Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Σώρευση πειθαρχικής ποινής και ποινικής καταδίκης τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας: CE 27 janvier 2016, M. B. (n° 383514)

Σώρευση πειθαρχικής ποινής και ποινικής καταδίκης τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας: CE 27 janvier 2016, M. B. (n° 383514)

Στην απόφαση της 27ης Ιανουρίου 2016, M. B. [cumul des sanctions], το Conseil d’Etat, ακολουθώντας την πάγια νομολογία του [CE 21 juin 2013, M.A., n° 345500, AJDA 38/2013, σ. 2209, note L. Seurot], έκρινε ότι ο πειθαρχικός δικαστής μπορεί να επιβάλει πειθαρχική ποινή σε επαγγελματία για πράξη για την οποία ήδη του επιβλήθηκε ποινή από ποινικό δικαστήριο, εφόσον η πράξη αυτή συνιστά και παράβαση του κώδικα δεοντολογίας που ισχύει για τη συγκεκριμένη επαγγελματική τάξη. Θα πρέπει να διευκρινιστεί στο σημείο αυτό ότι το πειθαρχικό όργανο επαγγελματικής τάξης συνιστά, στη γαλλική έννομη τάξη, ειδικό διοικητικό δικαστήριο, όπως κρίθηκε με την απόφαση CE (ass.) du 12 décembre 1953, de Bayo (RPDA 1954, σ. 3, concl. Chardeau, AJDA 1954, II, σ. 138, note de Soto και II bis, σ. 2, chron. Gazier/Long). Με άλλα λόγια, υιοθετήθηκε συναφώς το λειτουργικό κριτήριο, κατά το οποίο ένα συλλογικό όργανο είναι δικαστήριο λαμβανομένης υπόψη της φύσης της υπόθεσης (« eu égard à la nature de la matière ») της οποίας επιλαμβάνεται, ανεξαρτήτως της διαδικασίας και του τύπου που ακολουθεί για την έκδοση της απόφασής του. Με την απόφαση de Bayo, το Conseil d’Etat έκρινε ότι τα συμβούλια των επαγγελματικών τάξεων εκδίδουν δικαστικές αποφάσεις όταν αποφαίνονται επί των πειθαρχικών διώξεων. Αντιθέτως, τα όργανα αυτά δεν έχουν τον χαρακτήρα δικαστηρίου όταν αποφαίνονται επί πράξεων οι οποίες δεν συνιστούν ποινές/κυρώσεις. Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις αυτές προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης και όχι με έφεση, εφόσον πρόκειται για διοικητικές πράξεις και όχι για δικαστικές αποφάσεις του ιδίου οργάνου. ΄Ετσι, στην υπόθεση de Bayo ο αιτών προσέβαλε την απόφαση εγγραφής ανταγωνιστή του στο μητρώο της τάξης των κτηνιάτρων της περιφέρειας του Παρισιού. Στο ίδιο πνεύμα, η απόφαση περί κατάργησης (abrogation) προηγούμενης απόφασης εγγραφής στο μητρώο των ορθοδοντικών προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης και όχι με αίτηση αναίρεσης, εφόσον θέτει εν αμφιβόλω την άσκηση διοικητικής και όχι δικαιοδοτικής αρμοδιότητας των οργάνων της οικείας επαγγελματικής τάξης (CE Sect., 6 mars 2009, n° 306084, Coulibaly : Dr. adm. 2009, 64, note Melleray, RFDA 2009, σ. 215, concl. de Salins και 439, note Eveillard, AJDA 2009, σ. 817, chronique Liéber/Botteghi). Επομένως, το ίδιο όργανο, αναλόγως της φύσης της υπόθεσης της οποίας επιλαμβάνεται και, βεβαίως, του σχηματισμού υπό τον οποίο αποφασίζει, μπορεί να εκδώσει διοικητική ή δικαστική απόφαση.

Κατόπιν καταδίκης από το tribunal correctionnel για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, ο M. B. διώχθηκε πειθαρχικά ενώπιον του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου του ιατρικού συλλόγου, το οποίο τον διέγραψε από το μητρώο του συλλόγου. Το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο απέρριψε την έφεση του M. B., στηριζόμενο στο ότι οι προσαπτόμενες πράξεις συνιστούν παράβαση των διατάξεων των άρθρων R. 4127-3 και R. 4127-31 του code de la santé publique που επιβάλλουν στον γιατρό να τηρεί τις αρχές της ηθικής, της εντιμότητας και της αφοσίωσης και να απέχει από κάθε πράξη ικανή να απαξιώσει το επάγγελμα. O M. B. άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής.

To Conseil d’Etat έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου L. 4126-6 του Κώδικα Δημόσιας Υγείας, αφενός, δεν επιτρέπουν στον πειθαρχικό δικαστή να επιβάλει κύρωση κατά ιατρού στον οποίο επιβλήθηκε ποινή από το ποινικό δικαστήριο για πράξη που δεν συνιστά κακούργημα ή πλημμέλημα κατά του Έθνους, του Κράτους ή της δημόσιας ειρήνης, χωρίς να εξετάσει αν η πράξη αυτή συνιστά και παράβαση των δεοντολογικών υποχρεώσεων που υπέχει ο γιατρός αυτός λόγω του επαγγέλματός του, ούτε εμποδίζουν τον πειθαρχικό δικαστή να κολάσει ιατρό για πράξη για την οποία ήδη επιβλήθηκε ποινική καταδίκη για κακούργημα ή πλημμέλημα κατά του Έθνους, του Κράτους ή της δημόσιας ειρήνης, εφόσον η πράξη αυτή που ήδη τιμωρήθηκε ποινικά συνιστά παράβαση του κώδικα δεοντολογίας.

Περαιτέρω, το Conseil d’Etat έκρινε ότι η αρχή της αναλογικότητας των ποινών επιβάλλει στον πειθαρχικό δικαστή την υποχρέωση, όταν πρόκειται να επιβάλει ποινή για περιστατικά που έχουν ήδη προκαλέσει ποινική καταδίκη, να μεριμνήσει για την τήρηση της επιταγής ότι το συνολικό ύψος των κυρώσεων που επιβάλλονται για τα περιστατικά αυτά δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο μιας εκ των προβλεπομένων ποινών. Εν προκειμένω η επιβληθείσα ποινή απαγόρευσης άσκησης της δραστηριότητας του γιατρού επί πέντε έτη που επέβαλε το tribunal correctionnel d’Auxerre και η ποινή της διαγραφής που επέβαλε το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο δεν υπερβαίνουν την ανώτατη ποινή της διαγραφής που μπορούσε να επιβάλει ο πειθαρχικός δικαστής επί τη βάσει του άρθρου L. 4124-6 του Κώδικα Δημόσιας Υγείας.

Ειδική βιβλιογραφία: R. Chapus, Qu’est-ce qu’une juridiction ? La réponse de la jurisprudence administrative, in Recueil d’études en hommage à Charles Eisenmann, Ed. Cujas, 1975,  σ. 265· P. Lampué,  La notion d’acte juridictionnel, RDP, 1946, σ. 5-67· Ι. Δημητρακόπουλου, Η σύντομη (;) ζωή της απόφασης Καπετάνιος σε http://www.humanrightscaselaw. gr· Ε. Παυλίδου, Ne bis in idem: Προς µία απόλυτα ευρωπαϊκή ερµηνεία ενός απόλυτου δικαιώµατος (µε αφορµή την απόφαση του ΕΔΔΑ της 30.4.2015, Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλά- δας), σε http://www.humanrightscaselaw.gr· Ε. Πρεβεδούρου, Η έννοια του δικαστικού οργάνου στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Χαριστήριο εις Λουκά Θεοχαρόπουλο και Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Θεσσαλονίκη, 2009, τόμος Ι, σ. 589-631/προδημοσίευση σε ΕΔΔΔ 2009, σ. 295· E. Πρεβεδούρου, H εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στην περίπτωση σωρευτικής επιβολής διοικητικών κυρώσεων - Με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 1091/2015, ΘΠΔΔ 6/2015, σ. 524 και www.constitutionalism.gr . Για τη διαφορετική, σε σχέση με το ΕΔΔΑ, προσέγγιση που υιοθετούν τα γαλλικά δικαστήρια όσον αφορά τη σώρευση πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων, βλ. Ch. Arnaud, Le cumul des poursuites et des sanctions: divergences constitutionnelles et européennes, RFDA 5/2015, σ. 1019.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο