Εξελίξεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

Η έννοια της «αποστέρησης διοικουμένου από διαδικαστική εγγύηση» κατά τη νομολογία Danthony: διατήρηση του αντικειμενικού χαρακτήρα της αίτησης ακύρωσης (G. Roux, AJDA 2017, σ. 1649)

Η έννοια της «αποστέρησης διοικουμένου από διαδικαστική εγγύηση» κατά τη νομολογία Danthony (G. Roux, La notion de personnes «intéressées» au sens de la jurisprudence Danthony, AJDA 2017, σ. 1649)

1.Στο πνεύμα της ευρείας προσφυγής στο συγκριτικό δίκαιο που παρατηρείται στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η βασική σκέψη της απόφασης Danthony του Conseil d’Etat [CE, sect., 23 déc. 2011, n° 335477, AJDA 2012, σ. 1609, tribune B. Seiller˙ RFDA 2012, σ. 284, concl. G. Dumortier], που αφορά τον περιορισμό της σημασίας των τυπικών πλημμελειών για το κύρος της διοικητικής πράξης, απαντά σε τρεις αποφάσεις: ΣτΕ Ολ 3632/2015: επίκληση από τη μειοψηφία προς στήριξη της κρίσης ότι η υπό εξέταση πλημμέλεια της διαδικασίας (απλή γνωμοδότηση, η οποία δεν προέκυψε από ψηφοφορία των μελών του γνωμοδοτούντος συλλογικού οργάνου) δεν επιφέρει την ακύρωση της τελικώς εκδοθείσης αποφάσεως, εφ’ όσον δεν προσδιορίζεται ειδικώς η επιρροή που άσκησε η εν λόγω πλημμέλεια στην διαμόρφωση του περιεχομένου της παραδεκτώς προσβαλλομένης πράξεως˙ ΣτΕ 5522/2012, 4078/2014 (σκέψη 14): σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι τυπικές πλημμέλειες της συγκρότησης συλλογικού οργάνου επιφέρουν την ακυρότητα της απόφασής του μόνον εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι πλημμέλειες αυτές είτε μπορούσαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να ασκήσουν επιρροή στο περιεχόμενο της ληφθείσας απόφασης, είτε αποστέρησαν τον διοικούμενο από μία διαδικαστική εγγύηση, τεθείσα υπέρ του από τον νομοθέτη (πρβλ. Conseil d’État Γαλλίας, υπ. 335033, απόφαση της 23.12.2011, Claude Danthony κ.λπ.) [1]. Παρά την απήχηση της απόφασης Danthony, η οποία αποτιμήθηκε θετικά και σχολιάστηκε ευρέως στη Γαλλία, προσφάτως επισημάνθηκε (G. Roux, La notion de personnes «intéressées» au sens de la jurisprudence Danthony, AJDA 2017, σ. 1649) ότι η θεωρία δεν ανέλυσε την έννοια «του διοικουμένου που αποστερήθηκε από μια διαδικαστική εγγύηση» εξαιτίας της διαδικαστικής πλημμέλειας της προσβαλλόμενης πράξης (κατά το γαλλικό κείμενο, «les intéressés» privés d’une garantie), η οποία είναι αναγκαία για τον καθορισμό των διαδικαστικών πλημμελειών που «εξουδετερώνει» neutralise») ο δικαστής, αυτών δηλαδή που δεν οδηγούν στην ακύρωση της πράξης.

2. Με την απόφαση Danthony, το Conseil d’Etat έκρινε ότι «μολονότι οι διοικητικές πράξεις πρέπει να εκδίδονται βάσει των τύπων και σύμφωνα με τους νόμους και τις κανονιστικές πράξεις, μια πλημμέλεια που επηρεάζει τη διεξαγωγή προηγούμενης διοικητικής διαδικασίας, που ακολουθείται υποχρεωτικά ή οικειοθελώς, δεν μπορεί να καταστήσει παράνομη την εκδοθείσα απόφαση παρά μόνον εάν από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι μπορούσε, εν προκειμένω, να ασκήσει επιρροή στο περιεχόμενο της απόφασης ή εάν αποστέρησε τους ενδιαφερομένους από μία εγγύηση». Μολονότι τα δικαστήρια εφάρμοσαν μαζικά τη βασική αιτιολογική σκέψη της απόφασης αυτής, δεν έχει διευκρινιστεί ένα βασικό ζήτημα για τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής της: Για να οδηγήσει στην ακύρωση της πράξης, πρέπει η στέρηση να αφορά εγγύηση η οποία αναγνωρίζεται μόνον υπέρ του αιτούντος (requérant); Ποια πρόσωπα ακριβώς καλύπτει η έννοια των «ενδιαφερομένων» κατά τη νομολογία Danthony;

3. Η γραμματική προσέγγιση δεν επιτρέπει την επιλογή μιας από τις δύο συγκρουόμενες ερμηνείες. Πράγματι, η έννοια των «ενδιαφερομένων» προσώπων που αποστερήθηκαν από μια εγγύηση κατά τη νομολογία Danthony μπορεί, πρώτον, να ερμηνευθεί στενά. Κατά την ερμηνεία αυτή, ο λόγος που στηρίζεται στην προβαλλόμενη διαδικαστική πλημμέλεια μπορεί να γίνει δεκτός μόνον εάν ο αιτών που τον προβάλλει είναι ένα από τα ενδιαφερόμενα  πρόσωπα τα οποία η πράξη αποστερεί από μια εγγύηση. Με άλλα λόγια, οι μόνες διαδικαστικές πλημμέλειες που επηρεάζουν τη νομιμότητα της πράξης είναι αυτές που αποστερούν τον ίδιο αιτούντα που τις προβάλλει από μια εγγύηση. Κατά μια πιο φιλελεύθερη ερμηνεία, η προβαλλόμενη διαδικαστική πλημμέλεια επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης εφόσον αποστέρησε από μια εγγύηση τουλάχιστον ένα πρόσωπο το οποίο «ενδιαφέρει» η απόφαση και όχι κατ’ ανάγκη τον αιτούντα που ζητεί την ακύρωσή της. Το κείμενο της βασικής αιτιολογικής σκέψης της απόφασης Danthony δεν παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφωνίας. Χρησιμοποιεί το οριστικό άρθρο «τους» (ενδιαφερομένους) και όχι το αόριστο, πράγμα που προφανώς καταδεικνύει μέριμνα περιορισμού του πεδίου των «ενδιαφερομένων», χωρίς όμως να διευκρινίζεται αν πρόκειται για τους διαδίκους και μόνο της δίκης ή αν καλύπτει και τον, επίσης περιορισμένο, κύκλο των προσώπων που «ενδιαφέρει» η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς όμως να την έχουν προσβάλει. Ανακύπτει, επίσης, το ερώτημα γιατί επελέγη ο όρος «ενδιαφερόμενοι», εάν ο δικαστής ήθελε να αναφερθεί μόνο στον διάδικο (requérant) ο οποίος προβάλλει τη διαδικαστική πλημμέλεια. Κατά τον G. Roux, η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με το περιεχόμενο της έννοιας «του διοικουμένου που αποστερήθηκε από μια διαδικαστική εγγύηση», δηλαδή «των ενδιαφερομένων» κατά την κατά λέξη μετάφραση του γαλλικού όρου της απόφασης Danthony, θα πρέπει να αναζητηθεί στον αντικειμενικό έλεγχο της διαδικαστικής πλημμέλειας που εξακολουθεί να ασκεί ο δικαστής (Ι), στον συσχετισμό της έννοιας των ενδιαφερομένων προσώπων με την έννοια του εννόμου συμφέροντος (ΙΙ) και, τέλος, στην έκταση των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης πράξης (ΙΙΙ).

I – Η εμμονή στον αντικειμενικό έλεγχο του ουσιώδους χαρακτήρα της διαδικαστικής πλημμέλειας

4.Η απόφαση Danthony ουδόλως συνιστά επανάσταση ή νομολογιακή μεταστροφή. Απλώς διευκρίνισε το περίγραμμα της έννοιας του ουσιώδους ελαττώματος (vice substantiel) στην οποία στηριζόταν το αμέσως προηγούμενο δίκαιο. Όπως υπενθύμισε η δημόσια εισηγήτρια G. Dumortier στις προτάσεις της, η παρανομία που ανάγεται στην ύπαρξη διαδικαστικής πλημμέλειας στηρίζεται σε παλαιά αντίληψη, την οποία ανέδειξε ήδη ο Ε. Laferrière στο σύγγραμμά του (Traité de la juridiction administrative et des recours contentieux, t. II, édition,1896, Ed. Broché, 2014) και επανέλαβε η δημόσια έκθεση (rapport public) του 2011 του Conseil d’Etat για την L’administration consultative και η οποία θεμελιώνει ορισμένες από τις εγγυήσεις που προστατεύουν το Δικαστήριο του Στρασβούργου και το Conseil constitutionnel. Πρόκειται για την ιδέα ότι οι τύποι δεν αποσκοπούν μόνο στην παραγωγή ίδιων συνεπειών επισημότητας, υπηρεσιακού χαρακτήρα και τυποποίησης (solennité, officialisation et formalisation), αλλά «προσφέρουν εγγυήσεις στους διοικουμένους και στην ίδια τη διοίκηση κατά των βιαστικών αποφάσεων. Αποσκοπούν στην αποφυγή σφαλμάτων και αδικιών, στη διασφάλιση της ωριμότητας και της σκοπιμότητας των αποφάσεων. Εν συντομία, αυτά τα μέτρα προορίζονται να διαφωτίσουν το όργανο που εκδίδει την πράξη και το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν έγκειται στην επιρροή που μπορούν να ασκήσουν στο περιεχόμενο της απόφασης».

5. Βάσει του ορισμού αυτού και της σημασίας της διαδικασίας έκδοσης μιας διοικητικής πράξης, αφενός, και στο πλαίσιο της μέριμνας για την επίτευξη ασφάλειας δικαίου και πραγματιστικής προσέγγισης με σκοπό την αποφυγή υπέρμετρου φορμαλισμού, αφετέρου, η νομολογία διακρίνει μεταξύ των ουσιωδών ελαττωμάτων, που επηρεάζουν τη νομιμότητα της πράξης, από τα μη ουσιώδη, που δεν μπορούν να θεμελιώσουν την ακύρωσή της. Ακόμη και αν δεν απαριθμούνται ρητώς σε αιτιολογική σκέψη αρχής, τα κριτήρια εκτίμησης του ουσιώδους ή μη χαρακτήρα ενός ελαττώματος που χρησιμοποιούσε ο διοικητικός δικαστής ήσαν κατ’ουσία τα ίδια με αυτά που διατυπώθηκαν στην απόφαση Danthony. Η G. Dumortier υπενθύμισε τον ορισμό τους με τις προτάσεις της: «το μη ουσιώδες ελάττωμα δεν μπορούσε να επηρεάσει την εκδοθείσα απόφαση και να αποστερήσει οιονδήποτε από εγγυήσεις». Επομένως, η έννοια του ουσιώδους ελαττώματος δεν περιορίζεται στην αποστέρηση του ίδιου του αιτούντος από μια εγγύηση, αλλά εξαρτάται μόνον από την αντικειμενική εκτίμηση του εγγυητικού, για όποιον τυχόν ενδιέφερε η απόφαση (quiconque se trouvait intéressé par la décision), χαρακτήρα του τύπου ή της διαδικασίας που φέρει την πλημμέλεια.

6. Η πραγματική νομολογιακή εξέλιξη που προώθησε το ανώτατο δικαστήριο με την απόφαση Danthony αφορά το πέρασμα από την αφηρημένη και απόλυτη εκτίμηση των χαρακτηριστικών του ουσιώδους σφάλματος σε αυτή που λαμβάνει υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες της υπόθεσης. Όσον αφορά όμως τον ορισμό του διαδικαστικού ελαττώματος που επηρεάζει τη νομιμότητα διοικητικής πράξης, η απόφαση κατοχύρωσε απλώς ένα στάδιο εξέλιξης του δικαίου που ήταν ήδη διάχυτο αλλά μάλλον αδιόρατο (implicite) για να παράσχει την αναμενόμενη εναρμόνιση και νομολογιακή συνοχή. Όχι μόνο δεν περιόρισε τον κύκλο των ενδιαφερομένων που στερούνται μιας εγγύησης στους αιτούντες, αλλά επιχείρησε, όπως προκύπτει από τις προτάσεις της δημόσιας εισηγήτριας και όπως παρότρυνε τον δικαστή η δημόσια έκθεση (rapport public) του 2011, «να αναδείξει πληρέστερα αυτό που, στο πλαίσιο πολλών διαδικασιών και κατά την εκτέλεσή τους, επηρεάζει μια εγγύηση για τους διοικουμένους και για την ίδια τη Διοίκηση». Ούτε οι κοινοβουλευτικές εργασίες που προηγήθηκαν της έκδοσης του άρθρου 70 του νόμου της 17ης Μαΐου 2011, ούτε το rapport public του 2011, ούτε οι διεξοδικές αναλύσεις της rapporteur public για την απόφαση Danthony αναφέρονται στην ιδέα περιορισμού του πεδίου των ενδιαφερομένων προσώπων, αλλά μάλλον το αντίθετο.

7. Η συνέχιση, με τη νομολογία Danthony, της προηγούμενης νομολογιακής κατασκευής πρέπει να συνοδεύεται από τη διατήρηση της αρχικής ισορροπίας μεταξύ του σεβασμού της αρχής της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και της επιταγής ασφάλειας δικαίου, ισορροπία που στηρίζεται προφανώς στις προϋποθέσεις εξουδετέρωσης του ελαττώματος που επηρεάζει την πράξη. Ο περιορισμός της έννοιας των ενδιαφερομένων μόνο στον αιτούντα θα επέτρεπε, παρά την άσκηση αίτησης ακύρωσης, τη διατήρηση στην έννομη τάξη ατομικών αποφάσεων που πάσχουν διαδικαστικό ελάττωμα το οποίο επηρεάζει αντικειμενικά τη νομιμότητά τους.

II – Η ενοποίηση της έννοιας των «ενδιαφερομένων» στο πλαίσιο των ακυρωτικών διαφορών

8. Η αίτηση ακύρωσης έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, αφού πρόκειται για «δίκη που γίνεται κατά διοικητικής πράξης» στην οποία η βλάβη του συμφέροντος του αιτούντος εξετάζεται στο στάδιο του ελέγχου του παραδεκτού των αιτημάτων του, και σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, των λόγων ακύρωσης που προβάλλει. Αποσυνδέει πλήρως το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος intérêt donnant qualité pour agir», το οποίο καλείται και «intérêt pour agir») από τη μεταγενέστερη εξέταση του βασίμου των λόγων εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας, δημοσίας τάξης ή προβαλλόμενων από τον αιτούντα. Δεν φαίνεται να υπάρχει εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία το έννομο συμφέρον του αιτούντος να επανέρχεται κατά την εξέταση της νομιμότητας της πράξης, διότι τα δύο αυτά ζητήματα, ο έλεγχος του παραδεκτού, προγενέστερος της εξέτασης της ουσίας της διαφοράς, και ο έλεγχος του βασίμου ενός λόγου ακύρωσης της πράξης, δηλαδή της νομιμότητάς της, είναι εντελώς ανεξάρτητα το ένα από το άλλο [2].

9. Τα μόνα πεδία όπου η νομολογία φαίνεται ότι κατοχύρωσε μια μορφή διαπερατότητας μεταξύ των ελέγχων αυτών αφορούν τις μάλλον σπάνιες περιπτώσεις περιορισμού του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος στην επίκληση ορισμένων λόγων και μόνον. Πρόκειται για τις ειδικές περιπτώσεις των αιτήσεων ακύρωσης οι οποίες ασκούνται από μέλη των συνελεύσεων ΟΤΑ που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, των οποίων το έννομο συμφέρον είχε γίνει δεκτό μόνον υπό την προϋπόθεση ότι προέβαλαν παράβαση των προνομίων (prérogatives) του οργανισμού στον οποίον ανήκαν και οι οποίοι, στην περίπτωση αυτή, μπορούσαν να επικαλεστούν μόνο λόγους που αντλούνται από την παραβίαση των προνομίων του εν λόγω οργανισμού (CE 4 déc. 1935, n° 29260, Sieur Canat et autres˙ CE, sect., 26 oct. 1956, n°17904, Dlle Cavalier et autres˙ CE 24 juin 1970, n° 78265, Ministre des anciens combattants et victimes de guerre c/ Lepeltier˙ CE, sect., 30 oct. 1998, n° 149662, Ville de Lisieux˙AJDA 1998, σ. 1041, και σ. 969, chron. F. Raynaud/P. Fombeur˙ D. 1998, σ. 258˙ RFDA 1999, σ. 128, concl. J.-H. Stahl, και σ. 139, note D. Pouyaud, σχετικά με τις αιτήσεις ακύρωσης κατά των συμβάσεων πρόσληψης μη μόνιμων υπαλλήλων. Το έννομο συμφέρον δημοτικού συμβούλου έγινε δεκτό υπό την επιφύλαξη ότι επικαλείται την ιδιότητά του αυτή και προβάλλει την παράβαση των αρμοδιοτήτων του δημοτικού συμβουλίου).

10. Πάντως, το Conseil d’Etat εγκατέλειψε προοδευτικά τις ως άνω παλαιές και εισάγουσες παρέκκλιση νομολογίες, συνδέοντας, για κάθε αιτούντα, την αναγνώριση του εννόμου συμφέροντος με τη δυνατότητα επίκλησης κάθε λόγου ακύρωσης (CE, sect., 22 mars 1996, n° 151719, Mmes Paris et Roignot˙ AJDA 1996, σ. 404, και σ. 362, chron. J.-H. Stahl/D. Chauvaux). Αυτό συνέβη προσφάτως όσον αφορά την απόφαση Ville de Lisieux από την οποία απομακρύνθηκε η απόφαση Commune d’Aix-en-Provence (CE 2 févr. 2015, n° 373520, AJDA 2015, σ. 990, note F. Melleray, Le recours des tiers contre un contrat de recrutement d’agent public˙AJCT 2015, σ. 287, obs. M.-C. Rouault), που επιτρέπει, στο εξής, στους δημοτικούς συμβούλους, οι οποίοι έχουν έννομο συμφέρον, να επικαλούνται κάθε λόγο κατά της οιονεί σύμβασης που αποτελεί την πραγματική απόφαση πρόσληψης μη μόνιμου υπαλλήλου.

11. Κατά τον G. Roux, δεν είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ των προσώπων που έχουν έννομο συμφέρον για την ακυρωτική προσβολή της πράξης και των ενδιαφερομένων που στερήθηκαν μιας εγγύησης  εξαιτίας του διαδικαστικού της ελαττώματος. Κατά τρόπο εντελώς ασυμβίβαστο προς τις ακυρωτικές διαφορές, η συλλογιστική αυτή θα κατέληγε στην επανένταξη, κατά το στάδιο της εξέτασης του βασίμου ενός λόγου ακύρωσης, του εννόμου συμφέροντος επίκλησής του ή, ακριβέστερα, του εννόμου συμφέροντος για τη μη εξουδετέρωσή του κατ’ εφαρμογή της νομολογίας Danthony. Ακόμη χειρότερο από τη μη αναγνώριση στον αιτούντα, στο στάδιο ελέγχου του λόγου ακύρωσης, του εννόμου συμφέροντος να τον προβάλει, το οποίο είχε, πάντως, γίνει δεκτό με την αναγνώριση του εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση που τον βλάπτει (décision lui faisant grief), η συλλογιστική αυτή θα εξαρτούσε τον έλεγχο της νομιμότητας μιας πράξης από το πρόσωπο που επικαλείται το ελάττωμα της πράξης. Πάντως, η εν λόγω «μεταβλητής γεωμετρίας» νομιμότητα που στηρίζεται στο προσωπικό συμφέρον του αιτούντος φαίνεται ασυμβίβαστη προς τον αντικειμενικό χαρακτήρα της αίτησης ακύρωσης και θα δημιουργούσε στον δικαστή καινοφανή προβλήματα. Επιληφθείς, για παράδειγμα, δύο αιτήσεων ακύρωσης κατά της ίδιας απόφασης που άσκησαν δύο αιτούντες οι οποίοι έχουν έννομο συμφέρον, εκ των οποίων ο ένας θίγεται από τη διαδικαστική πλημμέλεια και ο άλλος όχι, οι οποίες αιτήσεις στηρίζονται στο ίδιο τυπικό ελάττωμα που διαπιστώθηκε αντικειμενικά και στις δύο υποθέσεις, το ίδιο δικαστήριο θα έπρεπε να εκδώσει δύο αντίθετου περιεχομένου αποφάσεις, εκτιμώντας ότι το ελάττωμα αυτό πρέπει να εξουδετερωθεί (être neutralisé) στη μία περίπτωση, οπότε η αίτηση ακύρωσης απορρίπτεται, και να μην εξουδετερωθεί στην άλλη. Δεν θα ετίθετο πλέον θέμα εκτίμησης του αν η νομιμότητα ετρώθη αντικειμενικά, εν προκειμένω από το διαδικαστικό ελάττωμα και στο πλαίσιο της δίκης κατά της πράξης, αλλά μετατροπής σε υποκειμενική διαφορά μεταξύ διαδίκων όπου η πράξη είναι παράνομη μόνον έναντι ορισμένων από τα πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον: αυτών που αποστερήθηκαν από μια εγγύηση. Δεν θα επρόκειτο πλέον για αίτηση ακύρωσης.

12. Αντίθετα, η λογική της αίτησης ακύρωσης επιβάλλει την αντιστοίχιση της έννοιας των ενδιαφερομένων προσώπων κατά τη νομολογία Danthony προς αυτή των εχόντων έννομο συμφέρον. Την ανάγκη αυτή επισήμανε η M. Vialettes η οποία, στις προτάσεις της στην απόφαση Société Chiesi SA (CE 17 févr. 2012, n° 332509, AJDA 2012, σ. 353 και 2013, σ. 1733, chron. X. Domino/A. Bretonneau, RFDA 2012, σ. 296, note P. Cassia˙ RDSS 2012. 532, concl. M. Vialettes) που εκδόθηκε αμέσως μετά την απόφαση Danthony, εκτίμησε ήδη ότι η έννοια των ενδιαφερομένων προσώπων (personnes «intéressées») κατά τη νομολογία αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο η απόφαση αυτή μπορεί να βλάψει (faire grief). Αυτό προκύπτει επίσης από την κατάταξη των προσώπων που αποστερούνται από μια εγγύηση στην οποία προβαίνει ο B. Bohnert, στις προτάσεις του για την απόφαση Société CFA Méditerranée (CE 23 oct. 2015, n° 369113, Lebon˙ AJDA 2015, σ. 2382, concl. B. Bohnert), ο οποίος εντοπίζει στη νομολογία τρεις κατηγορίες προσώπων που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι επηρεάζονται από μια απόφαση, δηλαδή τους «άμεσους αποδέκτες της απόφασης», «τους τρίτους που επηρεάζονται από την απόφαση» και «τους συντάκτες της απόφασης». Με άλλα λόγια, το διαδικαστικό ελάττωμα καθιστά την απόφαση παράνομη αν αποστερεί από μια εγγύηση ένα από τα πρόσωπα τα οποία θίγει η απόφαση, διατύπωση τόσο ευρεία και ανοικτή όσο και η δυνατότητα πρόσβασης στον ακυρωτικό δικαστή, όχι όμως περισσότερο. Επειδή ακριβώς οι ανωτέρω αποτελούν ένα δυνάμενο να εντοπιστεί σύνολο προσώπων τα οποία ενδιαφέρει η ελαττωματική απόφαση, δηλαδή τα πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον να την προσβάλουν και όχι το σύνολο των διοικουμένων, η βασική αιτιολογική σκέψη της απόφασης Danthony χρησιμοποιεί το οριστικό άρθρο «οι» («les intéressés») για να τους ορίσει και για τον λόγο αυτόν η νομολογία που εφαρμόζει την Danthony συστοιχίζει το πεδίο των ενδιαφερομένων προσώπων τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση αποστέρησε από μια εγγύηση με τα πρόσωπα τα οποία θίγει η απόφαση.

III – Ο ορισμός των ενδιαφερομένων σε συνδυασμό με τις συνέπειες της προσβαλλόμενης απόφασης

13. Στο πεδίο των ακυρωτικών διαφορών που αφορούν ατομικές πράξεις, ο αποδέκτης όταν είναι δυσμενείς, ο γείτονας ή ο αποκλεισθείς από διαδικασία, όταν είναι ευνοϊκές, είναι, κατ’αρχήν, οι μόνοι αιτούντες, οι μόνοι τους οποίους ενδιαφέρει η απόφαση και τα μόνα πρόσωπα που το διαδικαστικό ελάττωμα της πράξης αποστέρησε από μια εγγύηση. Οι αποφάσεις που εκδίδονται στις περιπτώσεις που ο αιτών, ο μόνος τον οποίον ενδιαφέρει η πράξη, αποστερήθηκε από μια εγγύηση, δεν βοηθούν εν προκειμένω [3]. ΄Οταν όμως η εμβέλεια μιας ατομικής πράξης υπερβαίνει τα συμφέροντα του αποδέκτη της, το Conseil d’Etat εκτείνει το πεδίο των «ενδιαφερομένων» πέρα από τους αιτούντες της διαφοράς που του υποβάλλεται. Έτσι, στον τομέα της άδειας κατασκευής πηγών αιολικής ενέργειας, που είναι ατομική πράξη, ο δικαστής εξέτασε αν το διαδικαστικό ελάττωμα που συνίσταται στην έλλειψη διάθεσης στο κοινό της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων μπορούσε να θίξει «την ενημέρωση του συνόλου των ενδιαφερομένων» και όχι μόνο του διοικουμένου που άσκησε την αίτηση ακύρωσης (CE 22 janv. 2016, n° 387106). Την ίδια προσέγγιση ακολούθησε και το Διοικητικό Εφετείο της Μασσαλίας, το οποίο επελήφθη αίτησης ακύρωσης ασκηθείσα από ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος και ακύρωσε άδεια κατασκευής πηγών αιολογικής ενέργειας, με το αιτιολογικό ότι το διαδικαστικό σφάλμα που έφερε και συνίστατο στην έλλειψη κοινής απόφασης των νομαρχών των γειτονικών νομών, είχε στερήσει τους κατοίκους των όμορων κοινοτήτων, κανείς από τους οποίους δεν ήταν αιτών ή διάδικος, από μια διαδικαστική εγγύηση (CAA Marseille, 12 juin 2015, n° 13MA05135).

14. Το ίδιο ισχύει και για τις κανονιστικές πράξεις. Στην υπόθεση Danthony, οι αιτούντες ήσαν μέλη του διοικητικού συμβουλίου σχολής που επρόκειτο να συγχωνευθεί, ενώ κατά το αιτιολογικό της απόφασης, το διαπιστωθέν διαδικαστικό ελάττωμα είχε αποστερήσει από μια εγγύηση «τους αντιπροσώπους του προσωπικού» στο σύνολό τους. Σε άλλες περιπτώσεις, το Conseil d’Etat δεν εφάρμοσε κατά λέξη τη βασική σκέψη της απόφασης Danthony αλλά αντικατέστησε τον όρο «ενδιαφερόμενοι» με τον όρο το «κοινό» («public») για την περίπτωση που η μελέτη επιπτώσεων αποδεικνύεται ανεπαρκής για την ενημέρωση του πληθυσμού (CE 14 oct. 2011, n° 323257, Société Ocreal, AJDA 2012, σ. 275, note M.-B. Lahorgue και CE 22 mai 2012, n° 326367, SNC MSE Le Haut des Epinettes) ή όταν η δημόσια διαβούλευση είναι πλημμελής (CE 26 févr. 2014, n° 351202, Société Gestion camping caravaning, AJDA 2014, σ. 477).

15. ΄Οπως στον τομέα της ατομικής πράξης, η νομολογία διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων τα οποία ενδιαφέρει η κανονιστική πράξη ώστε να καταλαμβάνει την ευρύτερη ομάδα προσώπων, των οποίων τα συμφέροντα ενδέχεται να έχουν θιγεί από την απόφαση [4]. Το αιτιολογικό των αποφάσεων Commune de Noisy-le-Grand (CE 3 juin 2013, n° 345174, AJDA 2014, σ. 515, note N. Ach) και Ministre de l’intérieur c/ Communauté urbaine de Lyon (CE 27 févr. 2015, n° 382502, AJDA 2015, σ. 425) επιβεβαιώνει την εν λόγω ερμηνεία της έννοιας των «ενδιαφερομένων», ορίζοντας ότι «η παράβαση των διατάξεων αυτών δεν καθιστά ελαττωματική τη διαδικασία και, κατά συνέπεια, δεν συνεπάγεται την παρανομία της απόφασης που εκδόθηκε κατόπιν της δημόσιας διαβούλευσης παρά μόνον εάν είχε ως συνέπεια να θίξει την ενημέρωση του συνόλου των προσώπων που ενδιαφέρει η διαδικασία ή αν ήταν ικανή να ασκήσει επιρροή στα αποτελέσματα της έρευνας και, στη συνέχεια, στην απόφαση της διοικητικής αρχής». Με την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2014, Société GIAT industries (n° 361105, AJDA 2014, σ. 2334), το Conseil d’Etat έκρινε ότι εκείνοι που αποστερήθηκαν από μια εγγύηση λόγω της πλημμέλειας της γνώμης του ελεγκτή η οποία προηγήθηκε της προσβαλλόμενης απόφασης περί δυνατότητας μεταβίβασης ακινήτου είναι «οι ιδιοκτήτες των οποίων τα ακίνητα μπορεί να απαλλοτριωθούν», χωρίς να περιορίζει την έννοια των ενδιαφερομένων στην εταιρία που άσκησε την αίτηση ακύρωσης. Στην απόφαση Société Ocreal η ομάδα των ενδιαφερομένων αντικαθίσταται από το «κοινό». Τέλος, στην απόφαση της 20ής Μαρτίου 2013, SIEIL et SIPPEREC (n° 346971), η οποία αφορούσε την έλλειψη δημοσίευσης απόφασης της ρυθμιστικής αρχής ενέργειας (Commission de régulation de l’énergie) σχετικά με σχέδιο διατάγματος, το Conseil d’Etat έκρινε ότι η έλλειψη αυτή «δεν επηρεάζει τη νομιμότητα» του προσβαλλόμενου κειμένου, «εφόσον η πλημμέλεια αυτή δεν είχε αφεαυτής επιρροή στην έννοια της απόφασης ούτε αποστέρησε τους διοικουμένους από μια εγγύηση».

16. Η νομολογία που ακολούθησε την απόφαση Danthony όχι μόνο δεν περιόρισε την έννοια των ενδιαφερομένων στους αιτούντες, αλλά προσάρμοσε προοδευτικά τον ορισμό του περιεχομένου της στην εμβέλεια των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία αφορά μια λιγότερο ή περισσότερο σημαντική ομάδα προσώπων. Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώνει τον συσχετισμό με τον κύκλο των προσώπων που έχουν έννομο συμφέρον προσβολής της πράξης αυτής, της οποίας ο έλεγχος νομιμότητας από τον διοικητικό δικαστή πρέπει να παραμείνει αντικειμενικός και ανεξάρτητος από τους διαδίκους.

[1] www.prevedourou.gr, Η αυξανόμενη επιρροή του συγκριτικού δικαίου στο Conseil d’Etat: προς μια καινοτόμο δικαιοδοτική διαδικασία; (L’influence grandissante du droit comparé au Conseil d’État : vers une procédure juridictionnelle innovante ?) – A. Bretonneau/S. Dahan/D. Fairgrieve, RFDA 4/2015, σ. 855.

[2] Βλ., κατ’ εξαίρεση,  L. Dutheillet de Lamothe/G. Odinet, La recevabilité des moyens en contentieux administratif, AJDA 2016, σ. 479 και P.-Y. Sagnier, Restriction objective et restriction subjective des moyens invocables, AJDA 2016, σ. 1378.

[3]Για τις υπαλληλικές διαφορές, βλ. CE 31 janv. 2014, n° 369718, AJDA 2014, σ. 258, AJFP 2014, σ. 216˙ CE 11 juill. 2012, n° 330366, Hlil, AJDA 2012, σ. 1432, AJFP 2012, σ. 242, για τον υποψήφιο σε διαγωνισμό˙ CE 5 juin 2015, n° 380676, La Poste, AJDA 2015, σ. 2067 και CE 7 mars 2014, n° 368200, όπου ο ενδιαφερόμενος που αποστερήθηκε από εγγύηση ήταν ο υπάλληλος που απολύθηκε κατά τη λήξη πλημμελούς διαδικασίας˙ CE 5 oct. 2015, n° 372470, Département du Val-d’Oise, AJDA 2015, σ. 1889, AJCT 2016, σ. 166, παρατηρήσεις O. Didriche˙ CE, sect., 30 déc. 2013, n° 367615, Mme Okosun, AJDA 2014, σ. 222, chron. A. Bretonneau/J. Lessi, RFDA 2014, σ. 76, concl. X. Domino, για τον αιτούντα άσυλο που στερήθηκε του δικαιώματος ενημέρωσης˙ CE 24 mars 2014, n° 356142, Commune du Luc-en-Provence, AJDA 2014, σ. 713, για τον αποδέκτη απόφασης ανάκλησης οικοδομικής άδειας).

[4] CE du 17 juillet 2013, SFR, n° 350380, AJDA 2013, σ. 1548, και σ. 2326, note J.-B. Sibileau.

 

Ειδική βιβλιογραφία: L. Dutheillet de Lamothe/G. Odinet, La recevabilité des moyens en contentieux administratif, AJDA 2016, σ. 479˙ F. Melleray, A propos de l’intérêt donnant qualité à agir en contentieux administratif, AJDA 2014, σ. 1530˙ P.-Y. Sagnier, Restriction objective et restriction subjective des moyens invocables, AJDA 2016, σ. 1378˙ X. Domino/A. Bretonneau, Jurisprudence Danthony : bilan après 18 mois, AJDA 2013, σ. 1733˙ V. Kapsali, Les droits des administrés dans la procédure administrative non contentieuse. Étude comparée des droits français et grec, LGDJ 2015, préface Yves Gaudemet (σελ. 614)˙ Κ. Γώγος, Διαδικαστικά Σφάλματα και Ακύρωση των Διοικητικών Πράξεων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 105 επ.

 

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο