Εξελίξεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

Νομολογιακές εξελίξεις ως προς την ερμηνεία της “ιδιάζουσας σχέσης” κατά το άρθρο 7 του ΚΔΔιαδ. Η έννοια της “μειοψηφίας” στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 1566/2016)

Νομολογιακές εξελίξεις ως προς την ερμηνεία της “ιδιάζουσας σχέσης” κατά το άρθρο 7 του ΚΔΔιαδ. Η έννοια της “μειοψηφίας” στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 1566/2016)

Η απόφαση ΣτΕ 1566/2016, πρώτη μιας σειράς 5 αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν την ίδια μέρα (ΣτΕ 1566-1570/2016), εκδόθηκε επί αίτησης ακύρωσης κατά πράξεων του τελευταίου εισαγωγικού διαγωνισμού στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Το βασικό νομικό ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο, ενώ έχουν ήδη διατυπωθεί αμφιβολίες για την ορθότητα της δικανικής κρίσης, ήταν η νομιμότητα της σύνθεσης της επιτροπής του διαγωνισμού υπό το πρίσμα της αρχής της αμεροληψίας (άρθρο 7 τουΚΔΔιαδ), λόγω παλαιότερης επαγγελματικής συνεργασίας μέλους της επιτροπής με υποψήφια. Η απόφαση αποτυπώνει τη γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου και απορρίπτει τον λόγο ακύρωσης περί κακής σύνθεσης της επιτροπή,ς με το αιτιολογικό ότι, δεδομένου ότι, αφενός, το χρονικό διάστημα λειτουργίας της δικηγορικής εταιρίας του μέλους της επιτροπής και μιας υποψηφίας δεν είναι μεγάλο, ενώ, κατά το μεγαλύτερο μέρος του αυτή εμφανίζει ελάχιστη επαγγελματική δικαστηριακή δραστηριότητα και, αφετέρου, η επαγγελματική σχέση των ως άνω δεν ήταν ενεστώσα κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, διακοπείσα δύο περίπου μήνες πριν από τη συγκρότηση της επιτροπής, δεν στοιχειοθετείται ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης του μέλους της επιτροπής και της υποψηφίας, δημιουργούσα τεκμήριο επηρεασμού αυτού, η περί της οποίας καταφατική κρίση, ενόψει και του διακυβεύματος της υπόθεσης, πρέπει να είναι τεκμηριωμένη πέρα από κάθε αμφιβολία (σκέψη 11 της απόφασης). Τρία, όμως από τα μέλη της σύνθεσης, η Πρόεδρος και οι δύο Πάρεδροι, εκ των οποίων ο ένας ήταν ο εισηγητής της υπόθεσης, επομένως, εξ ορισμού, ο δικαστής που γνωρίζει τον φάκελο και έχει εγκύψει στην υπόθεση περισσότερο από όλα τα μέλη του σχηματισμού, υποστήριξαν διαφορετική άποψη, δηλαδή την εφαρμογή της πάγιας σχετικής νομολογίας, όπως αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, στην απόφαση ΣτΕ 638/2014, με την οποία έγινε δεκτό ότι “από τη συνεργασία [μεταξύ δικηγόρων, η οποία περιλαμβάνει την ανάθεση χειρισμού υποθέσεων του ενός δικηγόρου στον άλλο] προκύπτει, πράγματι, ιδιαίτερος σύνδεσμος, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 1 και 2… του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας…”. Κατά τη γνώμη αυτή, το γεγονός ότι η υποψήφια ήταν εταίρος δικηγορικής εταιρίας ιδρυθείσας από μέλος της επιτροπής του διαγωνισμού υποδηλώνει “σχέση συνεργασίας μεταξύ ελευθέρων επαγγελματιών, η οποία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη διάρκειά της ή τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσεται (λ.χ. το είδος της ασκούμενης δικηγορικής δραστηριότητας ως δικαστηριακής ή μη, ή την έκταση της εν λόγω δραστηριότητας), τη συνδρομή του στοιχείου της ιδιαίτερης προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ των συνεργαζομένων ελευθέρων επαγγελματιών (πρβλ., ιδίως, ΣΕ 638/2014, 2421/2001· πρβλ. επίσης ΣΕ 3891/2013, 3758/2012). Ενόψει αυτών, η ανωτέρω σχέση του μέλους της επιτροπής του διαγωνισμού … και της υποψήφιας …., η οποία είχε, σε κάθε περίπτωση, ικανή χρονική διάρκεια και λύθηκε μόλις δύο μήνες πριν τη συγκρότηση της επιτροπής του διαγωνισμού, συνιστά ιδιαίτερη και ιδιάζουσα σχέση, από την οποία δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού του μέλους αυτού της επιτροπής του διαγωνισμού”.

Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει από τη μελέτη της απόφασης είναι γιατί η υπόθεση δεν παρεπέμφθη στην 7μελή σύνθεση, κατ’εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989, αφού, αφενός, υπήρξε ισχυρή “μειοψηφία”, και, αφετέρου, η άποψη που υιοθετήθηκε, μάλιστα δε με αιτιολογία μάλλον λακωνική και “ελλειπτική” (μικρή διάρκεια συνεργασίας, ελάχιστη δικαστηριακή δραστηριότητα της υποψηφίας, έλλειψη ενεστώτος χαρακτήρος της σχέσης), σηματοδοτεί απομάκρυνση από την πάγια νομολογία σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας της “ιδιάζουσας σχέσης” του άρθρου 7 ΚΔΔιαδ, η οποία μάλιστα αφορά ζήτημα συνταγματικής περιωπής, δεδομένου ότι η αρχή της αμεροληψίας, κατά τα διαλαμβανόμενα και στην ίδια την απόφαση ΣτΕ 1566/2016, αποτελεί ειδική έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου. Προσήκει να υπομνησθεί συναφώς ότι παραπέμφθηκε στην 7μελή σύνθεση του Γ΄Τμήματος η υπόθεση των πρυτανικών εκλογών του ΑΠΘ για την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 18 στοιχείο δ΄του Ν. 4009/2011, σχετικά με την ήδη καταργηθείσα διαδικασία εκλογής πρυτάνεων των ΑΕΙ, αν και την τότε αριθμητικά μειοψηφούσα άποψη υποστήριξαν ο Προεδρεύων Σύμβουλος και ο εισηγητής της υπόθεσης Πάρεδρος, δηλαδή δύο μόνο μέλη της σύνθεσης. Ειδικότερα, τον Ιούνιο του 2014, η απόφαση του Γ΄ Τμήματος ΣτΕ 2357/2014 5μ, που εκδόθηκε επί αίτησης ακύρωσης κατά της εκλογής του πρύτανη του ΑΠΘ, παρέπεμψε την υπόθεση στην 7μελή σύνθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση ΣτΕ 4474/2014, που ακύρωσε την εκλογή. Ο λόγος ακύρωσης αναγόταν σε πλημμέλειες του πρώτου σταδίου της σύνθετης διοικητικής ενέργειας ανάδειξης πρύτανη, δηλαδή της προεπιλογής των υποψηφίων από το Συμβούλιο του οικείου ΑΕΙ, ακριβέστερα στη μη κλήση του εν ενεργεία πρύτανη στη συνεδρίαση του ΣΙ για την προεπιλογή υποψηφίων (ΣτΕ 2357, 4474/2014), κατά τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 18 στοιχ. δ’ του Ν. 4009/2011 [βλ. Ε. Πρεβεδούρου, Διαδοχικές ακυρώσεις για τυπικές πλημμέλειες. Περιπλοκές στις πρυτανικές εκλογές του Ν. 4009/2011 (ΣτΕ 2357/2014, 4474/2014, 3238/2015, 2948/2015), ΘΠΔΔ 8-9/2015, σ. 869].

Το δεύτερο ζήτημα που εγείρει η απόφαση ΣτΕ 1566/2016 είναι ο απαρχαιωμένος και αναχρονιστικός χαρακτήρας της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 2 και 3 του ΠΔ 18/1989 που απονέμουν συμβουλευτική και μόνο ψήφο στους Παρέδρους, ενώ αποκλείουν τους Εισηγητές από τη συμμετοχή στις συνεδριάσεις του Δικαστηρίου και στη διάσκεψη. Παραφράζοντας την άποψη του προέδρου Κ. Μενουδάκου σε σχέση με ένα διαφορετικό δικονομικό ζήτημα, αυτό της εξουσίας του δικαστή να περιορίζει το αναδρομικό αποτέλεσμα της ακύρωσης διοικητικών πράξεων, διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν το Συμβούλιο της Επικρατείας, προσηλωμένο σε διεθνή και αλλοδαπά πρότυπα, να λειτουργεί, τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, βάσει κανόνων οργάνωσης που ίσχυαν την εποχή της ίδρυσής του, το 1929 [Νομιμότητα, δημόσιο συμφέρον και αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος (θεσμικά όρια της εξουσίας του διοικητικού δικαστή μεταξύ φορμαλισμού και δικαστικού ακτιβισμού) (ομιλία του κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα της Νομικής Σχολής ΑΠΘ), ΘΠΔΔ 7/2014, σ. 670)]. Μάλιστα, ο Μ. Στασινόπουλος, στα Πορίσματα της νομολογίας του ΣτΕ (1929-1959, σ. 19) μεταφράζοντας τον μεγάλο Μ. Hauriou, αναφέρεται στη σημασία της “συνεργασίας τριών κλιμακωτών γενεών δικαστών” και στο ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι “το απόσταγμα του κράματος της υπό των τριών τούτων γενεών εισφερομένης πνευματικής συμβολής. Οι Σύμβουλοι εισφέρουν την πείρα τους και την παρακολουθούσα φυσικώς την ηλικία τους συντηρητικότητα, οι Πάρεδροι τον ώριμο ζήλο τους και οι Εισηγητές την νεανική τους ορμή και προοδευτικότητα”. Τονίζει, μάλιστα, ότι “ο ωραιότερος ρόλος ανήκει στους Παρέδρους, οι οποίοι έχουν ήδη εισφέρει το φιλελεύθερο νεανικό τους πνεύμα ως εισηγητές επί μακρά σειρά ετών, έχουν εθισθεί στην πειθάρχηση της σκέψης και του δικαστικού ήθους και στον άκρως εντατικό ρυθμό της εργασίας που συντελείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας ως εισηγούμενοι υπευθυνως τις υποθέσεις”. Επομένως, είναι –τουλάχιστον- παράδοξο να μην αποτυπώνεται και στην τελική αποφαση με αποφασιστική ψήφο η αναμφισβήτητη -εφόσον μετέχουν στη διάσκεψη- συμβολή τους στη διαμόρφωση της δικανικής κρίσης. Επίσης, είναι ανορθολογικό και ασυνεπές να “ανεβαίνουν στην έδρα”, εμφανιζόμενοι ως πλήρη και ισότιμα μέλη του οικείου δικαστικού σχηματισμού, δικαστές οι οποίοι, εν συνεχεία, δεν συμβάλλουν ισοτίμως, από τυπική σκοπιά στην έκδοση της απόφασης του εν λόγω σχηματισμού. Η απολύτως τυπολατρική προσέγγιση θα επέβαλλε να αποτελείται η σύνθεση μόνον από τα κατά το γράμμα του άρθρου 1 του ΠΔ 18/1989 μέλη του Δικαστηρίου, δηλαδή από τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και τους Συμβούλους.

Σημειώνεται ότι στο Conseil d’Etat, μέλη των μεγάλων συνθέσεων είναι και οι Εισηγητές [auditeurs], οι οποίοι μάλιστα συμβαίνει να είναι και εισηγητές σημαντικών υποθέσεων, ενώ οι Πάρεδροι είναι κατά κανόνα commissaires du gouvernement (νυν rapporteurs publics). Περαιτέρω, το Conseil d’Etat οφείλει σε μεγάλο βαθμό την ακτινοβολία του και την επίδρασή του στη διαμόρφωση του δημόσιου βίου στη Γαλλία, στην προσαρμοστικότητα του θεσμού για να ανταποκριθεί στη συνεχή αύξηση του αριθμού και της περιπλοκότητας των διοικητικών διαφορών. Όπως επισήμανε ο νυν αντιπρόεδρος και εμπνευστής των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων Jean-Marc Sauvé, το Conseil d’Etat, το οποίο διατηρεί το όνομά του επί αιώνες, είναι ένας από τους πιο αγγλοσαξωνικούς θεσμούς της ηπειρωτικής Ευρώπης [J.-M. Sauvé, The French administrative jurisdictional system (Speech by Jean-Marc Sauvé in Hunter Valley, Australia on March 4th 2010)]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσαρμοστικότητας του θεσμού είναι και το διάταγμα 2016-899 της 1ης Ιουλίου 2016, το οποίο τροποποίησε τον Code de justice administrative προκαλώντας μια μικρή επανάσταση στο Conseil d’Etat: τα δέκα υποτμήματα (sous-sections) του δικαιοδοτικού τμήματος (section du contentieux) μετονομάζονται σε “chambres” (βλ. άρθρο 62 του νόμου “Déontologie, droits et obligations des fonctionnaires” που τροποποίησε το άρθο L. 122-1 του Code de justice administrative). Ο νομοθέτης εκσυγχρονίζει έτσι τους όρους που χρησιμοποιεί η διοικητική δικαιοσύνη για να την καταστήσει πιο κατανοητή στους διαδίκους. Περαιτέρω, το άρθρο 12 του ανωτέρω νόμου τροποποιεί το άρθρο L. 131-2 του code de justice administrative και προβλέπει ρητά ότι “les membres du Conseil d’État exercent leurs fonctions en toute indépendance (…)”. Δεν πρόκειται για καινοτομία, αλλά για υπόμνηση, εφόσον η ανεξαρτησία αυτή όχι μόνο αναγνωριζόταν στο πλαίσιο της πάγιας πρακτικής λειτουργίας και οργάνωσης του ίδιου του Conseil d’Etat αλλά και ήταν ήδη συνταγματικά κατοχυρωμένη [το Conseil constitutionnel, με απόφαση της 22ας Ιουλίου 1980 (n° 80-119 DC) έκρινε, στηριζόμενο στον νόμο της 24ης Μαΐου 1872, ότι η ανεξαρτησία της διοικητικής δικαιοσύνης είναι “principe fondamental reconnu par les lois de la République”].

Συνοψίζοντας, είναι αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός ορισμένων πτυχών της οργάνωσης και της δομής του ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας, ιδίως δε των αρμοδιοτήτων των Εισηγητών και Παρέδρων, κατά τα πρότυπα του γαλλικού Conseil d’État. Για παράδειγμα, είναι αδικαιολόγητη η απαγόρευση της παρουσίας Εισηγητών στη διάσκεψη, συμπεριλαμβανομένου του βοηθού εισηγητή της υπό διάσκεψη υπόθεσης. Οι αναχρονιστικές και παρωχημένες αυτές ρυθμίσεις καταδεικνύουν επιφύλαξη και φόβο του δικονομικού νομοθέτη απέναντι στη «νεανική ορμή” και “προοδευτικότητα” των νεότερων γενεών δικαστικών λειτουργών και εμπιστοσύνη μόνο στη «συντηρητικότητα» και την «πείρα» των μεγαλυτέρων καθώς και προσκόλληση σε αυστηρές και ανελαστικές ιεραρχικές δομές. Τέτοιες «αγκυλώσεις», πάντως, πλήττουν την εικόνα του θεσμού, ενώ δεν είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της σύνεσης, της ορθής κρίσης και των ισορροπημένων προσεγγίσεων, εφόσον η δικαιοσύνη απονέμεται συλλογικά και η νομολογία είναι κατ’ εξοχήν συλλογικό έργο [D. Labetoulle, Le président Bouffandeau, Rev. Admin. 2000, σ. 295 (300)]. Σημειώνεται ότι, κατ’εφαρμογή του άρθρου R 731-4 του γαλλικού code de justice administrative, ο πρόεδρος του οικείου σχηματισμού μπορεί να δώσει την άδεια να παρίστανται στη διάσκεψη, χωρίς φυσικά να συμμετέχουν, δικαστές ή καθηγητές πανεπιστημίου, Γάλλοι ή αλλοδαποί, που πραγματοποιούν εκπαιδευτική επίσκεψη στο Conseil d’État. Η δυνατότητα αυτή ουδέποτε έθιξε το “μυστικό” της διάσκεψης ούτε προκάλεσε διαρροές, δεδομένου άλλωστε ότι η δημοσίευση της απόφασης απέχει το πολύ 15 ημέρες από τη διάσκεψη, η οποία πραγματοποιείται αμέσως μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης.

Τέλος, το τρίτο ζήτημα που θα μπορούσε, σε θεωρητικό πλέον επίπεδο, να εξετασθεί είναι η οριοθέτηση –σε περίπτωση που γινόταν δεκτό το ένδικο βοήθημα– του ακυρωτικού αποτελέσματος από τον δικαστή και, συνακολούθως, η συμμόρφωση της Διοίκησης στη δικαστική απόφαση. Αν η ακύρωση περιοριζόταν στον πίνακα επιτυχόντων καθ΄όσον αυτός αφορά τον αιτούντα, θα όφειλε η εξεταστική επιτροπή να επαναλάβει τον διαγωνισμό στο σύνολό του ή μόνο ως προς το μάθημα για το οποίο πρότεινε τα θέματα και στη συνέχεια βαθμολόγησε τα γραπτά το μέλος της επιτροπής η συμμετοχή του οποίου προκάλεσε πλημμέλεια της σύνθεσης καθώς και ως προς την προφορική εξέτασης; Ποιές θα ήταν οι συνέπειες επανάληψης του διαγωνισμού ή μέρους αυτού για τους λοιπούς επιτυχόντες υποψηφίους; Η υπόθεση αυτή αναδεικνύει ανάγλυφα τα προβλήματα της συμμόρφωσης στις ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις και την ανάγκη να εντάξει ο δικαστής στη συλλογιστική του την παράμετρο των συνεπειών και της εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδώσει, αναλαμβάνοντας την ευθύνη αυτού που θα συμβεί μετά την απόφασή του, ιδίως όταν η υπόθεση είναι περίπλοκη [βλ. Cl. Jeangirard-Dufal, Le juge administratif et l’injonction : expérience] de vingt ans années d’application, RFDA 3/2015, σ. 461 (466)].

Διάγραμμα της απόφασης ΣτΕ 1566/2016

Προσβαλλόμενες πράξεις. Τελική πράξη σύνθετης διοικητικής ενέργειας

Ζητείται η ακύρωση α) του από 6.5.2016 πίνακα αποτελεσμάτων των γραπτών εξετάσεων του ΚΒ΄ εισαγωγικού διαγωνισμού για την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (εφεξής: “ΕΣΔΛ”), κατεύθυνσης διοικητικής δικαιοσύνης (εφεξής: “Διαγωνισμός”), κατά το μέρος που αφορά τον αιτούντα β) του από 6.5.2016 πίνακα επιτυχόντων των γραπτών εξετάσεων του Διαγωνισμού, καθ’ ο μέρος η πράξη αυτή εκδόθηκε κατά παράλειψη του αιτούντος, γ) του από 6.5.2016 πίνακα επιτυχόντων (με σειρά επιτυχίας) των γραπτών εξετάσεων του Διαγωνισμού, καθ’ ο μέρος η πράξη αυτή εκδόθηκε κατά παράλειψη του αιτούντος, δ) του 10/9.5.2016 πρακτικού της εξεταστικής επιτροπής του Διαγωνισμού, με το οποίο απορρίφθηκε η από 6.5.2016 αίτηση θεραπείας του αιτούντος κατά των ως άνω πινάκων αποτελεσμάτων του Διαγωνισμού.

2.Επειδή, μετά την άσκηση tης κρινόμενης αίτησης η εξεταστική επιτροπή εξέδωσε τον από 25.5.2016 πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων κατά σειρά επιτυχίας (Γ΄ 507/6.6.2016), με τον οποίο ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια του Διαγωνισμού. Η τελική αυτή πράξη της σύνθετης διοικητικής ενέργειας του Διαγωνισμού, στην οποία ενσωματώθηκαν οι προηγούμενες πράξεις αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλόμενη και μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πράξη (ΣΕ 1051/2012, 1615/2008), κατά της οποίας είναι επιτρεπτή η προβολή και λόγων ακυρώσεως οι οποίοι μπορεί να αφορούν πλημμέλειες των ενδιάμεσων πράξεων της ως άνω σύνθετης διοικητικής ενέργειας.

Eφαρμοστέες διατάξεις

Οι διατάξεις του Ν 3689/2008 για τη διεξαγωγή του εισαγωγικού διαγωνισμού στην ΕΣΔΛ

4.Επειδή ο ν. 3689/2008 “Εθνική Σχολή Δικαστών και άλλες διατάξεις” (Α΄ 164) ορίζει τα εξής: Άρθρο 9 (“Προκήρυξη Διαγωνισμού”): “1. [Όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 8 παρ. 1 ν. 3910/2011-Α΄ 11] Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως … προκηρύσσεται εισαγωγικός διαγωνισμός στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών για τις ακόλουθες κατευθύνσεις: α) Διοικητικής Δικαιοσύνης, β) … 2. Στην προκήρυξη ορίζονται ο συνολικός αριθμός των εισακτέων σε κάθε κατεύθυνση της Σχολής … 3. Το πρόγραμμα, η διαδικασία, τα εξεταστικά κέντρα διεξαγωγής του διαγωνισμού, ο αριθμός των επιτηρητών, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια, η οποία αναφέρεται στους υποψηφίους, στους όρους και τον τρόπο διεξαγωγής του διαγωνισμού, καθορίζονται με απόφαση της επιτροπής διαγωνισμού, που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου. 4. Οι αποφάσεις της επιτροπής αναρτώνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στο κατάστημα της Σχολής, δημοσιοποιούνται δε με οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπο.” Άρθρο 11 (“Επιτροπή Διαγωνισμού”): “1. Ο εισαγωγικός διαγωνισμός διενεργείται από επιτροπή, η οποία συγκροτείται για κάθε κατεύθυνση χωριστά, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων … 2. Η επιτροπή για την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης αποτελείται από: α) Έναν Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) έναν Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γ) έναν Πρόεδρο Εφετών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, δ) ένα μέλος ΔΕΠ από τη βαθμίδα του καθηγητή Τμήματος Νομικής και ε) έναν δικηγόρο με εικοσαετή τουλάχιστον δικηγορική υπηρεσία. 3. … 5. … Τα μέλη με στοιχείο δ΄ ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, ύστερα από κλήρωση που διενεργείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την παρουσία του Γενικού Διευθυντή της Σχολής, μεταξύ όλων των καθηγητών των Τμημάτων Νομικής της χώρας το γνωστικό αντικείμενο των οποίων είναι σχετικό με τα εξεταζόμενα μαθήματα. …”. Άρθρο 12 (“Διεξαγωγή-Στάδια Διαγωνισμού”): “1. Ο εισαγωγικός διαγωνισμός περιλαμβάνει δύο στάδια, προκριματικό και τελικό … 2. [Όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 10 παρ. 2 ν. 3910/2011] Κατά το προκριματικό στάδιο: α) Οι υποψήφιοι εξετάζονται γραπτά, για […] την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης σε θέματα: αα. γενικής παιδείας, ββ. συνταγματικού δικαίου, γενικού διοικητικού δικαίου και δικαίου διοικητικών διαφορών και γγ. δημοσιονομικού δικαίου … δ) Τα μέλη της επιτροπής κατανέμουν μεταξύ τους την εξέταση των μαθημάτων, έτσι ώστε σε κάθε μάθημα να αντιστοιχούν δύο εξεταστές. Οι εξεταστές οφείλουν να προετοιμάσουν ο καθένας από δύο θέματα για το προς εξέταση μάθημα. Την ημέρα των εξετάσεων συνέρχεται η εξεταστική επιτροπή, εγκρίνει με πλειοψηφία δύο από τα θέματα αυτά και, με κλήρωση, η οποία διενεργείται ενώπιον όλων των μελών της επιτροπής, επιλέγει το ένα θέμα που θα τεθεί στις εξετάσεις. Η διαδικασία αυτή ακολουθείται και κατά την εξέταση της υποχρεωτικής ξένης γλώσσας… 3. [Όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 10 παρ. 2 ν. 3910/2011] Κατά το τελικό στάδιο, στο οποίο μετέχουν μόνον όσοι έχουν επιτύχει στο προκριματικό: α) Οι υποψήφιοι κάθε κατεύθυνσης εξετάζονται προφορικά και δημοσίως στην ύλη που προβλέπεται για τις εξετάσεις του προκριματικού σταδίου της ίδιας κατεύθυνσης και σε θέματα ευρωπαϊκού δικαίου, β) …”. Άρθρο 13 (“Βαθμολόγηση Υποψηφίων”): “1. Η βαθμολογική κλίμακα των εισαγωγικών εξετάσεων για όλες τις δοκιμασίες (προκριματικού και τελικού σταδίου) εκτείνεται από μηδέν έως δεκαπέντε. 2. [Όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 11 παρ. 1 ν. 3910/2011] α. Η βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων του προκριματικού σταδίου … διενεργείται από δύο βαθμολογητές, μέλη της επιτροπής, τακτικά ή αναπληρωματικά. … Οι ενδείξεις των ατομικών στοιχείων των διαγωνιζομένων στα γραπτά δοκίμια και η βαθμολογία του πρώτου εξεταστή καλύπτονται με αδιαφανές χαρτί, το οποίο αφαιρείται ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής μετά την ολοκλήρωση της βαθμολόγησης σε όλες τις θεματικές ενότητες. … β. Ο μέσος όρος των βαθμών των δύο βαθμολογητών αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στο γραπτό δοκίμιο, εφόσον η διαφορά τους δεν είναι μεγαλύτερη των τριών μονάδων. … γ. Ο μέσος όρος των βαθμών στις πέντε γραπτές δοκιμασίες του προκριματικού σταδίου αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στην προκριματική δοκιμασία. Θεωρούνται επιτυχόντες στο προκριματικό στάδιο όσοι υποψήφιοι έλαβαν μέσο όρο βαθμολογίας στις πέντε γραπτές δοκιμασίες οκτώ και σε καμία κάτω από έξι. 3. Η αξιολόγηση της επίδοσης του υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία γίνεται από κάθε μέλος της επιτροπής, το οποίο, μετά το τέλος της εξέτασης, βαθμολογεί ιδιαιτέρως την επίδοση του υποψηφίου με ένα βαθμό για ολόκληρη την εξεταστέα ύλη. Ο μέσος όρος των πέντε βαθμών αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία. 4. [Όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 ν. 3910/2011] α. Ο τελικός βαθμός επιτυχίας κάθε υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα του μέσου όρου της γραπτής δοκιμασίας, με ποσοστό αξιολόγησης 70%, και του μέσου όρου της προφορικής δοκιμασίας, με ποσοστό αξιολόγησης 30%. β. …5. Στον πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων κατατάσσονται μόνον οι υποψήφιοι, οι οποίοι έλαβαν τελικό βαθμό επιτυχίας … τουλάχιστον οκτώ. Ο πίνακας αυτός, ο οποίος καταρτίζεται με βάση τον τελικό βαθμό επιτυχίας κάθε υποψηφίου, κυρώνεται από την επιτροπή διαγωνισμού, αποστέλλεται στο Υπουργείου Δικαιοσύνης, αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων της Σχολής και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.” Άρθρο 14 (“Εγγραφή Εκπαιδευομένων”): “1. Στη Σχολή εγγράφονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι περιλαμβάνονται στον πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων κατά σειρά επιτυχίας, έως ότου καλυφθεί ο αριθμός των θέσεων, ο οποίος αναφέρεται στην προκήρυξη. Σε περίπτωση ισοβαθμίας, για την πλήρωση της τελευταίας θέσης, οι υποψήφιοι, οι οποίοι ισοβάθμησαν, εγγράφονται ως υπεράριθμοι. 2. … 3. Η αίτηση για την εγγραφή στη Σχολή υποβάλλεται στη γραμματεία αυτής, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την ανάρτηση του πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων στον πίνακα ανακοινώσεων της Σχολής … “.

Νομική φύση της επιτροπής εισαγωγής εκπαιδευομένων στην ΕΣΔΛ: συλλογικό διοικητικό όργανο

5. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 8 και 87 του Συντάγματος, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 αυτού, με τις οποίες καθιερώνεται το δικαίωμα του ατόμου προς παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, προκύπτει, ότι η απονομή της Δικαιοσύνης ανατίθεται αποκλειστικώς σε τακτικά δικαστήρια τα οποία λειτουργούν υπό τις εγγυήσεις που θεσπίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος, δηλαδή συνεδριάζουν δημοσίως, οι αποφάσεις τους είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένες και απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση (ΣΕ Ολ 189/2007). Από τις παρατεθείσες, εξάλλου, στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις προκύπτει ότι η επιτροπή του διαγωνισμού εισαγωγής εκπαιδευομένων στην ΕΣΔΛ δεν αποτελεί δικαστήριο υπό την ανωτέρω έννοια ούτε εντάσσεται στη δικαστική οργάνωση του Κράτους, όπως συμβαίνει με άλλα όργανα, τα οποία εντάσσονται οργανικά στη δικαστική εξουσία κατά τις διατάξεις που τα προβλέπουν (όπως λ.χ. τα υπηρεσιακά δικαστικά συμβούλια των δικαστικών υπαλλήλων – βλ. ΣΕ Ολ 3034/2008). Αντιθέτως, η εν λόγω επιτροπή εντάσσεται οργανικά στη διοικητική λειτουργία (Υπουργείο Δικαιοσύνης), συγκροτούμενη μάλιστα επ’ ευκαιρία κάθε εισαγωγικού διαγωνισμού με απόφαση του αρμοδίου Υπουργού και, συνεπώς, οι πράξεις της παραδεκτώς προσβάλλονται ως πράξεις διοικητικής αρχής κατά το άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος με αίτηση ακυρώσεως (βλ. ΣΕ 1615/2008, 741/2002, 3618/1996, πρβλ. ΣΕ 2855/2014, 2522/2001 επτ., Ολ 2238/1999 κ.ά.).

Η διαδικασία επιλογής δικαστικών λειτουργών ως αντικείμενο συνταγματικής ρύθμισης (άρθρο 88 παρ. 1 Σ)

6. Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαύουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 88 παρ. 1 του Συντάγματος, οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα βάσει νόμου που ορίζει τα προσόντα και την διαδικασία επιλογής τους, είναι δε ισόβιοι. Από την τελευταία αυτή διάταξη, που είναι ενταγμένη στο Ε΄ Τμήμα του Συντάγματος περί Δικαστικής Εξουσίας, προκύπτει ότι η είσοδος των λειτουργών της δικαιοσύνης στο δικαστικό σώμα αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής ρύθμισης που τελεί σε αρμονία προς τις λοιπές διατάξεις του ίδιου Τμήματος του Συντάγματος, με τις οποίες κατοχυρώνεται η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ως ιδίας πολιτειακής λειτουργίας. Ο διορισμός των υποψηφίων που διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα πρέπει να γίνεται κατόπιν «διαδικασίας επιλογής». Η έμφαση του Συντάγματος στη «διαδικασία επιλογής», που ερμηνεύεται ενόψει και των λοιπών διατάξεών του περί δικαστικής εξουσίας, δηλώνει τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη η διαδικασία αυτή να είναι αυτοτελής, να αφορά δηλαδή αποκλειστικά στην επιλογή δικαστών, και να προσιδιάζει στη φύση του λειτουργήματός τους ως οργάνων που απολαύουν ανεξαρτησίας έναντι των λοιπών λειτουργιών του κράτους. Προσιδιάζει δε στη στελέχωση ανεξάρτητου δικαστικού σώματος διαδικασία περιβεβλημένη με εγγυήσεις ανεξάρτητης και εξειδικευμένης επαγγελματικής κρίσης κατά την επιλογή των υποψηφίων δικαστών, όπως είναι η διενεργουμένη μέσα στους κόλπους της Δικαιοσύνης. Η κατοχυρούμενη στο άρθρο 87 παρ. 1 λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, στην οποία θεμελιώνεται σειρά εγγυήσεων που περιβάλλουν όλη τη σταδιοδρομία τους, ήδη από την πρώτη τοποθέτησή τους, συνεπάγεται αυξημένες εγγυήσεις αξιοκρατικής επιλογής των δικαστών, καθώς αυτή έχει πρόδηλη και καθοριστική σημασία για τη στελέχωση ανεξάρτητης Δικαιοσύνης (βλ. ΣΕ 4387/1988 7μ., ΣΕ 4389/1988 7μ.). Η ίδια θέση έχει αποτυπωθεί, εξάλλου, και στον Ευρωπαϊκό Χάρτη για το Καθεστώς των Δικαστών που εκπονήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης, στο άρθρο 1.3 του οποίου ορίζεται ότι: «Κατά την λήψη κάθε απόφασης που αφορά στην επιλογή, στην πρόσληψη, στον διορισμό, στην άσκηση και στην περάτωση των καθηκόντων ενός ή μιας δικαστή θα πρέπει να παρεμβαίνει ένα ανεξάρτητο όργανο της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας το οποίο θα πρέπει να αποτελείται το λιγότερο κατά το ήμισυ από δικαστές που έχουν εκλεγεί από τους ομοίους τους με τρόπο που να εξασφαλίζεται η ευρύτερη αντιπροσώπευσή τους» (Βλ. ΣΕ Διοικητ. Ολομ. 11/2010).

Ερμηνεία της αρχής της αμεροληψίας (άρθρο 7 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας). Έννοια της ιδιάζουσας σχέσης και του ιδιαίτερου δεσμού μέλους συλλογικού οργάνου προς κρινόμενο υποψήφιο

7. Επειδή, σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων, η οποία αποτελεί ειδική έκφραση της συνταγματικώς κατοχυρούμενης γενικής αρχής του Κράτους Δικαίου (ΣΕ 2243-44/2011, πρβλ. ΣΕ 1990, 789/1990 Ολομ.), αποτυπώνεται δε και στο άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45), τα όργανα της Διοίκησης, είτε ενεργούν ατομικώς είτε ως μέλη συλλογικού οργάνου, πρέπει να παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης, ώστε να δημιουργείται στους πολίτες πεποίθηση για το αδιάβλητο των πράξεων που εκδίδονται από αυτά, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν υπάρχουν ιδιαίτεροι δεσμοί ή ιδιάζουσα σχέση μέλους συλλογικού οργάνου προς κρινόμενο υποψήφιο. Κατά συνέπεια, άσχετα από την ύπαρξη διάταξης που να προβλέπει για ειδικούς λόγους την εξαίρεση του συγκεκριμένου μέλους του διοικητικού οργάνου, η ενέργειά του που έγινε παρά τη συνδρομή τέτοιων λόγων είναι ελαττωματική και συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής διοικητικής πράξης λόγω του τεκμηρίου επηρεασμού του που δημιουργείται έτσι, έστω και αν δεν αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή υπήρξε πραγματικά μεροληπτική (ΣΕ 689/1987, 2263/1991, 5263/1996 κ.ά.). Για τη στοιχειοθέτηση της ιδιάζουσας σχέσης ή ιδιαίτερου δεσμού μέλους συλλογικού οργάνου προς κρινόμενο υποψήφιο δεν αρκεί οποιαδήποτε προσωπική ή επαγγελματική σχέση, αλλά τέτοια που, ενόψει των συντρεχουσών περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι πρόσφορη να δημιουργήσει εύλογες υπόνοιες ότι το μέλος του οργάνου έχει ήδη σχηματισμένη και, συνεπώς, προκατειλημμένη γνώμη για τον υποψήφιο τον οποίο πρόκειται να κρίνει (πρβλ. ΣΕ 2966, 638/2014, 3891/2013, 3758/2012, 2421/2001).

Το ιστορικό της διαφοράς

8.Επειδή, με την 4636/29.1.2016 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και Οικονομικών (Γ΄ 56/1.2.2016) προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την εισαγωγή στην ΕΣΔΛ εξήντα ενός (61) σπουδαστών, εκ των οποίων 26 για την κατεύθυνση διοικητικής δικαιοσύνης. Στην απόφαση αυτή ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι υποψήφιοι οφείλουν να υποβάλουν τις αιτήσεις συμμετοχής τους στο διαγωνισμό μέχρι τις 29.2.2016. Με το από 1.3.2016 πρακτικό 1 της εξεταστικής επιτροπής του Διαγωνισμού, η οποία συγκροτήθηκε με την 17988/25.2.2016 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ 107/1.3.2016 Τεύχος Υπαλλήλων Ειδικών Θέσεων και Οργάνων Διοίκησης Φορέων του Δημοσίου και Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα), ορίσθηκαν οι εισηγητές/βαθμολογητές και αναβαθμολογητές για τα γραπτά θέματα του προκριματικού σταδίου. Για το Α΄ Θέμα Συνταγματικού Δικαίου, Γενικού Διοικητικού Δικαίου και Δικαίου Διοικητικών Διαφορών (ακυρωτική διαφορά) ορίσθηκαν ως εισηγητές ο Ι. Δ., καθηγητής Νομικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α. και ο Γ. Α., Πρόεδρος Εφετών του ΔΕφΑθ. Στις 2.3.2016, το μέλος της εξεταστικής επιτροπής Ι. Δ. υπέβαλε στον πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής την εξής δήλωση: «…στις εξετάσεις που καλείται να διεξαγάγει προσεχώς η υφ’ ημάς εξεταστική επιτροπή θα μετάσχει και δικηγόρος που συνεργάσθηκε μαζί μου στο παρελθόν, σε συνεργασία η οποία ουσιαστικά διεκόπη πριν από ενάμισι περίπου χρόνο, ήταν όμως και εταίρος σε δικηγορική εταιρία της οποίας κύριος εταίρος ήμουν και εγώ, όπου και παρέμεινε τυπικά μέχρι την διάλυσή της, την 31η Δεκεμβρίου 2015. Με το παρόν θέτω το γεγονός αυτό υπόψη σας, και δι’ υμών στην εξεταστική επιτροπή, ώστε να κρίνετε αν συντρέχει λόγος ασυμβιβάστου της συμμετοχής μου σε αυτήν». Στο από 21.3.2016 πρακτικό 2 της εξεταστικής επιτροπής του Διαγωνισμού διαλαμβάνονται τα εξής: «Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι έχει απαρτία, έλαβε γνώση του πίνακα των υποψηφίων του διαγωνισμού, όπως της απεστάλη από τη Σχολή, και διερεύνησε την ύπαρξη τυχόν κωλυμάτων των μελών της λόγω σχέσεως με υποψηφίους. Και, αφού έλαβε υπ’ όψη και την κατατεθείσα σχετικώς, από 2.3.2016, και επισυναπτόμενη στο παρόν, δήλωση του μέλους Ι. Δ., σε συνδυασμό με την προφορική δήλωση του τελευταίου ότι δεν θεωρεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του νόμιμο κώλυμα συμμετοχής, έκρινε, χωρίς την παρουσία του μέλους τούτου, ότι ως κωλύματα συμμετοχής στην Επιτροπή πρέπει να θεωρηθούν, αφ’ ενός μεν οποιοδήποτε από τα κωλύματα που αναφέρονται στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αφ’ ετέρου δε η ύπαρξη ενεργού κατά το διαγωνισμό επαγγελματικής σχέσεως, και ότι, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει, ως εκ των ανωτέρω, κώλυμα για το εν λόγω μέλος». Κατόπιν της απόφασης αυτής, το μέλος της εξεταστικής επιτροπής Ι. Δ. συνέχισε να συμμετέχει στη σύνθεση της επιτροπής σε όλα τα υπολειπόμενα στάδια του Διαγωνισμού. Μεταξύ άλλων, το εν λόγω μέλος πρότεινε δύο εκ των τεσσάρων θεμάτων που τέθηκαν σε κλήρωση για την επιλογή του Α΄ θέματος Συνταγματικού Δικαίου, Γενικού Διοικητικού Δικαίου και Δικαίου Διοικητικών Διαφορών (ακυρωτική διαφορά) (βλ. το από 31.3.2016 πρακτικό 5 της εξεταστικής επιτροπής), βαθμολόγησε τα γραπτά δοκίμια των υποψηφίων στο θέμα αυτό ως πρώτος βαθμολογητής, ενώ συμμετείχε στη σύνθεση της επιτροπής κατά την εξέταση των αιτήσεων θεραπείας των υποψηφίων Στ. Μ. και Αθ. Σ. (βλ. τα από 9.5.2016 πρακτικά 10 και 11 της εξεταστικής επιτροπής). Τέλος, το ως άνω μέλος έλαβε μέρος σε όλες τις συνεδριάσεις της εξεταστικής επιτροπής για την προφορική εξέταση των υποψηφίων (βλ. τα 15/17.5.2016, 16/18.5.2016, 17/19.5.2016, 18/20.5.2016 και 19/21.5.2016 πρακτικά της εξεταστικής επιτροπής) και για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων του Διαγωνισμού (βλ. τα 20/24.5.2016 και 21/25.5.2016 πρακτικά της εξεταστικής επιτροπής).

9. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν, περαιτέρω, τα εξής: O αιτών έλαβε μέρος στο προκριματικό στάδιο του εισαγωγικού διαγωνισμού υποψήφιων σπουδαστών στην ΕΣΔΛ, πετυχαίνοντας την ακόλουθη βαθμολογία στα επιμέρους εξεταζόμενα θέματα: Θέμα γενικής παιδείας: 14,25, Α΄ Θέμα συνταγματικού δικαίου, γενικού διοικητικού δικαίου και δικαίου διοικητικών διαφορών: 5, Θέμα δημοσιονομικού δικαίου: 12,75, Β΄ Θέμα συνταγματικού δικαίου, γενικού διοικητικού δικαίου και δικαίου διοικητικών διαφορών: 10, ξένη γλώσσα: 13,50. Κατ’ εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 3689/2008 ο αιτών δεν περιλήφθηκε στον πίνακα επιτυχόντων του προκριματικού σταδίου της εξεταστικής επιτροπής. Με την 458/9-5-2016 αίτηση θεραπείας του ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής ο αιτών ζήτησε τη διενέργεια αναβαθμολόγησης των γραπτών απαντήσεών του στο Α΄ Θέμα συνταγματικού δικαίου, γενικού διοικητικού δικαίου και δικαίου των διοικητικών διαφορών, καθώς και την ανάκληση των πινάκων επιτυχόντων του προκριματικού σταδίου, κατά το μέρος που δεν περιλήφθηκε σ’ αυτούς. Ο αιτών επικαλέστηκε με την αίτηση θεραπείας ότι ο μέσος όρος της βαθμολογίας του στις γραπτές εξετάσεις ήταν υψηλός και τον κατέτασσε πρώτο μεταξύ των υποψηφίων, ενώ η βαθμολογία του στο Α΄ Θέμα συνταγματικού δικαίου, γενικού διοικητικού δικαίου και δικαίου των διοικητικών διαφορών απέκλινε ελάχιστα από τον ελάχιστο απαιτούμενο βαθμό. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με το 10/9.5.2016 πρακτικό της εξεταστικής επιτροπής. Κατά των πινάκων αποτελεσμάτων του προκριματικού σταδίου του Διαγωνισμού και κατά του ανωτέρω 10/9.5.2016 πρακτικού της εξεταστικής επιτροπής άσκησε ο αιτών την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, καθώς και αίτηση αναστολής εκτέλεσης των πράξεων αυτών. Με την από 12.5.2016 προσωρινή διαταγή της Αναπληρώτριας Προέδρου του Γ΄ Τμήματος δόθηκε η δυνατότητα στον αιτούντα να συμμετάσχει στις προφορικές εξετάσεις του Διαγωνισμού, χωρίς όμως να του παρέχονται περαιτέρω δικαιώματα από την τυχόν επιτυχία του σ’ αυτόν, πριν κριθεί το βάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως. Ο αιτών συμμετέσχε στις προφορικές εξετάσεις, όπου βαθμολογήθηκε με 13,8 μονάδες, επιτυγχάνοντας συνολική βαθμολογία και στα δύο στάδια του διαγωνισμού 12,01 μονάδων. Στις 25.5.2016, η εξεταστική επιτροπή εξέδωσε τον πίνακα οριστικών αποτελεσμάτων κατά σειρά επιτυχίας του Διαγωνισμού, ο οποίος δημοσιεύθηκε στη συνέχεια στην ΕτΚ (Γ΄ 507/6.6.2016) και στον οποίο δεν συμπεριλήφθηκε ο αιτών.

Αβάσιμος ο λόγος ακύρωσης περί μη νόμιμης σύνθεσης της επιτροπής λόγω παραβίασης της αρχής της αμεροληψία

10.Επειδή, με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων προβάλλεται ότι η εξεταστική επιτροπή δεν διέθετε νόμιμη σύνθεση, διότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του μέλους αυτής Ι. Δ. λόγος εξαίρεσης ενόψει του ότι ήταν υποψήφια στο Διαγωνισμό η συνεργάτιδα στο δικηγορικό του γραφείο και συνέταιρός του, Φ. Σ., η οποία πέτυχε κατά το προκριματικό στάδιο στο θέμα που βαθμολόγησε το εν λόγω μέλος της επιτροπής βαθμολογία 8, ενώ περαιτέρω συμμετέσχε στις προφορικές εξετάσεις, στις οποίες εξετάσθηκε και από το ως άνω μέλος της επιτροπής.

11.Επειδή, η επαγγελματική σχέση του μέλους της εξεταστικής επιτροπής Ι. Δ. με την παρεμβαίνουσα διήρκεσε επί δεκαεπτά περίπου μήνες από 25.7.2014 μέχρι 31.12.2015, οπότε λύθηκε η εταιρία «Γ. Ζ. Δ. και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία». Το χρονικό τούτο διάστημα δεν είναι μεγάλο, ενώ, κατά το μεγαλύτερο μέρος του (όλο το έτος 2015), η παρεμβαίνουσα εμφανίζει ελάχιστη επαγγελματική δικαστηριακή δραστηριότητα (βλ. κατάσταση γραμματίων προκαταβολής της εταιρίας για το έτος 2015). Η επαγγελματική δε σχέση των ως άνω δεν ήταν ενεστώσα κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού, διακοπείσα δύο περίπου μήνες πριν από τη συγκρότηση της επιτροπής. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν στοιχειοθετείται ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης του Ι. Δ. προς την παρεμβαίνουσα, δημιουργούσα τεκμήριο επηρεασμού αυτού, η περί της οποίας καταφατική κρίση, ενόψει και του διακυβεύματος της υπόθεσης, πρέπει να είναι τεκμηριωμένη πέρα από κάθε αμφιβολία· εξ άλλου, ο αιτών δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει πρόσθετα στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν την κατά τα άνω ιδιάζουσα σχέση (πρβλ. ΣΕ 2966/2014). Συνεπώς, ο λόγος περί κακής σύνθεσης της επιτροπής είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μειοψήφησε η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος, με τη γνώμη της οποίας συντάχθηκαν οι Πάρεδροι, οι οποίοι υποστήριξαν τα εξής: Όπως προκύπτει από τις μνημονευθείσες βεβαιώσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, η Φ. Σ. ήταν μέλος της εταιρείας «Γ. Ζ. Δ. και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία» από 25-7-2014 έως 31-12-2015, η σχέση δε αυτή της εν λόγω υποψήφιας με το μέλος της επιτροπής του διαγωνισμού Ι. Δ. αποτελεί σχέση συνεργασίας μεταξύ ελευθέρων επαγγελματιών, η οποία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη διάρκειά της ή τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες αναπτύσσεται (λ.χ. το είδος της ασκούμενης δικηγορικής δραστηριότητας ως δικαστηριακής ή μη, ή την έκταση της εν λόγω δραστηριότητας), τη συνδρομή του στοιχείου της ιδιαίτερης προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ των συνεργαζομένων ελευθέρων επαγγελματιών (πρβλ., ιδίως, ΣΕ 638/2014, 2421/2001· πρβλ. επίσης ΣΕ 3891/2013, 3758/2012). Ενόψει αυτών, η ανωτέρω σχέση του μέλους της επιτροπής του διαγωνισμού Ι. Δ. και της υποψήφιας Φ. Σ., η οποία είχε, σε κάθε περίπτωση, ικανή χρονική διάρκεια και λύθηκε μόλις δύο μήνες πριν τη συγκρότηση της επιτροπής του διαγωνισμού, συνιστά ιδιαίτερη και ιδιάζουσα σχέση, από την οποία δημιουργείται τεκμήριο επηρεασμού του μέλους αυτού της επιτροπής του διαγωνισμού. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, ο σχετικός λόγος ακυρώσεως, κατά το ανωτέρω μέρος του, είναι βάσιμος και θα έπρεπε να γίνει δεκτός.

Αβάσιμος ο λόγος ακύρωσης ότι η πρόβλεψη ελάχιστου βαθμολογικού ορίου για κάθε δοκιμασία αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας και εξέρχεται των ορίων που επιβάλλονται από την αρχή της αναλογικότητας. Απαράδεκτος ο σχετικός λόγος καθόσον με αυτόν αμφισβητείται η ορθότητα της ουσιαστικής εκτίμησης του νομοθέτη ως προς την αναγκαιότητα και προσφορότητα της επιλογής του συγκεκριμένου βαθμολογικού ορίου, διότι η ορθότητα της ουσιαστικής αυτής εκτίμησης εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου

12.Επειδή με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η ανωτέρω εκτεθείσα διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 περ. γ΄ εδ. δεύτερο του ν. 3689/2008 είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στην αρχή της αξιοκρατίας, διότι η εφαρμογή της μπορεί να έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό υποψηφίων με υψηλότερο μέσο όρο έναντι υποψηφίων που έχουν χαμηλότερη συνολική επίδοση εκ μόνου του λόγου ότι δεν πέτυχαν τον ελάχιστο βαθμολογικό όριο των έξι (6) μονάδων σε κάποιο θέμα των γραπτών εξετάσεων. Επιπλέον προβάλλεται ότι η εν λόγω διάταξη νόμου αντιβαίνει και στην αρχή της αναλογικότητας αφού εισάγει περιορισμό δυσανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Η ελάχιστη βάση των έξι (6) μονάδων δεν συνιστά μέτρο πρόσφορο και αναγκαίο για την εισαγωγή στην ΕΣΔΛ των ικανοτέρων υποψηφίων, καθώς η θεμιτή καταρχήν επιδίωξη εισαγωγής στην ΕΣΔΛ νομικών με επαρκή και σφαιρική εποπτεία των επιμέρους κλάδων του δικαίου θα μπορούσε να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά με έναν ελαστικότερο συνδυασμό κριτηρίων, π.χ. με κλιμακούμενο κατώφλι ανά θέμα, ανάλογα με το ύψος του γενικού μέσου όρου που πέτυχε ο κάθε υποψήφιος.

13. Επειδή, το άρθρο 88 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι “Οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους”, όπως δε έχει κριθεί, ο κοινός νομοθέτης είναι αρμόδιος, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, να θεσπίζει τα προσόντα και τη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών με τρόπο που να διασφαλίζεται, αφενός, η επιλογή προσώπων ικανών να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στα δικαστικά καθήκοντα, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας όλων των Ελλήνων κατά την πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα (άρ. 4 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος), και αφετέρου η τήρηση των συνταγματικών εγγυήσεων (άρ. 87 επόμ. του Συντάγματος) της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών (βλ. ΣΕ 851/2011 επτ., 3762/2010 επτ.). Εντός του πλαισίου τούτου, ο νομοθέτης έχει ευχέρεια να θεσπίζει, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, βαθμολογικά όρια προκειμένου να θεωρηθεί επιτυχής η συμμετοχή του υποψηφίου στον οικείο διαγωνισμό. Τα όρια αυτά είναι δυνατό να αφορούν τόσο την επίδοση του υποψηφίου στις επιμέρους δοκιμασίες, όσο και στο σύνολο αυτών, εφόσον η συνθετική αυτή αξιολόγηση προκρίνεται από τον νομοθέτη ως η ενδεδειγμένη, κατ’ αρχήν, μέθοδος για την επιλογή των ικανοτέρων από τους υποψηφίους τόσο σε κάθε εξεταζόμενο αντικείμενο όσο και συνολικά, τούτο δε χάριν τόσο της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών με την τήρηση της αρχής της αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση στο δικαστικό λειτούργημα, όσο και της προστασίας του γενικού συμφέροντος, που επιβάλλει επίσης τη στελέχωση του δικαστικού σώματος με βάση τις προαναφερθείσες αρχές. Ενόψει των ανωτέρω, το θεσπιζόμενο με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 περ. γ΄ εδ. δεύτερο του ν. 3689/2008 ελάχιστο βαθμολογικό όριο έξι (6) μονάδων για κάθε γραπτή δοκιμασία, το οποίο είναι εύλογο εν σχέσει και με το εύρος της βαθμολογικής κλίμακας (0-15) του Διαγωνισμού, αποσκοπεί προδήλως στην εξυπηρέτηση των πιο πάνω σκοπών, οι οποίοι δεν χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης από τον νομοθέτη, και δεν αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας ούτε εξέρχεται των ορίων που επιβάλλονται από την αρχή της αναλογικότητας, όπως αβασίμως προβάλλεται με τον ανωτέρω λόγο ακυρώσεως (πρβλ. ΣΕ 2595/2009 επτ.· επίσης, πρβλ. ΣΕ 651/2016, 825/2010, 6/1999 επτ.). Καθ’ ό μέρος, άλλωστε, με τον ίδιο λόγο ακυρώσεως αμφισβητείται και ευθέως η ορθότητα της ουσιαστικής εκτίμησης του νομοθέτη ως προς την αναγκαιότητα και προσφορότητα της επιλογής του συγκεκριμένου ελάχιστου βαθμολογικού ορίου, ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η ορθότητα της ουσιαστικής αυτής εκτίμησης του νομοθέτη εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου (πρβλ. ΣΕ 3574/2008 επτ., 1842/2008 επτ., 1667/2005 επτ., 1252/2003 ολομ. κ.ά.).

Αβάσιμος ο λόγος ακύρωσης περί εσφαλμένης ερμηνείας της διάταξης για τις περιπτώσεις αναβαθμολόγησης

14.Επειδή, προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 περ. β΄ του ν. 3689/2008, ερμηνευόμενη υπό το φως της αρχής της αξιοκρατίας, δεν καθορίζει περιοριστικά τις περιπτώσεις αναβαθμολόγησης των γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων, ενόψει δε τούτου η εξεταστική επιτροπή όφειλε να προχωρήσει σε αναβαθμολόγηση του αιτούντος στο μάθημα στο οποίο δεν συγκέντρωσε την ελάχιστη βαθμολογία έξι (6) μονάδων, λόγω της μεγάλης απόκλισης μεταξύ της βαθμολογίας του στο μάθημα αυτό (5) και του γενικού μέσου όρου που πέτυχε στις γραπτές εξετάσεις, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος μεταξύ των υποψηφίων. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι, αν η ως άνω διάταξη έχει την έννοια ότι αποκλείει την αναβαθμολόγηση υποψηφίου που πέτυχε εξαιρετικές, κατά την κρίση της επιτροπής, επιδόσεις στα επιμέρους θέματα και στο γενικό μέσο όρο βαθμολογίας, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας, της ισότητας και της αναλογικότητας, διότι επιτρέπει, χωρίς επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις, τον αποκλεισμό ενός ικανού υποψηφίου από την εισαγωγή στην ΕΣΔΛ. Όπως όμως ρητά ορίζεται στην ανωτέρω διάταξη, αναβαθμολόγηση προβλέπεται μόνον όταν οι βαθμολογίες των δύο αρχικών βαθμολογητών σε συγκεκριμένο γραπτό δοκίμιο παρουσιάζουν διαφορά μεγαλύτερη των τριών μονάδων, με τη διάταξη δε αυτή θεσπίζεται δέσμια αρμοδιότητα αναβαθμολόγησης η οποία μπορεί να ασκηθεί μόνο στην ανωτέρω περίπτωση (βλ. ΣΕ 2702/2004 επτ.· πρβλ. επίσης ΣΕ 2349/2014), χωρίς να προβλέπεται, από το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, ούτε αντίστοιχη αρμοδιότητα για άλλες περιπτώσεις διαφοράς βαθμολογιών ούτε ευχέρεια της Διοικήσεως να προβεί σε αναβαθμολόγηση σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεδομένου δε ότι η θέσπιση του ελάχιστου βαθμολογικού ορίου των έξι μονάδων δεν αντίκειται κατά τα ανωτέρω στο Σύνταγμα, ούτε ο αποκλεισμός της δυνατότητας αναβαθμολόγησης υποψηφίου στο θέμα που δεν πέτυχε το ως άνω ελάχιστο όριο μονάδων αντίκειται σε οποιαδήποτε συνταγματική αρχή. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

Απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως για πλάνη περί τα πράγματα στη βαθμολόγηση γραπτού: η ορθότητα της βαθμολογίας εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου

15.Επειδή, προβάλλεται ότι κατά τη βαθμολόγηση του αιτούντος στο επίμαχο μάθημα (με βαθμό κάτω του έξι) εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα, καθόσον, όπως ισχυρίζεται ο αιτών, οι απαντήσεις του θεμελιώνονται επαρκώς στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και στις σχετικές παραδοχές της θεωρίας. Με τις σχετικές αιτιάσεις του ο αιτών, παρότι χαρακτηρίζει τις προβαλλόμενες πλημμέλειες ως πλάνη περί τα πράγματα, δεν επικαλείται βαθμολόγηση του γραπτού του βάσει ανύπαρκτων ή ανακριβών στοιχείων (πρβλ. ΣΕ 3506/2013, 3064/2011, 984/2003, 610/1997, 2014/1994 κ.ά.), αλλά αμφισβητεί την ορθότητα της βαθμολογίας του σε σχέση με το συγκεκριμένο περιεχόμενο του γραπτού αυτού, αναφέρεται δηλαδή σε ζήτημα που εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου. Συνεπώς, ο λόγος έτσι προβαλλόμενος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Αλυσιτελής ο λόγος ακύρωσης περί πλημμελούς πρόσκλησης των μελών της επιτροπής και ελλιπούς ημερήσιας διάταξης, λόγω δέσμιας αρμοδιότητας της επιτροπής ως προς το περιεχόμενο της απόφασής της

16. Επειδή, τέλος, ο αιτών προβάλλει με το από 28.6.2016 υπόμνημα, που κατέθεσε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότι δεν προκύπτει από προγενέστερα της από 21.3.2016 συνεδρίασης της επιτροπής του Διαγωνισμού έγγραφα, κατά την οποία κρίθηκε το ζήτημα του ενδεχόμενου κωλύματος του μέλους της επιτροπής Ι. Δρόσου, ότι έγινε εγκαίρως και με την τήρηση των ορισμών του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας η πρόσκληση και η γνωστοποίηση της ημερήσιας διάταξης προς όλα τα απόντα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της επιτροπής και συγκεκριμένα στο απόν – αναπληρωματικό του Ι. Δ. – μέλος της επιτροπής, Ι. Η. – Σ. Ο λόγος αυτός είναι, ανεξαρτήτως του παραδεκτού προβολής του με το ως άνω υπόμνημα, απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι με όποια σύνθεση και να επιλαμβανόταν του ζητήματος της εξαίρεσης του εν λόγω μέλους η επιτροπή όφειλε, ασκώντας δέσμια αρμοδιότητα, να απορρίψει, κατά τα ανωτέρω, την ύπαρξη κωλύματος στο πρόσωπο του μέλους αυτού (πρβλ. ΣΕ 2804/2012, 530/2003 Ολομ. κ.ά.).

Ειδική βιβλιογραφία: Βλ. διεξοδική ανάλυση του ζητήματος της αμεροληψίας και κριτική της μειοψηφούσας άποψης που διατυπώθηκε συναφώς στην απόφαση ΣτΕ 1568/2016 σε Ι. Δρόσο, Courts and Judgments in Sexy Dressing. Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ 1568/2016,  https://athens.academia.edu/YiannisDrossos, με παραπομπή στη νομολογία του Conseil d’Etat, Mme Baysse (CE, sect., 17 juillet 2008,  291997, AJDA 2008, 2124 concl. Y. Aguila). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τη νομολογία του αυτή προσάρμοσε πρόσφατα το Conseil d’Etat στη διαδικασία πρόσληψης λέκτορα. Με την απόφαση CE 17 octobre 2016, Université de Nice-Sophia Antipolis, n° 386400, έκρινε ότι «ο σεβασμός της αρχής της αμεροληψίας απαιτεί, όταν ένα μέλος επιτροπής διαγωνισμού έχει με υποψήφιο σχέσεις που αφορούν την προσωπική ζωή ή τις επαγγελματικές δραστηριότητες, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμησή του, το μέλος αυτό πρέπει να απέχει από τη συμμετοχή στις εξετάσεις και συσκέψεις της επιτροπής που αφορούν όχι μόνο τον υποψήφιο αυτόν, αλλά και το σύνολο των υποψηφίων του διαγωνισμού. Ομοίως, μέλος της επιτροπής που έχει λόγους να πιστεύει ότι η αμεροληψία του είναι θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ή το οποίο εκτιμά, κατά συνείδηση, ότι δεν μπορεί να μετάσχει στις συσκέψεις με την απαιτούμενη αμεροληψία, οφείλει επίσης να απέχει από το σύνολο των εξετάσεων και των συσκέψεως τη επιτροπής αυτής δυνάμει των αρχών της ενότητας της επιτροπής και της ισότητας των υποψηφίων ενώπιόν του» (AJDA 35/2016, σ. 1955). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η προσέγγιση του Ι. Δημητρακόπουλου, Αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας και (α)λυσιτέλεια του λόγου ακυρώσεως περί παραβίασής της (με αφορμή την ΣτΕ 1566/2016), http://www.humanrightscaselaw.gr., ο οποίος καταλήγει στην αλυσιτέλεια του προβληθέντος λόγου ακύρωσης περί κακής σύνθεσης της εξεταστικής επιτροπής, λόγω παραβίασης της αρχής της αντικειμενικής/δομικής αμεροληψίας της, βάσει των ήδη κριθέντων στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου (ΣτΕ 530/2003 Ολ., 2916/2007, 846, 3813/2010, 667, 4306/2011, 1970/2013). Για το ζήτημα της αμεροληψίας  βλ. Δ. Τομαρά, Η  αρχή της αμεροληψίας στη νομολογία του Συμβουίου της Επικρίαςατε, ΘΠΔΔ 2/2017, σ. 113 με πλούσιες βιβλιογραφές παραπομπές. Επίσης, παρατηρήσεις Ε. Πρεβεδούρου, ΔιΔικ 5/2016, σ. 727.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο