Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο. Ιστορική εξέλιξη της διοικητικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα – λόγοι κατοχύρωσης της διοικητικής δικαιοσύνης (6 Οκτωβρίου 2020)

1. Ιστορικό και οργανωτικό πλαίσιο της διοικητικής δικαιοσύνης

Α) Η ίδρυση της διοικητικής δικαιοσύνης στην ηπειρωτική Ευρώπη

Tο γαλλικό σύστημα οργάνωσης της διοικητικής δικαιοσύνης αποτέλεσε πρότυπο για την Ελλάδα. Στη Γαλλία, πάντως, ο δυϊσμός της δικαιοσύνης είναι η συνέπεια συγκεκριμένων συγκυριών και μιας μακράς ιστορικής παράδοσης. Οφείλεται σε μια ιδιαίτερη αντίληψη της διάκρισης των εξουσιών, ειδικότερα δε στην επιθυμία των ηγετών της Επανάστασης να αποτρέψουν την επέμβαση της δικαστικής εξουσίας στις αρμοδιότητες της Διοίκησης και την ενδεχόμενη παράλυση της λειτουργίας της. Οι απαρχές της διοικητικής δικαιοσύνης ανάγονται στον νόμο της 16ης και 24ης Αυγούστου 1790 που περιέχει τα κυριότερα μέτρα για την «υποταγή» της δικαστικής εξουσίας στις άλλες εξουσίες, με έμφαση την απαγόρευση στα δικαστήρια να μετέχουν ευθέως ή εμμέσως στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας και να εμποδίζουν ή να αναστέλλουν την εκτέλεση κειμένων του νομοθετικού σώματος που κυρώνονται από τον βασιλέα, επί ποινή παράβασης υπηρεσιακών καθηκόντων [άρθρο 10 του νόμου της 16ης και 24ης Αυγούστου 1790]. Όσον αφορά τη σχέση δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, προβλέφθηκε ρητώς ότι η «δικαστική λειτουργία είναι διακριτή και θα παραμείνει πάντοτε χωριστή από τη διοικητική λειτουργία. Οι δικαστές δεν θα μπορούν, επί ποινή παράβασης καθήκοντος, να διαταράξουν, καθ’οιονδήποτε τρόπο, τις ενέργειες των διοικητικών αρχών ούτε να προσαγάγουν ενώπιόν τους τα διοικητικά όργανα λόγω των ενεργειών τους» [άρθρο 13 του νόμου της 16ης και 24ης Αυγούστου 1790]. Η απαγόρευση αυτή επαναλαμβάνεται, λόγω των συχνών παραβιάσεών της, μερικά χρόνια αργότερα: «απαγορεύεται στα δικαστήρια να επιλαμβάνονται διοικητικών πράξεων οιασδήποτε κατηγορίας» [διάταγμα της 16ης fructidor έτους ΙΙΙ]. Η αυστηρή ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής αυτής κατέληξε στη λεγόμενη «γαλλική αντίληψη της διάκρισης των εξουσιών» και η δυσπιστία έναντι των δικαστών οδήγησε στον αποκλεισμό των πολιτικών δικαστηρίων [tribunaux judiciaires] από την επίλυση των διοικητικών διαφορών [G. Vedel, La loi des 16-24 août 1790 : Texte ? Prétexte ? Contexte ? , RFDA, 1990, σ. 698]. Ενώ λοιπόν η διάκριση των εξουσιών απαιτούσε να μην μπορεί η μια εξουσία να είναι ταυτόχρονα εκτελεστική και δικαστική, η γαλλική επαναστατική αντίληψη απέκλεισε από τον έλεγχο του δικαστή κάθε διοικητική ενέργεια. Η διοικητική δικαιοσύνη γεννήθηκε από το ως άνω παράδοξο : από την ακαμψία ενός δόγματος που ωθήθηκε στα άκρα, σε σημείο που να αυτοαναιρείται. Στο πνεύμα αυτό, η επίλυση των διαφορών που προκαλούσε η διοικητική δραστηριότητα ανατέθηκε στην ίδια τη Διοίκηση, που ως προς την αρμοδιότητα αυτή λειτουργούσε σαν δικαστής. Με άλλα λόγια, η διοικητική δικαιοσύνη γεννήθηκε προοδευτικά από ένα κενό, από την έλλειψη δικαστή.

Όσον αφορά το ιστορικό της γένεσης της διοικητικής δικαιοσύνης, θα μπορούσαν να αναφερθούν  συνοπτικά τα εξής. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, η Κυβέρνηση καθιέρωσε ένα μηχανισμό ιεραρχικής προσφυγής, το σύστημα του «υπουργού-δικαστή» [ministre-juge] : οι υπουργοί ήσαν οι «δικαστές του κοινού δικαίου» [juges de droit commun] για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Διοίκησης και των διοικουμένων. Η ιδρυτική πράξη της διοικητικής δικαιοσύνης εντοπίζεται στο άρθρο 52 του Συντάγματος του έτους VIII, το οποίο δημιούργησε ένα Conseil d’Etat «αρμόδιο για τη σύνταξη των νομοσχεδίων και των κανονιστικών πράξεων της δημόσιας διοίκησης και για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται σε διοικητικό επίπεδο». Λίγους μήνες αργότερα, ο νόμος της 28 pluviôse του έτους VIII (17 février 1800) ίδρυσε τα νομαρχιακά συμβούλια, με πρόεδρο τον νομάρχη, αρμόδια για την επίλυση ορισμένων διοικητικών διαφορών, τα οποία, με το διάταγμα του 1953, μετατράπηκαν σε διοικητικά δικαστήρια και έγιναν οι δικαστές του κοινού δικαίου των διοικητικών διαφορών. Αρχικά, ο δικαιοδοτικός ρόλος του Conseil d’Etat περιοριζόταν στις υποθέσεις για τις οποίες ο νόμος προέβλεπε τη δυνατότητα προσφυγής κατά της απόφασης του υπουργού ενώπιον του αρχηγού του κράτους. Με διάταγμα της 11ης Ιουνίου 1806, ο Ναπολέων ίδρυσε εντός του Conseil d’Etat επιτροπή διοικητικών διαφορών (commission du contentieux), προάγγελο του σημερινού δικαιοδοτικού τμήματος (section du contentieux). Μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου της 12ης Μαρτίου 1831 καθιέρωσε τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων καθώς και τους commissaires du roi, οι οποίοι ονομάσθηκαν στη συνέχεια commissaires du gouvernement και από το 2009 δημόσιοι εισηγητές (rapporteurs publics).Την ίδια περίπου εποχή η νομολογία δημιούργησε την αίτηση ακύρωσης. Παρά την προοδευτική δικαστικοποίηση της διαδικασίας, πρόκειται για ένα σύστημα «παρακρατημένης δικαιοσύνης» [justice retenue] : την απόφαση που προετοίμαζε το Conseil d’Etat υπέγραφε τελικώς ο αρχηγός του κράτους, ο οποίος ακολουθούσε σχεδόν πάντα τη γνώμη του Conseil. Μετά την πτώση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, ο νόμος της 24ης Μαΐου 1872 καθιέρωσε την εγκατάλειψη του ως άνω συστήματος και την εγκαθίδρυση του συστήματος της αποκαλούμενης «justice déléguée», η οποία απονέμεται από το Conseil d’Etat «στο όνομα του γαλλικού λαού». Το συμβολικό αυτό μέτρο ακολούθησε η εγκατάλειψη της θεωρίας του ministre-juge με την απόφαση Cadot της 13ης Δεκεμβρίου 1889, η οποία αναγνώρισε στο Conseil d’Etat γενική αρμοδιότητα για την επίλυση των διοικητικών διαφορών, ακόμη και χωρίς προηγούμενη παρέμβαση υπουργού, και ολοκλήρωσε την καθιέρωση του Conseil d’Etat ως δικαστηρίου. Υπάρχει έκτοτε στη Γαλλία ο κλάδος των πολιτικών δικαστηρίων, αρμόδιος για την επίλυση αστικών και ποινικών διαφορών, και ο κλάδος των διοικητικών δικαστηρίων, που κρίνουν τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων και την ευθύνη της δημόσιας εξουσίας, διαφαλίζοντας μια «δικονομική εποπτεία» (tutelle contentieuse) επί του συνόλου των διοικητικών αρχών.

Η διοικητική δικαιοσύνη απέκτησε, στη συνέχεια, συνταγματική βάση χάρη στο Conseil constitutionnel, με δύο θεμελιώδεις αποφάσεις, της 22ας Ιουλίου 1980, η οποία επιβεβαιώνει την ανεξαρτησία του διοικητικού δικαστή και της 23ης Ιανουαρίου 1987 που καθορίζει την ύπαρξη σκληρού πυρήνα αρμοδιότητας υπέρ του διοικητικού δικαστή : «(…) εμπίπτει σε τελευταίο βαθμό στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων η ακύρωση ή η μεταρρύθμιση των αποφάσεων που λαμβάνουν, κατά την άσκηση προνομίων δημοσίας εξουσίας, οι αρχές που ασκούν την εκτελεστική εξουσία, οι υπάλληλοί τους, οι ΟΤΑ ή οι δημόσιοι οργανισμοί που τελούν υπό την εξουσία ή την εποπτεία τους (…)». Ο διοικητικός δικαστής είναι αρμόδιος όταν τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ασκούν προνόμια δημόσιας εξουσίας (CE Ass., 31 juillet 1942, Monpeurt) ή είναι επιφορτισμένα με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας εκτός συμβατικού δεσμού (CE Ass., 13 mai 1938, Caisse primaire «Aide et protection»). Ο δυϊσμός εντάσσεται στο εξής, εμμέσως αλλά σαφώς, στο Σύνταγμα, από τη συνταγματική αναθεώρηση της 23ης Ιουλίου 2008 που προσέθεσε το άρθρο 61-1 σχετικά με το προκριματικό ζήτημα συνταγματικότητας. Ο λόγος του δυϊσμού εντοπίζεται στην εξειδίκευση και τις αρμοδιότητες που ανέπτυξαν  ο πολιτικός και ο διοικητικός δικαστής, έκαστος στον τομέα που του ανήκει. Περαιτέρω, η εξέλιξη των διαχωριστικών γραμμών οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε τομέας του δικαίου, ιδιωτικός ή δημόσιος, υπακούει σε ειδικούς κανόνες και διαφορετική λογική. Στη δημόσια εξουσία και στις διοικητικές δημόσιες υπηρεσίες που αναλαμβάνουν την επιδίωξη του δημοσίου συμφέροντος αντιστοιχούν οι κανόνες του διοικητικού δικαίου και η αρμοδιότητα του διοικητικού δικαστή.

Μολονότι το παρόν σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δύο δικαιοδοτικών κλάδων στηρίζεται σε μια ριζοσπαστική αντίληψη για την κατανομή εξουσιών, συνδεόμενη με συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, η διάρκειά του οφείλεται στην σκοπιμότητά του και στην αποτελεσματικότητά του για το κράτος δικαίου. Πράγματι, η λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης διαμόρφωσε έναν αξιόπιστο και αποτελεσματικό έλεγχο της Διοίκησης. Η γαλλική αντίληψη περί διάκρισης των εξουσιών δεν απήλλαξε τη Διοίκηση από την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, αλλά αντίθετα το νομολογιακό έργο του Conseil d’Etat από τα τέλη του ΧΙΧ έως και τις αρχές του ΧΧού αιώνα πραγματοποίησε το «θαύμα» της υπαγωγής της Διοίκησης στην αρχή της νομιμότητας. Η δυσπιστία έναντι των δικαστών οδήγησε, αρχικά, στην απαλλαγή των διοικητικών διαφορών από τον δικαστικό έλεγχο. Το Conseil d’Etat λειτούργησε ως προστάτης του γενικού συμφέροντος και της δημόσιας τάξης, διασφαλίζοντας την εύρυθμη λειτουργία της Διοίκησης, και όχι ως όργανο προστασίας του ιδιώτη κατά των δημόσιων αρχών, ενώ το διοικητικό δίκαιο έγινε αντιληπτό ως «δίκαιο προνομίων» για τη διατήρηση της υπερέχουσας θέσης της Διοίκησης και την προώθηση της αποτελεσματικότητας της δράσης της. Σε ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερο ρόλο της Διοίκησης, οι σχέσεις μεταξύ αυτής και των διοικουμένων δεν είναι σχέσεις αυστηρώς ισότιμες, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει, δηλαδή της εξυπηρέτησης του γενικού συμφέροντος και της διατήρησης της δημόσιας τάξης. Αυτό ακριβώς δικαιολογεί μέχρι σήμερα το ότι η διοικητική δράση διέπεται από αυτόνομο δίκαιο [TC, 8 février 1873, Blanco], υπό τον έλεγχο ειδικού δικαστή. Κατά τον γνωστό αφορισμό του συμβούλου επικρατείας Henrion de Pansey«juger l’administration, c’est encore administrer». Επομένως, το Conseil d’Etat κατέβαλε τεράστια προσπάθεια και κατόρθωσε σταδιακά να υποβάλει τη Διοίκηση στην αρχή της νομιμότητας, διατηρώντας τα προνόμιά της και την αποτελεσματικότητα της δράσης της προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η διεύρυνση του ελέγχου του διοικητικού δικαστή ήταν μετρημένη, καθόσον δεν επιθυμούσε να αφήσει την «απαίτηση του ελέγχου να κατισχύσει των επιταγών της δημόσιας τάξης», όπως κατέδειξε η θεωρία των circonstances exceptionnelles που αναπτύχθηκε κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Προοδευτικά το Conseil d’Etat ανέπτυξε νομολογία προστατευτική των δικαιωμάτων των διοικουμένων.

Επομένως, η διοικητική δικαιοσύνη, που χαρακτηρίζεται από την αμφισημία της γένεσής της και από τη διπλή φύση του ανώτατου δικαστηρίου – ταυτόχρονα γνωμοδοτικό όργανο της κυβέρνησης και ανώτατος διοικητικός δικαστής – επέβαλε την υπαγωγή της Διοίκησης στο δίκαιο ακριβώς χάρη στον εν λόγω λειτουργικό διχασμό. Η επιτυχία αυτή δικαιολογεί σήμερα τη διατήρηση της διοικητικής δικαιοσύνης. Επειδή ο διοικητικός δικαστής είναι ταυτόχρονα και σύμβουλος της Κυβέρνησης, διαθέτει την εμπειρία και τη δέουσα απόσταση για να κρίνει σωστά τη Διοίκηση. Και εφόσον ο σύμβουλος της Κυβέρνησης είναι και ο δικαστής της Διοίκησης, εκδίδει φωτισμένες γνώμες και μπορεί να εντοπίσει τις αδυναμίες και τις πλημμέλειες των σχεδίων πράξεων που του υποβάλλονται. Επειδή γνωρίζει τα καθήκοντα, τα μέσα, τις δεσμεύσεις αλλά και τις δυσλειτουργίες της Διοίκησης, ο διοικητικός δικαστής μπορεί να την κατανοήσει και να ελέγξει αποτελεσματικότερα τις πράξεις και τις ενέργειές της καθώς και να της εξηγήσει πώς μπορεί να αποφύγει τις νέες υπερβάσεις εξουσίας στο μέλλον. Αντιλαμβάνεται επίσης τη σημασία των αμιγώς τυπικών ή διαδικαστικών πλημμελειών της δράσης της Διοίκησης και δέχεται ότι δεν μπορούν άνευ ετέρου να εμποδίζουν την αποτελεσματικότητα της δράσης της. Τέλος, ο διοικητικός δικαστής, λόγω της νομικής εξειδίκευσης και της επαγγελματικής εμπειρίας του, αντιλαμβάνεται καλύτερα την αποστολή, τις ιδιομορφίες της λειτουργίας και τις υποχρεώσεις της Διοίκησης για να τις αντισταθμίσει με άλλα συμφέροντα που εκφράζονται στην κοινωνία: αυτά των πολιτών και ιδίως την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τους. Επομένως, μόνον ο διοικητικός δικαστής μπορεί να δικάσει τη Διοίκηση με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, διασφαλίζοντας, ταυτόχρονα την υποταγή της στο δίκαιο και την προστασία των δικαιωμάτων των διοικουμένων, δηλαδή να πραγματοποιήσει τη λεπτή στάθμιση, τον συγκερασμό μεταξύ της προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών και την ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος. Αυτό ακριβώς υπογράμμισε η απόφαση Blanco του 1873 του Tribunal des conflits όταν έκρινε ότι η ευθύνη του Κράτους «έχει τους ειδικούς της κανόνες που ποικίλουν ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας και την επιταγή συγκερασμού των «προνομίων» του κράτους και των δικαιωμάτων των ιδιωτών». Η κατοχύρωση των «φυσικών» αρμοδιοτήτων του διοικητικού δικαστή δεν σημαίνει αμφισβήτηση της δράσης των άλλων δικαστών, αλλά αναγνώριση του ότι, ενώ όλοι οι δικαστές μοιράζονται τις κοινές αρχές της άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος, «δύο δίκαια, διαφορετικά λόγω των κανόνων τους, της τεχνικής τους, της φιλοσοφίας τους, θα εφαρμοστούν καλύτερα από δύο δικαιοδοτικούς κλάδους, έκαστος των οποίων υπηρετεί το ένα από τα δίκαια αυτά»(Jean Rivero, Le juge administratif, gardien de la légalité administrative ou gardien administratif de la légalité ?, Mélanges offerts à Marcel Waline, LGDJ, 1974, σ. 701).

Και η γερμανική έννομη τάξη καθιέρωσε χωριστό κλάδο διοικητικής δικαιοσύνης προκειμένου να απαλλαγούν τα τακτικά δικαστήρια από τις επεμβάσεις της Διοίκησης, η οποία τελούσε υπό την επίδραση των παραδόσεων του αστυνομικού κράτους. Η ίδρυση γενικεύθηκε από τα μέσα του 19ουαιώνα. Ενώ οι ιστορικές συνθήκες γένεσης της διοικητικής δικαιοσύνης είναι διαφορετικές από αυτές της Γαλλίας, οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της καθιέρωσης χωριστού δικαιοδοτικού κλάδου είναι, εν πολλοίς, οι ίδιοι: διαφορετική νομική θέση ιδιωτών και Διοίκησης, υπαγωγή της δράσης της Διοίκησης σε διαφορετικούς κανόνες, ανάγκη ιδιαίτερων δικαστηρίων για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν από τη δράση αυτή.

Αντίστοιχους λόγους για την ύπαρξη ιδιαίτερου δικαιοδοτικού κλάδου για τις διοικητικές διαφορές εκθέτει ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν στην ομιλία του κατά την πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, της 17ης Μαΐου 1929. «Η ιδιάζουσα φύσις των διοικητικών σχέσεων εκ τε των ενεχομένων προσώπων (μεταξύ κράτους και ιδιώτου) και της ποικιλίας των αντικειμένων αυτών και ο συνεπόμενος αντίστοιχος χαρακτήρ των προκυπτουσών αμφισβητήσεων ου μόνον επέβαλε την προς τας ανάγκας αυτών συμφωνοτέραν διαμόρφωσιν της διεπούσης τας σχέσεις ταύτας κατ΄ ουσίαν νομοθεσίας, ήτις κατ΄ ανάγκην αποβαίνει πολυσχιδής και προσήκει να χαρακτηρίζηται διά μείζονος ελαστικότητος, αλλ΄ εις τας πλείστας χώρας υπηγόρευσε και ιδιαιτέραν πρόνοιαν περί την απονομήν του δικαίου δια της επί τούτω ιδρύσεως διοικητικής δικαιοδοσίας, διακρινομένης το μεν δι΄ απλουστέρων δικονομικών κανόνων, το δε και κυριώτερον δια της συγκροτήσεως δικαστηρίων, εκ στοιχείων εγγύτερον προς την Διοίκησιν διατελούντων και εμπειροτέρων εις τα κατ΄ αυτήν. Προκειμένου περί διαφορών, καθ΄ άς ο έτερος των διαδίκων τυγχάνει η Διοίκησις, είναι βέβαιον ότι ο τοιούτος δικαστής είναι και δι΄ αυτήν μάλλον ευπρόσδεκτος, ως οικειότερος και μείζονα εμπνέων αυτή πεποίθησιν λόγω της περί τα διοικητικά εντριβείας, αλλά και δια τον ιδιώτην αντίστοιχον παρέχει εγγύησιν το τελευταίον τούτο προσόν, ασφαλίζον ακριβεστέραν διάγνωσιν του δικαίου αυτού». [βλ. διεξοδικά, Π. Τσούκα, “Καινοτόμος θεμελιωτής του κράτους δικαίου”, εις adjustice.gr]

Το σύστημα του δυϊσμού της δικαιοσύνης αποτελεί πρότυπο για πολλά κράτη μέλη της Ένωσης [Y. Aguila, La justice administrative, un modèle majoritaire en Europe, AJDA, 2007, σ. 290].

Αντίθετα, το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας ισχύει στη Μεγάλη Βρετανία και στις χώρες του commonlaw. Χαρακτηριστική συναφώς η αντίληψη του Lord Dicey για την αρχή του rule of law: Κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου, διοικητικές αρχές και πολίτες υπακούουν στους ίδιους νόμου. Περαιτέρω, η αρχή του rule of law συνεπάγεται την απόλυτη υπεροχή του κοινού νόμου που αποκλείει την επιρροή αυθαίρετης εξουσίας και την ύπαρξη προνομίων ή ευρείας διακριτικής ευχέρειας της κυβέρνησης. Επομένως, επιβάλλεται η εφαρμογή των ίδιων κανόνων για όλους και υπαγωγή όλων στα κοινά δικαστήρια που εφαρμόζουν το ίδιο δίκαιο και στις διαφορές ιδιωτών με τη Διοίκηση. Και στην Αγγλία, πάντως, με το κατ’ εξοχήν ενιαίο δικαιοδοτικό σύστημα, ο έλεγχος της Διοίκησης κατέστησε αναγκαία την εξειδίκευση ορισμένων τμημάτων και τη δημιουργία ειδικών οιονεί δικαιοδοτικών οργάνων, των Administrative Tribunals καθώς και του Administrative Justice and Tribunals Council που εποπτεύει τη δραστηριότητά τους [Τ. Endicott, Administrative Law, Oxford University Press, 2015, σ. 449].

 

Β) Ιστορική εξέλιξη της διοικητικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα

Για το σύστημα επίλυσης των διοικητικών διαφορών («αμφισβητούμενον διοικητικόν» προς απόδοση του γαλλικού «contentieux administratif») κατά την Επανάσταση και την καποδιστριακή περίοδο, πριν από την βαυαρική αντιβασιλεία, βλ. Ι. Συμεωνίδη, Ιστορική  εξέλιξη του θεσμού των ΤΔΔ στην Ελλάδα (Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των ΤΔΔ), ο οποίος παραπέμπει σε Χρ. Κωνσταντινόπουλο, Οι διοικητικές διαφορές κατά την περίοδο 1821-1832 και τα πρώτα βήματα της διοικητικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, (διδακτορική διατριβή), 1988 και Γ. Δημακόπουλο, Η διοικητική δικαιοσύνη εν Ελλάδι προ της απολύτου Μοναρχίας, ΔΙΕΕ, τ. ΚΒ’, 1979, 110. Βλ. επίσης Π. Λαζαράτου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Θέμις, 2014, σ. 17-23.

 Η περίοδος 1833-1838

Με το β.δ. της 3/15.4.1833 “περί της διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του”, η βαυαρική αντιβασιλεία αναγγέλλει τη σύσταση Συμβουλίου της Επικρατείας, ως ανώτατου δικαστηρίου, “προς συζήτησιν των σπουδαιοτέρων του κράτους υποθέσεων και λύσιν διοικητικών αμφισβητήσεων”. Με το β.δ. της 26.4.1833 “περί της αρμοδιότητος των νομαρχών και περί της κατά νομαρχίας υπηρεσίας” προβλέπεται η ίδρυση πρωτοβαθμίων διοικητικών δικαστηρίων σε κάθε νομό “προς εξέτασιν και διάλυσιν των διοικητικοδικαστικών υποθέσεων”. Το διάταγμα αυτό δεν τέθηκε σε εφαρμογή. Με το β.δ. της 18/30.9.1835, συστήθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ανώτατο συμβουλευτικό όργανο  (“Συμβούλιο του Στέμματος”), κατά τα γαλλικά πρότυπα, αλλά και ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο. Με το άρθρο 1 της Πολιτικής δικονομίας του 1834, υπήχθη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και κάθε “ιδιωτική απαίτησις” η οποία ασκείται “είτε παρά τινος σωματείου ή κοινότητος είτε παρά του Δημοσίου” ή αντίθετα εγείρεται κατ’ αυτών, ενώ με το άρθρο 3, αποκλείσθηκαν από τη γενική αυτή αρμοδιότητα τα “αντικείμενα” ως προς τα οποία “ιδιαίτεροι νόμοι” ορίζουν ότι υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών αρχών, προσθέτοντας ότι και οι διοικητικές αρχές απαγορεύεται να επεμβαίνουν “εις ιδιωτικάς διαφοράς”. Το β.δ. της 7 Μαΐου 1837 όρισε περιοριστικά τις διαφορές που θα εκδικάζονταν, με δύναμη δεδικασμένου, από τις διοικητικές αρχές (Μ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των διοικητικών διαφορών, 1964, σ. 50). Με το β.δ. της 27 Σεπτεμβρίου 1833 ιδρύθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά των αποφάσεων του οποίου προβλέφθηκαν ένδικα μέσα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η περίοδος 1838-1844

Με τον ν. 2531 της 19.7.1838, ιδρύθηκαν τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια (πρωτόκλητα και δευτερόκλητα) διοικητικά δικαστήρια με αρμοδιότητα κυρίως επί φορολογικών διαφορών, τερματίζοντας έτσι τονκατακερματισμό των διοικητικών υποθέσεων στη χώρα (Γ. Παπαχατζή, Το δίκαιον των διοικητικών διαφορών εν Ελλάδι’, in Μελέται επί του δικαίου των διοικητικών διαφορών, Αθήνα 1961, σ. 126 επ. 137 επ., Μ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των διοικητικών διαφορών, Αθήνα 1964 4η έκδ. ανατύπωση 1980, σ. 98 επ.). Το ΣτΕ δίκαζε κατ’ αναίρεση τις αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών. Επομένως, κατά την περίοδο της αντιβασιλείας και μέχρι το 1844 είχαν συσταθεί διοικητικά δικαστήρια και επιχειρήθηκε η δημιουργία οργανωμένου συστήματος απονομής διοικητικής δικαιοσύνης, σύστημα στο οποίο εντάχθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Σημαντική στιγμή στην ιστορία του πρώτου εκείνου Συμβουλίου της Επικρατείας υπήρξε η συμμετοχή του στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1844. Σ’ αυτό προσέφυγαν οι επαναστάτες για να προσδώσουν “ένδυμα νομιμότητας στην εξέγερσή τους”. Και αυτό ανταποκρίθηκε με δύο “Πράξεις”, που δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και με τις οποίες εξανάγκασε τον Όθωνα να αποδεχθεί τα τετελεσμένα. Εκτός, όμως, από την συμμετοχή του στην εξέγερση αυτή που οδήγησε στο Σύνταγμα – συνάλλαγμα του 1844 και στην εγκαθίδρυση Συνταγματικής Μοναρχίας, στο Συμβούλιο της Επικρατείας πιστώνεται, μεταξύ άλλων, ότι, ασκώντας τις αρμοδιότητές του, υπεραμύνθηκε της ανεξαρτησίας του Τύπου, αποφάνθηκε ότι είναι περιττή στην Ελλάδα η Βαυαρική αποστολή καθώς και ότι έπρεπε να προτιμώνται οι Έλληνες στρατιωτικοί έναντι των Βαυαρών, καθώς και ότι συνετέλεσε στην κατάργηση του διατάγματος περί εκτοπίσεως των Ελλήνων. Παρ’ όλα αυτά δεν έπαυσε να θεωρείται όργανο συνδεδεμένο με την Μοναρχία, θεσμός περιττός εφ’ όσον λειτουργούν αντιπροσωπευτικά Σώματα και έτσι με το άρθρ.102 του Καταστατικού χάρτη το πρώτο Συμβούλιο της Επικρατείας καταργήθηκε, δεδομένου ότι το νέο Σύνταγμα προέβλεψε πλην της Βουλής (άρθρ. 59 επ.) και Γερουσία (άρθ. 69 επ.)

Η περίοδος 1844-1864 (σύστημα ενιαίας δικαιοδοσίας)

Το Σύνταγμα του 1844 καθιέρωσε το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας σύμφωνα με το οποίο ο δικαστικός έλεγχος της Διοίκησης ανήκει, κατά γενική δικαιοδοσία, στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός από περιπτώσεις που ειδικός νόμος συνιστά διοικητική επιτροπή με ειδική δικαιοδοσία. Ειδικότερα, τα άρθρα 101-102 του Συντάγματος του 1844 κατήργησαν τα πρωτόκλητα και δευτερόκλητα περιφερειακά διοικητικά δικαστήρια, όσο και το ΣτΕ, ως μοναρχικούς θεσμούς. Οι υποθέσεις των διοικητικών δικαστηρίων υπήχθησαν στα τακτικά δικαστήρια και οι υποθέσεις του ΣτΕ στα εφετεία και στον Άρειο Πάγο κατ’ αναίρεση. Περαιτέρω, ιδρύθηκαν με νόμους πολλές διοικητικές επιτροπές για την εκδίκαση νέων διοικητικών διαφορών (βλ. κριτική από Μ. Στασινόπουλο, Το δίκαιον των διοικητικών διαφορών, σ. 100).

 

Η περίοδος 1864-1911 (σύστημα ενιαίας δικαιοδοσίας)

Το Σύνταγμα του 1864 διατηρεί και διευκρινίζει το σύστημα της ενιαίας δικαιοδοσίας, καθόσον ορίζει, στο άρθρο 101 παρ. 1αυτού, ότι οι υποθέσεις αμφισβητουμένου διοικητικού εξακολουθούν να υπάγονται στα τακτικά δικαστήρια και εκδικάζονται ως κατεπείγουσες, εκτός από εκείνες για τις οποίες ειδικοί νόμου συνιστούν διοικητικά δικαστήρια. Επομένως, οι διοικητικές επιτροπές του Συντάγματος του 1844 αντικαθίστανται από ειδικά διοικητικά δικαστήρια, τα οποία χαρακτηρίζονται από την έλλειψη ομοιομορφίας και την απουσία εγγυήσεων απονομής δικαστικής προστασίας. Σημειώνεται, πάντως, ότι στο σχέδιο Συντάγματος που είχε προτείνει ο βασιλιάς Γεώργιος προβλεπόταν η ίδρυση Συμβουλίου της Επικρατείας, “… προς παρασκευήν και βάσανον των νομοσχεδίων…”. Η διάταξη περί Συμβουλίου Επικρατείας έγινε δεκτή με μικρή πλειοψηφία (επί συνόλου 270 υπέρ εψήφισαν 136, κατά 124 και 10 απείχαν). Την ιδέα για την επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως νομοπαρασκευαστικού σώματος είχε υποστηρίξει ήδη ο Ν. Ι. Σαρίπολος από τον Δεκέμβριο του 1862 σε επιστολή του προς του συναδέλφους του καθηγητές οι οποίοι τον είχαν εκλέξει ως πληρεξούσιο του Πανεπιστημίου στην Εθνοσυνέλευση. Στην επιστολή – πολιτικό πρόγραμμα θεωρούσε ότι η ίδρυση ενός τέτοιου σώματος ήταν αναγκαία “… διότι η πείρα απέδειξεν, ότι οι εκάστοτε φύρδην μίγδην συγκροτηθείσαι επιτροπαί προς σύνταξιν νόμων, συρραφήν μάλλον ή συγγραφήν νομοθετημάτων εποίουν”. Για τους υποστηρικτές του το Συμβούλιο της Επικρατείας θα προσέφερε καλλίτερη επεξεργασία των νόμων, θα διαφώτιζε την Βουλή κατά το νομοπαραγωγικό της έργο. Εξ άλλου, την καθιέρωση του Συμβουλίου της Επικρατείας υποστήριζαν και όσοι ανήκαν στην πιό συντηρητική μερίδα της Εθνοσυνελεύσεως διότι δεν ήθελαν να βρεθεί ο Βασιλέας στο μέλλον μόνος απέναντι στη Βουλή, μετά την καταψήφιση των σχετικών με την Γερουσία διατάξεων Οι αντιδρώντες στην ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας το εξελάμβαναν “.. ως επάνοδον εις τους χρόνους της βασιλικής απολυταρχίας και ως απειλήν διηνεκή κατά της αυθυπαρξίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της του λαού αντιπροσωπείας”  Πέτυχαν, πάντως, την ψήφιση του άρθρ. 108 του Συντάγματος με το οποίο επιτρεπόταν η αναθεώρηση των διατάξεων περί Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την προσεχή βουλευτική περίοδο, αν το ζητούσαν τα 3/4 της Βουλής. Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 85) ο αριθμός των Συμβούλων Επικρατείας δεν μπορούσε να είναι μικρότερος των δεκαπέντε, ούτε μεγαλύτερος των είκοσι και διορίζονταν από τον Βασιλέα, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, η δε θητεία τους ορίσθηκε δεκαετής δυναμένη να ανανεωθεί (άρθρ. 86). Τα καθήκοντα του Συμβουλίου ήσαν αμιγώς νομοπαρασκευαστικά (άρθρα 83 και 84). Το Συμβούλιο της Επικρατείας οργανώθηκε με το “Περί του Συμβουλίου της Επικρατείας” διάταγμα της 5ης Φεβρουρίου 1865 (φ. 12), λειτούργησε από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Νοέμβριο του 1865 και φαίνεται ότι επεξεργάσθηκε σειρά σημαντικών νομοθετημάτων, όπως το σχετικό με την διοικητική αφομοίωση των Επτανήσων, το περί διανομής εθνικών γαιών, το περί τροποποιήσεως του περί χαρτοσήμου νόμου, το περί αποξηράνσεως της Κωπαϊδος και το περί φορολογίας των μεταλλευμάτων Λαυρίου.  Τελικώς, με τον νόμο ΡΙΒ’ της 25ης-11-1865 δημοσιεύθηκε το σχετικό ψήφισμα της Βουλής περί κατάργησης των άρθρων 83 έως 86 του Συντάγματος που αναφέρονταν στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Η περίοδος 1911-1927

Υπό το Σύνταγμα του 1911, αφενός, επανιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας (άρθρο 101), με αρμοδιότητα την ακύρωση των πράξεων των διοικητικών οργάνων, και, αφετέρου, εξοπλίσθηκαν με εγγυήσεις τα ειδικά διοικητικά δικαστήρια (πρόκειται για τις εγγυήσεις όλων των δικαστηρίων, όπως αυτές καθορίζονταν στο κεφάλαιο «περί δικαστικής εξουσίας», άρθρα 87-97: δημοσιότητα συνεδριάσεων, αιτιολόγηση των αποφάσεων, δημοσίευση των αποφάσεων σε δημόσια συνεδρίαση). Η εδραίωση της διοικητικής δικαιοσύνης στις περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, η μειωμένη προστασία που παρείχαν τα πολιτικά δικαστήρια και η έλξη της νομολογίας του γαλλικού Conseil d’ État η οποία αποτυπώνεται στην ιστορική αγόρευση του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου ενώπιον της Β΄ Αναθεωρητικής Βουλής κατά την 30ή Απριλίου 1911, οδηγούν στην αναδιοργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης με στόχο ένα πλήρες σύστημα διοικητικών δικαστηρίων υπό το Συμβούλιο της Επικρατείας και με βάση την αρχή της ανεξαρτησίας των φορέων της τόσο από τα συνήθη όργανα της Διοικήσεως όσο και από τα όργανα της τακτικής δικαιοσύνης. Πρόκειται για την οριστική εισαγωγή του συστήματος δυαδισμού της δικαιοσύνης. Επανιδρύεται (για τρίτη φορά) το Συμβούλιο της Επικρατείας, με εντελώς διαφορετική όμως μορφή, καθώς σ’ αυτό ανατίθεται, εκτός από τις ειδικές, κατ’ απαρίθμηση του νόμου, αρμοδιότητες, η γενική ακυρωτική δικαιοδοσία επί (των) πράξεων των διοικητικών αρχών (άρθρο 82 περίπτ. γ’ Συντ. 1911).  Με τον νόμο 290/1914 “Περί Συμβουλίου της Επικρατείας” (Α’ 260) συμπληρώθηκαν οι διατάξεις του Συντάγματος και καθορίσθηκαν οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την λειτουργία του θεσμού. Το ακροτελεύτιο άρθρο του νόμου όριζε ότι ο χρόνος ενάρξεως εφαρμογής θα καθοριζόταν με βασιλικό διάταγμα. Λόγω, όμως, των πολιτικών (εθνικός διχασμός) και πολεμικών γεγονότων (Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, μικρασιατική εκστρατεία και οι συνέπειές τους) που επηκολούθησαν τέτοιο διάταγμα δεν εκδόθηκε και ο νόμος παρέμεινε ανεφάρμοστος.

 

Η περίοδος 1927-1952

Το σύστημα που εισήγαγε το Σύνταγμα του 1911 διατηρήθηκε και υπό το Σύνταγμα του 1927, το οποίο αφιέρωνε ειδικό κεφάλαιο (Η΄) για τη Διοικητική Δικαιοσύνη, διακριτό, πάντως, σε σχέση με εκείνο περί δικαστικής εξουσίας, οι διατάξεις για την οποία απάρτιζαν το Κεφάλαιο Ζ΄. Το άρθρο 102 του Συντ. του 1927 επανέλαβε τις διατάξεις του άρθρου 101 του Συντ. του 1911, προσθέτοντας ότι διαφορές αμφισβητούμενου διοικητικού μπορούν να υπαχθούν με νόμο στο Συμβούλιο της Επικρατείας: «Εις το [ΣτΕ] ανήκουσιν ιδίως: α) η επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων, β) η εκδίκασις των κατά τους νόμους υποβαλλομένων εις αυτό διαφορών αμφισβητουμένου διοικητικού, γ) η κατ’αίτησιν ακύρωσις πράξεων των διοικητικών αρχών δι’υπέρβασιν εξουσίας ή κατά παράβασιν νόμου, κατά τα ειδικότερα δια νόμου οριζόμενα». Το άρθρο 105 του Συντάγματος του 1927 όρισε ότι «αι υποθέσεις αμφισβητουμένου διοικητικου εξακολουθούν επί του παρόντος να υπάγωνται εις τα τακτικά δικαστήρια…πλην εκείνων δι’ ας ειδικοί νόμοι συνιστούν διοικητικά δικαστήρια….Δια νόμου δύνανται να υπαχθούν υποθέσεις του αμφισβητουμένου διοικητικού εις το [ΣτΕ] και κατά πρώτον βαθμόν. Αι αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται από της λειτουργίας του ΣτΕ εις την δικαιοδοσίαν αυτού». Το ΣτΕ ιδρύθηκε με τον ν. 3713/1928, “Περί του Συμβουλίου της Επικρατείας”, και συνήλθε στην πρώτη δημόσια συνεδρίασή του στις 17 Μαΐου 1929, στο “Ιλίου Μέλαθρον”. Πρώτος πρόεδρος του ΣτΕ ήταν ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν.

Η περίοδος 1952-1975

Και το Σύνταγμα του 1952 (άρθρα 82-86 «περί Διοικητικής Δικαιοσύνης» και άρθρα 87-97 «περί Δικαστικής Εξουσίας») προέβλεψε μεν την ίδρυση τακτικών διοικητικών δικαστηρίων με γενική αρμοδιότητα, πλην επέτρεψε στον τυπικό νομοθέτη να επιλέξει αυτός τον χρόνο σύστασης, συγκρότησης και λειτουργίαςτους και να ιδρύει, στο μεσοδιάστημα, ειδικά διοικητικά δικαστήρια για την εκδίκαση ειδικών κατηγοριών διοικητικών διαφορών, όπως οι φορολογικές.  Ειδικότερα, το άρθρο 82 Σ όρισε ότι «άπασαι αι διαφορές αμφισβητουμένου διοικητικού εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια». Το Συμβούλιο της Επικρατείας διατήρησε τις αρμοδιότητές του με το άρθρο 83 παρ. 1 Συντ, το οποίο είχε διατύπωση ανάλογη με το σημερινό άρθρο 95 παρ. 1 Συντ. Με το άρθρο 86, πάντως, το Σύνταγμα του 1952 επέτρεψε την προσωρινή διατήρηση του συστήματος της ενιαίας δικαιοδοσίας μέχρι τη σύσταση ΤΔΔ, τα οποία μπορούσαν να ιδρύονται  κάθε φορά με ειδικούς νόμους. Για την εκδίκαση των φορολογικών διαφορών ιδρύθηκαν, με τους ν. 2289/1952 (Α΄ 301) και 3845/1958 (Α΄ 149), τα φορολογικά δικαστήρια (που έλαβαν τον τίτλο τακτικά φορολογικά δικαστήρια). Η Επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγματος των ετών 1946-1950 είχε καταγράψει 305 διοικητικά δικαστήρια και διοικητικές επιτροπές επιφορτισμένες με την εκδίκαση διοικητικών διαφορών, στο δε πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας του 1975 οι εν λόγω επιτροπές και δικαστήρια υπολογίσθηκαν από 520 έως 2.000, περίπου.

Η περίοδος 1975- σήμερα

Υπό το Σύνταγμα του 1975 όλες οι ρυθμίσεις περί Δικαιοσύνης εντάσσονται σε ενιαίο Τμήμα του συνταγματικού κειμένου (Τμήμα Ε΄ με τίτλο «Δικαστική Εξουσία»), τα δε σχετικά με την οργάνωση και τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων περιλαμβάνονται στο αυτοτελές –πλην εξίσου ενιαίο– κεφάλαιο δεύτερο του Τμήματος αυτού. Η διάκριση των δικαστηρίων σε πολιτικά, ποινικά και διοικητικά καθιερώνεται για πρώτη φορά με το άρθρο 93 § 1 Σ.Το άρθρο 94 στην αρχική του διατύπωση αποτελεί, ουσιαστικά, αναδιατύπωση του άρθρου 82 του Συντάγματος του 1952, διαφοροποιείται όμως κατά το ότι η έννοια του «αμφισβητουμένου διοικητικού» έχει πλέον αντικατασταθεί από εκείνη της «διοικητικής διαφοράς ουσίας». Ειδικότερα, στην αρχική του διατύπωση το άρθρο 94 είχε ως εξής: «1. Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει εις τα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Αι εκ των ως άνω διαφορών μη υπαχθείσαι εισέτι εις τα δικαστήρια ταύτα, δέον να υπαχθούν υποχρεωτικώς εις την δικαιοδοσίαν αυτών, εντός πέντε ετών από της ισχύος του παρόντος, της της προθεσμίας ταύτης δυναμένης να παρατείνεται διά νόμου. 2. Μέχρι της υπαγωγής εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και των λοιπών ουσιαστικών διοικητικών διαφορών, είτε εν τω συνόλω είτε κατά κατηγορίας, αύται εξακολουθούν να υπάγωνται εις τα πολιτικά δικαστήρια, πλην εκείνων διά τας οποίας ειδικοί νόμοι συνέστησαν ειδικά διοικητικά δικαστήρια, εις τα οποία τηρούνται αι διατάξεις των §§ 2-4 του άρθ. 93. 3. Εις τα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται πάσαι αι ιδιωτικαί διαφοραί, ως και αι διά νόμου ανατιθέμεναι εις ταύτα υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας. 4. Εις τα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια δύναται να ανατεθή και πάσα άλλη υπό του νόμου οριζομένη διοικητικής φύσεως αρμοδιότης. 

Ερμηνευτική δήλωσις: Ως τακτικά διοικητικά δικαστήρια νοούνται μόνο τα συσταθέντα διά του νομοθετικού διατάγματος 3845/1958 τακτικά φορολογικά δικαστήρια».

Η διάταξη του άρθ. 94 Σ παρέμεινε αμετάβλητη κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, αναθεωρήθηκε όμως το 2001, οπότε –με δεδομένη την ολοκλήρωση της διοικητικής δικαιοδοσίας με τους ν. 702/1977 και 1406/1983, καθώς και τον ν. 2721/1999– τροποποιήθηκαν οι §§ 1 και 2 και καταργήθηκε η ερμηνευτική δήλωση. Επιπλέον, αναθεωρήθηκε η § 3 του άρθρου 94 Σ και αναγνωρίστηκε η δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να μεταφέρει αρμοδιότητες από τα πολιτικά στα διοικητικά δικαστήρια και αντίστροφα, για λόγους ενότητας της νομολογίας, όταν το ίδιο σύστημα διατάξεων εφαρμόζεται από διαφορετικές δικαιοδοσίες. Η σπουδαιότερη, όμως, τροποποίηση κατά την αναθεώρηση του 2001 υπήρξε αυτή της § 4 του ίδιου άρθρου, με τη θέσπιση της αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ (ν. 3068/2002).

 

3) Η σύγχρονη οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης

Συνταγματικές διατάξεις

Άρθρο 93

  1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους.
  2. Oι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων.
  3. Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Νόμος ορίζει τις έννομες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης του προηγούμενου εδαφίου. Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την καταχώριση στα πρακτικά ενδεχόμενης μειοψηφίας, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις της δημοσιότητάς της.
  4. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα.

 

Άρθρο 94

  1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
  2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει.
  3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.
  4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει.

Άρθρο 95

  1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως:

α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου.

β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει.

γ) H εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ’ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους.

δ) H επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα.

2. Kατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στοιχείου δ’ της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφοι 2 και 3.

3. Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει.

4. Oι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει.

5. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης.

 

Άρθρο 4 του Ν 1756/1988 Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών (ΦΕΚ Α΄35/26.2.1988)

….

2. Τα τακτικά διοικητικάδικαστήρια συγκροτούνται ως εξής:

α. το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη, ειδικώς τα αυτοτελή μονομελή πρωτοδικεία συγκροτούνται από πρωτοδίκη,

β. το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες,

γ. Το μονομελές διοικητικό εφετείο, από πρόεδρο εφετών ή εφέτη,

δ. το τριμελές διοικητικό εφετείο από πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες

ε. Το πενταμελές διοικητικό εφετείο, από πρόεδρο εφετών και τέσσερις εφέτες.

(Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 360 του Ν 4700/2020 με ισχύ την 29/6/2020)

6. Στα διοικητικάπρωτοδικεία και τα διοικητικά εφετεία, στα οποία λειτουργούν τρία (3) τουλάχιστον τμήματα, είναι δυνατή η σύσταση ειδικών τμημάτων με βάση το αντικείμενο και τον αριθμό συγκεκριμένων κατηγοριών διοικητικών διαφορών, καθώς και η κατ’ αποκλειστικότητα ή μη, εισαγωγή σε αυτά των υποθέσεων των εν λόγω κατηγοριών, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 17 του παρόντος, μετά από πρόταση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, προς την Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία αποφασίζει επί της πρότασης εντός διμήνου από την υποβολή της. Τα ως άνω τμήματα στελεχώνουν με τριετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί, κατά προτίμηση, δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλων σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.

(Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 360 του Ν 4700/2020 με ισχύ την 29/6/2020)

 

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο