ, εξάλλου, η ως άνω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από το Νομάρχη Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 1 περ. β΄ του π.δ. 30/1996, (πρβλ. ΣτΕ 2873/1994, 3679/1991). Συνεπώς, εφόσον ως προς την ως άνω Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση δεν τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία, το Διοικητικό Εφετείο όφειλε να κηρύξει αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως και να αναβάλει τη συζήτησή της σε νέα δικάσιμο, προκειμένου να τηρηθεί η προδικασίακαι επομένως, έσφαλε αφού, αντ’ αυτού, εκδίκασε κατ’ ουσία την υπόθεση. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη έφεση, που ασκείται παραδεκτώς από τον εκκαλούντα Υπουργό, ο οποίος παρέστη ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου κατόπιν κλητεύσεώς του χωρίς να αποβληθεί, αν και δεν ήταν κατά το νόμο διάδικος, πρέπει, για τον αναφερθέντα λόγο, που προβάλλεται βάσιμα αλλά εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, να γίνει δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ενώ είναι περιττή η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης. Περαιτέρω η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο Διοικητικό Εφετείο προκειμένου να τηρηθεί η προδικασία με τις νόμιμες κοινοποιήσεις προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης, ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να παραστεί στη νέα συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως.

E. Νέα (πραγματικά) δεδομένα, που ανακύπτουν μετά την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό

Στις διαφορές ουσίες, το ζήτημα των οψιγενών/οψιφανών πραγματικών δεδομένων ρυθμίζεται από ειδικότερες διατάξεις (άρθρο 96 ΚΔΔ). Στις ακυρωτικές διαφορές, ο σχετικός δικονομικός κανόνας είναι νομολογιακός και απορρέει από τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του άρθρου 64 π.δ. 18/1989 και από την γενικότερη τελολογία του θεσμού της έφεσης.

Δεν αποκλείεται να ληφθούν υπόψη νέα πραγματικά δεδομένα, τα οποία ανέκυψαν μετά τη δίκη στο Διοικητικό Εφετείο, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει την υπόθεση στην ουσία της (στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου).

Στις ακυρωτικές διαφορές, ο διοικητικός νομικός συλλογισμός, όπως αποτυπώνεται στη διοικητική πράξη, θεωρείται εκκαθαρισμένος ως προς την ελάσσονα πρότασή του. Με άλλα λόγια, η ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού της διοικητικής πράξης θα είναι και η ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού της δικαστικής απόφασης (εκτός και αν προβληθεί επιτυχώς λόγος πλάνης της διοίκησης περί τα πράγματα). Αντίθετα, στις διαφορές ουσίας, ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την ελάσσονα πρόταση και να επιδιώξει την διαμόρφωση ενός νέου πραγματικού πλαισίου για την επίλυση της διαφοράς, μέσω των ισχυρισμών που θα εισφέρει.

 

ΣτΕ 2086/2002

  1. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως 314/1995 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας, εθελόντριας επισμηνία, κατά της … αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Άμυνας …, με την οποία απολύθηκε από τις τάξεις της Πολεμικής Αεροπορίας (Π.Α.) για βαρέα παραπτώματα περί την υπηρεσία και ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα και τα καθήκοντα υπαξιωματικού διαγωγή, κατόπιν της από 25.4.1994 σύμφωνης γνωμοδότησης του Δευτεροβάθμιου Ανακριτικού Συμβουλίου της Π.Α.
  1. Επειδή, όπως έχει νομολογηθεί, η πειθαρχική δίκη είναι ανεξάρτητη μεν από την ποινική, κατά γενική όμως αρχή του πειθαρχικού δικαίου το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος, όταν η πειθαρχική δίωξη θεμελιώνεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά (ΣτΕ 1177/1988, 3489/1998 κ.α.). Έχει επίσης γίνει δεκτό ότι η μεταγενέστερη αθώωση στρατιωτικού υπαλλήλου από το στρατιωτικό ποινικό δικαστήριο, ακόμη και με αμφιβολίες, κλονίζει την αιτιολογία της αποφάσεως του ανακριτικού συμβουλίου στο σύνολό της, όταν η κρίση του τελευταίου ως προς την πειθαρχική ευθύνη του στρατιωτικού και την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής διαμορφώθηκε ενόψει των πράξεων για τις οποίες αυτός κρίθηκε αθώος. Τούτο δε, διότι δεν είναι γνωστό σε ποιά απόφαση θα κατέληγε το ανακριτικό συμβούλιο, αν είχε υπόψη του όλα όσα έκρινε το στρατιωτικό ποινικό δικαστήριο (ΣτΕ 1672/1989, 2632/1986).
  1. Επειδή, με το άρθρο 1 του Ν. 702/1977 (Α’ 268) υπήχθη στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό αιτήσεων ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, οι κατηγορίες των οποίων ορίζονται ειδικότερα στο άρθρο αυτό. Η απόφαση του διοικητικού εφετείου υπόκειται, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του ιδίου νόμου (ήδη άρθρου 58 του π.δ/τος 18/1989, φ. Α’ 8) σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, στη δε, παρ. 9 του ίδιου άρθρου (ήδη άρθρο 64 του π.δ/τος 18/1989) ορίζεται ότι «Η έφεση αναφέρεται αποκλειστικά σε σφάλματα της πρωτόδικης αποφάσεως. Αν βρεθεί βάσιμος λόγος εφέσεως η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται και το Συμβούλιο της Επικρατείας, δικάζει επί της αιτήσεως ακυρώσεως». Η τελευταία αυτή διάταξη, ερμηνευόμενη ενόψει του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ – ν.δ. 53/1974), που κατοχυρώνουν το δικαίωμα αποτελεσματικής έννομης προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 2152/2000, Ολομ.) καθώς και του άρθρου 95 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά το οποίο το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν επιλαμβάνεται εφέσεως, δικάζει την αίτηση ακυρώσεως σε δεύτερο βαθμό (βλ. ΣτΕ 1569/1986, Ολομ.), δεν αποκλείει τη λήψη υπόψη στοιχείων, μεταγενέστερων της εκκαλουμένης αποφάσεως του διοικητικού εφετείου και ιδίως τελεσίδικων αποφάσεων δικαστηρίων, με τα οποία ανατρέπεται ή κλονίζεται η αιτιολογική βάση της διοικητικής πράξεως που προσεβλήθη με την αίτηση ακυρώσεως και, κατ’ επέκταση, η επ’ αυτής κρίση του διοικητικού εφετείου (βλ. ΣτΕ 634/2000, 736/2002). Έτσι, στην περίπτωση επιβολής σε στρατιωτικό υπάλληλο πειθαρχικής ποινής, είναι ληπτέα υπόψη, κατ’ έφεση, τελεσίδικη αθωωτική απόφαση του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, μεταγενέστερη της εκκαλουμένης αποφάσεως του διοικητικού εφετείου, με την οποία κλονίζεται εξ υπαρχής η αιτιολογική βάση της πειθαρχικής αποφάσεως, διότι έρχεται σε αντίθεση με όσα δέχθηκε το ποινικό δικαστήριο ως προς τη διάπραξη των ίδιων πράξεων (ή παραλείψεων) που αποδόθηκαν στον στρατιωτικό υπάλληλο. Στην περίπτωση αυτή, αν ο σχετικός λόγος εφέσεως κριθεί και βάσιμος, εξαφανίζεται η απόφαση του διοικητικού εφετείου που στήριξε την απορριπτική κρίση του στην αιτιολογική βάση της πειθαρχικής αποφάσεως, και η υπόθεση αναπέμπεται στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο προκειμένου να κρίνει εκ νέου την πειθαρχική κατηγορία συνεκτιμώντας την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.

ΣτΕ 1496/2015, 2086/2018

  1. Επειδή στο άρθρο 5 παρ. 9 του ν. 702/1977 και, ήδη, στο άρθρο 64 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι «Η έφεση αναφέρεται αποκλειστικά σε σφάλματα της πρωτόδικης αποφάσεως. Αν βρεθεί βάσιμος λόγος εφέσεως, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται και το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει την αίτηση ακυρώσεως […]». Η τελευταία αυτή διάταξη, ερμηνευόμενη ενόψει του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), που κατοχυρώνουν το δικαίωμα αποτελεσματικής έννομης προστασίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2152/2000, Ολομ.) καθώς και του άρθρου 95 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά το οποίο το Συμβούλιο της Επικρατείας όταν επιλαμβάνεται εφέσεως δικάζει την αίτηση ακυρώσεως σε δεύτερο βαθμό (βλ. ΣτΕ 1569/1986, Ολομ.), δεν αποκλείει τη λήψη υπόψη στοιχείων μεταγενέστερων της εκκαλούμενης απόφασης με τα οποία ανατρέπεται ή κλονίζεται η αιτιολογική βάση της διοικητικής πράξης που έχει προσβληθεί με την αίτηση ακυρώσεως και, κατ’ επέκταση, η επ’ αυτής κρίση του αρμοδίου, εν προκειμένω, προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου (πρβλ.ΣτΕ 1744/20124504/2009198/20052257/20042128/20033590/20022086/20027μ. κ.ά.).

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο