Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Οι άγραφες πηγές του διοικητικού δικαίου (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 29-03-2022)

Οι γενικές αρχές του δικαίου

Α. Έννοια των γενικών αρχών του δικαίου

1. Τα γραπτά κείμενα [Σύνταγμα/νόμοι/κανονιστικές πράξεις] δεν αποτελούν τις μόνες πηγές κανόνων δικαίου στους οποίους υπόκειται η Διοίκηση. Καθοριστικό ρόλο για τη ρύθμιση της δράσης της έπαιξαν οι γενικές αρχές του δικαίου, δηλαδή οι άγραφοι κανόνες που συνάγονται από το γράμμα και το πνεύμα του συνόλου της νομοθεσίας, ενίοτε δε ανάγονται σε γραπτά κείμενα ήσσονος σημασίας από τα οποία και προκύπτει το περιεχόμενό τους. Η αναγόρευσή τους σε κανόνες δικαίου οφείλεται στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο διαπιστώνει και αναγνωρίζει την ύπαρξή τους και διατυπώνει το περιεχόμενό τους. Μάλιστα, το περιεχόμενο των γενικών αρχών του δικαίου δεν είναι αυστηρώς προσδιορισμένο και πρέπει να επαναπροσδιορίζεται στο πλαίσιο των κανόνων που συνθέτουν εκάστοτε την έννομη τάξη [ΣτΕ Ολ 2176/2004: Oι γενικές αρχές του δικαίου συνάγονται από το σύνολο της νομοθεσίας, διαπιστώνονται δε απλώς και διατυπώνονται από τα δικαστήρια, στο πλαίσιο της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών, κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος….Το περιεχόμενο των γενικών αρχών του δικαίου δεν είναι αυστηρώς προσδιορισμένο και πρέπει να επαναπροσδιορίζεται στο πλαίσιο των κανόνων που συνθέτουν εκάστοτε την έννομη τάξη.]. Μολονότι ο δικαστής θεωρεί ότι η γενική αρχή προϋπάρχει και την εφαρμόζει στη μείζονα πρόταση του συλλογισμού του, ο ίδιος καθορίζει ποιοί κανόνες εντάσσονται στην κατηγορία των γενικών αρχών. Υπό την έννοια αυτή, η νομολογιακή επιβεβαίωση προσδίδει στην προϋφιστάμενη γενική αρχή χαρακτήρα κανόνα δικαίου [Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, αρ. περ. 65].

Β. Σταδιακός περιορισμός της σημασίας τους ως πηγών του διοικητικού δικαίου

α. Συνταγματική κατοχύρωση

2. Η σημασία των γενικών αρχών στο σύγχρονο διοικητικό δίκαιο περιορίζεται σταδιακά. Τούτο οφείλεται, πρωτίστως, στο γεγονός ότι ο διοικητικός δικαστής συνάγει όλο και συχνότερα γενικές αρχές που διέπουν τη διοικητική δράση απευθείας από τις συνταγματικές διατάξεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα συναφώς αποτελούν η ίδια η αρχή της νομιμότητας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που απορρέουν από την αρχή του κράτους δικαίου, και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος [1], η αρχή της συνέχειας των δημόσιων υπηρεσιών [άρθρο, 23 παρ. 2 του Συντάγματος, ΣτΕ Ολ 1738/2017, Ολ 2586/2017, 640/2015, 4731/2014, 2034, 2035, 2036/2011, 2689/2011, 1501, 3777/2008], η αρχή της αξιοκρατίας [ΣτΕ Ολ 192, 193/2022, Ολ 2620/2021: η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει, η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους]. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την αρχή της φανερής δράσης των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας (άρθρα 1 παρ. 1, 2 και 3, 66 παρ. 1, 93 παρ. 2) [ΣτΕ Ολ 3319/2010, Ολ 2233/1999, Ολ 2683/1973, Ολ 2386/1970], της διαφάνειας η οποία καταλαμβάνει όχι μόνο τη διαδικασία εισόδου στο υπαλληλικό σώμα αλλά και περαιτέρω τις εν γένει διαδικασίες εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων (103 παρ. 7 δεύτερο εδάφιο) [ΣτΕ 2789/2009] και της παροχής έννομης προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1) [ΣτΕ 2789/2009, Ολ 1847/2008, Ολ 3633/2004]. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει, συναφώς, η αρχή της αναλογικότητας, που είναι ρητώς κατοχυρωμένη σε συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη (άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο) [ΣτΕ Ολ 2034, 2035, 2036/2011]. Επομένως, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου αποκτούν προοδευτικά θεμελίωση σε ρητή συνταγματική διάταξη και, συνακολούθως, συνταγματική περιωπή.

β. Νομοθετική κατοχύρωση

3. Ο δεύτερος λόγος περιορισμού της σημασίας των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου έγκειται στο γεγονός ότι πολλές από τις γενικές αρχές που διατύπωσε η νομολογία απέκτησαν νομοθετική καθιέρωση με τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Έτσι, η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου κατά την οποία η αρμοδιότητα προς ανάκληση διοικητικής πράξης ανήκει, κατ’αρχήν, στο διοικητικό όργανο που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της κατά τον χρόνο της ανάκλησης αποτυπώθηκε πληρέστερα στο άρθρο 21 παρ. 1 του Κώδικα, ερμηνεύθηκε δε διασταλτικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας [ΣτΕ Ολ 1581, 1582/2010], προκειμένου να παρασχεθούν στη Διοίκηση περισσότερες δυνατότητες εξαφάνισης παράνομης πράξης της. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη ρητών διαδικαστικών κανόνων, το Συμβούλιο της Επικρατείας εμμένει στην παράθεση της γενικής αρχής που έχει το ίδιο διατυπώσει, επισημαίνοντας, στη συνέχεια, ότι «προς αυτή συμπορεύεται» [ΣτΕ 447/2009] και η διάταξη του σχετικού άρθρου του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ή ότι «σε αντιστοιχία με τη γενική αυτή αρχή» [ΣτΕ 327/2012] περιλαμβάνεται πανομοιότυπου περιεχομένου ρύθμιση στον ως άνω Κώδικα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα συναφώς αποτελούν η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου που διέπει τα της πρόσκλησης των μελών των συλλογικών οργάνων της Διοίκησης ή η αρχή κατά την οποία, κατά τη συζήτηση και ψηφοφορία για τη λήψη απόφασης του οργάνου δεν επιτρέπεται να παρίστανται πρόσωπα μη περιλαμβανόμενα στη νόμιμη συγκρότησή του [ΣτΕ 542/2010, ΣτΕ 1317/2005, 3136/2003, 227/2002, 2637/2000]. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αρχή της αμεροληψίας, η οποία αποτυπώνεται ήδη στις διατάξεις του άρθρου 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής του κράτους δικαίου, επομένως πρόκειται για αρχή συνταγματικής περιωπής [ΣτΕ 212/2013, 1994, 2447, 3717/2012, 2243/2011]. Η δογματική συνέπεια, πάντως, όσον αφορά τη λειτουργία των πηγών του δικαίου επιβάλλει τη διαπίστωση ότι η προσφυγή σε γενικές αρχές πρέπει να καλύπτει τα κενά των γραπτών κανόνων όταν οι τελευταίοι αφήνουν αρρύθμιστες ορισμένες πτυχές των υπό κρίση ζητημάτων [ΣτΕ 2804/2012]. Αντίθετα, η επίκληση των γραπτών κανόνων προς επίρρωση των γενικών αρχών τις οποίες αυτοί οι ίδιοι αποτυπώνουν συνεπάγεται απομείωση της κανονιστικής τους ποιότητας και εν τέλει αποδυνάμωση της ρυθμιστικής τους ισχύος.

Γ. Η θέση των γενικών στην ιεραρχία των πηγών του δικαίου

4. Οι ανωτέρω εξελίξεις απαντούν και στο ερώτημα σχετικά με τη θέση των γενικών αρχών στην ιεραρχία των πηγών του δικαίου. Οι αρχές που διατηρούν τον χαρακτήρα γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, οπότε η τυπική ισχύς τους είναι κατώτερη αυτής του νόμου [ΣτΕ Ολ 2282/1992], είναι το τεκμήριο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων που δεν προσβλήθηκαν με αίτηση ακύρωσης [ΣτΕ 330, 1821/2011, 1664, 2375/2010, 1388/2009, 462/2007, 2291/2006, 2806/2005, 4311/1997], ο ιεραρχικός έλεγχος [ΣτΕ 2153/1979], η αρχή της χρηστής διοίκησης [ΣτΕ 3523/2012, 1286/2010], οι κανόνες που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων [ΣτΕ 1624, 2616, 2695/2012, 2309/2009, 227/2006, 2566/2002, Ολ 2403/1997], η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης να ανακαλεί παράνομες διοικητικές πράξεις [ΣτΕ 2106/2012, 2681/2011, Ολ 2176, 2177/2004], η μη αναδρομική ισχύς των διοικητικών πράξεων [ΣτΕ 1286/2010, ΓΝΣ 351/2009. Πορίσματα Νομολογίας του ΣτΕ, ανατ. 1969, σελ. 197 και, ενδεικτικά, Μ. Στασινόπουλου, “Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων” σελ. 368 επ.], ο έλεγχος της μη υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας [ΣτΕ Ολ 982/2012, 272/2012].

 

Το έθιμο

1. Το έθιμο είναι άγραφος κανόνας δικαίου, για τη δημιουργία του οποίου απαιτείται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς και πεποίθηση για τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της. Στην περίπτωση του διοικητικού εθίμου, η πεποίθηση αυτή θα πρέπει να υπάρχει τόσο στη Διοίκηση και στη νομολογία όσο και στους διοικουμένους. Για τη δημιουργία, δηλαδή εθιμικού κανόνα δικαίου απαιτείται ο συνδυασμός της διοικητικής και δικαστικής πρακτικής με την κοινή πεποίθηση περί νομικής δεσμευτικότητας της οικείας συμπεριφοράς.

2. Στην ελληνική έννομη τάξη το έθιμο ως πηγή του διοικητικού δικαίου έχει μικρή σημασία, λόγω του καθοριστικού για τη ρύθμιση της δράσης της διοίκησης ρόλου των γενικών αρχών που διατύπωσε η νομολογία. Πάντως, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αναγνωρίσει το έθιμο ως πηγή του διοικητικού δικαίου, ελέγχοντας τη συνδρομή των γενικών νόμιμων όρων διαμόρφωσής του («μακρά και ομοιόμορφος άσκησις εν συνειδήσει δικαίου» [ΣτΕ 2710/1969]) και το περιεχόμενό του, προκειμένου να αποδεχθεί την παράβασή του ως λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης. Δέχθηκε επίσης ότι το έθιμο «δεν δύναται να κατισχύσει του διοικητικού νόμου και των κατ’εξουσιοδότηση αυτού τιθεμένων κανόνων δικαίου» [ΣτΕ 1576/1973]. Περαιτέρω, οι διοικητικοί νόμοι αναφέρονται ρητώς στο έθιμο. Έτσι, ο Ν. 1739/1987, Διαχείριση υδατικών πόρων κ.λπ.» (ΦΕΚ Α΄ 201), ορίζει ότι «δικαιώματα χρήσης υδατικών πόρων που στηρίζονται σε νόμο ή έθιμο, διατηρούνται».

Βλ. ΣτΕ 2423/2017: στο άρθρο 144 παρ. 4 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζεται ότι «Το αλλοδαπό δίκαιο, το έθιμο και τα συναλλακτικά ήθη λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, εφόσον είναι γνωστά στο δικαστήριο. Αν δεν είναι γνωστά, διατάσσεται η απόδειξή τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 152»…

ΣτΕ 1351/2016, 2394/2012: με τον ν. 1739/1987 (Α΄ 201) ρυθμίσθηκαν τα συναρτώμενα με τη διαχείριση των υδατικών πόρων της Χώρας θέματα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον νόμο αυτό, η Χώρα χωρίζεται σε υδατικά διαμερίσματα για τη διαχείριση και τον προγραμματισμό των υδατικών πόρων, προβλέπονται δε κεντρικός και περιφερειακοί φορείς διαχειρίσεως, καθώς και προγράμματα αναπτύξεως και διαχειρίσεως των υδατικών πόρων της χώρας. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του νόμου, η εκτέλεση έργου αξιοποιήσεως των υδατικών πόρων επιτρέπεται εφόσον αυτό εντάσσεται ή εναρμονίζεται με τα ισχύοντα προγράμματα αναπτύξεως των υδατικών πόρων, κατά την παράγραφο 2 του επομένου άρθρου 8, για την εκτέλεση κάθε έργου αξιοποιήσεως των υδατικών πόρων από νομικά πρόσωπα που δεν περιλαμβάνονται στον δημόσιο τομέα ή από φυσικά πρόσωπα απαιτείται άδεια από την οικεία αρχή, κατά την παράγραφο 1 του επομένου άρθρου 9, το δικαίωμα χρήσεως νερού ασκείται ομοίως κατόπιν χορηγήσεως αδείας, η οποία εάν απαιτείται και η εκτέλεση έργου αξιοποιήσεως των υδατικών πόρων χορηγείται ως ενιαία, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του ίδιου νόμου, δικαιώματα χρήσεως υδατικών πόρων που στηρίζονται σε νόμο ή έθιμο διατηρούνται, το δε περίσσευμα νερού μετά την κάλυψη των πραγματικών αναγκών του δικαιούχου διατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου νόμου, ενώ κατά το άρθρο 11 παρ. 4 του αυτού νόμου, οι αρμόδιοι νομάρχες δύνανται, με απόφασή τους, να επιβάλλουν περιορισμούς ή άλλα μέτρα στην χρήση των υδατικών πόρων εάν αυτό κριθεί αναγκαίο για την διατήρηση ή αντικατάστασή τους.

ΣτΕ 2620/2009: Η δικτύωση μεταξύ ραδιοφωνικών σταθμών που λειτουργούν νόμιμα είναι επιτρεπτή στην πράξη, τελούμενη μόνο υπό την έγκριση του ΕΣΡ, συντελείται δε υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από το Νόμο και το έθιμο (συγχωρούνται δηλαδή μικρές παρεκκλίσεις που αποτελούν πάγια πρακτική σε πλείστες περιπτώσεις δικτύωσης).

ΣτΕ 2354/1993: εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα εταιρεία διένειμε από τα καθαρά της κέρδη της κρινόμενης χρήσης ως εκτός μισθού αμοιβές και ποσοστά στους διευθυντές και διαχειριστές της ποσό 4.400.000 δρχ., πλην όμως από τον έλεγχο που διενεργήθηκε προέκυψε ότι, από το παραπάνω ποσό, 1.809.175 δρχ. χορηγήθηκε στο προσωπικό της, από το ποσό δε τούτο καταβλήθηκαν οι υπέρ του Ι.Κ.Α. εισφορές μόνο για 333.851 δρχ., ενώ το υπόλοιπο ποσό 1.475.324 δρχ. δεν υπήχθη στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. Το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι νόμιμα η φορολογική αρχή αφαίρεσε από τα καθαρά κέρδη μόνο το ανωτέρω ποσό των 333.851 δρχ. και, επομένως, όχι και το ποσό των 1.475.324 δρχ., αφού στην έννοια του μισθού, που υπάγεται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., εμπίπτει κάθε παροχή σε χρήμα ή σε είδος του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, ανεξάρτητα από την ονομασία της, εφόσον χορηγείται με βάση το νόμο ή τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή έθιμο (οικειοθελώς) ή γιατί συμφωνήθηκε ή σιωπηρά η χορήγηση αυτής κατά τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας. Προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι παρά το νόμο και κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας αρνήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση την έκπτωση του ανωτέρω ποσού (1.475.324 δρχ.), διότι το ποσό αυτό διανεμήθηκε στο προσωπικό από τα καθαρά κέρδη και, συνεπώς, είχε έκτακτο χαρακτήρα, καταβλήθηκε οικειοθελώς από την εταιρεία και, για το λόγο αυτό δεν υπέκειτο στις ασφαλιστικές υπέρ του Ι.Κ.Α. εισφορές. Ο λόγος όμως αυτός αναίρεσης είναι, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, απορριπτέος ως αβάσιμος

Η νομολογία

1. Η νομολογία είναι η ερμηνεία και η εφαρμογή των κανόνων δικαίου δια των δικαστικών αποφάσεων, με την ευκαιρία εκδίκασης συγκεκριμένης υπόθεσης. Επομένως, δεν έχει τα χαρακτηριστικά στοιχεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή, αφενός, γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα και, αφετέρου, δεσμευτικότητα. Δεσμευτικό είναι μόνο το διατακτικό της δικαστικής απόφασης, το οποίο όμως αφορά την εφαρμογή κανόνα δικαίου σε συγκεκριμένη διαφορά. Ειδικότερα, το δεδικασμένο της δικαστικής απόφασης αφορά το κριθέν νομικό ζήτημα, δεσμεύει δε μόνο τους διαδίκους. Περαιτέρω, η υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις αφορά το διατακτικό όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του σκεπτικού. Αντίθετα, το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης, το οποίο περιλαμβάνει την ερμηνεία του κανόνα δικαίου, ενίοτε δε και τη διατύπωση του περιεχομένου του, οσάκις αυτός έχει τη μορφή γενικής αρχής του δικαίου, δεν είναι δεσμευτική.

2. Τούτο σημαίνει ότι ούτε το ίδιο το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ούτε τα κατώτερα δικαστήρια δεσμεύονται, νομικά, από την ερμηνεία του δικαίου στην οποία προέβη σε προηγούμενη απόφασή του. Στην πράξη, πάντως, τα κατώτερα δικαστήρια δεν παρεκκλίνουν από την ερμηνευτική εκδοχή που διαμόρφωσε η νομολογία του ανώτατου δικαστηρίου του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου, προκειμένου να αποφύγουν την εξαφάνιση των αποφάσεών τους στο πλαίσιο έφεσης ή αναίρεσης. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε από μερίδα της θεωρίας ότι ο Ν. 3900/2010, για τον εξορθολογισμό των διαδικασιών και την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης [ΦΕΚ Α΄ 213, άρθρο 12], καθόσον ορίζει ότι για την παραδεκτή άσκηση αίτησης αναίρεσης ή έφεσης κατά δικαστικής απόφασης θα πρέπει να προβάλλεται ότι δεν υπάρχει σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθετη νομολογία προς τα κριθέντα [2], καταλήγει να αναγορεύει τη νομολογία σε πηγή του δικαίου, αναγόρευση που δεν συνάδει προς τη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και των εξουσιών, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος. Κατά μετριοπαθέστερη προσέγγιση, η διάταξη οδηγεί σε υπέρμετρη παγίωση της νομολογιακής ερμηνείας του εφαρμοστέου δικαίου, στερώντας του τον δυναμικό του χαρακτήρα και την ιδιότητά του να εξελίσσεται μέσα από την ερμηνεία του, ώστε να προσαρμόζεται στα δεδομένα κάθε χρονικής συγκυρίας [3].

3. Ωστόσο, κατά νομική ακριβολογία, η νομολογία δεν δημιουργεί ούτε καταργεί κανόνες δικαίου, αλλά ερμηνεύει και εφαρμόζει τους ισχύοντες, εξειδικεύοντάς τους στις συνθήκες της υπό κρίση περίπτωσης. Ακόμη και όσον αφορά τις γενικές αρχές, δεν πρόκειται για διαμόρφωση, αλλά για διατύπωσή τους, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, συνάγεται από το όλο πνεύμα του ισχύοντος δικαίου. Λόγω της αρχικής έλλειψης γραπτών κανόνων διοικητικού δικαίου, η νομολογία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και εξέλιξη του δικαίου αυτού. Ειδικότερα διατύπωσε τους κανόνες που διέπουν την οργάνωση και τη δράση της Δημόσιας Διοίκησης, καθόρισε τη διοικητική πρακτική και νοηματοδότησε το δόγμα του διοικητικού δικαίου, αφού η θεωρία στηρίχθηκε στην ανάλυση και επεξεργασία της. Επομένως, δεν αποτελεί μεν πηγή του δικαίου κατά κυριολεξία, είναι όμως πηγή εν τοις πράγμασι, αφού το σώμα των κανόνων του διοικητικού δικαίου, που έχουν πλέον τύχει συνταγματικής ή νομοθετικής κατοχύρωσης, έχει νομολογιακή προέλευση [4].

4. Πάντως, αποτελούν πηγή του δικαίου κατά κυριολεξία οι αποφάσεις που ακυρώνουν εν όλω ή εν μέρει κανονιστικές πράξεις, εφόσον λόγω του έναντι όλων (erga omnes) αποτελέσματος της ακύρωσης, ο κανόνας δικαίου που θεσπίσθηκε με την κανονιστική πράξη εξαφανίζεται από την έννομη τάξη. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό για τις αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ) που κηρύσσουν διατάξεις νόμου αντισυνταγματικές (άρθρο 100 παρ. 4 εδ. β΄του Συντάγματος), με συνέπεια να τίθεται εκποδών, ενίοτε και αναδρομικά, ο σχετικός κανόνας [βλ. και Ν 345/1976, περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΦΕΚ Α΄ 141). Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 51 του ν. 345/1976 (Α΄ 141) ορίζονται τα εξής: «1. Η απόφασις του Ειδικού Δικαστηρίου δια της οποίας ήρθη αμφισβήτησις περί της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας ή της εννοίας (τυπικού) νόμου, ισχύει έναντι πάντων από της εν δημοσία συνεδριάσει δημοσιεύσεώς της, επιφυλασσομένης της διατάξεως της παρ. 4 του παρόντος άρθρου. 2. Δικαστικαί αποφάσεις και Διοικητικαί πράξεις εκδιδόμεναι μετά την δημοσίευσιν της περί ής η προηγουμένη παράγραφος αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, κρίνασαι δε κατά παράβασιν των δι’ αυτής γενομένων δεκτών, υπόκεινται εις τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα. Ειδικώς εάν τοιαύτη απόφασις εξεδόθη υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου χωρεί δια τον λόγον τούτον αίτησις επαναλήψεως της υφ’ ήν εξεδόθη διαδικασίας, ασκουμένη εκ μέρους παντός διαδίκου, εντός ενενήκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, τηρουμένης κατά τα λοιπά της ισχυούσης δι’ έκαστον δικαστήριον διαδικασίας. 3. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και επί των αποφάσεων αίτινες εξεδόθησαν προ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου κατά παράβασιν των διατάξεων των άρθρων 48 παρ. 2 και 50 παρ. 3. Εν τη περιπτώση ταύτη η αίτησις επαναλήψεως διαδικασίας ασκείται εντός ενενήκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου»Κατά το άρθρο 51 παρ. 5 του νόμου αυτού, «[α]ι κατά  την διάρκειαν του …, χρόνου της  αναδρομής  εκδοθείσαι,  βάσει  του  κηρυχθέντος  ως αντισυνταγματικού  νόμου, διοικητικαί πράξεις ανακαλούνται υποχρεωτικώς εντός αποκλειστικής  προθεσμίας  εξη  μηνών  από  της  δημοσιεύσεως  της κηρυξάσης την αντισυνταγματικότητα αποφάσεως». Βλ. ΣτΕ Ολ 3473/2011, 2327/2010]. ΣτΕ 1466/2014: κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξων του άρθρου 51 του ν. 345/1976, αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας χωρεί μόνον όταν η απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, (Α.Ε.Δ.), ουδόλως ελήφθη υπόψη από το δικάσαν ανώτατο δικαστήριο, όχι δε και όταν αμφισβητείται μόνον η υπ’ αυτού δοθείσα ερμηνεία ή και η εφαρμογή των κριθέντων από το Α.Ε.Δ. στη συγκεκριμένη υπόθεση. Και τούτο διότι η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας αποτελεί εξαιρετικό ένδικο μέσο, το οποίο αποσκοπεί να θεραπεύσει το πραγματικό γεγονός της τυχόν αγνοίας της αποφάσεως του Α.Ε.Δ. από το δικάσαν ανώτατο δικαστήριο, όχι δε και να ιδρύσει οιονεί δευτεροβάθμιο δικαστικό έλεγχο της ουσιαστικής κρίσεως του τελευταίου, (βλ. ΣτΕ 3473/2011 Ολομ., Α.Π. 1722/2012)

Αντίθετα, ο χαρακτηρισμός διάταξης νόμου ως αντισυνταγματικής από ανώτατο δικαστήριο δεν συνεπάγεται την εξαφάνισή της από την έννομη τάξη, αλλά τη μη εφαρμογή της στην υπό κρίση υπόθεση.

 

[1] ΣτΕ 1085/2018: ζήτημα παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς τη Διοίκηση γεννάται, κατά τα παγίως κριθέντα, εφόσον με θετικές ενέργειες της Διοίκησης δημιουργείται στον διοικούμενο η σταθερή και εύλογη πεποίθηση ότι ορισμένη συμπεριφορά του είναι νόμιμη, δεν αρκεί δε για τη δημιουργία της πεποίθησης αυτής μόνη η αδράνεια της Διοίκησης να επιβάλει διοικητικές κυρώσεις ή άλλα μέτρα εις βάρος του διοικουμένου (βλ. ΣτΕ 1761/2016 7μ., 2583/2015, 2674/2013). Βλ. ΣτΕ 2760/2021 για την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου : σύμφωνα με πάγια νομολογία, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης, αποβλέπει να διασφαλίσει κάθε ενημερωμένο επιχειρηματία από την απρόβλεπτη μεταβολή καταστάσεων και εννόμων σχέσεων.

[2] Βλ., συναφώς, Χ. Χρυσανθάκη, Οι νέες ρυθμίσεις για τη διοικητική δίκη: Ο Ν 3900/2010: Μια «ανοιχτή» επιστολή προς την Πολιτεία, ΘΠΔΔ 12/2010, σ. 1321 (1324). Επίσης τον Φάκελο [Ν. 3900/2010], ΕφημΔΔ 3/2011, σ. 370 επ.

[3] Γ. Δελλής, Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας. Ανατρέποντας το μύθο της «ωραίας κοιμωμένης», Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σ. 133 επ. (139), με περαιτέρω νομολογιακές παραπομπές.

[4] Για την καθοριστική σημασία της νομολογίας στη διαμόρφωση του γαλλικού διοικητικού δικαίου, βλ., ενδεικτικά, F. Melleray, Le droit administratif doit-il redevenir jurisprudentiel ? Remarques sur le déclin paradoxal de son caractère jurisprudentiel, AJDA 2005, σ. 637˙ J. Rivero, Jurisprudence et doctrine dans l’élaboration du droit administratif, EDCE, 1955, σ. 29˙ του ιδίου, Apologie pour les « faiseurs de systèmes, D., 1951, chron., σ. 99˙ G. Vedel, Le droit administratif peut-il rester indéfiniment jurisprudentiel ?, EDCE 1979, n° 31, σ. 31]

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο