Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο – Υπαλληλική προσφυγή (9-12-2020)

Υπαλληλική προσφυγή

1. Σύμφωνα με τον ορισμό του Επ. Σπηλιωτόπουλου (Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, αρ. περ. 523, η υπαλληλική προσφυγή είναι το ένδικο βοήθημα που ασκείται από τους νομιμοποιουμένους προς τούτο δημοσίους υπαλλήλους (τακτικούς ή δοκίμους) κατά ορισμένων μόνο διοικητικών πράξεων, οι οποίες είναι σχετικές με ορισμένα μόνο θέματα της υπηρεσιακής τους κατάστασης και έχει σκοπό τη νέα κρίση της υπόθεσης. Σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, η υπαλληλική προσφυγή υπάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον ασκείται κατά αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων που επιβάλλουν σε πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους την ποινή του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης. Η προσφυγή αυτή είναι ένδικο βοήθημα ελληνικής επινόησης και συνδέεται με τον θεσμό της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος). Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης δεν μπορεί να καταργήσει την εν λόγω προσφυγή ούτε να αφαιρέσει από το Συμβούλιο της Επικρατείας την αρμοδιότητα για την εκδίκασή της. Η αρμοδιότητα για την προσφυγή κατά άλλων πράξεων των πειθαρχικών συμβουλίων πηγάζει από νομοθετικές διατάξεις και μπορεί να μεταβληθεί ελεύθερα από το νομοθετικό όργανο.
Οι προσβαλλόμενες πράξεις
2. Με την υπαλληλική προσφυγή του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος προσβάλλονται οι ακόλουθες πράξεις

Α) η παύση ή μη μονιμοποίηση του δόκιμου υπαλλήλου [άρθρα 103 παρ. 4 εδ. τελευταίο του Συντάγματος και άρθρο 40 παρ. 4 του ν. 3528/2007, Α’ 26 – ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα, ΣτΕ 596/2008, ΣτΕ 1555/2009, ΣτΕ 2972/2014: προσβαλλόμενη πράξη: απόφαση του Περιφερειακού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Π.Υ.Σ.Δ.Ε.) Ν. Καβάλας, με την οποία ο προσφεύγων, δόκιμος υπάλληλος του κλάδου ΠΕ17 εκπαιδευτικών, κρίθηκε ακατάλληλος για μονιμοποίηση).

Β) η απόλυση μόνιμου υπαλλήλου επειδή διαπιστώθηκε σωματική ή πνευματική ανικανότητα (άρθρο 154 ΥΚ) ή αναίτια υπηρεσιακή ανεπάρκεια [ΣτΕ 3833/2012, 768/2006: προσβαλλόμενη πράξη: πράξη του Πρωτοβαθμίου Ανωτάτου Συμβουλίου του Πυροσβεστικού Σώματος, με την οποία αξιωματικός του Πυροσβεστικού Σώματος, κρίθηκε ως ευδοκίμως τερματίσας την σταδιοδρομία του και, συνεπεία της κρίσεως αυτής, απολύθηκε από το Σώμα, με εφαρμογή των άρθρων 24 παρ. 7 και 30 του Π.Δ. 305/1992 (το Πυροσβεστικό Σώμα αποτελεί πολιτική διοικητική υπηρεσία του Κράτους και οι κατέχοντες οργανικές θέσεις σε αυτό είναι μόνιμοι υπάλληλοι, οι οποίοι απολαύουν της κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος προστασίας και είναι δυνατόν να απολυθούν μόνον κατόπιν αποφάσεως υπηρεσιακού συμβουλίου, η οποία υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ)]

Γ) Η απόλυση μονίμου υπαλλήλου, λόγω κατάργησης της θέσης του ή μέρους των ομοιόβαθμων θέσεων του ιδιου κλάδου (άρθρο 154 ΥΚ)

Δ) Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων με τις οποίες επιβάλλονται οι ποινές του υποβιβασμού και της οριστικής παύσης [ΣτΕ 1451/2020: προσβαλλόμενη πράξη: απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνηση, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση του προσφεύγοντος κατά της απόφασης του Υπηρεσιακού (Πειθαρχικού) Συμβουλίου του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.) και επιβλήθηκε σε αυτόν η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, για τα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα (άρθρο 109 παρ. 1 και 2β του ν. 2683/1999) και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς για υπάλληλο διαγωγής εντός υπηρεσίας (άρθρο 109 παρ. 2δ του ν. 2683/1999)].

Διευκρινίζεται στο σημείο αυτό ότι, κατά πάγια νομολογία (ΣτΕ 19262037/2002 7μ), ως παύση κατά της οποίας προβλέπεται από την πιο πάνω συνταγματική διάταξη προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, νοείται μόνον η οριστική όχι δε και η προσωρινή παύση, όπως είναι η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 109 παρ. 1 περ. ε΄ του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007) πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης τριών (3) έως (6) μηνών με πλήρη στέρηση των αποδοχών. Ως εκ τούτου, η υπαλληλική προσφυγή που προβλέπεται στο άρθρο 103 του Συντάγματος και της οποίας η εκδίκαση υπάγεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι μόνον εκείνη που στρέφεται κατά πειθαρχικών αποφάσεων, με τις οποίες επιβάλλονται οι ποινές της οριστικής παύσης και του υποβιβασμού, ενώ η προσφυγή που στρέφεται κατά αποφάσεων, με τις οποίες επιβάλλεται η ποινή της προσωρινής παύσης, καθώς και οι λοιπές κατώτερες από αυτήν πειθαρχικές ποινές, υπάγεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2944/2001 [«Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό των υπαλληλικών προσφυγών, εκτός από εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 103 του Συντάγματος, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας»], σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, στην αρμοδιότητα των τριμελών διοικητικών εφετείων (ΣτΕ 1926, 2037/2002 7μ., 2612/2011, 4796, 5304/2012, 383/2013, ΣτΕ 104/2002, 258/2003, 231/2004, 149/2005, 980, 1093/2006, 354/2009, 19/2011, 903/2014 σε συμβούλιο, 2612/2015).

Το Συμβούλιο της Επικρατείας ανακτά την αναρμοδιότητά του κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 περ. η΄ του Ν. 702/1977, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 παρ. 2 του Ν. 3900/2010 (Α΄ 213), που ορίζει: «Εξακολουθούν να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν: α) … η) την επιβολή πειθαρχικής ποινής από συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ή συμμετέχει ανώτατος δικαστικός λειτουργός».  Ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο δέχθηκε τα εξής: κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 περ. η΄ του ν. 702/1977 (όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 παρ. 2 του ν. 3900/2010), ερμηνευόμενης ενόψει του σκοπού για τον οποίον θεσπίσθηκε, όπως αυτός συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010, σε συνδυασμό με το 4/2010 πρακτικό της Διοικητικής Ολομέλειας του ΣτΕ, δηλαδή να μην εκδικάζονται από κατώτερα δικαστήρια διαφορές που αναφύονται από την προσβολή πειθαρχικών αποφάσεων συμβουλίων, στα οποία προεδρεύει ή συμμετέχει ανώτατος δικαστικός λειτουργός, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγεται όχι μόνον η εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά πειθαρχικών αποφάσεων συμβουλίων, στα οποία προεδρεύει ή συμμετέχει ανώτατος δικαστικός λειτουργός, αλλά, για την ταυτότητα του λόγου, και η εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής ουσίας, που στρέφεται κατά τέτοιων πειθαρχικών αποφάσεων και η άσκηση της οποίας προβλέπεται από ρητή διάταξη νόμου. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή, στρεφόμενη κατά πειθαρχικών αποφάσεων του Πειθαρχικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου του Υπουργείου Εξωτερικών, στο οποίο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 35 παρ. 1 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (ν. 3566/2007), μετέχουν, μεταξύ άλλων, ως Πρόεδρος και μέλος, δύο Σύμβουλοι της Επικρατείας, δηλαδή ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, και η άσκηση της οποίας προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 86 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του εν λόγω Οργανισμού, αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. η΄ του ν. 702/1977, η οποία, όπως προεκτέθηκε, εφαρμόζεται και επί της υπαλληλικής προσφυγής ουσίας (ΣτΕ 2612/2015).

Ε) Οι πράξεις των αρμοδίων οργάνων της Βουλής που έχουν τέτοιο αντικείμενο (άρθρο 65 παρ. 6 του Συντάγματος).

ΣΤ) Σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 3 του ΥΚ, όπως τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 16 του Ν. 4674/2020, Στρατηγική αναπτυξιακή προοπτική των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ρύθμιση ζητημάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες διατάξεις (Α΄53), δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας με αίτημα την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης και ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κατά τα ειδικώς οριζόμενα στις διατάξεις περί πειθαρχικής αρμοδιότητας του Διοικητή της Αρχής. Προηγουμένως, την αρμοδιότητα αυτή είχε ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης (ΓΕΔΔ, μετακλητός ανώτατος διοικητικός υπάλληλος των εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας θέσεων), ο οποίος μπορούσε να ασκήσει προσφυγή κατά των τελεσίδικων αποφάσεων όλων των πειθαρχικών συμβουλίων των φορέων του πρώτου εδαφίου για πειθαρχικά αδικήματα που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού (ΣτΕ 2192/2018). Ενδιαφέρουσα είναι συναφώς η απόφαση ΣτΕ Ολ 2350/2017, η οποία δέχθηκε ότι η ως άνω αρμοδιότητα του ΓΕΔΔ υπαγορεύεται από την ανάγκη συνεχούς εποπτείας της άσκησης του προσήκοντος πειθαρχικού ελέγχου σε δημοσίους υπαλλήλους, η οποία ανάγεται σε μείζονα σκοπό δημοσίου ενδιαφέροντος για κάθε οργανωμένη κοινωνία, όπως είναι η καταπολέμηση φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς και επιτάσσει την εν προκειμένω ευρεία ερμηνεία της, προκειμένου να μην διακόπτεται για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα η άσκησή της. Η δυνατότητα, δηλαδή, του ΓΕΔΔ να ασκεί τις αρμοδιότητές του και μετά τη λήξη της θητείας του, κατά σιωπηρή παράταση αυτής, στηρίζεται, αφενός, στην έλλειψη συνταγματικής πρόβλεψής της (σε αντιδιαστολή προς τη θητεία των συνταγματικώς κατοχυρωμένων ΑΔΑ που είναι “ορισμένη”) και, αφετέρου, στην εξυπηρετούσα μείζονα σκοπό δημοσίου ενδιαφέροντος δραστηριότητά του, που συνιστά δημόσια υπηρεσία υπό λειτουργική έννοια, επομένως επιβάλλεται υπό το πρίσμα της αρχής της συνέχειας των δημόσιων υπηρεσιών.
Ζ) Σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 3 του Ν. 3852/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 133 του Ν. 4555/2018, Μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης – Εμβάθυνση της Δημοκρατίας – Ενίσχυση της Συμμετοχής – Βελτίωση της οικονομικής και αναπτυξιακής λειτουργίας των Ο.Τ.Α. [Πρόγραμμα «ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ι»], κατά της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών που διατάσσει την παύση περιφερειάρχη, αντιπεριφερειάρχη, δημάρχου, αντιδημάρχου, δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων, προέδρων κοινοτήτων και μελών συμβουλίων κοινότητας, ο παυθείς μπορεί να ασκήσει προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίησή της σε αυτόν.
Εξαιρέσεις (ακυρωτικές διαφορές)
3. Κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου των μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), με την οποία επιβάλλεται σε μέλος ΔΕΠ η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης για τα παραπτώματα που αναφέρονται στην απόφαση αυτή ασκείται αίτηση ακύρωσης και όχι υπαλληλική προσφυγή. Πράγματι, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 2238/1999, έγινε δεκτό ότι  η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 16 παρ. 6 του Συντάγματος, σε συνδυασμό προς τις λοιπές διατάξεις, ρυθμιστικές της καταστάσεως των καθηγητών των Α.Ε.Ι., εν όψει της φύσεως της αποστολής των ως ακαδημαϊκών διδασκάλων αλλά και των συνθηκών υπό τις οποίες ασκούν τα καθήκοντά τους, συνιστάμενα στην παροχή διδασκαλίας και την ανάπτυξη της έρευνας στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, τους χαρακτηρίζει ήδη ως δημοσίους λειτουργούς, εν αντιθέσει προς όσα προέβλεπε η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 4 προϊσχύσαντος Συντάγματος του 1952, όπου χαρακτηρίζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι χωρίς, τότε να παρέχεται υπέρ αυτών καμμία ιδιαίτερη εγγύηση πέραν της γενικά με το άρθρο 101 του τότε Συντάγματος παρεχομένης στους δημοσίους υπαλλήλους. Με την ισχύουσα ως άνω συνταγματική διάταξη για τη διασφάλιση της λειτουργικής ανεξαρτησίας των καθηγητών των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και για την προστασία του εν γένει δημοσίου συμφέροντος επεκτείνονται ήδη και εις αυτούς οι εγγυήσεις, που παρέχονται στους δικαστικούς λειτουργούς ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις παύσεώς των, προβλέπεται δε η απαγγελία της προσωρινής παύσεως μετά από απόφαση συμβουλίου αποτελούμενου κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς. Η διάταξη όμως αυτή του ισχύοντος Συντάγματος δεν περιέλαβε ρητώς, στη δέσμη των ως άνω εγγυήσεων που παρέσχε σ’ αυτούς και το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε εξάλλου, προκύπτει πρόθεσις του Συνταγματικού Νομοθέτου να εξομοιώσει από της απόψεως αυτής τους καθηγητές των ΑΕΙ προς μονίμους δημοσίους υπαλλήλους. Πράγματι οι τελευταίοι αυτοί τελούν υπό εντελώς διαφορετικό υπηρεσιακό καθεστώς, το οποίο χαρακτηρίζεται από ιεραρχική εξάρτηση που επέβαλε, κατά την κρίση του Συντακτικού νομοθέτη, τη θέσπιση των εγγυήσεων της κρίσεώς των ως προς τις κατά το ως άνω άρθρο 101 παρ. 4 μεταβολές από υπηρεσιακό συμβούλιο συγκροτούμενο, όπως η διάταξη αυτή προβλέπει, όπως επίσης και την δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά των αποφάσεων του συμβουλίου αυτού ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρίς όμως τις λοιπές παρεχόμενες στους καθηγητές των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων εγγυήσεις που διαμορφώθηκαν ανάλογα με τη φύση και τις συνθήκες του λειτουργήματός των. Συνεπώς οι καθηγητές αυτοί έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν κατά των αποφάσεων του ως άνω συμβουλίου μόνον το κατά άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος γενικό ένδικο μέσο της αιτήσεως ακυρώσεως. (βλ. και ΣτΕ 2222/2007).
4. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, οι αποφάσεις υπηρεσιακών ή πειθαρχικών συμβουλίων που επιβάλλουν την παύση ή τον υποβιβασμό διοικητικών δημοσίων υπαλλήλων με σύμβαση ιδιωτικού δικαίουστρατιωτικών υπαλλήλων και μετακλητών διοικητικών υπαλλήλων γεννούν ακυρωτικές διαφορές. Βλ. ΣτΕ 1191/2019:«1. Με την υπό εξέταση προσφυγή ζητείται η εξαφάνιση της … απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου για το Υπουργείο Υγείας, με την οποία επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, πρώην ιατρό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στη ΝΜΥ ΕΟΠΠΥ Θεσσαλονίκης, η ποινή της οριστικής παύσης, για τα πειθαρχικά παραπτώματα της κατ’ εξακολούθηση απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός υπηρεσίας. … 2. …, οι διαφορές που ανακύπτουν από την αμφισβήτηση αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων του ν. 4057/2012 (Α΄ 54) σχετικά με την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης στο προσωπικό που υπηρετεί στο Δημόσιο ή στα ν.π.δ.δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (βλ. άρθρο τέταρτο παρ. 1 του ν. 4057/2012) είναι διοικητικές. Περαιτέρω, η εκδίκαση των διαφορών αυτών ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268), εφόσον αφορούν στην εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού αυτού, ενόψει και του ότι κατά των αποφάσεων των ανωτέρω πειθαρχικών συμβουλίων δεν προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ουσίας ούτε από την διάταξη του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος ούτε από άλλη διάταξη νόμου (ΣτΕ 1021/2018, πρβλ. ΣτΕ 3098/2017 7μ. και πρβλ. ΣτΕ 2305, 1021/2018). Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, ο οποίος υποστήριξε ότι η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου και της πειθαρχικής διαδικασίας των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων στο προσωπικό του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δεν μετατρέπει τις εν λόγω διαφορές σε ακυρωτικές και επομένως δεν χωρεί αίτηση ακύρωσης κατά των ως άνω αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων. 3. … κατά της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης στον προσφεύγοντα, προβλέπεται η άσκηση του κατά το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος γενικού ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακύρωσης. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση αυτής είναι, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 702/1977, το Διοικητικό Εφετείο, εφόσον αφορά την κατάσταση προσωπικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), που συνδέεται με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, όπου ευρίσκεται η έδρα του πειθαρχικού συμβουλίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη…».
Συνεκδίκαση
5. Σε περίπτωση που με το ίδιο ένδικο βοήθημα προσβάλλεται τόσο πειθαρχική απόφαση περί επιβολής σε υπάλληλο της ποινής της οριστικής παύσης όσο και πράξη που έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα ως προς αυτή (όπως πράξη θέσης του υπαλλήλου σε αργία σε εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης) και η οποία προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης, το ΣτΕ, στην περίπτωση που αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης είναι το Διοικητικό Εφετείο, την διακρατεί και την συνεκδικάζει με την προσφυγή ουσίας κατά της πειθαρχικής απόφασης. Βλ. συναφώς ΣτΕ 219/2019: «2. Επειδή, καθ’ ερμηνεία του ενδίκου αυτού βοηθήματος, ζητείται η εξαφάνιση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του ασκούντος αυτό, υπαλλήλου ΥΕ του κλάδου φυλάκων – νυχτοφυλάκων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ν.π.δ.δ., σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 π.δ. 62/1986, Α΄ 21), η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για τα αναφερόμενα σ’ αυτήν πειθαρχικά παραπτώματα και η ακύρωση της διαπιστωτικής πράξης του Διευθυντή και Προέδρου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, με την οποία, εξ αφορμής της ανωτέρω πειθαρχικής απόφασης, τέθηκε από 19.4.2016 σε αυτοδίκαιη αργία. Κατά το μέρος που το κρινόμενο ένδικο βοήθημα στρέφεται κατά της ανωτέρω πειθαρχικής απόφασης αποτελεί υπαλληλική προσφυγή, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας (άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος). Αντίθετα, κατά το μέρος με το οποίο διώκεται η ακύρωση της πράξης με την οποία διαπιστώθηκε η θέση του προσφεύγοντος σε αυτοδίκαιη αργία, το ένδικο βοήθημα αποτελεί αίτηση ακυρώσεως υπαγομένη, κατ’ αρχήν, στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου (άρθρο 1 παρ. 1, περ. α΄ ν. 702/1977, Α΄268). Λόγω, όμως, του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της πράξης αυτής προς την προσβαλλόμενη πειθαρχική απόφαση, το ένδικο βοήθημα πρέπει να κρατηθεί και να εκδικασθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας και κατά το μέρος που αποτελεί αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (βλ. ΣτΕ 2654771/20173880/2015, 2654/2017).
6. Σε περίπτωση που προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ ασκεί ο ΓΕΔΔ κατά της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που αφορά δημόσιο υπάλληλο και παράλληλα ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου ασκηθεί προσφυγή από τον ίδιο υπάλληλο κατά της αυτής αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, επιβάλλεται σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, η υπόθεση να κριθεί από ένα και το αυτό Δικαστήριο. Τούτο υπαγορεύεται από το γεγονός ότι πρόκειται περί δίκης με το ίδιο αντικείμενο αφού προσβάλλεται η ίδια απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου που αφορά τον ίδιο υπάλληλο, η οποία, εξεδόθη με βάση την αυτή πειθαρχική αγωγή. Και ναι μεν κύριοι διάδικοι στην ενώπιον του ΣτΕ δίκη τυπικά είναι ο ασκήσας την προσφυγή ΓΕΔΔ και ο Υπουργός Εσωτερικών ενώ στην δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου διάδικοι είναι ο ασκήσας την προσφυγή υπάλληλος και ο καθ’ ου η προσφυγή Υπουργός Εσωτερικών, η ενιαία όμως κρίση της διαφοράς, προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων επιβάλλει το ενιαίο της δίκης και από πλευράς υποκειμένων. Έτσι, στην μια και ενιαία δίκη ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου κύριοι διάδικοι είναι τόσο ο Γενικός Επιθεωρητής και ο Υπουργός Εσωτερικών όσο και ο τιμωρηθείς υπάλληλος. Περαιτέρω, σύμφωνα και με την αρχή του φυσικού δικαστή (άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος) που επιβάλλει, τον καθορισμό του αρμοδίου εκάστοτε δικαστηρίου κατά γενικές και αφηρημένες κατηγορίες, ασυνδέτως προς τις δικαζόμενες υποθέσεις ή τα πρόσωπα των διαδίκων σε περίπτωση που μια υπόθεση οδηγείται σε διάσπαση, με παράλληλη εκδίκασή της από δύο διαφορετικά δικαστήρια, ένα ανώτερο και ένα κατώτερο τότε θα πρέπει η διαφορά να εκδικασθεί ενιαία από το ανώτερο δικαστήριο. Τούτο επιβάλλεται άλλωστε και από την εν ευρεία εννοία αρχή non bis in idem, υπό την έννοια ότι ο διωκόμενος υπάλληλος δεν επιτρέπεται να δικάζεται για το αυτό πειθαρχικό παράπτωμα παράλληλα από διαφορετικά δικαστήρια αλλά πρέπει να χωρήσει μία ενιαία δικαστική κρίση από το ανώτερο δικαστήριο. Επομένως, όταν ασκηθεί προσφυγή από τον τιμωρηθέντα υπάλληλο κατά της αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου καθώς και προσφυγή από τον ΓΕΔΔ κατά της αυτής αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου ενώπιον του ΣτΕ, αρμόδιο δικαστήριο κατά νόμο για να κρίνει την υπόθεση, στο σύνολό της, και ως προς τα δύο ένδικα βοηθήματα καθίσταται το ΣτΕ μη περιοριζόμενο ως προς την επιβλητέα πειθαρχική ποινή το δε Διοικητικό Εφετείο στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή του τιμωρηθέντος υπαλλήλου οφείλει να την παραπέμψει στο ΣτΕ μαζί με τον πειθαρχικό και ατομικό φάκελο του υπαλλήλου, στην περίπτωση που τα τελευταία στοιχεία έχουν περιέλθει σ’ αυτό από τη Διοίκηση (ΣτΕ 82/2011, 4652/2015).
Έννομο συμφέρον για την άσκηση υπαλληλικής προσφυγής
7. Για την άσκηση της υπαλληλικής προσφυγής νομιμοποιούνται α) οι μόνιμοι δημόσιοι διοικητικοί υπάλληλοι, δηλαδή όσοι έχουν μονιμοποιηθεί και κατέχουν οργανική θέση, καθώς και οι μόνιμοι υπάλληλοι των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι μόνιμοι υπάλληλοι της Βουλής, β) οι υπάλληλοι που κατέχουν οργανική θέση με θητεία (ΣτΕ 2283/1987), γ) οι δόκιμοι υπάλληλοι, για την προσβολή αποφάσεων του υπηρεσιακού συμβουλίου που τους απολύει κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής υπηρεσίας ή δεν τους  μονιμοποιεί κατά τη λήξη της. Δεν έχουν δικαίωμα άσκησης υπαλληλικής προσφυγής α) οι διοικητικοί υπάλληλοι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, β) οι στρατιωτικοί υπάλληλοι που δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις του άρθρου 103 Συντ και γ) οι κατά το άρθρο 103 παρ. 5 Συντ. μετακλητοί διοικητικοί υπάλληλοι. Στρατιωτικοί υπάλληλοι είναι όσοι ανήκουν στον στρατό ξηράς, το ναυτικό και την αεροπορία καθώς και στα στρατιωτικώς οργανωμένα σώματα της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος. Οι μόνιμοι διοικητικοί υπάλληλοι των στρατιωτικών υπηρεσιών υπάγονται στο άρθρο 103 Συντ. Αντίθετα, έχει κριθεί ότι το Πυροσβεστικό Σώμα αποτελεί διοικητική υπηρεσία και το προσωπικό αυτού και μετά τον Ν. 1481/1984 εξακολουθεί να αποτελείται από μόνιμους υπαλλήλους, οι οποίοι απολαύουν της κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος προστασίας. Τα ένδικα μέσα που οι υπάλληλοι αυτοί ασκούν κατά των αποφάσεων των ανακριτικών συμβουλίων του Πυροσβεστικού Σώματος, με τις οποίες τους επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της απόταξης, έχουν το χαρακτήρα προσφυγής ουσίας και εκδικάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 1260/2006, πρβλ. ΣτE 71/2005, 1186, 1425, 2354, 3451/2004).
Προθεσμία
8. Το άρθρο 41 παρ. 1 του ΠΔ 18/1989 προβλέπει ότι οι κατά το άρθρο 103 Συντ. προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε 60 ημέρες από την κοινοποίηση ή την αποδεδειγμένη  γνώση πλήρη γνώση από αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης. Eπισημαίνεται ότι πριν από την τροποποίηση που επέφερε το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 4446/2016, το άρθρο 41 παρ. 1 όριζε ότι : «Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης». Το Δικαστήριο δεχόταν ότι, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, στον υπάλληλο που τιμωρήθηκε πειθαρχικώς ή κρίθηκε μη μονιμοποιητέος, απαιτείται η κοινοποίηση αντιγράφου της πειθαρχικής ή της περί μη μονιμοποιήσεώς αποφάσεως, προκειμένου να αρχίσει η εξηκονθήμερη προθεσμία προς άσκηση της προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής. Λόγω δε της ανάγκης, ο πειθαρχικώς τιμωρηθείς ή μη μονιμοποιηθείς υπάλληλος να γνωρίζει με ασφάλεια το ακριβές περιεχόμενο της οικείας αποφάσεως, προκειμένου να στραφεί επιτυχώς κατ΄ αυτής με προσφυγή, η διάταξη αυτή επιβάλλει την κοινοποίηση πλήρους αντιγράφου και όχι μόνον μέρους (δηλ. του διατακτικού ή τμήματος του σκεπτικού) της αποφάσεως [βλ. ΣτΕ 1026/1998 καθώς και 4847/1997, 4024/1998 (Ολ.), 3668/1995 (7μ.), 1624/2000, 1340/2002]. Με την απόφαση ΣτΕ 555/2011 έγινε δεκτό ότι «η εν λόγω διάταξη … δεν αποκλείει, να θεωρηθεί ότι η προθεσμία προς άσκηση της προσφυγής αρχίζει όχι μόνο από την κοινοποίηση αλλά και από την εκ μέρους του υπαλλήλου πλήρη γνώση της αποφάσεως, όταν η γνώση αυτή συνάγεται με βεβαιότητα από τις κατά περίπτωση περιστάσεις, όπως, μεταξύ άλλων, από τυχόν ενέργειες του υπαλλήλου που μαρτυρούν πλήρη γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως, από την κατόπιν αιτήσεώς τούτου παραλαβή αυτής καθώς επίσης από την παραδοχή του είτε ότι έλαβε γνώση της ή ότι αυτή του επιδόθηκε. Η ερμηνεία αυτή της διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 συνάδει προς τον προεκτεθέντα σκοπό της θεσπίσεώς της, αφού δεν επιτρέπει την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως της κατ΄ άρθρον 41 παρ. 1 Π.Δ. 18/1989 προσφυγής πριν ο υπάλληλος λάβει πλήρη γνώση της αποφάσεως, ώστε να στραφεί επιτυχώς κατ΄ αυτής με προσφυγή. Εξ άλλου, η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη ταχείας περαιώσεως των πειθαρχικών υποθέσεων, οι οποίες, εκ του αντικειμένου τους, αφορούν είτε αυτή τούτη την παραμονή του υπαλλήλου στην Υπηρεσία είτε τη συνδρομή στο πρόσωπό του εκείνων των θεμελιωδών ποιοτικών γνωρισμάτων που αυτός οφείλει να διαθέτει, την έλλειψη των οποίων ο νομοθέτης ανάγει σε πειθαρχικά παραπτώματα και προβλέπει τον πειθαρχικό κολασμό τους. Περαιτέρω, η ανωτέρω ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 υπαγορεύεται και από την, επίσης επιτακτική, ανάγκη ομαλής λειτουργίας της Δικαιοσύνης, η οποία, προκειμένου να ανταποκριθεί λυσιτελώς στη συνταγματική της αποστολή (αρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος), επιβάλλεται να μην επιβαρύνεται με ένδικα βοηθήματα που ασκούνται με προφανώς παρελκυστικό σκοπό”.
9. Το άρθρο 237 παρ. 3 του Ν. 3852/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 133 του Ν. 4555/2018 προβλέπει ότι η προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών που διατάσσει την παύση περιφερειάρχη, αντιπεριφερειάρχη, δημάρχου, αντιδημάρχου, δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων, προέδρων κοινοτήτων και μελών συμβουλίων κοινότητας ασκείται εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίησή της στον παυθέντα.

Ενδικοφανής προσφυγή

10. Η θέσπιση από τις εφαρμοστέες διατάξεις της υποχρέωσης προηγούμενης άσκησης ένστασης, που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή, κατ’ απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου με την οποία επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ως προϋποθέσεως για την παραδεκτή άσκηση προσφυγής ενώπιον του ΣτΕ, δεν προσκρούει στο άρθρο 103 παρ. 4 εδ. τρίτο του Συντάγματος, διότι η συνταγματική αυτή διάταξη, για την εφαρμογή της οποίας προβλέπεται η έκδοση νόμου, δεν αποκλείει τη θέσπιση διαδικαστικών προϋποθέσεων για την άσκηση της προσφυγής, όπως είναι η εξάντληση της προβλεπόμενης από το νόμο ενδικοφανούς διαδικασίας. Εξάλλου, η δυνατότητα άσκησης της κατά τη συνταγματική αυτή διάταξη υπαλληλικής προσφυγής διευκολύνεται από τη διάταξη του άρθρου 141 παρ. 4 του Υπαλληλικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι στον υπάλληλο γνωστοποιούνται τα «ένδικα μέσα» (όπως η ένσταση ή η προσφυγή, κατά περίπτωση) που δικαιούται να ασκήσει κατά της πειθαρχικής αποφάσεως και η οποία είναι αντίστοιχη με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999, Α΄ 45), με την οποία ορίζεται ότι στη διοικητική πράξη αναφέρεται η τυχόν δυνατότητα άσκησης ειδικής διοικητικής ή ενδικοφανούς προσφυγής και γίνεται μνεία του αρμόδιου για την εξέτασή της οργάνου, της προθεσμίας, καθώς και των συνεπειών παράλειψης της άσκησής της, κατά την έννοια δε των διατάξεων αυτών το απαράδεκτο της προσφυγής λόγω μη ασκήσεως της προβλεπόμενης ενστάσεως δεν ισχύει αν η αρμόδια διοικητική αρχή παρέλειψε να ενημερώσει, κατά οποιονδήποτε τρόπο, τον υπάλληλο για την υποχρέωση άσκησης ενστάσεως και τους όρους άσκησής της (βλ. ΣτΕ Ολ. 2892/1993575/20052364/2006, 2318/2007, 2710/2010).

Εκ του νόμου αναστολή
11. Το άρθρο 42 του πδ 18/1989 ορίζει ότι όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής του άρθρου 103 του Συντ. καθώς και μέχρι να εκδικαστεί αυτή από το ΣτΕ αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης που έχει προσβληθεί, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων που ρυθμίζουν την κατάσταση του υπαλλήλου κατά τον παραπάνω χρόνο. Τέτοια ειδική διάταξη είναι αυτή του άρθρου 103 [αρ. 1 περ. δ΄ΥΚ, η οποία, στην περίπτωση οριστικής παύσης, προβλέπει την αυτοδίκαιη θέση του υπαλλήλου σε αργία. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει ότι η χορηγούμενη από τη διάταξη του άρθρου 42 του πδ 18/1989 δυνατότητα ασκήσεως ουσιαστικής προσφυγής ενώπιον του ΣτΕ κατά της αποφάσεως συλλογικού οργάνου με την οποία ορισμένος υπάλληλος κρίνεται ως απολυτέος από την υπηρεσία είτε για πειθαρχικούς λόγους είτε για λόγους ακαταλληλότητας, όπως είναι και η περίπτωση κρίσεως του ως μη μονιμοποιητέου, ενέχει και την υποχρέωση διατηρήσεως του υπαλλήλου στην υπηρεσία είτε μέχρι του χρόνου κατά τον οποίο παρέρχεται άκαρπη η από το νόμο τασσόμενη για την άσκηση της προσφυγής προθεσμία, είτε μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως από το ΣτΕ με την οποία γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται η διαληφθείσα ουσιαστική προσφυγή, εφόσον ασκηθεί εμπροθέσμως. Και ναι μεν ο κοινός νομοθέτης μπορεί να προβλέψει, για το εν λόγω χρονικό διάστημα, τη θέση του υπαλλήλου σε ειδική κατάσταση, συνεπαγόμενη χάριν του δημοσίου συμφέροντος την μη ενεργό άσκηση των καθηκόντων του, όπως είναι η θέση σε διαθεσιμότητα ή προσωρινή αργία, αναλόγως και της αιτίας ως εκ της οποίας κινήθηκε η διαδικασία απομακρύνσεως εκ της υπηρεσίας, δεν είναι όμως συνταγματικώς επιτρεπτό να εξισούται η θέση αυτή σε ειδική κατάσταση πλήρως κατά τα αποτελέσματά της τόσο από απόψεως υπηρεσιακής θέσεως, όσο και λήψεως αποδοχών, ή άλλων ωφελημάτων, προς την οριστική παύση, η οποία τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της παρόδου απράκτου της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ή της απορρίψεως της τελευταίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας (
ΣτΕ 910/2012).
΄Εκταση ελέγχου του Δικαστηρίου
Έρευνα κατά τον νόμο και την ουσία
12. Το Δικαστήριο, όταν εκδικάζει προσφυγή ουσίας, ερευνά την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία και προβαίνει σε αυτοτελή διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περισταστικών, καθώς και στην ορθή υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου (ΣτΕ 3227/2015, 3748/2014, 521/2010, 2650-1/2009). Αποφαίνεται μετά από νέα στάθμιση του αποδεικτικού υλικού και, αφού εκτιμήσει όλες τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε  το πειθαρχικό αδίκημα, προβαίνει σε ιδία κρίση τόσο ως προς τη διάπραξη αυτού, τη στοιχειοθέτηση δηλαδή της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασής του, όσο και ως προς την επιμέτρηση της προσήκουσας για τον κολασμό πειθαρχικής ποινής ανάλογα με την βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος και των λοιπών συντρεχουσών συνθηκών της υποθέσεως (βλ. ΣτΕ 3227/2015,  Ολ  94/2013, 2608/2011, 3755, 3387/2010, 424/2004).
13. Ειδικά στην περίπτωση που το Συμβούλιο της Επικρατείας επιλαμβάνεται της προσφυγής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να επιβάλει, το πρώτον αυτό, την ποινή της οριστικής παύσεως ή του υποβιβασμού, αφού εκτιμήσει εξυπαρχής τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος Γενικού Επιθεωρητή και τις απόψεις του διωκομένου υπαλλήλου. Η πρόβλεψη από το νόμο της δυνατότητας επιβολής μείζονος πειθαρχικής ποινής στον παρανομήσαντα δημόσιο υπάλληλο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε μια τέτοια περίπτωση, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και απαιτεί οι παρανομούντες υπάλληλοι να τιμωρούνται με την προσήκουσα, εκάστοτε, πειθαρχική ποινή, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, αλλά και συνάδει με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η πειθαρχική υπόθεση του υπαλλήλου έχει ήδη κριθεί από υπηρεσιακό – πειθαρχικό συμβούλιο αποτελούμενο κατά τα δύο τρίτα από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, στο δε Συμβούλιο της Επικρατείας δυνατότητα μόνο ανατίθεται για την επιβολή, κατά την κρίση του και των βαρύτερων πειθαρχικών ποινών του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης (ΣτΕ 2096/2019, 2192/2018, 3227/2015, 3438/2011, πρβλ. ΣτΕ 1506/1955230/1935). Στην περίπτωση, βεβαίως, που το ΣτΕ επιλαμβάνεται της προσφυγής υπαλλήλου, δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του.
14. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος εξετάζει την υπόθεση κατά τον νόμο και την ουσία, ήτοι προβαίνει στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο ως πειθαρχικών παραπτωμάτων και την υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, περαιτέρω δε εκφέρει δική του ουσιαστική κρίση σχετικά με την τέλεση των πειθαρχικών παραπτωμάτων, την σοβαρότητά τους ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκαν, καθώς και την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής κατ’ εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης και της εν γένει υπηρεσιακής εικόνας του διωκομένου, αλυσιτελώς προβάλλονται από τον προσφεύγοντα λόγοι περί έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασηςκακής εκτίμησης των στοιχείων του φακέλου και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 1926/20131189/20122166/2011).  Βλ. και ΣτΕ 1402/2018: το ΣτΕ, όταν δικάζει επί υπαλληλικής προσφυγής, εξετάζει την υπόθεση εξ υπαρχής κατά το νόμο και την ουσία, έχει δε την εξουσία να προβαίνει σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου, εκτός αν δεσμεύεται να δεχθεί την ύπαρξη πραγματικού γεγονότος όπως διαπιστώθηκε από αμετάκλητη ποινική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα (ΣτΕ 1848/2017 σκ. 11, 1650/2016 σκ. 7, 2593/2013 σκ. 4, 4311/2012 σκ. 3). Περαιτέρω, το ΣτΕ προβαίνει στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που αποδίδονται στον πειθαρχικώς διωκόμενο ως πειθαρχικών παραπτωμάτων και στην υπαγωγή τους στον προσήκοντα κανόνα δικαίου και εκφέρει ιδία ουσιαστική κρίση σχετικά με την τέλεση των πειθαρχικών παραπτωμάτων, τη σοβαρότητά τους ενόψει και των συνθηκών υπό τις οποίες ετελέσθησαν, καθώς και την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, κατ’ εκτίμηση όλων των στοιχείων του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης (ΣτΕ 1514/2017 σκ. 7, 136/2016 σκ. 7, 3473/2014 σκ. 5), αλλά και της εν γένει υπηρεσιακής εικόνας του υπαλλήλου καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του (ΣτΕ 226/2016 σκ. 9, 3227/2015 σκ. 11, 2166/2011 σκ. 9). Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέοι, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, οι λόγοι της προσφυγής ότι δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων στην προσφεύγουσα πειθαρχικών παραπτωμάτων και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου και επαρκούς αιτιολογίας, ενώ έχει εκδοθεί κατά κακή εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου, πλάνη περί τα πράγματα και παράβαση της αρχής της αναλογικότητας (
ΣτΕ 1307/2017 σκ. 5, 1649/2016 σκ. 7, 167/2015 σκ. 14, 415/2012 σκ. 8). ΣτΕ 153/2016: κατά το άρθρο 43 του π.δ. 18/1989, το ΣτΕ, όταν δικάζει υπαλληλική προσφυγή ουσίας (του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος) κρίνει εκ νέου την υπόθεση και κατά το νομικό και κατά το πραγματικό της μέρος. Επομένως, οι λόγοι της προσφυγής, με τους οποίους, ειδικότερα, προβάλλεται ότι με την προσβαλλομένη πειθαρχική απόφαση επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα αναιτιολόγητα υψηλή ποινή, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της επιείκειας, και ότι για την επιμέτρηση αυτής δεν ελήφθησαν υπόψη οι αμφιβολίες, ως προς την τέλεση των επιδίκων πειθαρχικών παραπτωμάτων, ούτε δε ελήφθησαν υπόψη ως ελαφρυντικά κριτήρια, η υποδειγματική υπηρεσιακή εικόνα του προσφεύγοντος, το λευκό πειθαρχικό μητρώο του και η συνέπειά του, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (ΣτΕ 2164/20142693597/20122552/2011).

Αρχή της αμεροληψίας

15. Το ΣτΕ έχει κρίνει ως βάσιμο λόγο προσφυγής περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων, η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου, υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτό το ίδιο πρόσωπο, που άσκησε την πειθαρχική δίωξη κατά πειθαρχικώς διωκόμενου, να συμμετέχει ακολούθως ως μέλος και στο πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο θα αποφασίσει τελικώς επί της ενοχής ή όχι αυτού (ΣτΕ 2318/2007). Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι, ανεξαρτήτως αν υφίσταται θετική διάταξη που να προβλέπει την εξαίρεση μέλους συλλογικού οργάνου για ειδικούς λόγους, η συμμετοχή του μέλους στη συνεδρίαση του οργάνου αυτού, παρά τη συνδρομή τέτοιων λόγων, είναι ελαττωματική και συνεπάγεται την ακυρότητα της διοικητικής πράξεως λόγω του τεκμηρίου επηρεασμού του που δημιουργείται, έστω και αν δεν αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή υπήρξε πραγματικά μεροληπτική (ΣτΕ 1940/20182251/201337582695/20103056664/20062231/2005). Σε περίπτωση δε που συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από το πειθαρχικό συμβούλιο χωρίς αίτηση του εγκαλούμενου, ο οποίος ενδέχεται να ευνοείται από την αποσιώπηση της συνδρομής τους. Επομένως, ο λόγος, με τον οποίον προβάλλεται ότι κωλύματα συμμετοχής στο πειθαρχικό συμβούλιο αναγόμενα σε έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας συγκεκριμένων μελών του δεν μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως, αλλά μόνον κατόπιν αιτήσεως του εγκαλούμενου υπαλλήλου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος (ΣτΕ 346/2020). Τέλος, έγινε δεκτό ότι, σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων, η οποία αποτυπώνεται ήδη στις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2690/99 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» και αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής του Κράτους Δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες απ’ αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, καθώς και την αρχή της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το πιο πάνω άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεν είναι ανεκτή η ανάθεση αρμοδιότητας για την κίνηση και τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας, καθώς και για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής στο ίδιο το διοικητικό όργανο κατά του οποίου στρέφεται η επίμαχη ενέργεια, συμπεριφορά ή πράξη. Τούτο διότι, τόσον η κίνηση και διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας, όσον και η σχετική με την ενοχή ή μη του πειθαρχικώς διωκομένου απόφαση πρέπει να προέρχεται από όργανα και πρόσωπα ως μέλη αυτών που παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσεως, πράγμα που αντικειμενικώς τίθεται σε αμφισβήτηση όταν το ίδιο διοικητικό όργανο ως έχον την πειθαρχική αρμοδιότητα, ή μέλη αυτού, κρίνουν, κατόπιν συλλογής και αξιολογήσεως των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ότι η ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά που τους αφορά συνιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση πειθαρχικό παράπτωμα διαπραχθέν εις βάρος τους, επιβάλλουν δε και τη σχετική ποινή. Σε περίπτωση δε που η επίμαχη ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά στρέφεται κατά διοικητικού οργάνου ως αρχής, η εμπλοκή αυτού στην επακολουθούσα πειθαρχική διαδικασία εμποδίζεται, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις και αρχές, και όταν το όργανο αυτό τελεί υπό διαφορετική σύνθεση μελών κατά το χρόνο που ενεργεί ως πειθαρχικό πλέον όργανο, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, τα πρόσωπα των μελών του διοικητικού οργάνου είναι αδιάφορα για τη διάγνωση υπάρξεως ή μη πειθαρχικού παραπτώματος διαπραχθέντος εις βάρος διοικητικής αρχής (ΣτΕ 554/2006).

Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας

16. Η έκδοση παραπεμπτηρίου εγγράφου συνιστά ουσιώδη τύπο της  πειθαρχικής διαδικασίας, η μη τήρηση του οποίου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. ΣτΕ 3192/2003: επί υπαλλήλων ν.π. δ.δ. τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια επιλαμβάνονται της πειθαρχικής δίωξης μόνον ύστερα από την έγερση πειθαρχικής αγωγής από το διοικητικό συμβούλιο και ότι δεν επιτρέπεται να προβούν σε πειθαρχικό κολασμό υπαλλήλου χωρίς την έκδοση και αποστολή σε αυτά του παραπεμπτηρίου εγγράφου ή για αδίκημα το οποίο δεν περιλαμβάνεται στο παραπεμπτήριο έγγραφο. Επομένως, αν κατά την πορεία της πειθαρχικής διαδικασίας προκύψουν στοιχεία για τη διάπραξη και άλλων πειθαρχικών αδικημάτων από τον διωκόμενο υπάλληλο, πέραν των αναφερομένων στο παραπεμπτήριο έγγραφο, είναι απαραίτητο και ως προς τα τελευταία αυτά αδικήματα, αν ο υπάλληλος τιμωρήθηκε τελικώς για αυτά, να έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία άσκησης πειθαρχικής δίωξης με την έκδοση συμπληρωματικού παραπεμπτηρίου εγγράφου από το αρμόδιο όργανο (πρβλ. ΣτΕ 1624/2000). Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι η ακριβής περιγραφή των πραγματικών περιστατικώναποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας που έχει ως σκοπό να παράσχει στον υπάλληλο τη δυνατότητα να αποκρούσει την κατηγορία που τον βαρύνει, η πλημμελής δε τήρηση του τύπου αυτού ή η παράλειψή του, συνεπάγεται την ακυρότητα όλης της εν συνεχεία πειθαρχικής διαδικασίας, εκτός αν ο πειθαρχικώς διωκόμενος υπάλληλος παραστεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και απολογηθεί χωρίς σχετική επιφύλαξη ή αν υποβάλει έγγραφη ανεπιφύλακτη απολογία στο συμβούλιο (ΣτΕ 3192/2003, 2714/1994,1337/1991). Τέλος,  η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 136 παρ. 1 και 163 παρ. 6 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007) νομότυπη και έγκαιρη ανακοίνωση στον εγκαλούμενο υπάλληλο της ημέρας και της ώρας κρίσεως της πειθαρχικής υποθέσεώς του από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον εγκαλούμενο η δυνατότητα να παραστεί ενώπιον αυτού, αποτελεί ουσιώδη τύπο της πειθαρχικής διαδικασίας, η παράλειψη του οποίου ή η μη νομότυπη τήρησή του επάγεται την ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας, εφόσον ο διωκόμενος δεν παρέστη ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου κατά την ημέρα της πειθαρχικής δίκης (βλ. ΣτΕ 2540/20014112/200517233999/20061439/2008, 416/2012, 148/2020, 1452/2020).

Εκτίμηση αποδείξεων

17. Η κρίση περί επάρκειας ή όχι των αποδεικτικών στοιχείων και κατ’ επέκταση της προηγηθείσας ανάκρισης, εάν δεν διατυπωθεί αμέσως ή εμμέσως από το ίδιο το πειθαρχικό συμβούλιο, δύναται να διατυπωθεί από το Δικαστήριο όταν δικάζει επί προσφυγής, οπότε έχει κατά το Σύνταγμα (άρθρο 103) και το νόμο (άρθρο 43 π.δ. 18/1989, Α΄ 8) την εξουσία να αξιολογήσει ελευθέρως και κατ’ ουσίαν τα πραγματικά στοιχεία της πειθαρχικής υπόθεσης (μαρτυρικές καταθέσεις, πόρισμα ανάκρισης και λοιπά εν γένει στοιχεία) δυνάμενο ακόμα να διατάξει και τη διενέργεια ανάκρισης ή συμπληρωματικής ανάκρισης. Η κατά τα εκτεθέντα δε εξουσία του Δικαστηρίου να κρίνει περί της επάρκειας της προηγηθείσας ανάκρισης είναι απλώς αρμοδιότητα ουσιαστικής αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, την οποία αξιολόγηση το Σύνταγμα και ο νόμος αναθέτουν σε αυτό και δεν συνιστά ανεπίτρεπτη κατά το Σύνταγμα (άρθρο 26) υποκατάσταση της Δικαιοσύνης στο έργο της Διοίκησης ούτε άσκηση διακριτικής εξουσίας (βλ. ΣτΕ 1186/2019, 1402/2018, 1439/2008, 647/2002, σκ. 6, πρβλ. ΣτΕ 3665/1995, 7μ., σκ. 5, 3733/1999, σκ. 7, 933/2004, σκ. 3).

Παραγραφή

18. Επί υπαλληλικής προσφυγής η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος ως λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τούτο διότι η παραγραφή είναι θεσμός δημοσίας τάξεως και το Συμβούλιο της Επικρατείας ως δικαστήριο ουσίας, όταν κρίνει πειθαρχική υπόθεση με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, μπορεί να διακριβώσει τη συμπλήρωση ή μη της παραγραφής από το πραγματικό της υποθέσεως χωρίς να απαιτείται η προβολή ισχυρισμού εκ μέρους του προσφεύγοντος (βλ. σχετ. ΣτΕ 2174/1999, πρβλ. κατ’ αντιδιαστολή επί ακυρωτικών διαφορών ΣτΕ 1675/2013, 4055/2013). Εξάλλου, στην ποινική δίκη η παραγραφή, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 111 του Ποινικού Κώδικα, αποτελεί, ομοίως, θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, που δικαιολογείται είτε διότι εξέλιπαν λόγω της παρόδου του χρόνου οι σκοποί της γενικής και ειδικής πρόληψης της ποινής, είτε για λόγους προστασίας του κατηγορουμένου από την εξασθένιση ή την εξαφάνιση των αποδείξεων και ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από τον ποινικό δικαστή κατά πάσα στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1126/1994) (ΣτΕ 2936, 2937/2019, 1451/2020).

Παρέμβαση

19. Σύμφωνα με το άρθρο 44 του πδ 18/1989, στη δίκη της προσφυγής δεν επιτρέπεται παρέμβαση, εκτός από την περίπτωση απόλυσης λόγω κατάργησης θέσεως οπότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 49 καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 51 για την τριτανακοπή.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο