Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Διεύρυνση των περιπτώσεων υποχρέωσης ανάκλησης διοικητικών πράξεων ή εξέτασης σχετικού αιτήματος υπό το πρίσμα της αρχής της χρηστής διοίκησης (ΣτΕ 92/2016)

Διεύρυνση των περιπτώσεων υποχρέωσης ανάκλησης διοικητικών πράξεων ή εξέτασης σχετικού αιτήματος υπό το πρίσμα της αρχής της χρηστής διοίκησης (ΣτΕ 92/2016)

1. Η πρόσφατη  απόφαση του Ε΄Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ΣτΕ 92/2016 [Αριθμός 92] αξιοποιεί διαδικαστικές διατάξεις που ρυθμίζουν την καθημερινότητα της Διοίκησης και αφορούν την ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων των διοικουμένων (Ι) και τις συναρτά προς την αρχή της χρηστής διοίκησης, υπό την έννοια της επίκαιρης άσκησης των διοικητικών αρμοδιοτήτων (ΙΙ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και των αρχών της νομιμότητας και του κράτους δικαίου, φαίνεται ότι συνάγει μια νέα περίπτωση υποχρέωσης ανάκλησης – ή ακριβέστερα εξέτασης αιτήματος ανάκλησης – διοικητικής πράξης από τα αρμόδια όργανα (ΙΙΙ).

Ι. Ταχεία διεκπεραίωση υποθέσεων

2. Από τον συνδυασμό των άρθρων 10 του Συντάγματος, που καθιερώνει την υποχρέωση απάντησης στα αιτήματα των διοικουμένων, και 4 παρ. 1 και 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, σχετικά με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων εντός προθεσμίας 50 ημερών, συνάγεται ότι η λειτουργική αποτελεσματικότητα της Διοίκησης και η ποιοτική αναβάθμιση των παρεχόμενων προς τον πολίτη υπηρεσιών, ειδικότερα δε η δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών αποτελούν στόχο της έννομης τάξης, στην επίτευξη του οποίου αποσκοπούν οι κανόνες διαδικασίας. Το Δικαστήριο παραπέμπει συναφώς στην απόφαση ΣτΕ Oλ 3004/2010, στο πλαίσιο της οποίας εξετάσθηκε η νομική φύση της αποζημίωσης που προέβλεπαν οι διατάξεις του Ν. 1943/1991, Εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, αναβάθμιση του προσωπικού της και άλλες διατάξεις, (Α΄50) και του Ν. 3242/2004,Ρυθμίσεις για την οργάνωση και λειτουργία της Κυβέρνησης, τη διοικητική διαδικασία και τους Ο.Τ.Α. (Α΄102),  σε περίπτωση καθυστέρησης των αρμοδίων οργάνων να διεκπεραιώνουν τα αιτήματα των διοικουμένων. Κρίθηκε ότι, ενόψει του ανωτέρω προέχοντος σκοπού των διατάξεων αυτών [δηλαδή της λειτουργικής αποτελεσματικότητας], το χρηματικό ποσό, το οποίο η αρμόδια Επιτροπή του εδαφίου β της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του Ν. 2690/1999 (όπως αντικαταστάθηκε) επιβάλλει σε δημόσια υπηρεσία να καταβάλει σε πολίτη, έχει πάντοτε το χαρακτήρα κύρωσης ανεξάρτητα αν υπό το προγενέστερο καθεστώς το ποσό αυτό είχε προβλεφθεί υπό μορφή συμβολικής αποζημίωσης. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, πάντως, οι ως άνω διατάξεις προβλέπουν την καταβολή πλήρους αποζημίωσης στον ενδιαφερόμενο, όταν η Διοίκηση δεν διεκπεραιώνει την υπόθεσή του εντός των οριζομένων προθεσμιών, εν αντιθέσει με το προγενέστερο καθεστώς, το οποίο προέβλεπε την καταβολή συμβολικής αποζημίωσης που είχε τον χαρακτήρα προστίμου. Η αποζημίωση δε που καθορίζει η αρμόδια Επιτροπή σε βάρος της υπηρεσίας που καθυστέρησε να διεκπεραιώσει την υπόθεση του διοικουμένου εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από το νόμο αφαιρείται από το μεταγενεστέρως τυχόν επιδικαζόμενο ποσό σε περίπτωση που γίνει δεκτή από το αρμόδιο δικαστήριο σχετική αγωγική απαίτηση κατά τις διατάξεις περί αστικής ευθύνης. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, οι ανωτέρω διατάξεις εντάσσονται προεχόντως στη νομοθεσία περί αποζημιώσεως λόγω ευθύνης του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και για το λόγο αυτόν [οπότε αρμόδιο για την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως κατά πράξεων της πιο πάνω Επιτροπής που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω νομοθεσίας είναι το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ και όχι το Δ΄ όπως έκρινε η πλειοψηφία]. Σημειώνεται ότι με το άρθρο 25 του Ν. 4210/2013, Ρυθμίσεις Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Α΄ 254/21-11-2013), καταργήθηκε η ρυθμιζόμενη στο άρθρο 5 παρ. 7-10, 12 και 13 του Ν. 1943/1991 διαδικασία για τη μη τήρηση προθεσμιών διεκπεραίωσης υποθέσεων από τη Διοίκηση [βλ. Β. Γκέρτσου/Δ. Πυργάκη, Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σ. 53 επ. και www.prevedourou.gr, Kατάργηση της διοικητικής διαδικασίας αποζημίωσης του άρθρου 5 του Ν. 1943/1991 (άρθρο 25 του Ν. 4210/2013)].

ΙΙ. Εννοια και εκφάνσεις της αρχής της χρηστής διοίκησης

3. Περαιτέρω, το Δικαστήριο συναρτά τις ανωτέρω διατάξεις, που έχουν ειδικό και συγκεκριμένο περιεχόμενο, με τη γενική αρχή της χρηστής διοίκησης, στην οποία εν προκειμένω φαίνεται ότι προσδίδει το περιεχόμενο του δικαιώματος χρηστής διοίκησης του άρθρου 41 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Στην ενωσιακή έννομη τάξη, το δικαίωμα αυτό έχει διαδικαστικό χαρακτήρα και έγκειται στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεων κάθε προσώπου από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, περιλαμβάνει δε, ιδίως, το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και την υποχρέωσης της Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της. [Σημειώνεται ότι στο παρόν στάδιο εξέλιξης της νομολογίας του ΔΕΕ, κρατούσα είναι η άποψη ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 41 του Χάρτη καλύπτει μόνο τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, όχι όμως και τα όργανα των κρατών μελών, ακόμη και όταν εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο: βλ. συναφώς www.prevedourou.gr, Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη της Ένωσης (οριζόντιος «διάλογος» μεταξύ διοικητικών πρωτοδικείων – Χάρτης και εθνικά συνταγματικά πρότυπα)]. Η αρχή της χρηστής διοίκησης, στην οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας αρνείται ρητώς να αναγνωρίσει συνταγματική ισχύ [ΣτΕ 3242/2015: “η αρχή της χρηστής διοικήσεως, όπως και οι λοιπές, μη έχουσες συνταγματική θεμελίωση γενικές αρχές, εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νομοθέτης δεν έχει προβεί στην δια ρητών διατάξεων αντιμετώπιση ορισμένου ζητήματος”], είναι άκρως πολυσήμαντη και ευρεία, με συνέπεια να υπολείπεται σε κανονιστική πυκνότητα, οπότε συχνά γίνεται επίκλησή της σε συνδυασμό με άλλες αρχές, όπως της αξιοκρατίας ή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (ΣτΕ 3627/2015, 3248/2015). Στην υπό εξέταση απόφαση ΣτΕ 92/2016, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης αποτελεί γενική αρχή του διοικητικού δικαίου που πρέπει να διέπει τη δράση της Διοίκησης, εστιάζει δε σε μια συγκεκριμένη πτυχή της από την οποία απορρέει ειδικότερα η υποχρέωση της Διοίκησης να ασκεί επικαίρως τις ανατιθέμενες σε αυτήν αρμοδιότητες και να συμπράττει, επίσης, σε ενέργειες από τις οποίες εξαρτάται η έκδοση διοικητικών πράξεων που ενδιαφέρουν τους διοικούμενους και η ικανοποίηση εν γένει εννόμων συμφερόντων των διοικουμένων. Υπό το ανωτέρω πρίσμα, έχει κριθεί (ΣτΕ 1378/2008) ότι οι σχετικές παραλείψεις της Διοίκησης, πέραν του ότι καθ’ εαυτές δύνανται να συνιστούν υπό τους όρους του νόμου παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας που προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης, δεν επιτρέπεται πάντως να αποβαίνουν σε βάρος του διοικουμένου, εφόσον όμως αυτός επισήμανε στη Διοίκηση τις εξ ενδεχομένης βραδύτητος της ενεργείας αυτής δυσμενείς γι’ αυτόν επιπτώσεις, ιδίως με την πρόκληση δυσχερειών στο να ανταποκριθεί εμπροθέσμως σε ανειλημμένες έναντι της Διοίκησης υποχρεώσεις. Εξάλλου, για την εφαρμογή των ανωτέρω αρχών από την εξεταζόμενη ειδικότερη σκοπιά, η κείμενη νομοθεσία περιέχει γενικές και ειδικές διατάξεις, με τις οποίες τάσσονται προθεσμίες στη Διοίκηση (ως έντονες υποδείξεις προς ενέργεια), εντός των οποίων οφείλει αυτή να ενεργεί αυτεπαγγέλτως ή να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις των διοικουμένων κατόπιν αίτησής τους. Τέτοια γενική διάταξη είναι αυτή του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που προβλέπει ότι οι διοικητικές αρχές οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα σε προθεσμία πενήντα ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης ή μέσα στην προθεσμία που τυχόν καθορίζεται από σχετικές ειδικές διατάξεις και ότι σε περίπτωση αδυναμίας διεκπεραίωσης πρέπει να ενημερώνονται ειδικώς οι ενδιαφερόμενοι.

4. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι επίκληση της αρχής της χρηστής διοίκησης γίνεται στη νομολογία και υπό άλλες πτυχές της. Λειτουργεί, κυρίως, ως όριο της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, το οποίο ελέγχει ο ακυρωτικός δικαστής, κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ως όριο της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, η αρχή της χρηστής διοίκησης εκφράζει την αγαθή κρίση και επιείκεια που πρέπει να διέπει τα διοικητικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, ενόψει της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και της εύρυθμης λειτουργίας της διοίκησης [Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, αρ. περ. 83: η αρχή της χρηστής διοίκησης επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς και απλώς δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές και να επιδιώκεται η προσαρμογή των κανόνων δικαίου προς τις επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και απαιτήσεις· στο πνεύμα αυτό και ο Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 2010, αρ. περ. 380-383, ο οποίος τονίζει περαιτέρω και την αποσπασματική και ασυστηματοποίητη εφαρμογή της αρχής]. Η νομολογία τονίζει συστηματικά ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης αφορά την εφαρμογή από τη Διοίκηση του νόμου με ατομικές πράξεις και όχι τη θέσπιση απ’ αυτή, βάσει εξουσιοδότησης νόμου, κανόνων δικαίου (ΣτΕ 366/2008, 959/2003, 160/1991). Διευκρινίζει επίσης ότι η αρχή αυτή δεν έχει εφαρμογή σε πράξεις δεσμίας αρμοδιότητας. Κρίθηκε, λοιπόν, στο πλαίσιο αίτησης ακύρωσης κατά πράξης που κήρυξε έκταση αναδασωτέα, ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης και κατάχρησης εξουσίας είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθ’ όσον προϋποθέτουν πράξη εκδιδόμενη κατά διακριτική ευχέρεια και όχι κατά δέσμια αρμοδιότητα (ΣτΕ 3160/2015, 2067/2004). Το ίδιο έγινε δεκτό για τον ισχυρισμό ότι η έκδοση της προσβαλλομένης πράξης περί κήρυξης αναδάσωσης αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου διότι το Δημόσιο για μακρότατο χρονικό διάστημα δεν αμφισβήτησε τον αγροτικό χαρακτήρα της επίδικης έκτασης. Πράγματι, όταν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κήρυξη της αναδάσωσης, η έκδοση της σχετικής πράξεως είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (ΣτΕ 3105/2015). Ομοίως κρίθηκαν απορριπτέοι οι λόγοι, σύμφωνα με τους οποίους η προσβαλλόμενη ανάκληση της άδειας λειτουργίας και η σφράγιση του συνεργείου παραβιάζουν την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία εν προκειμένω, κατά δεσμία αρμοδιότητα (πρβλ. ΣτΕ 3209/1998, 2504/2000, 443/2000), ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας συνεργείου αυτοκινήτου που λειτουργούσε σε περιοχή αμιγούς κατοικίας (ΣτΕ 3824/2008).

5. Στο πλαίσιο, επομένως, της ως άνω επιείκειας που πρέπει να επιδεικνύει η Διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, μια κατηγορία αποφάσεων συνάγει από την αρχή της χρηστής διοίκησης την υποχρέωση, σε περίπτωση αμφισβήτησης από τη Διοίκηση του περιεχομένου υπεύθυνης δήλωσης, αλλά και εν όψει της δημιουργίας ευλόγως σύγχυσης και αμφιβολίας στους υποψηφίους από αντιφατικές ρυθμίσεις του ζητήματος, να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο μία σύντομη προθεσμία προκειμένου να αποδείξει με πρόσφατα στοιχεία το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσής του (ΣτΕ 3523/2012, 2463/2012, ΣτΕ 3082/1993, 764, 2923, 3903/2000, 1757, 2899/2001, 1675, 3512/2002, 1043, 1862/2003, 367, 1855/2006, 2028, 2034, 3373/2007). Στο ίδιο πνεύμα, έγινε δεκτό ότι η Διοίκηση, κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοίκησης, όφειλε να δεχθεί ως νομίμως υποβληθέντα συμπληρωματικά στοιχεία τις υπεύθυνες δηλώσεις των γονέων υποψηφίου που υποβλήθηκαν μεταγενεστέρως, προκειμένου να εξετάσει στη συνέχεια την υποψηφιότητά του. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο έχει κριθεί ότι αποκλείεται, κατ’ αρχήν, η υποβολή δικαιολογητικών μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, ακόμη και αν αυτά είναι συμπληρωματικά ή διευκρινιστικά εκείνων που έχουν κατατεθεί εμπροθέσμως, όλως εξαιρετικώς, όμως, ενόψει και των αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, δεν αποκλείεται να γίνονται δεκτά ακόμη και τα καθ’ υπέρβαση της οριζόμενης προθεσμίας υποβαλλόμενα δικαιολογητικά στην περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος έχει, πάντως, συνυποβάλει εμπροθέσμως και καλοπίστως με την αίτησή του δικαιολογητικά, τα οποία παρουσιάζουν ελλείψεις, σφάλματα ή πλημμέλειες που οφείλονται αποκλειστικώς σε πταίσμα του διοικητικού οργάνου που τα εξέδωσε (ΣτΕ 4344/2014, 411/2012, 857, 1723/2011, 1000, 1201/2009, 1471-2/2007 7μ.). Τέλος, στην περίπτωση που τα υποβληθέντα από τον υποψήφιο, εμπροθέσμως και καλοπίστως, δικαιολογητικά παρουσιάζουν ελλείψεις ή σφάλματα που οφείλονται αποκλειστικά σε πταίσμα του διοικητικού οργάνου το οποίο τα εξέδωσε, δεν αποκλείεται, ενόψει των αρχών της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, να γίνονται αποδεκτά και τα εκ των υστέρων και καθ’ υπέρβαση της οριζόμενης προθεσμίας υποβαλλόμενα δικαιολογητικά προς διόρθωση των ελλείψεων ή των σφαλμάτων (ΣτΕ 4837/2013, 372/2013, 411/2012, 1000/2009, 1471/2007 κ.ά.). Πολλώ δε μάλλον, όταν τα σφάλματα που έχουν παρεισφρύσει στα υποβληθέντα δικαιολογητικά γίνονται αντιληπτά εκ των υστέρων από το ίδιο το διοικητικό όργανο που διενεργεί την επιλογή, το οποίο στην περίπτωση αυτή διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα να ζητήσει διευκρινίσεις από την αρμόδια αρχή που τα εξέδωσε και να λάβει στη συνέχεια υπόψη του τα ορθά δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν από νεώτερα πιστοποιητικά, έστω και καθ’ υπέρβαση της οριζόμενης προθεσμίας προσκομιζόμενα (ΣτΕ 2939/2015). Σε άλλο πεδίο, αυτό των φορολογικών ελέγχων, κρίθηκε ότι κατά την έννοια των διατάξεων του ΚΒΣ, ερμηνευομένων υπό το φως της αρχής της χρηστής διοίκησης, όταν ο φορολογούμενος θέσει υπόψη της φορολογικής αρχής, έστω και το πρώτον ενώπιον της επιτροπής του άρθρου 30 παρ.5 του Κ.Β.Σ., τα βιβλία και στοιχεία του, προκειμένου αυτά να ελεγχθούν, η επιτροπή υποχρεούται να προβεί στον έλεγχο αυτό και δεν δύναται, επικαλούμενη τυχόν αρχική αδυναμία της φορολογικής αρχής να προβεί στον έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων αυτών, να θεωρήσει ότι καθίσταται αδύνατη η διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων για το λόγο αυτό, εφόσον, πάντως, τυχόν αρχική αδυναμία ήρθη ενώπιον της επιτροπής (ΣτΕ 3764/2008, 1262/2015).

6. Η αρχή της χρηστής διοίκησης εφαρμόστηκε και στο πλαίσιο επιβολής προστίμου, όπου το περιεχόμενό της φαίνεται ότι συμπίπτει με αυτό της αρχής της αναλογικότητας: το ΕΣΡ, προκειμένου να επιλέξει την επιβλητέα διοικητική κύρωση, έλαβε υπόψη και συνεξετίμησε κριτήρια εξ εκείνων, που προβλέπονται στην διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995 και που είναι η βαρύτητα της παραβίασης, η τηλεθέαση που συγκεντρώνει το πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου τελέσθηκε η παραβίαση, το μερίδιο της αγοράς ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών που έχει τυχόν αποκτήσει ο κάτοχος της άδειας του τηλεοπτικού σταθμού, το ύψος της επένδυσης που έχει πραγματοποιηθεί ή σχεδιαστεί και η τυχόν ύπαρξη υποτροπών. Ενόψει δε της βαρύτητας της διαπραχθείσης εκ μέρους του ως άνω τηλεοπτικού σταθμού παράβασης των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας (παραβίαση της υποχρέωσης τήρησης ποιοτικής στάθμης των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και της υποχρέωσης σεβασμού της προσωπικότητας και του ιδιωτικού βίου) και ενόψει και του γεγονότος ότι η επιβληθείσα κύρωση είναι εκ των χαμηλοτέρων που μπορούν εν γένει, κατά το προεκτεθέν άρθρο, να επιβληθούν (ειδικώς δε προκειμένω περί χρηματικών κυρώσεων είναι και η χαμηλότερη δυνατή), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ότι κατά την επιμέτρηση του προστίμου παραβιάστηκε η αρχή της χρηστής διοίκησης και ότι η Διοίκηση ενήργησε καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής της ευχερείας και υπό την εκδοχή ακόμα (πρβλ. ΣτΕ 2241/2005) ότι ο σταθμός της αιτούσας δεν ήταν υπότροπος σε τέτοιου είδους (ΣτΕ 3335/2007).

7.  Στο ίδιο πνεύμα της επιείκειας, η νομολογία αναφερόταν παλαιότερα στην «αρχή της χρηστής (και ευρύθμου) διοικήσεως» στην οποία προσκρούει η ανατροπή μετά από εύλογο χρόνο της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο κατάστασης που δημιούργησε η παράνομη διοικητική πράξη (ΣτΕ 380/1988, 598/1987). Και σήμερα, επίσης, γίνεται δεκτό ότι αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης –γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης– η αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την είσπραξή τους, αν οι παροχές αυτές έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό. Η αναζήτηση των πιο πάνω παροχών επιτρέπεται μόνον εφ’ όσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (ΣτΕ 3699, 944/2015, 478/2011, 590/2010). Πάντως, δεν γίνεται δεκτή παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης στην περίπτωση μεταβολής του κανονιστικού πλαισίου μιας κατάστασης ή σχέσης. Έτσι, κρίθηκε ότι Ση επίμαχη ρύθμιση στην οποία στηρίζονταν οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αντίκειται στις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, όπως προβάλλεται, είναι δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος ακύρωσης. Και τούτο διότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει τον τρόπο διακρίβωσης της ικανότητας των υποψηφίων εκπαιδευτικών να ανταποκριθούν στις ανάγκες του εκπαιδευτικού τους έργου, έχοντας τη ρυθμιστική ευχέρεια να μεταβάλει τους σχετικούς κανόνες εφόσον κατά την κρίση του εξυπηρετείται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον. Στην προκειμένη περίπτωση, επιπροσθέτως, είναι εντονότερη η ανάγκη ευρείας ρυθμιστικής ευχέρειας του νομοθέτη, εφόσον πρόκειται για εκπαίδευση μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή και αναπηρία. Εξ άλλου, αν γινόταν δεκτό ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται από τις ανωτέρω αρχές να διατηρεί ένα κανονιστικό πλαίσιο απλώς και μόνο διότι είναι ευνοϊκό για μία ορισμένη κατηγορία προσώπων, τούτο θα οδηγούσε στην παράλυση της δράσης του και στη ματαίωση της αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 3353/2015, ΣτΕ 1434/2005, 2705/2000). Επομένως, σχετικός λόγος ακύρωσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο κανονιστικός νομοθέτης, εφόσον στηρίζεται σε έγκυρη, κατά το Σύνταγμα, εξουσιοδότηση και κινείται εντός των ορίων αυτής, δεν κωλύεται να εισαγάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν, έστω και δυσμενέστερες για ορισμένη κατηγορία προσώπων, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό και να υπαγορεύεται από λόγο δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣτΕ 3187/2010 7μ. σκέψη 9).

8. Ενίοτε η αρχή της χρηστής διοίκησης παρατίθεται ως ενίσχυση συνταγματικών αρχών, χωρίς να γίνεται μνεία εξειδικευμένου περιεχομένου. Α) Σε συνδυασμό με την αρχή του κράτους δικαίου όσον αφορά τους κανόνες σύνθεσης και διαδικασίας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων: κρίθηκε ότι, κατά την άσκηση της πειθαρχικής αρμοδιότητάς τους, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια άλλοτε μεν επιβάλλουν ποινές πνευματικής μόνον φύσεως, άλλοτε δε επιβάλλουν ποινές που επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση κληρικού ή μοναχού με την Εκκλησία, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή τη σχέση. Στην δεύτερη περίπτωση, τα πειθαρχικά αυτά όργανα της Εκκλησίας έχουν χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων και οι εκδιδόμενες από αυτά αποφάσεις, ως εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών, υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στη τελευταία αυτή περίπτωση τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, ως συλλογικά όργανα, έχουν χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων που, για την εξασφάλιση των αρχών του Κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης, πρέπει να ακολουθούν, τουλάχιστον ως προς την σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία, τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου (ΣτΕ 4596/2014, 312/2014, 686/2011 7μ, 3490/2009, 4120, 1123/2005, 3377/1999, Ολ 825/1988). Β) Σε συνδυασμό με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, όσον αφορά το καθήκον ενημέρωσης που υπέχει η Διοίκηση ως προς την πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής: Παρά το γεγονός ότι η αιτούσα δεν άσκησε ενδικοφανή προσφυγή κατά της προσβαλλομένης νομαρχιακής απόφασης, η οποία έχει εκτελεστό χαρακτήρα, εφ’ όσον με αυτήν απορρίπτεται το αίτημα της αιτούσης να της χορηγηθεί άδεια ίδρυσης φαρμακείου, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η Διοίκηση είχε ενημερώσει την αιτούσα – όπως όφειλε, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 45 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989, ερμηνευομένης σύμφωνα με τις αρχές τις χρηστής διοίκησης και προς διασφάλιση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας – είτε με την ίδια την υποκείμενη στην ανωτέρω ενδικοφανή προσφυγή νομαρχιακή απόφαση είτε με το έγγραφο κοινοποίησης αυτής, ότι κατά της εν λόγω απόφασης προβλέπεται η ενδικοφανής αυτή προσφυγή, καθώς και για την προθεσμία άσκησής της και τις συνέπειες από την παράλειψη άσκησής της (ΣτΕ 2526, 2527, 2528, 2530/2011, 3034-3040, 3042-3054/2006, 2110/2003, Ολ 2892/1993). Γ) Σε συνδυασμό με τις αρχές της ισότητας, της διαφάνειας και της ουδετερότητας της Διοίκησης κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων: οι εφαρμοστέες … διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των αρχών της ισότητας, της χρηστής διοίκησης, της διαφάνειας και της ουδετερότητας της Διοίκησης (πρβλ. ΣτΕ 3789/2003) έχουν την έννοια ότι εάν η Διοίκηση αναθέσει την παροχή των αναφερομένων στις διατάξεις αυτές υπηρεσιών σε ορισμένη επιχείρηση, πρέπει να αιτιολογήσει την απόφασή της, προσδιορίζοντας όχι μόνο τους λόγους, για τους οποίους η επιχείρηση αυτή κρίνεται κατάλληλη για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, αλλά στην περίπτωση κατά την οποία και άλλες επιχειρήσεις αναπτύσσουν δραστηριότητα στον αντίστοιχο τομέα, και τους λόγους για τους οποίους η ίδια επιχείρηση κρίνεται είτε καταλληλότερη των άλλων αυτών επιχειρήσεων, είτε, ενδεχομένως, η μόνη κατάλληλη (ΣτΕ 3540/2005).

ΙΙΙ. Υποχρέωση ανάκλησης ή εξέτασης του αιτήματος ανάκλησης

9. Από την αρχή της χρηστής διοίκησης συνάγονται και υποχρεώσεις όσον αφορά την ανάκληση των παρανόμων πράξεων της Διοίκησης. Γίνεται, παγίως δεκτό (ΣτΕ 3108/2008, 234/2004, 2830/1999, 5931/1996, 2055/1988) ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η άρνηση της Διοίκησης, όπως, κατόπιν σχετικής αίτησης του ενδιαφερομένου, προβεί σε ανάκληση και παρανόμου ακόμη διοικητικής πράξης δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη δυναμένη να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης. Περαιτέρω, πράξη, διά της οποίας εκδηλώνεται άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει προηγουμένη εκτελεστή πράξη της, έχει εκτελεστό χαρακτήρα και πρέπει να αιτιολογείται νομίμως μόνον εφ’ όσον εκδοθεί κατόπιν νέας κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης, βάσει νέων στοιχείων. Εξ άλλου, η σιωπηρά απόρριψη εκ μέρους της Διοίκησης αιτήματος ανάκλησης διοικητικής πράξης δεν συνιστά παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας, υπό την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του πδ 18/1989 και δεν υπόκειται σε αίτηση ακύρωσης [βλ. ΣτΕ 3108/2008, πρβλ. ΣτΕ 1410/2004 (7μ)]. Με την απόφαση όμως ΣτΕ 92/2016, φαίνεται ότι το Δικαστήριο εμπλουτίζει τη νεότερη και ήδη παγιωθείσα νομολογία για την υποχρέωση ανάκλησης ή ακριβέστερα επανεξέτασης πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα. Πρόκειται για τις αποφάσεις ΣτΕ 370/1997, Ολ 2176 και 2177/2004  και Ολ 1175/2008, που αφορούν την υποχρέωση ανάκλησης/επανεξέτασης αιτημάτων ανάκλησης πράξεων ομοίων προς ακυρωθείσα, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Όλες αυτές οι αποφάσεις υιοθετούν τον ίδιο κανόνα, όπως διατυπώνεται στη μείζονα σκέψη τους, ότι, δηλαδή, αν υποβληθεί αίτηση με έννομο συμφέρον σε εύλογο χρόνο από τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να εξετάσει το αίτημα ανάκλησης και να ανακαλέσει την παράνομη πράξη αφού συνεκτιμήσει το δημόσιο συμφέρον, δικαιώματα καλόπιστων τρίτων και το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα. Με βάση τα κριτήρια αυτά, η Διοίκηση μπορεί να αρνηθεί την ανάκληση σε συγκεκριμένη υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή, οι σιωπηρές ή ρητές πράξεις περί απόρριψης του αιτήματος ανάκλησης είναι εκτελεστές πράξεις. Οι αποφάσεις της Ολομελείας δεν έκαναν υπαγωγή των συγκεκριμένων υποθέσεων στον κανόνα αυτό. Με την απόφαση ΣτΕ 370/1997 του Ε΄ Τμήματος ακυρώθηκε η παράλειψη της Διοίκησης να ανακαλέσει την παράνομη πράξη και όχι απλώς να εξετάσει το αίτημα διότι η σχετική αίτηση υποβλήθηκε με έννομο συμφέρον και σε εύλογο χρόνο από τη δημοσίευση της προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης του δικαστηρίου και διότι το ίδιο το δικαστήριο έκρινε πρωτοτύπως ότι λόγοι δημόσιου συμφέροντος αφενός επέβαλαν την ανάκληση και αφετέρου, λόγω του αντικειμένου της πράξης, δικαιώματα καλόπιστων τρίτων δεν θα ήταν σε κάθε περίπτωση δυνατόν να επιτρέψουν τη διατήρησή της. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, ενόψει της φύσης της διαφοράς που αφορούσε προστασία δασικής έκτασης επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα, το δικαστήριο έκρινε ευθέως τη συνδρομή των κριτηρίων αυτών και δεν αρκέστηκε να διαπιστώσει την παράλειψη της Διοίκησης να εκφέρει σχετική κρίση. Στην πρόσφατη απόφαση ΣτΕ 4763/2014 του Ε΄ Τμήματος, φαίνεται να ακολουθείται διαφοροποιημένη κατεύθυνση στην υπαγωγή σε περίπτωση πολεοδομικής μελέτης. Γίνεται δεκτό ότι η Διοίκηση οφείλει να εξετάσει τη νομιμότητα της μελέτης και, αν διαπιστώσει παρανομία, να προβεί στην ανάκληση, μπορεί όμως και να εκδώσει νέα μελέτη με το ίδιο περιεχόμενο αν η παρανομία δεν εντοπίζεται στο περιεχόμενο της ανακαλουμένης, αλλά στη διαδικασία. Τα τυχόν καλοπίστως αποκτηθέντα δικαιώματα και ο χρόνος που μεσολάβησε λαμβάνονται υπόψη όχι για να κριθεί κατά πόσο είναι επιτρεπτή ή επιβεβλημένη η ανάκληση, αλλά προκειμένου να αντιμετωπιστούν στη νέα πράξη με μεταβατικές ρυθμίσεις, προδήλως στην περίπτωση κατά την οποία η εκδιδόμενη νέα μελέτη διαφοροποιείται κατά περιεχόμενο από την ανακαλουμένη. Από την απόφαση προκύπτει ότι δικαιώματα καλόπιστων τρίτων δεν μπορούν να επηρεάσουν το περιεχόμενο της εκδιδόμενης μετά την ανάκληση μελέτης, αλλά προστατεύονται με τη θέσπιση μεταβατικών ρυθμίσεων.

10. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η μείζων σκέψη των αποφάσεων ΣτΕ Ολ 2176, 2177/2004 δεν έχει μεταβληθεί, αλλά οι διαφοροποιήσεις είναι πάντα στην υπαγωγή, χωρίς πάντως να κλονίζεται ο κανόνας. Τα δικαιώματα καλόπιστων τρίτων μπορούν: α) να επιβάλουν τη διατήρηση της ισχύος της, κατά τα λοιπά παράνομης, πράξης ή β) να συνεκτιμηθούν κατά την έκδοση της νέας πράξης, η οποία θα έχει μεν διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά θα μεριμνά, στο μέτρο του δυνατού, και για τους τρίτους. Άλλου είδους διαφοροποίηση είναι αυτή ανάλογα με το είδος της παρανομίας που διαπιστώνεται (ουσιαστική ή διαδικαστική), η οποία- αυτονοήτως- επηρεάζει το περιεχόμενο της συμμόρφωσης, δηλαδή τις δυνατότητες της Διοίκησης. Εάν επρόκειτο για διαδικαστική πλημμέλεια, η επάνοδος με την ίδια κατά περιεχόμενο πράξη θα προστάτευε, προφανώς, τους τρίτους, για τους οποίους επανέρχεται σε ισχύ η πράξη από την οποία απέκτησαν δικαιώματα. Κατά τα λοιπά, η αναφορά στην επανεξέταση της υπόθεσης “παραλείπεται” στις αποφάσεις κατά την υπαγωγή είτε διότι δεν τίθεται ζήτημα άλλης επιλογής πέρα από την ανάκληση, οπότε οποιαδήποτε επανεξέταση από τη Διοίκηση θα ήταν αλυσιτελής (ΣτΕ 370/1997) είτε διότι εννοείται (σιωπηρά) ότι έλαβε χώρα από τη Διοίκηση, είτε, τέλος, απλώς διότι δεν υπήρχαν ζητήματα προς επανεξέταση που να δικαιολογούν τη διατήρηση της πράξης. Διάφορο είναι το ζήτημα εάν η νομολογία τείνει να γίνει πιο περιοριστική επιβάλλοντας την πληρέστερη εκτίμηση των συμφερόντων των τρίτων. Για να συναχθεί τέτοιο συμπέρασμα, θα πρέπει να γίνει ενδελεχέστερη έρευνα της νομολογίας, με αναζήτηση αποφάσεων στο πλαίσιο των οποίων ετίθετο ζήτημα προσβολής συμφερόντων τρίτων από την ανάκληση, και να φανεί (πάντα από την υπαγωγή) ενδεχόμενη μεταστροφή (μετάβαση από μια κατάσταση όπου αυτά δεν επιδρούν ουσιαστικά στην ανάκληση σε μια κατάσταση όπου την εμποδίζουν).

11. Με την απόφαση ΣτΕ 92/2016, η σχετική νομολογιακή κατασκευή εμπλουτίζεται με την αναγνώριση της υποχρέωσης της Διοίκησης να εξετάζει το αίτημα ανάκλησης διοικητικής πράξης εφόσον συντρέχουν οι περιστάσεις που εκθέτει. Εν προκειμένω, το Ε΄ Τμήμα δέχθηκε ότι, σύμφωνα με τις αρχές του κράτους δικαίου και της νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις του άρθρου 10 του Συντάγματος και 4 παρ. 1 και 5 του ΚΔΔιαδ, σε περίπτωση κατά την οποία εκδόθηκαν, διαδοχικώς, αλλεπάλληλες διοικητικές πράξεις για να ρυθμιστεί η ίδια έννομη κατάσταση που αφορά την εγκατάσταση και λειτουργία δραστηριότητας σε ορισμένη θέση, οι εκδοθείσες δε πράξεις ερείδονται ως προς το κρίσιμο θέμα του επιτρεπτού της εγκατάστασης στην αυτή διάταξη του νόμου και αποτελούν έρεισμα η μια της άλλης και, παραλλήλως, ορισμένες εξ αυτών έχουν περιορισμένη χρονική ισχύ, με αποτέλεσμα επί προσβολής των πράξεων αυτών με διαδοχικές, επίσης, αιτήσεις ακύρωσης να καταργηθεί η δίκη ως προς ορισμένες πράξεις, λόγω της αντικατάστασής τους από μεταγενέστερες, και να ακυρωθούν άλλες πράξεις, λόγω παράβασης του νόμου που εμφιλοχώρησε κατά την έκδοσή τους, η Διοίκηση, έχει, πάντως, την υποχρέωση, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις σε συνδυασμό και με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, να εξετάσει αίτηση του διοικουμένου, που πέτυχε την έκδοση των ακυρωτικών αποφάσεων, με την οποία ζητείται η εκκαθάριση της υπόθεσης στο σύνολό της, προκειμένου να διαπιστωθεί αν παρέμειναν σε ισχύ ορισμένες πράξεις και σε καταφατική περίπτωση να εξετασθεί, με βάση τις συνθήκες της υπόθεσης, αν η διατήρηση σε ισχύ των πράξεων αυτών κατ’ επίκληση του τεκμηρίου της νομιμότητας προσκρούει στις αρχές του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης (πρβλ. ΣτΕ Ολ 1175/2008, σκ. 7, Ολ 2176/2004, σκ. 4, Ολ 2177/2004, σκ. 4, 370/1997 7μ. σκ. 4). Με άλλα λόγια, εν όψει του νομικού και πραγματικού ιστορικού της υπόθεσης, των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας που εκδόθηκαν για την αυτή υπόθεση και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, όπως αυτή εξελίχθηκε, με τη διαδοχική έκδοση διοικητικών πράξεων και δικαστικών αποφάσεων (μεταξύ αυτών, η πράξη χωροθέτησης και η έγκριση περιβαλλοντικών όρων αποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια που ολοκληρώνεται με την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων και οι άδειες εγκαταστάσεως και λειτουργίας, οι οποίες έπονται, είναι συναφείς προς τις πράξεις αυτές), η Διοίκηση είχε υποχρέωση να εξετάσει την αίτηση της αιτούσας, με την οποία η τελευταία, μετά και την έκδοση της απόφασης ΣτΕ 871/2004, ζήτησε την εκκαθάριση εκ μέρους της Διοίκησης του συνόλου της υπόθεσης. Συνεπώς, η σιωπηρή απόρριψη της από 29.11.2005 αίτησης της αιτούσας, έχει εκτελεστό χαρακτήρα, παραδεκτώς δε και εμπροθέσμως προσβάλλεται από την αιτούσα. Και στην περίπτωση αυτή, τόσον η υποχρέωση της Διοίκησης να εξετάσει αίτημα περί ανάκλησης όσο και ο εκτελεστός χαρακτήρας ενδεχόμενης σιωπηρής άρνησής της συνδέονται με την έκδοση δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν διοικητικές πράξεις οι οποίες ρυθμίζουν την ίδια κατάσταση, με συνέπεια να δημιουργείται η ανάγκη εκκαθάρισης του συνόλου της υπόθεσης.

12. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ψήγματα της κατασκευής αυτής απαντούν ήδη στην απόφαση του ίδιου Τμήματος ΣτΕ 3030/2015, με αντικείμενο την εξαφάνιση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απερρίφθη αίτηση ακύρωσης κατά της σιωπηρής άρνησης της αρμόδιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης να ανακαλέσει πράξη του οικείου Πολεοδομικού Γραφείου με την οποία είχε διαταχθεί η διακοπή των εκτελουμένων, βάσει οικοδομικής αδείας εργασιών επί ακινήτου. Και η απόφαση αυτή αναγνωρίζει την υποχρέωση της Διοίκησης να εξετάσει αίτημα ανάκλησης και μάλιστα να ανακαλέσει τη σχετική πράξη (διακοπή εκτελουμένων βάσει οικοδομικής άδειας εργασιών), στηριζόμενη κυρίως στις αρχές της χρηστής διοίκησης. Ειδικότερα, το Ε΄Τμήμα έκρινε ότι η αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης, με την οποίαν απερρίφθη η αίτηση ακύρωσης κατά της σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης να ανακαλέσει την πράξη διακοπής των οικοδομικών εργασιών του αρμοδίου Πολεοδομικού Γραφείου παρίσταται πλημμελής. Είναι μεν αληθές ότι η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση ανάκλησης ούτε των παρανόμων πράξεων αυτής και, συνεπώς, η σιωπηρά απόρριψη σχετικού αιτήματος ανάκλησης δεν συνιστά παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας. Όμως, όταν συντρέχουν οι κατά το Σύνταγμα και τον εκάστοτε ισχύοντα ΓΟΚ προϋποθέσεις, η έκδοση οικοδομικής αδείας είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση και δεν καταλείπεται στην διακριτική ευχέρεια αυτής ούτε επιτρέπεται (πρβλ. ΣΕ 2628/2010, 2433/2008) η ανάκληση χορηγηθείσας οικοδομικής αδείας ή η διακοπή των βάσει αυτής εκτελουμένων οικοδομικών εργασιών, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι η άδεια είναι παράνομη ή εάν συντρέχει άλλος λόγος ανάκλησης, ειδικώς προβλεπόμενος από τον νόμο. Επομένως, εφόσον, εν προκειμένω, στο πλαίσιο επανελέγχου της νομιμότητας της χορηγηθείσας οικοδομικής αδείας, το αρμόδιο για την έκδοση αυτής Πολεοδομικό Γραφείο, παράλληλα με τη διακοπή των οικοδομικών εργασιών, ζήτησε από τις δικαιούχους της οικοδομικής άδειας την προσκόμιση συγκεκριμένων, συμπληρωματικών στοιχείων και αυτές προσεκόμισαν κάποια στοιχεία, στοιχειοθετήθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση βάσει των αρχών της χρηστής διοίκησης υποχρέωση της Υπηρεσίας αυτής να αποφανθεί αιτιολογημένως, λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω προσκομισθέντα στοιχεία, επί της νομιμότητας της χορηγηθείσας οικοδομικής αδείας και, ενδεχομένως να προβεί στην ανάκληση της πράξης διακοπής των οικοδομικών εργασιών. Συνεπώς, η σιωπή της Διοίκησης επί του υποβληθέντος αιτήματος ανάκλησης της, κατά τα ανωτέρω, επιβληθείσης διακοπής των οικοδομικών εργασιών συνιστά παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας, παραδεκτώς δε προσεβλήθη με την αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο εφέσεως, πρέπει δε να εξαφανισθεί, κατά τούτο, η εκκαλουμένη απόφαση.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατη ΓΝΩΜ ΝΣΚ 248/2016, η οποία διευρύνει την υποχρέωση της Διοίκησης να επανεξετάζει ή να ανακαλεί πράξεις της ακολουθώντας πάγιες ερμηνευτικές λύσεις της σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, έστω και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΣτΕ Ολ 2176/2004, περί πράξεων ομοίων προς ακυρωθεισα. [nsk-248-2016-pdf-%cf%85%cf%80%ce%bf%cf%87%cf%81%ce%ad%cf%89%cf%83%ce%b7-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%ba%ce%bb%ce%b7%cf%83%ce%b7%cf%82]

Ειδική βιβλιογραφία: R. Bousta, Essai sur la notion de bonne administration en droit public, Préface de Gérard Marcou, avant-propos de Jacques Caillosse, L’Harmattan, 2010· G. Dellis, Le principe de bonne administration dans la jurisprudence du Conseil d’État hellénique La bonne administration, in Etat – loi – administration : mélanges en l’honneur de Epaminondas P. Spiliotopoulos, Athènes: Sakkoula/Bruxelles: Bruylant, 1998· J. Lassalle, Le principe de bonne administration en droit communautaire, 2008· N. Marty, La notion de bonne administration. A la confluence des droits européens et du droit administratif français, 2007· Β. Γκέρτσου/Δ. Πυργάκη, Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σ. 53 επ. και www.prevedourou.gr, Kατάργηση της διοικητικής διαδικασίας αποζημίωσης του άρθρου 5 του Ν. 1943/1991 (άρθρο 25 του Ν. 4210/2013). Για την προβληματική περί της υποχρέωσης ανάκλησης διοικητικών πράξεων, βλ. Κ. Γώγου, Η δικαστική προσβολή παραλείψεων της διοίκησης, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 111-121· www.prevedourou.gr, Νομολογιακές εξελίξεις στην υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλεί πράξεις όμοιες προς ακυρωθείσα (ΣτΕ 19/2015, κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 933/2012)· www.prevedourou.gr, Νομολογιακές εξελίξεις στην ανάκληση πράξης όμοιας προς ακυρωθεισα (ΣτΕ 4763/2014 7μ). Αναρμοδίως εκδοθείσα έγκριση πολεοδομικής μελέτης (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 30-03-2015)· Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, αρ. περ. 83· Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 2010, αρ. περ. 380-383. Σχόλια στην ΣτΕ 92/2016: Π. Λαζαράτου, Διαδοχική έκδοση διοικητικών πράξεων και δικαστικών αποφάσεων – Αρχή της  χρηστής διοίκησης – Υποχρέωση ανάκλησης, ΘΠΔΔ 2/2016, σ. 163· Ε. Πρεβεδούρου, Διεύρυνση των περιπτώσεων υποχρέωσης ανακλησης διοικητικών πράξεων ή εξέτασης σχετικού αιτήματος υπό το πρίσμα της αρχής της  χρηστής διοίκησης, ΔιΔικ 1/2016, σ. 91. Πρόσφατες αποφάσεις Συμβουλίου της Επικρατείας, ΔΕΕ και ΕΔΔΑ για τη χρηστή διοίκηση, βλ. σε http://www.humanrightscaselaw.gr (χρηστή διοίκηση).

 

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο