Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Διοικητικές προσφυγές (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 09-05-2016)

Οι διοικητικές προσφυγές

Οι διοικητικές προσφυγές είναι αιτήσεις προς τη Διοίκηση με τις οποίες ζητείται η επανεξέταση δυσμενούς για τον διοικούμενο διοικητικής πράξης. Διακρίνονται στις άτυπες, των οποίων η άσκηση πηγάζει από το άρθρο 10 του Συντάγματος και ήδη θεμελιώνεται ρητώς στο άρθρο 24 ΚΔΔιαδ, και στις τυπικές που προβλέπονται και ρυθμίζονται από ειδική διάταξη νόμου (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ).

Α. Άτυπες προσφυγές

Εάν από τις σχετικές διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης της κατά το άρθρο 25 ΚΔΔιαδ ειδικής διοικητικής ή ενδικοφανούς προσφυγής, τότε μπορεί να ασκηθεί, χωρίς υποχρέωση τήρησης κάποιας προθεσμίας, αίτηση θεραπείας ή ιεραρχική προσφυγή.

1.Αίτηση θεραπείας

– Απευθύνεται στη διοικητική αρχή που εξέδωσε την πράξη

– Εχει ως αίτημα την ανάκληση ή την τροποποίηση της πράξης

2. Ιεραρχική προσφυγή

– Απευθύνεται στην αρχή που προΐσταται εκείνης που εξέδωσε την πράξη

– Έχει ως αίτημα την ακύρωση της πράξης

Κοινές προϋποθέσεις άσκησης αίτησης θεραπείας και ιεραρχικής προσφυγής

–          Φύση προσβαλλομένων πράξεων: ατομικές (όχι κανονιστικές) (ΣτΕ 501/2009, 1818/2007, 2696/2003). Δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση άτυπων προσφυγών κατά σιωπηρών πράξεων (αιτιολογική έκθεση ΚΔΔιαδ)

–          Έννομο συμφέρον: αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερομένου

–          Μη πρόβλεψη, από τις σχετικές διατάξεις, ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής (ΣτΕ εν συμβουλίω: 193/2010)

–          Προθεσμία : δεν προβλέπεται

–         Δεν εφαρμόζεται ο κανόνας της «άπαξ ασκήσεως»

Προθεσμία ελέγχου από τη Διοίκηση: 30 ημέρες από την κατάθεση, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων.

Συνέπειες

  1. Από την άσκηση:

α. Δικονομικές

– Εάν ασκηθεί εντός της προθεσμίας άσκησης του ενδίκου βοηθήματος κατά της προσβαλλόμενης πράξης επιφέρει τη διακοπή της προθεσμίας αυτής (για μία μόνο φορά) επί 30 ημέρες ή μέχρι την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απάντησης της Διοίκησης, εάν επέλθει νωρίτερα (άρθρο 46 παρ. 2 του πδ18/1989. Βλ. και ΣτΕ 2485/2013, 4525/2009, 457/2008, 3576/2005, 2863/2003).

– Μετά την παρέλευση των 30 ημερών, ξεκινά νέα προθεσμία (60 ημερών) για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος.

– Η μη παραδεκτή άσκηση της αίτησης θεραπείας δεν διακόπτει την προθεσμία άσκησης ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ 3259/2011).

– Τέλος, η άσκηση αίτησης θεραπείας κατά απόφασης που αποφαίνεται επί ενδικοφανούς προσφυγής δεν επιφέρει διακοπή της προθεσμίας άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ 2920/2002, 1960/1987, Ολ 1498/1979). Σε άλλες αποφάσεις απαντά και η διατύπωση ότι «δεν χωρεί αίτηση θεραπείας κατά αποφάσεως που απορρίπτει ενδικοφανή προσφυγή» (ΣτΕ 3919/2007, 2231/1994). Με την απόφαση ΣτΕ 1787/2010, το ΣτΕ έκρινε ότι “Σε περίπτωση ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής στρεφόμενης κατά ορισμένου προσώπου που αφορά σε ζήτημα που κρίνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων, το πρόσωπο αυτό που βλάπτεται από τυχόν αποδοχή της ενδικοφανούς προσφυγής μπορεί να υποβάλει αίτηση θεραπείας για επανεξέταση της υποθέσεως, κατά τις γενικές διατάξεις (βλ. ΣτΕ 7μ 1111/2005)”.

β. Ουσιαστικές

Επανεξέταση της υπόθεσης

– Επί αίτησης θεραπείας: ουσιαστικός έλεγχος

– Επί ιεραρχικής προσφυγής: έλεγχος νομιμότητας (ΣτΕ 2869/2012).

2. Από την αποδοχή

α. Επί αίτησης θεραπείας

Ανάκληση ή τροποποίηση της πράξης (εν όλω ή εν μέρει)

β. Επί ιεραρχικής προσφυγής

– Ακύρωση και αναπομπή της υπόθεσης για επανεξέταση στο αρμόδιο όργανο

– Αν από τις σχετικές διατάξεις επιτρέπεται η ιεραρχική υποκατάσταση, η προϊσταμένη αρχή δεν αναπέμπει, αλλά εξετάζει η ίδια την υπόθεση.

3. Από τη ρητή απόρριψη

α. Επί αίτησης θεραπείας

Εκτελεστή πράξη εάν εκδίδεται μετά από νέα έρευνα επί του πραγματικού της υπόθεσης (ΣτΕ 1793/2007, 907/2005, 4869/1988)

– εάν γίνεται επίκληση νέων και κρίσιμων για την υπόθεση πραγματικών στοιχείων (ΣτΕ 3949/2001, 1932/1990)

– έαν επαναλαμβάνεται η διαδικασία έκδοσης της πράξης (ΣτΕ 868/2001, 1/2000, 2830/1999)

– εάν μεταβάλλεται η αιτιολογία της πράξης (ΣτΕ 1303/2001, 252/1997, 1878/1996)

Μη εκτελεστή (βεβαιωτική) πράξη εάν εκδίδεται χωρίς νέα έρευνα της υπόθεσης ((ΣτΕ 5016/2012)

– εάν δεν κατατέθηκαν νέα πραγματικά στοιχεία ή τα νέα στοιχεία δεν ήσαν κρίσιμα (ΣτΕ 2366, 1470/2006, 2382, 663/2005, 2496/2001, 2/1991), ή τα επικληθέντα στοιχεία δεν ήσαν νέα, δηλαδή μεταγενέστερα της αρχικής πράξης (ΣτΕ 1190/2001, 554/1989)

– με την επίκληση αποκλειστικά νομικών ισχυρισμών (ΣτΕ 1175/2013, 3259/2011, 434/2007, 2683/2003), εκτός εάν γίνεται επίκληση νέου νομοθετικού καθεστώτος (ΣτΕ 2302/1989, 3895/1988). Βλ. απόφαση ΣτΕ 197/2020: “η πράξη που εκδίδεται επί αιτήσεως θεραπείας έχει εκτελεστό χαρακτήρα μόνον αν εκδοθεί κατόπιν νέας έρευνας επί του πραγματικού της υπόθεσης, και όχι επί νομικών ζητημάτων, οπότε έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα, δηλώνοντας εμμονή της Διοίκησης στην προσβληθείσα με την αίτηση θεραπείας απόφαση (βλ. σχετικώς ΣτΕ 1406/2019, 148, 537/2017, 2858-9/2016 7μ., 1097/2015, 3562/2013, 1113/2008, 2632/2006 κ.ά.). Με το δεύτερο προσβαλλόμενο πρακτικό απορρίφθηκε αίτηση θεραπείας του αιτούντος κατόπιν εξέτασης της υπόθεσης μόνο από νομική άποψη, χωρίς νέα έρευνα του πραγματικού. Συνεπώς, το τελευταίο αυτό πρακτικό στερείται εκτελεστού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατ’ αυτού, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη”.

β. Επί ιεραρχικής προσφυγής

Εκτελεστή πράξη εάν εκδίδεται μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης. Σύμπροσβάλλεται με την αρχική, η οποία δεν χάνει την εκτελεστότητά της, επειδή η ιεραρχική προσφυγή επάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας (ΣτΕ 2869/2012, 2814/2011, ΣτΕ 804/2011, 3711/2010, ΣτΕ Ολ 1321/1976).

Μη εκτελεστή (βεβαιωτική) πράξη εάν εκδίδεται χωρίς νέα έρευνα της υπόθεσης. Προσβάλλεται παραδεκτώς μόνον η αρχική πράξη.

4. Από τη σιωπηρή απόρριψη

Δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας (ΣτΕ 1979/2013, 1294/2011, 3207/2010, 4046/2008, 2819/2001).

 Β. Τυπικές προσφυγές

Προβλέπονται από νομοθετική διάταξη, η οποία ρυθμίζει τα τυπικά στοιχεία της ασκήσεως τους και ασκούνται κατά εκτελεστών διοικητικών πράξεων αναλόγως των προβλέψεων του νόμου. Έτσι μπορεί να ασκηθούν τυπικές προσφυγές τόσο κατά κανονιστικής πράξης (άρθρο 15 του ΠΔ 118/2007, άρθρο 4 του Ν. 3886/2010) όσο και κατά παραλείψεων (άρθρο 76 του Ν. 3669/2008, άρθρο 227 του Ν. 3852/2010, ΣτΕ 1316/2001, 1551/2006).

 1. Ειδική προσφυγή

 α. Εννοιολογικά στοιχεία

– Προβλέπεται από ειδικές διατάξεις

– Ασκείται κατά εκτελεστών πράξεων (ΣτΕ 235/1993)

– Κατ’αρχήν, η νομολογία δέχεται ότι δεν ασκείται κατά σιωπηρών πράξεων (ΣτΕ 2517/2005). Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 227 παρ. 1 β΄ του Ν. 3852/2010, προσφυγή νομιμότητας ενώπιον του Ελεγκτή Νομιμότητας επιτρέπεται και κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των συλλογικών ή μονομελών οργάνων των δήμων, των περιφερειών, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών και των συνδέσμων εντός δεκαημέρου από την άπρακτη παρέλευση της ειδικής προθεσμίας που, τυχόν, τάσσει ο νόμος για την έκδοση της οικείας πράξης, διαφορετικά μετά την παρέλευση τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου.

– Aσκείται ενώπιον του προβλεπόμενου από τις σχετικές διατάξεις διοικητικού οργάνου

– Μέσα στην οριζόμενη από τις ίδιες προθεσμία

– Επάγεται έλεγχο νομιμότητας (ΣτΕ 1687/1998, 3704/1994, 2884/1982)

 β.Το νομικό καθεστώς

– Δεν αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ 2097/2000), με εξαίρεση την ειδική προσφυγή του άρθρου 227 του Ν. 3852/2010, η οποία αφορά την εποπτεία πράξεων των ΟΤΑ (βλ. σχετικό διάγραμμα. Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση θα είναι εφαρμοστέα όταν συσταθεί η ειδική Υπηρεσία Ελέγχου Νομιμότητας βλ. τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 238 παρ. 4 του Ν. 3852/2010).

– Προβλέπεται υποχρέωση ενημέρωσης εκ μέρους της διοικητικής αρχής για τη δυνατότητα άσκησής της (άρθρο 16 παρ. 1 ΚΔΔιαδ. Βλ. όμως ΣτΕ 2644/2011: καμμία διάταξη νόμου δεν επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να ενημερώνει τους διοικουμένους για τη δυνατότητα που έχουν να’ ασκήσουν κατά των νομαρχιακών πράξεων την διοικητική προσφυγή του άρθρου 18 παρ. 12 ν. 2218/1994 [άρθρου 69 κωδ. πδ 30/1996) ενώπιον του Γ.Γ. Περιφέρειας, καθόσον η άσκησή της συνιστά ευχέρεια του ενδιαφερομένου και όχι απαραίτητη, κατά νόμον, τήρηση προδικασίας για την παροχή δικαστικής προστασίας, όπως συμβαίνει με τις ενδικοφανείς προσφυγές).

– Σε περίπτωση αναρμοδίως ασκηθείσας ειδικής διοικητικής προσφυγής υφίσταται υποχρέωση παραπομπής της στο αρμόδιο όργανο εντός 5 ημερών (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ).

– Η άσκησή της διακόπτει την προθεσμία άσκησης της αίτησης ακύρωσης (ΣτΕ 1669/2012).

– Όσον αφορά την έναρξη της προθεσμίας αίτησης ακύρωσης, με την απόφαση ΣτΕ 3763/2014 έγιναν δεκτά τα εξής: Η προβλεπόμενη από τις …. διατάξεις ειδική προσφυγή νομιμότητας κατά των πράξεων του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας ενώπιον του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού διακόπτει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 2 του πδ/τος 18/1989 (Α΄ 8), την προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της υποκείμενης στην προσφυγή πράξεως του Γενικού Γραμματέα. Η προθεσμία αυτή, επί προσφυγής ασκούμενης δια καταθέσεως στο Υπουργείο, αρχίζει εκ νέου μετά την πάροδο της εξηκονθήμερης προθεσμίας που τάσσεται στον Υπουργό να αποφανθεί, εκτός αν εκδοθεί και κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο η απορριπτική απόφαση του Υπουργού επί της προσφυγής ή εάν ο ενδιαφερόμενος λάβει γνώση της απορριπτικής αποφάσεως του Υπουργού πριν την πάροδο της προθεσμίας αυτής. Σε περίπτωση σιωπής του Υπουργού ή κοινοποιήσεως στον ενδιαφερόμενο ή γνώσεως εκ μέρους του της απορριπτικής της προσφυγής του αποφάσεως του Υπουργού σε χρόνο μεταγενέστερο της εξηκονθήμερης προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της σιωπηρής απορρίψεως της προσφυγής ή της απορριπτικής αυτής υπουργικής αποφάσεως καθώς και κατά της αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα, αρχίζει από την επομένη της συμπληρώσεως της ανωτέρω εξηκονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 8 του ν. 3200/1955 (ΣΕ 49273987/201326671892287/20122953/20072114840/20072192/2005930/2004 κ.ά). Ο κατ’ αυτό τον τρόπο υπολογισμός της προθεσμίας ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως και, ειδικότερα, η έναρξη της προθεσμίας αυτής όχι από την τυχόν μεταγενέστερη του εξηκονθημέρου κοινοποίηση στον προσφεύγοντα της απορριπτικής επί της προσφυγής του αποφάσεως, εάν και όταν αυτή γίνει, αλλ’ από την πάροδο του εξηκονθημέρου αυτού χωρίς να έχει κοινοποιηθεί η, τυχόν εκδοθείσα εντός του εξηκονθημέρου, απόφαση, αποβλέπει στην ύπαρξη σταθερών και ευχερώς μετρήσιμων χρονικών σημείων υπολογισμού της προθεσμίας, μη συναρτωμένων με αβέβαια περιστατικά, και τούτο για την διευκόλυνση της παροχής εννόμου προστασίας. Συνεπώς, ο τρόπος αυτός υπολογισμού δεν παραβιάζει διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος και, ειδικότερα, τα άρθρα 10 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), δεδομένου ότι δεν καθιστά ιδιαιτέρως δυσχερή για τον αιτούντα την εμπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, εφ’ όσον η έναρξη της προθεσμίας συνδέεται με δικές του επιλογές και ενέργειες, δηλαδή την άσκηση της διοικητικής προσφυγής και την κατάθεσή της απ’ ευθείας στο Υπουργείο, η δε εκ μέρους του τήρηση της προθεσμίας είναι ευχερής εφ’ όσον αυτή απόκειται αποκλειστικώς στον ίδιο, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει τις κατά νόμο συνέπειες των διαδικαστικών ενεργειών του. Εξ άλλου, ειδικώς ως προς την προσβολή της υπουργικής αποφάσεως, θα έβαινε πέραν των ορίων του συστήματος διοικητικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων η δυνατότητα να υπόκειται σε αυτοτελή δικαστικό έλεγχο πράξη η οποία περιορίζεται σε άσκηση ελέγχου νομιμότητας επί διοικητικής πράξεως, της οποίας, όμως, δεν είναι, πλέον, δυνατός, λόγω εκπροθέσμου, ο δικαστικός έλεγχος και η οποία, ως εκ τούτου, θα παρέμενε, ούτως ή άλλως, ισχυρή (ΣτΕ 2114/ 20072192/2005 κ.ά.).

– Ισχύει ο κανόνας της «άπαξ ασκήσεως» (ΣτΕ 3259/1998).

– Η ειδική προσφυγή θεωρείται απορριφθείσα αν παρέλθει η ειδικώς προβλεπόμενη προθεσμία, άλλως το 30ήμερο (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ).

– Η προθεσμία είναι ανατρεπτική-αποκλειστική (ΣτΕ 1602/2008).

– Η απόφαση που εκδίδεται μετά την παρέλευση της οριζόμενης προθεσμίας είναι ακυρωτέα ως αναρμοδίως κατά χρόνον εκδοθείσα (ΣτΕ 174/2002).

Ειδικότερα, η πάγια νομολογία σχετικά με την ειδική διοικητική προσφυγή του άρθρου 8 του Ν. 3200/1955 δέχεται ότι μετά την πάροδο της δίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας, ο αρμόδιος Υπουργός ενώπιον του οποίου ασκείται διοικητική προσφυγή κατά πράξης του Νομάρχη, δεν μπορεί να ανακαλέσει την πράξη του με την οποία απάντησε επί της προσφυγής. Ειδικότερα, γίνεται δεκτό ότι «όπως παγίως έχει κριθεί, η κατ’ άρθρο 8 του Ν. 3200/1955 εξηκονθήμερη προθεσμία, εντός της οποίας Υπουργός πρέπει ν’ αποφανθεί επί εμπροθέσμως ασκηθείσης προσφυγής κατά νομαρχιακής αποφάσεως, είναι ανατρεπτική, υπό την έννοια ότι, μετά την πάροδο αυτής, η μεν προσφυγή θεωρείται απορριφθείσα, ο δε Υπουργός καθίσταται αναρμόδιος κατά χρόνο να εκδώσει απόφαση, είτε απορριπτική της προσφυγής είτε ακυρωτική της νομαρχιακής αποφάσεως. Επίσης, κωλύεται να τροποποιήσει ή ανακαλέσει απόφασή του εκδοθείσα επί προσφυγής μέσα στα όρια της προθεσμίας αυτής. …. Τα ανωτέρω ισχύουν και επί προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών κατά πράξεων του πρώην μετακλητού Νομάρχη, και ήδη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, η οποία ασκείται κατά το άρθρο 8 του Ν. 3200/1955 στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 181 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Π.Δ. 410/1995)». Βλ. συναφώς ΣτΕ 2893/2001, 390/1997294/19924083/19883709/1989513/1987160/1983).

– Η αρχική πράξη δεν ενσωματώνεται στην απόφαση επί της προσφυγής, δεδομένου ότι η προσφυγή επάγεται μόνον έλεγχο νομιμότητας, οπότε η αρχική πράξη δεν χάνει την εκτελεστότητά της (ΣτΕ 3678/2007. Έτσι και ΣτΕ 1323/2011, 3408, 428/2008).

– Δεν επιτρέπεται η reformatio in pejus.

– Δεν απαιτείται ταυτότητα αιτιάσεων προσφυγής-αίτησης ακύρωσης (ΣτΕ 3526/2001).

2. Ενδικοφανής προσφυγή

α. Εννοιολογικά στοιχεία

– Προβλέπεται από ειδικές διατάξεις

– Ασκείται κατά εκτελεστών πράξεων (ΣτΕ 3502/2011, 835/2010, 3693/2008, 3785/2006,577/2004)

– Ασκείται κατά σιωπηρών απορρίψεων στις διπλές ενδικοφανείς διαδικασίες υπό την προϋπόθεση της ενημέρωσης: “ειδικώς εν όψει του ότι, κατά νόμον, εις την υπό του άρθρ. 12 του Ν. 1418/1984 διαγραφομένην διοικητικήν διαδικασίαν δεν υπόκειται μόνον η ρητή πράξις, δια της οποίας απορρίπτεται, εν λόγω ή μέρει, διοικητικόν μέσον ασκηθέν υπό του αναδόχου, αλλά, κατά ρητήν πρόβλεψιν της διατάξεως ταύτης, και η σιωπηρά απόρριψις, η οποία συντελείται δια μόνης της παρόδου απράκτου της αποκλειστικής προθεσμίας, εντός της οποίας το αρμόδιον διοικητικόν όργανον οφείλει να αποφανθή επί της υπό του αναδόχου υποβληθείσης ενδικοφανούς προσφυγής η κατά τα ανωτέρω εκ μέρους της Διοικήσεως ενημέρωσις του ενδιαφερομένου, προκειμένου περί πράξεως της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, η οποία υπόκειται εις ένστασιν και, εν συνεχεία εις αίτησιν θεραπείας, χωρεί δια της πράξεως της Διευθυνούσης Υπηρεσίας, από της εκδόσεως της οποίας συντρέχει υποχρέωσις της Διοικήσεως προς γνωστοποίησιν προς τον ανάδοχον ότι η πράξις αυτή υπόκειται εις ένστασιν, η ρητή ή σιωπηρά απόρριψις της οποίας υπόκειται, ακολούθως, εις αίτησιν θεραπείας, το διοικητικόν όργανον, ενώπιον του οποίου ασκείται τόσον η ένστασις, όσον και η αίτησις θεραπείας, ως και την υπό του νόμου τασσομένην αποκλειστικήν προθεσμίαν προς άσκησιν εκατέρου των ενδικοφανών τούτων προσφυγών” (ΣτΕ 1269/2004, 3324/98, 837/99, 1636/99).

– Ασκείται ενώπιον του προβλεπόμενου από τις οικείες διατάξεις διοικητικού οργάνου (ΣτΕ 3388/2009).

– Μέσα στην οριζόμενη από τις ίδιες προθεσμία (ΣτΕ 287/1993). Την νομολογία απασχόλησε ειδικά το ζήτημα της έναρξης της προθεσμίας άσκησης προσφυγής στο πλαίσιο της ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον των Επιτροπών Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων (ΣτΕ 4064/2012, 2829/2012, 4304/2010). Το γεγονός που κινεί την προθεσμία άσκησης αντιρρήσεων κατά πράξης χαρακτηρισμού αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης τρίτου είναι, για τον επικαλούμενο ιδιοκτησιακά δικαιώματα στη χαρακτηρισθείσα έκταση, η κοινοποίηση της πράξης σ’αυτόν ή η εκ μέρους του πλήρης γνώση του περιεχομένου της και όχι η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας της πράξης χαρακτηρισμού.

– Επάγεται έλεγχο νομιμότητας και ουσίας (ΣτΕ 4571/1987, 3834/1999)

Αν απουσιάζει οποιοδήποτε από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, η προβλεπόμενη προσφυγή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ενδικοφανής (ΣτΕ 5021/2012).

β. Το νομικό καθεστώς

– Η ενδικοφανής προσφυγή αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος (άρθρα 45 παρ. 2 ΠΔ 18/1989 και 63 ΚΔΔ, ΣτΕ 1641/1998). Επομένως, ως περιορισμός του δικαιώματος άσκησης ενδίκου βοηθήματος θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά (ΣτΕ 4543/2012). Βλ., πάντως, την απόφαση ΣτΕ 1450/2017, η οποία έκρινε τα εξής: “από τις … ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας του ΟΓΑ (άρθρα 27, 28 και 33 του Π.Δ. 78/1998) συνάγεται ότι η άσκηση προσφυγής εκ μέρους του ασφαλισμένου κατά γνωματεύσεως πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής οργανώνεται διαδικαστικά ως ενδικοφανής προσφυγή, εφόσον θεσπίζεται ρητώς από το νόμο, ο οποίος ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί και το αρμόδιο όργανο ενώπιον του οποίου ασκείται, επιτρέπει δε τη διάγνωση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή (πρβ. ΣτΕ 2182/2015, 7μ.). Η τήρηση της ενδικοφανούς αυτής διαδικασίας, πάντως, δηλαδή η άσκηση προσφυγής κατά της γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής ενώπιον της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία είναι δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 33 του π.δ/τος 78/1998, εφόσον ο αιτών τη σύνταξη αναπηρίας κρίνεται ανίκανος για εργασία σε ποσοστό άνω του 40%, δεν ορίζεται κατά τις ισχύουσες εν προκειμένω διατάξεις ως υποχρεωτική (πρβλ. ΣτΕ 1378/1998). Σε περίπτωση δε μη ασκήσεως της προσφυγής αυτής κατά της γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, το αποφασίζον όργανο, μετά την οριστικοποίηση της αποφάσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, νομίμως εκδίδει την απόφαση επί του αιτήματος του ασφαλισμένου στηριζόμενο στην ως άνω γνωμάτευση. Συνεπώς, η παράλειψη της ασκήσεως της ανωτέρω προσφυγής ενώπιον της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής κατά της αποφάσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής δεν καθιστά απαράδεκτη την αμφισβήτηση το πρώτον ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων του προσδιοριζόμενου από την πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή ποσοστού ασφαλιστικής αναπηρίας”. Εν προκειμένω, θα πρέπει να τονιστεί η ιδιομορφία της προσφυγής του άρθρου 33 του πδ 78/1998: ο νομοθέτης καταστρώνει μία ενδικοφανή διαδικασία γύρω από μία μη εκτελεστή διοικητική πράξη. Θα μπορούσε, ίσως, να υποστηριχθεί ότι εσφαλμένος είναι ο χαρακτηρισμός της προσφυγής ως ενδικοφανούς (αφού στρέφεται κατά μη εκτελεστής πράξης) και όχι η μη υποχρεωτικότητα της άσκησής της. Στην ουσία, μεταξύ πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας επιτροπής μεσολαβεί ένα στάδιο ακρόασης και όχι μία ενδικοφανής διαδικασία. Κατά συνέπεια, η μη ανταπόκριση του ενδιαφερομένου στην ακρόαση -που είναι γι’ αυτόν δικαίωμα και όχι υποχρέωση (σε αντίθεση με την ενδικοφανή προσφυγή όπου κυριαρχεί ο χαρακτήρας της ως υποχρέωσης και δη δικονομικής)- δεν μπορεί να οδηγήσει στην άρνηση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

– Σε περίπτωση αναρμοδίως ασκηθείσας διοικητικής προσφυγής υφίσταται υποχρέωση παραπομπής της στο αρμόδιο όργανο εντός 5 ημερών (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ).

– Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ΚΔΔιαδ στη διοικητική πράξη θα πρέπει να περιλαμβάνεται ενημέρωση για το αρμόδιο για την εξέτασή της όργανο, την προθεσμία, καθώς και τις συνέπειες παράλειψης της άσκησής της. Παράλειψη ενημέρωσης για τα παραπάνω στοιχεία δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της πράξης (άρθρο 16 παρ. 1 ΚΔΔιαδ), αλλά τη θεραπεία του απαραδέκτου του απευθείας ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ Ολ 2892/1993, ΣτΕ 2090/1999, 1992/2003, 1269/2004, 2756/2008, 3237, 3614/2009, 1592/2012).

– Κατ’ εξαίρεση, κρίθηκε προσφάτως ότι δεν απαιτείται ενημέρωση σε υποθέσεις συμβάσεων και, επομένως, δεν θεραπεύεται το απαράδεκτο του απευθείας ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, δεδομένου ότι οι διατάξεις που προβλέπουν την ενδικοφανή προσφυγή, αφενός, χαρακτηρίζονται ως δικονομικές και, αφετέρου, απευθύνονται σε μικρό κύκλο αποδεκτών που οφείλουν να τις γνωρίζουν ενόψει της ιδιαιτερότητας του αντικειμένου (ΣτΕ Ολ 876/2013).

– Η ενημέρωση, όπου απαιτείται, γίνεται με την ίδια την πράξη ή με αυτοτελές έγγραφο, με το οποίο γνωστοποιείται η δυνατότητα αυτή, το οποίο αρκεί να είναι διατυπωμένο με σαφήνεια στην ελληνική γλώσσα, διατηρουμένου βεβαίως ακεραίου του δικαιώματος του αλλοδαπού σε περίπτωση μη κατανόησης του επιδιδομένου σε αυτόν εγγράφου ή του σχετικού αποδεικτικού επίδοσής του να αρνηθεί την παραλαβή του επικαλούμενος άγνοια της ελληνικής γλώσσας, την οποία και οφείλει να αποδείξει (ΣτΕ 1592/2012).

– Η άσκησή της διακόπτει την προθεσμία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (ΣτΕ 3228/2012).

– Η αρχική πράξη ενσωματώνεται στην απόφαση που εκδίδεται επί της προσφυγής (ΣτΕ 3366/2011, 1365, 1402, 2712/2010).

– Η ενδικοφανής προσφυγή θεωρείται ότι απορρίφθηκε μετά την παρέλευση της οριζόμενης προθεσμίας απόφανσης, άλλως με την παρέλευση τριμήνου (άρθρο 25 ΚΔΔιαδ). Bλ. όμως και ΣτΕ 1787/2010, με την οποία κρίθηκαν τα εξής: “οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 2643/1998 δεν καθορίζουν μεν προθεσμία, μέσα στην οποία οφείλει να αποφανθεί επί της ενδικοφανούς προσφυγής η Δευτεροβάθμια Επιτροπή και, ως εκ τούτου, εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 του ΚΔΔιαδ, κατά την οποία, σε περίπτωση ενδικοφανούς προσφυγής και εφόσον οι ειδικότερες διατάξεις δεν θέτουν συγκεκριμένη προθεσμία, το αρμόδιο όργανο οφείλει να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα την απόφασή του το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες, όμως δεν αποκλείεται η έκδοση αποφάσεως και μετά την πάροδο του τριμήνου αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι το χρονικό διάστημα που παρήλθε για την έκδοση αποφάσεως δεν μπορεί, πάντως, να υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο (πρβλ. ΣτΕ 4190/1976, 3366/1990, 1216/1992, 155, 1723, 2815, 4695/1996, 807, 1775, 2771/1997, 2492/2000, 3456/2002, 247, 477/2004). Εν προκειμένω δε, η πάροδος χρόνου δύο περίπου ετών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής της ……… κατά της αποφάσεως της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 9 του Ν. 2643/1998 μέχρι την έκδοση αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του νόμου αυτού δεν υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, εν όψει του μεγάλου αριθμού των εκκρεμουσών υποθέσεων στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή, η αρμοδιότητα της οποίας εκτείνεται σε όλη τη χώρα (βλ. ΣτΕ 4190/1976, 2815/1996, 477/2004).”

– Η απόφαση που εκδίδεται μετά την παρέλευση της οριζόμενης προθεσμίας ή του τριμήνου, αλλά μέχρι τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης θεωρείται συμπροσβαλλόμενη, ανεξαρτήτως του αν το ένδικο βοήθημα έχει ασκηθεί εμπροθέσμως κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης (άρθρα 63 και 45 παρ. 2 ΠΔ 18/1989 και ΣτΕ 3492/2011). Μετά τη συζήτηση, θεωρείται αναρμοδίως εκδοθείσα (ΣτΕ 1382/2006).

– Ισχύει ο κανόνας της «άπαξ ασκήσεως» (ΣτΕ 134/2009).

– Υφίσταται δυνατότητα επανόδου του οργάνου επί της προσφυγής (ΣτΕ 1654/1998).

– Δεν επιτρέπεται η reformatio in pejus (ΣτΕ Ολ 927/1940, 19/62, 1067/1979, 4202/1986, 3424/2006, ΣτΕ ΕΑ 68/2009). Προσφάτως, η ΣτΕ 236/2016: Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου, όταν δευτεροβάθμιο όργανο κρίνει επί ενδικοφανούς προσφυγής του διοικουμένου, δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση του, εκτός εάν υπάρχει ρητή αντίθετη ρύθμιση. Όταν η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή κρίνει επί προσφυγής ασφαλισμένου του αναιρεσείοντος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά αποφάσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία (προσφυγή) οργανώνεται διαδικαστικά ως ενδικοφανής προσφυγή δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση αυτού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρητή αντίθετη ρύθμιση στη νομοθεσία του ως άνω Ιδρύματος, ούτε προκύπτει από τη νομοθεσία αυτή η δυνατότητα της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής να καταστήσει χειρότερη τη θέση του προσφεύγοντος ασφαλισμένου, ενόψει, άλλωστε, και του ότι, προβλέπεται πάντως η δυνατότητα του ασφαλιστικού αυτού οργανισμού (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) να ασκήσει προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου. (αντίθ. μειοψ.)

– Σε ειδικά προβλεπόμενες περιπτώσεις απαιτείται ταυτότητα αιτιάσεων ενδικοφανούς προσφυγής και ενδίκου βοηθήματος:

— Άρθρο 5 του Ν. 3886/2010 για την προδικαστική προσφυγή και την ασκούμενη στη συνέχεια αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (ΣτΕ ΕΑ 1001/2010)

— Σύμφωνα με τη νομοθεσία περί αλλοδαπών, λόγοι που δεν περιλαμβάνονται στην ενδικοφανή προσφυγή δεν μπορούν να προβληθούν το πρώτον με το ένδικο βοήθημα, εκτός εάν είναι οψιγενείς ή δεν υπήρξε η κατάλληλη ενημέρωση για τις συνέπειες της μη προβολής των λόγων με την ενδικοφανή προσφυγή (ΣτΕ 3114/2010, 1394/2009).

— Στις διαφορές από την εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων (ΣτΕ 2188/2009).

— Βλ. απόφαση ΣτΕ 98/2015: Η καθιέρωση από τη νομοθεσία ορισμένης διοικητικής προσφυγής ως ενδικοφανούς, δηλαδή, ως προϋποθέσεως παραδεκτής ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως, όπως συμβαίνει με την έκθεση αυτοψίας και υπολογισμού προστίμων ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων (ΣτΕ 388/2014, 4798/2013 κ.ά.), αποσκοπεί προδήλως, κατά το νόμο, στην παροχή της δυνατότητας στο ειδικώς κατεστημένο για την εξέτασή της όργανο να αποφανθεί ως προς τη νομιμότητα, αλλά και το ουσιαστικό περιεχόμενο της υποκείμενης σε αυτήν πράξης, ώστε να αποφεύγεται η άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων επί υποθέσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν επιλυθεί εντός των κόλπων της Διοικήσεως. Η επίτευξη αυτού του νομοθετικού σκοπού δεν θα ήταν δυνατή αν ο διοικούμενος είχε τη δυνατότητα να αμφισβητεί τη νομιμότητα της υποκείμενης σε ενδικοφανή προσφυγή πράξης, στο σύνολό της ή ως προς ορισμένα της κεφάλαια, για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου, όπου, άλλωστε, δεν προσβάλλεται η υποκείμενη στην ενδικοφανή πράξη, αλλά η εκδιδόμενη επ’ αυτής.

Κατά τον καθηγητή Π. Λαζαράτο, από το γράμμα και το πνεύμα των βασικών διατάξεων περί ενδικοφανούς προσφυγής προκύπτει ότι δεν μπορούν να περιέχονται στο ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής ουσίας λόγοι ακύρωσης που δεν προβλήθηκαν με την ενδικοφανή προσφυγή, με ορισμένες, αυτονόητες εξαιρέσεις, όπως οι λόγοι που υποχρεούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ο δικαστής, ή νέοι λόγοι που προκύπτουν από την αιτιολογία της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής (Π. Λαζαράτος, Υποχρέωση ενημερώσεως ως προς την έκταση των προβαλλομένων με ενδικοφανή προσφυγή λόγων και δικαίωμα ακροάσεως επί ενδικοφανούς προσφυγής. Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 98/2015, ΘΠΔΔ 1/2016, σ. 64). Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει δεκτό για την αντίθεση στο δίκαιο της Ένωσης που ο διάδικος μπορεί να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου, έστω και αν δεν την προέβαλε με την ενδικοφανή προσφυγή του.

Σημειώνεται εδώ ότι και ο κοινοτικός δικαστής ήδη από τη δεκαετία του 1970, συνήγαγε ερμηνευτικά από τις διατάξεις των άρθρων 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης τον κανόνα της ταυτότητας του αντικειμένου μεταξύ της διοικητικής ένστασης (ενδικοφανούς προσφυγής) και της δικαστικής προσφυγής. Οι σχετικές αποφάσεις αναφέρονταν, αρχικώς, σε ταυτότητα αντικειμένου, λόγων ακύρωσης και αιτιάσεων μεταξύ διοικητικής ένστασης και ενδίκου βοηθήματος. Η παράβαση του κανόνα της ταυτότητας είχε ως συνέπεια την απόρριψη της ένδικης προσφυγής ή του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης που δεν προβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση ως απαράδεκτων, προκειμένου η υπόθεση να φθάσει εκκαθαρισμένη ενώπιον του δικαστή. Η νομολογιακή αυτή προσέγγιση ήταν υπέρμετρα αυστηρή, διότι ανάγκαζε τον υπάλληλο, φοβούμενο το ενδεχόμενο οριστικού καθορισμού της έκτασης της διαφοράς κατά το προ της άσκησης της προσφυγής διοικητικό στάδιο, να προσφεύγει, ήδη κατά το στάδιο αυτό, σε δικηγόρο, καθιστώντας περισσότερο δυσκίνητη την εν λόγω διοικητική διαδικασία, της οποίας ο σκοπός δεν είναι η προετοιμασία της προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου αλλά η αποφυγή της, και «δηλητηριάζοντας» τη σχέση μεταξύ οργάνου και υπαλλήλου. Περαιτέρω, ο ανωτέρω κανόνας αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 6 και 13 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δηλαδή οδηγεί σε απομείωση της δικαστικής προστασίας, καθόσον ο δικηγόρος που εκπροσωπεί τον προσφεύγοντα στερείται της δυνατότητας να προβάλει ενώπιον του δικαστηρίου ισχυρισμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαφοράς, για τον λόγο ότι ο ίδιος ο προσφεύγων, στερούμενος νομικών γνώσεων, δεν σκέφθηκε να τους επικαλεστεί κατά την προ της άσκησης της προσφυγής διοικητική διαδικασία. Η φιλική διευθέτηση της διαφοράς καταλήγει, δηλαδή, να λειτουργεί ως δικονομική παγίδα για τον υπάλληλο [Ε. Πρεβεδούρου, Οι ενδικοφανείς προσφυγές ως μέσον επιτάχυνσης της διοικητικής δίκης, ΘΠΔΔ 3-4/2013, σ. 193]. Ωστόσο, το Δικαστήριο ΔΔ προέβη σε μεταστροφή της πάγιας νομολογίας, δεχόμενο, με την απόφαση της Ολομέλειάς του της 1ης Ιουλίου 2010, F-45/07, Wolfgang Mandt κατά Κοινοβουλίου, ότι ο κανόνας της ταυτότητας του αντικειμένου της διοικητικής ένστασης και της ένδικης προσφυγής μπορεί να «εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που η προσφυγή τροποποιεί το αντικείμενο της διοικητικής ένστασης ή τ[ην αιτία] για τ[ην] οποί[α] ασκείται, η δε έννοια τ[ης] «[αιτίας]» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο διασταλτικό». Βάσει της ερμηνείας αυτής, και δεδομένου ότι πρόκειται για ακυρωτικά αιτήματα, ως «αιτία της διαφοράς» πρέπει να νοείται η αμφισβήτηση από τον προσφεύγοντα της εσωτερικής νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης ή, εναλλακτικώς, η αμφισβήτηση της εξωτερικής νομιμότητάς της. Επομένως, τροποποίηση του λόγου της διαφοράς και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο λόγω μη τήρησης του κανόνα της ταυτότητας του αντικειμένου διοικητικής ένστασης και προσφυγής υπάρχει μόνον εάν ο προσφεύγων, προσβάλλοντας με τη διοικητική ένστασή του μόνον την τυπική νομιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξης, προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής τους λόγους ουσίας ή στην αντίστροφη περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων, αφού προσέβαλε με τη διοικητική ένστασή του μόνο την ουσιαστική νομιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξης, προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής του λόγους που αφορούν την τυπική νομιμότητα. Ο ανωτέρω κανόνας δεν καταλαμβάνει, βεβαίως, τους λόγους δημόσιας τάξης, οι οποίοι παραδεκτώς προβάλλονται και εξετάζονται από το δικαστήριο ανεξαρτήτως του αν έχουν προβληθεί με τη διοικητική ένσταση, ούτε τις ενστάσεις παρανομίας, οι οποίες μπορούν να προβληθούν ακόμη και όταν αφορούν άλλο νομικό λόγο από αυτόν της διοικητικής ένστασης.

– Η απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής στηριζεται στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσής της, εφόσον το αρμόδιο όργανο επιλαμβάνεται του συνόλου της υπόθεσης και εκδίδει νέα εκτελεστή πράξη (ΣτΕ 1435/2011, 2025/2009, 1176/1992, 859/1988).

Δ. Διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της ενδικοφανούς προσφυγής

 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η καθιέρωση ενδικοφανούς προσφυγής στο πεδίο των φορολογικών διαφορών με πρόσφατες νομολογιακές παρεμβάσεις και τροποποιήσεις του Ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), στον οποίο προστέθηκαν τα άρθρα 70Α και 70Β που ρύθμιζαν τη σχετική διαδικασία. Ο Ν. 2238/1994 καταργήθηκε και από την 1/1/2014 ισχύει ο νέος κώδικας φορολογίας εισοδήματος (Ν. 4174/2013), το άρθρο 63 του οποίου ορίζει τα εξής:

 Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή

 1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, « ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης» οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημα του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν.

2. Η Φορολογική Διοίκηση αποστέλλει την ενδικοφανή προσφυγή του υπόχρεου, συνοδευόμενη από σχετικά έγγραφα και τις απόψεις αυτής, εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή, στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί.

3. «Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%).»

4. Ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να υποβάλει, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής της καταβολής που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, μέχρι την “έκδοση” της απόφασης της

[στον υπόχρεο], μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Εάν δεν εκδοθεί απόφαση εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της αίτησης στη Φορολογική Διοίκηση, η αίτηση αναστολής θεωρείται ότι έχει απορριφθεί. Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής  “των τόκων” λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου.

5. Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στη Φορολογική Διοίκηση, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση. Αν η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης το κρίνει απαραίτητο, δύναται να καλέσει τον υπόχρεο σε ακρόαση. Σε περίπτωση που προσκομισθούν νέα στοιχεία στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών ριστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση. «Αν, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, δεν εκδοθεί απόφαση τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής.»

Στην περίπτωση των ενδικοφανών προσφυγών που υποβάλλονται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέχρι τις 28.2.2014 η προθεσμία του πρώτου εδαφίου επεκτείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες.

6. Αν με την απόφαση ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον την οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού.

«Η φορολογική αρχή, της οποίας η πράξη ακυρώνεται για τυπικές πλημμέλειες, εκδίδει νέα πράξη σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.»

7. Η Φορολογική Διοίκηση δεν έχει δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης.

8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη.

 9. Ο Γενικός Γραμματέας δύναται να εκδίδει τις αναγκαίες κανονιστικές πράξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ιδίως να καθορίζει τις λεπτομέρειες για τη λειτουργία της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης, την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων της.

Δ. Ενδικοφανής προσφυγή και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης

Η πρόβλεψη άσκησης ενδικοφανούς ή ειδικής προσφυγής δεν θεραπεύει την έλλειψη τήρησης του τύπου της προηγούμενης ακρόασης πριν την έκδοση της αρχικώς βλαπτικής πράξης (άρθρο 6 παρ.4 ΚΔΔιαδ). Κατά πάγια νομολογία, η παράλειψη τήρησης της διαδικασίας ακρόασης του ενδιαφερομένου συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η οποία δεν καλύπτεται με την άσκηση εκ μέρους του ενδικοφανούς προσφυγής κατά της εκδοθείσας σχετικής διοικητικής πράξης (ΣτΕ 2180/2013, 2283/2012, 3489/2011, 2521/2011, 3114/2010, 2159/2009).

Πάντως, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει δεχθεί τελευταία, σε μια μάλλον προβληματική, ενόψει και του άρθρου 6 παρ. 4 του ΚΔΔιαδ, συλλογιστική, ότι, εφόσον προβλέπεται ενδικοφανής διαδικασία, το πέρας της οποίας ορίζει και το σημείο της λήξης της διοικητικής διαδικασίας, η παράλειψη της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου «καλύπτεται», όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας που διέπει την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξης προβλέπονται, πέραν της αρχικής προηγούμενης ακρόασης, και ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανωτέρων οργάνων και εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ή τις ενδικοφανείς προσφυγές και προβάλει τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξης (ΣτΕ Ολ 4447/2012, 4918/2012). Η μειοψηφία επίσημανε όμως ότι ο ουσιώδης τύπος της προηγούμενης ακρόασης δεν καλύπτεται από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής,η οποία τυχόν προβλέπεται στην ειδική κατά περίπτωση νομοθεσία, διότι σκοπός του κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, είναι να ακούσει η Διοίκηση τον ενδιαφερόμενο πριν από την έκδοση δυσμενούς εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία φέρει το τεκμήριο νομιμότητος και παράγει έννομες συνέπειες, ανεξαρτήτως αν κατ’αυτής μπορεί να ασκηθεί διοικητική προσφυγή οποιασδήποτε μορφής.

Ωστόσο, στις διαφορές ουσίας, στις οποίες δέχεται ότι ο ενδιαφερόμενος που επικαλείται την μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακρόασης όφειλε να αναφέρει τους λόγους που θα προέβαλλε ενώπιον της Διοίκησης, το ΣτΕ τονίζει ότι η υποχρέωση των ασφαλιστικών οργάνων να καλέσουν τον εργοδότη προς παροχή εξηγήσεων πριν από την έκδοση δυσμενών πράξεων (ΠΕΕ και ΠΕΠΕΕ), η επιβολή των οποίων συνδέεται κατά νόμον με την υποκειμενική συμπεριφορά του, δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη δυνατότητα που παρέχεται σ’ αυτόν να ζητήσει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθόσον η ακρόαση του ενδιαφερομένου πρέπει να λαμβάνει χώρα οπωσδήποτε πριν από τη λήψη του δυσμενούς εις βάρος του μέτρου, πριν από την έκδοση, δηλαδή, της αρχικής εκτελεστής απόφασης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο (ΣτΕ 2180/2013, 3489/2011, 2521/2011, 2383/2012, πρβλ. ΔΕΕ της 22.11.2012, C-277/11, M. κατά Ιρλανδίας).

Πάντως, στην πρόσφατη απόφαση του ΣΤ΄Τμήματος, ΣτΕ 3521/2015, το Δικαστήριο φαίνεται να εμμένει στην αποδυνάμωση της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 4 ΚΔΔ, εφόσον διέλαβε τα εξής: “6. Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, η άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγούμενης ακροάσεως – το οποίο προβλέπεται και στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) – αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στο διοικούμενο, τον οποίο αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής αποφάσεως ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού, και τούτο, ανεξαρτήτως αν παρέχεται στο διοικούμενο η δυνατότητα να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά της διοικητικής πράξης. Εξάλλου, όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας που διέπει την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξης προβλέπονται και ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανώτερων οργάνων, η μη τήρηση του ως άνω τύπου της προηγούμενης ακροάσεως κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ή τις ενδικοφανείς προσφυγές και προβάλει τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξης (βλ. ΣτΕ Ολ 4447/2012)”….“8….εφόσον, στα πλαίσια της προβλεπόμενης ενδικοφανούς προδικασίας καθώς και με το ασκηθέν ενώπιον του δικάσαντος Εφετείου ένδικο βοήθημα, η ανάδοχος προέβαλε τους κρίσιμους, κατ’ αυτήν, ισχυρισμούς σχετικά με τη μη αποκλειστική υπαιτιότητά της για την καθυστέρηση περάτωσης του έργου και τη, συνεπεία αυτού, μη νόμιμη επιβολή ποινικής ρήτρας, η μη κλήση της για την προβολή των εν λόγω ισχυρισμών πριν την έκδοση της αρχικής πράξεως επιβολής ποινικής ρήτρας δεν καθιστά την πράξη αυτή ακυρωτέα για μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακροάσεως”. Θα μπορούσε βεβαίως να θεωρηθεί εν προκειμένω ότι εάν ο διάδικος είχε προβάλει με την ενδικοφανή προσφυγή του τη μη κλήση του σε προηγούμενη ακρόαση και τη βλάβη που αυτή του προκάλεσε, το Δικαστήριο πιθανόν να εξέταζε τον λόγο περί μη τήρησης του εν λόγω τύπου. Εν προκειμένω, δηλαδή, δεν υπάρχει ταυτότητα νομικών αιτιάσεων ενδικοφανούς προσφυγής και ενδίκου βοηθήματος.

Ακόμη πιο κατηγορηματική όσον αφορά τη θεραπεία της έλλειψης προηγούμενης ακρόασης όταν ασκήθηκε ενδικοφανής προσφυγή είναι η απόφαση του Ε΄Τμήματος 1392/2016 (σκέψη 8): « … το Σύνταγμα στο άρθρο 20 παρ. 2 ορίζει ότι
«2. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η άσκηση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης –το οποίο προβλέπεται και στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999)– αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίον αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη να προβάλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού, και τούτο, ανεξαρτήτως του αν παρέχεται στον διοικούμενο αυτό η δυνατότητα να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά της διοικητικής πράξης. …. Εξάλλου, όταν βάσει της συγκεκριμένης ειδικής νομοθεσίας που διέπει την έκδοση της δυσμενούς διοικητικής πράξης προβλέπονται, πέραν της αρχικής προηγουμένης ακροάσεως, και ένα ή περισσότερα στάδια ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον ανωτέρων οργάνων η μη τήρηση του προβλεπομένου τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά την διαδικασία έκδοσης της αρχικής πράξης καλύπτεται, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκήσει την ή τις ενδικοφανείς προσφυγές και προβάλει τους κρίσιμους, κατ’ αυτόν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της αρχικής πράξεως. Στην περίπτωση, μάλιστα αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη η τελικώς εκδιδομένη, μετά την άσκηση από τον ενδιαφερόμενο της ή των ενδικοφανών προσφυγών, διότι ως οριστική διοικητική πράξη είναι η τελικώς εκδιδομένη μετά την εξάντληση της ενδικοφανούς διαδικασίας (ΣτΕ Ολ 4447/2012). Συνεπώς, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα άσκησε την ενδικοφανή προσφυγή του άρθρου 4 του π.δ. 267/1998 και προέβαλε τους κρίσιμους, κατ’ αυτήν, ισχυρισμούς που δεν προέβαλε πριν την έκδοση της έκθεσης αυτοψίας, η μη τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης κατά την διαδικασία έκδοσης της έκθεσης αυτοψίας καλύφθηκε”. Η παραπάνω κατηγορηματική κρίση του Δικαστηρίου, η οποία αφορά πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα μετά τη δημοσίευση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, επομένως, του άρθρου 6 παρ. 4 αυτού, το οποίο ορίζει ρητώς ότι οι κανόνες περί προηγούμενης ακρόασης εφαρμόζονται και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή πράξη διατάξεις προβλέπουν τη δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής, φαίνεται ότι αντιβαίνει στη διάταξη αυτή. Περαιτέρω, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αποφάσεις τόσο του Α΄ Τμήματος, οι οποίες δέχονται ότι, ενόψει του άρθρου 6 παρ. 4 του ΚΔΔιαδ, η υποχρέωση των ασφαλιστικών οργάνων να καλέσουν τον εργοδότη προς παροχή εξηγήσεων πριν από την έκδοση ΠΕΕ (πράξης επιβολής εισφορών) και ΠΕΠΕΕ (πράξη επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών), η επιβολή των οποίων συνδέεται κατά νόμον με την υποκειμενική συμπεριφορά του, δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη δυνατότητα που παρέχεται σ’ αυτόν να ζητήσει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, καθόσον η ακρόαση του ενδιαφερομένου πρέπει να λαμβάνει χώρα οπωσδήποτε πριν από τη λήψη του δυσμενούς εις βάρος του μέτρου, δηλαδή πριν από την έκδοση της αρχικής εκτελεστής απόφασης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο [ΣτΕ 2348/2015, 2180/2013, 2521, 3489/2011]. όσο και του Δ΄ Τμήματος, με τις οποίες κρίθηκε ότι η μη τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακρόασης στις υποθέσεις που διέπονται κατά χρόνον από τον ΚΔΔιαδ δεν καλύπτεται με την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής από τον διοικούμενο κατά της βλαπτικής των συμφερόντων του πράξης [ΣτΕ 3114/2010, 2159/2009]. Και το Β΄ Τμήμα, επαναλαμβάνοντας την κρίση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 2370/2007, δέχθηκε, με την απόφαση ΣτΕ 2383/2012 για τις φορολογικές διαφορές, ότι «η συμμόρφωση της φορολογικής αρχής προς την υποχρέωσή της αυτή [της προηγούμενης ακροάσεως] αποτελεί προϋπόθεση νομιμότητος της σχετικής διαδικασίας και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τη δυνατότητα που παρέχεται στον επιτηδευματία, στον οποίο επιβλήθηκε το πρόστιμο, από την… διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 34 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, να ζητήσει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, μετά την έκδοση της πράξεως επιβολής προστίμου, επιδιώκοντας την εξαφάνιση ή την τροποποίησή της»

 Η έλλειψη κλήσης του ενδιαφερομένου για προηγούμενη ακρόαση πριν από την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου. Βλ. συναφώς ΣτΕ 98/2015: με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου, διότι της εκδόσεώς της δεν προηγήθηκε κλήση της εκκαλούσας να εκθέσει τις απόψεις της, τούτο δε είναι αντίθετο με το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος. Η παραδεκτώς προσβληθείσα απόφαση, όμως, της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων εκδόθηκε κατόπιν ενστάσεως της εκκαλούσας και, επομένως, ως προς την απόφαση αυτή, όπως και ως προς οποιαδήποτε πράξη εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως ή διοικητικής προσφυγής του διοικουμένου, συμπεριλαμβανομένης και της ενδικοφανούς, δεν συνέτρεχε υποχρέωση της Διοίκησης να καλέσει την εκκαλούσα να εκθέσει τις απόψεις της, τις οποίες προφανώς περιείχε η ασκηθείσα ένστασή της. Εφόσον, εξάλλου, ο λόγος ακυρώσεως είχε την έννοια ότι η απόφαση της Επιτροπής Κρίσεως Αυθαιρέτων ήταν ακυρωτέα διότι η εκκαλούσα δεν είχε κληθεί να εκθέσει τις απόψεις της πριν από την έκδοση της ίδιας της εκθέσεως αυτοψίας, ο λόγος ήταν, πάντως, απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 1159/2013, Ολ 4447/ 2012, κ.ά.). για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης πριν από την έκδοση δυσμενούς γι’ αυτόν πράξης, απαιτείται και παράλληλη αναφορά των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλλε προς τη Διοίκηση, αν είχε κληθεί.

Ε. Αναστολή εκτέλεσης της διοικητικής πράξης από τη Διοίκηση (άρθρο 26 ΚΔΔιαδ)

 Η άσκηση των διοικητικών προσφυγών, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, δεν συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης.

Η άσκηση όμως διοικητικής προσφυγής επιτρέπει στη Διοίκηση τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν άσκησης αυτοτελούς αίτησης από τον προσφεύγοντα διοικούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΚΔΔιαδ.

Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το αρμόδιο για την εξέταση της διοικητικής προσφυγής όργανο.

Προϋποθέσεις χορήγησης

– Άσκηση διοικητικής προσφυγής (αίτησης θεραπείας, ιεραρχικής, ειδικής ή ενδικοφανούς προσφυγής).

– Αίτηση του ενδιαφερομένου, που μπορεί να σωρευθεί στο δικόγραφο της διοικητικής προσφυγής ή να υποβληθεί χωριστά, ή και αυτεπαγγέλτως.

– Ανεπανόρθωτο ή δυχερώς επανορθώσιμο της βλάβης του ενδιαφερομένου σε περίπτωση ευδοκίμησης της διοικητιικής προσφυγής. Στάθμιση με το δημόσιο συμφέρον.

Η άσκηση ενδίκου μέσου ή η αίτηση δικαστικής αναστολής δεν εμποδίζει τη Διοίκηση να χορηγήσει αναστολή εκτέλεσης.

Διάρκεια ισχύος ανασταλτικού αποτελέσματος

Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διαρκεί μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας διοικητικής προσφυγής ή την παρέλευση της προθεσμίας απάντησης επί αυτής (δηλαδή 30 ημέρες από την άσκηση της αίτησης θεραπείας, της ιεραρχικής και της ειδικής διοικητικής προσφυγής και 3 μήνες από την άσκηση της ενδικοφανούς, εκτός εάν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται ειδική προθεσμία).

Η αναστολή αίρεται αυτοδικαίως μετά την απάντηση της Διοίκησης ή τη λήξη της προθεσμίας απάντησης.

Ειδική βιβλιογραφία: Λ. Κεράνη, Συμβολή εις την μελέτην της ενδικοφανούς προσφυγής, ΕΔΔ, 1977, σ. 156˙ Σ. Κυβέλος, Η ενδικοφανής προσφυγή, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2016˙Π. Λαζαράτος, Η reformatio in pejus στην ενδικοφανή προσφυγή, ΝοΒ 1992, σ. 431˙Π. Λαζαράτος, Υποχρέωση ενημερώσεως ως προς την έκταση των προβαλλομένων με ενδικοφανή προσφυγή λόγων και δικαίωμα ακροάσεως επί ενδικοφανούς προσφυγής. Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 98/2015, ΘΠΔΔ 1/2016, σ. 64˙ Π. Λαζαράτος, Μη τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως επί προβλεπόμενης ενδικοφανούς προσφυγής, παρατηρήσεις στην απόφαση ΣτΕ 3521/2015, ΘΠΔΔ 10/2016, σ. 931˙Μ.-Ε. Παναγοπούλου, Οι προσφυγές κατά πράξεων της Διοικήσεως ενώπιον των διοικητικών αρχών, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999˙ Όλ. Παπαδοπούλου, Η ενδικοφανής προσφυγή ως προϋπόθεση του παραδεκτού: από τη ΣτΕ 3596/1971 στην ΣΕ 2892/1993, ΤοΣ 1994, σ. 637˙ Χ. Πολίτης, Η ενδικοφανής προσφυγή. Έννοια της πρόσφατης τροποποίησης του άρθρου 45 παρ. 2 του ΝΔ 170/73, ΤοΣ 1978, σ. 42˙ Ευγ. Πρεβεδούρου, Οι ενδικοφανείς προσφυγές ως μέσον επιτάχυνσης της διοικητικής δίκης, ΘΠΔΔ 2013, σ. 193˙ Ε. Πρεβεδούρου, Noμολογιακή αποδυνάμωση της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 4 του ΚΔΔιαδ: σχέση δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και ενδικοφανούς προσφυγής, ΘΠΔΔ 6/2016, σ. 566, με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 3521/2015˙ Κ. Ρέμελης, Οι άτυπες διοικητικές προσφυγές, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1987˙ Χ. Χρυσανθάκη (επιμ.) Διαγράμματα Γενικού και Ειδικού Διοικητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, ΙΙI. Διοικητική Διαδικασία, Δ.Πυργάκης/Β. Γκέρτσος, σ. 164 επ.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο