Εξελίξεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

Άμεσο αποτέλεσμα της απαίτησης περί αναλογικότητας των κυρώσεων και νομολογιακή μεταστροφή (ΔΕΕ της 8.3.2022, C 205/20, NE κατά Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld, EU:C:2022:168)

Άμεσο αποτέλεσμα της απαίτησης περί αναλογικότητας των κυρώσεων και νομολογιακή μεταστροφή (ΔΕΕ της 8.3.2022, C‑205/20, NE κατά Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld, EU:C:2022:168)

1. απόφαση του Τμήματος μείζονος συνθέσεως του ΔΕΕ, της 8ης Μαρτίου 2022, στην υπόθεση NE κατά Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld, είναι σημαντική για δύο λόγους. Πρώτον, διότι παρέχει διευκρινίσεις ως προς το άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών και, δεύτερον, διότι σηματοδοτεί μια νομολογιακή μεταστροφή, δηλαδή απομάκρυνση από προηγούμενη και μάλιστα πρόσφατη νομολογία. Η μεταστροφή ανάγεται στο άμεσο αποτέλεσμα της αρχής της αναλογικότητας των κυρώσεων όσον αφορά τους αποσπασμένους εργαζομένους και στην κατοχύρωση μια υποχρέωσης περιορισμένης μη εφαρμογής της εθνικής διάταξης μεταφοράς οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, η οποία είναι εν μέρει ασύμβατη προς το δίκαιο της  Ένωσης. Εν προκειμένω, το αυστριακό Landesverwaltungsgericht Steiermark (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας) υπέβαλε προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο σχετικά με το άμεσο αποτέλεσμα της απαίτησης περί αναλογικότητας των κυρώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2014/67/EΕ [1] και ερμηνεύθηκε με τις διατάξεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (C‑645/18, EU:C:2019:1108) και της 19ης Δεκεμβρίου 2019, ΕΧ κ.λπ. (C‑140/19, C‑141/19 και C‑492/19 έως C‑494/19, EU:C:2019:1103) του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με τις συνέπειες τυχόν αρνητικής απάντησης στο εν λόγω ερώτημα.
2. Σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα Μ.  Bobekτο πραγματικό ζήτημα της υπό κρίση υπόθεσης δεν είναι τόσο τι θα πρέπει να πράξει το εθνικό δικαστήριο, αλλά, αντιθέτως, τι θα πρέπει να πράξει το Δικαστήριο (σημείο 3). Τούτο διότι τα προβλήματα που επισημαίνονται στην απόφαση περί παραπομπής του αιτούντος δικαστηρίου οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη σαφούς καθοδήγησης εκ μέρους του ίδιου του Δικαστηρίου. Στο διακύβευμα της διαφοράς, που είναι ήδη θεμελιώδες υπό το πρίσμα των ζητημάτων που συνδέονται με το άμεσο αποτέλεσμα και την υπεροχή των οδηγιών και ευρύτερα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, προστίθεται η ανάλυση της αντίδρασης του Δικαστηρίου στο επίσημο αίτημα μεταστροφής της νομολογίας που διατύπωσε με σαφήνεια ο γενικός εισαγγελέας.
Α. Άμεσο αποτέλεσμα της εφαρμοστέας διάταξης της οδηγίας
3. Το εθνικό δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς τη στάση που πρέπει να υιοθετήσει, δεδομένου ότι, με σειρά προηγούμενων αποφάσεων, αρχής γενομένης από την απόφαση Maksimovic [2], το Δικαστήριο έκρινε ότι διάφορα στοιχεία του αυστριακού συστήματος κυρώσεων για την παράβαση των κατά βάση διοικητικού χαρακτήρα υποχρεώσεων τήρησης εγγράφων σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων αντέβαιναν στην αρχή της αναλογικότητας. Εντούτοις, κατόπιν των αποφάσεων του Δικαστηρίου, ο εθνικός νομοθέτης παρέμεινε αδρανής. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με το τι οφείλει να πράξει σε μια τέτοια περίπτωση. Επισημαίνει μάλιστα ότι τα αυστριακά ανώτερα δικαστήρια έχουν εκδώσει αποκλίνουσα νομολογία επί του θέματος. Αφενός, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), για να υπάρξει συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης, μείωσε και έθεσε ανώτατη τιμή όσον αφορά το συνολικό ποσό των κυρώσεων που μπορούν να επιβληθούν, εξακολουθώντας να επιτρέπει την επιβολή κυρώσεων. Ωστόσο, το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο) ακύρωσε (πλήρως και στο σύνολό τους) τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν βάσει των επίμαχων εθνικών διατάξεων με περισσότερες δικαστικές αποφάσεις. Οι εν λόγω αποφάσεις του Verfassungsgerichtshof ερμηνεύθηκαν από ορισμένα εθνικά δικαστήρια υπό την έννοια ότι η εξακολούθηση της εφαρμογής των επίμαχων κυρώσεων απαγορεύεται πλήρως. Τούτο, ωστόσο, σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί καμία κύρωση επί τη βάσει των διατάξεων που το Δικαστήριο έκρινε ότι αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, μέχρις ότου θεσπιστεί νέα νομοθεσία. Εντούτοις, προκύπτει ότι η πλειονότητα των διοικητικών δικαστηρίων ακολούθησαν τη θέση του Verwaltungsgerichtshof, έστω και αν φαίνεται να καταλήγουν σε διαφορετικά αποτελέσματα: κάποια δικαστήρια καθορίζουν το ποσό της κύρωσης στο ελάχιστο ύψος. Στις λοιπές περιπτώσεις, το συνολικό ποσό της κύρωσης καθορίζεται κατά τρόπο που αντιστοιχεί σχεδόν στο άθροισμα των επιμέρους κυρώσεων που θα είχαν επιβληθεί για κάθε παράβαση. Επιπλέον, πολλοί διοικητικοί δικαστές προέβησαν σε δική τους ερμηνεία της απόφασης Maksimovic και εξακολουθούν να επιβάλλουν σωρευτικές κυρώσεις.
4. Το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά το κατά πόσον αποτελεί το άρθρο 20 της οδηγίας 2014/67, ή, πιο συγκεκριμένα, η απαίτηση περί αναλογικότητας των κυρώσεων που προβλέπεται σε αυτό, διάταξη με άμεσο αποτέλεσμα, με συνέπεια να μπορούν οι διάδικοι να την επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ακόμη και σε περίπτωση μη μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Η βασική δυσκολία οφείλεται στο γεγονός ότι σε μια άλλη απόφαση, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι μια άλλη, πρακτικά ταυτόσημη διάταξη του δικαίου της Ένωσης, το άρθρο 9α της οδηγίας 1999/62, δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα. Ειδικότερα, με την απόφαση Link Logistik [3] το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «προκειμένου η αρχή της αναλογικότητας να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της οδηγίας 1999/62, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θεσπίσουν τις αναγκαίες βάσει του εσωτερικού τους δικαίου νομικές πράξεις, δεδομένου ότι το άρθρο 9α της ως άνω οδηγίας θεσπίζει υποχρέωση που εκ φύσεως απαιτεί την έκδοση πράξεως των ως άνω κρατών μελών, τα οποία διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την υλοποίηση της υποχρεώσεως αυτής στο πλαίσιο του εσωτερικού δικαίου». Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η οδηγία αυτή δεν περιλαμβάνει λεπτομερέστερες διατάξεις σχετικά με τη θέσπιση των εν λόγω εθνικών κυρώσεων και, ειδικότερα, δεν προβλέπει ρητά κριτήρια για την εκτίμηση του αναλογικού χαρακτήρα των κυρώσεων αυτών» (σκέψη 52). Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «το άρθρο 9α της οδηγίας 1999/62, εφόσον χρήζει παρεμβάσεως εκ μέρους των κρατών μελών και απονέμει στα κράτη μέλη σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί, από απόψεως περιεχομένου, ως ανεπιφύλακτο και αρκούντως ακριβές, γεγονός που αποκλείει τυχόν άμεσο αποτέλεσμά του» (σκέψη 53). Πρόσθεσε ότι «[η] αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε, στην πράξη, σε εξάλειψη της εξουσίας εκτιμήσεως που παρέχεται αποκλειστικώς στους εθνικούς νομοθέτες, έργο των οποίων είναι η διαμόρφωση ενός κατάλληλου συστήματος κυρώσεων, εντός του πλαισίου που ορίζει το άρθρο 9α της οδηγίας 1999/62» (σκέψη 54 της απόφασης Link Logistik). Κατόπιν, όσον αφορά το ζήτημα του άμεσου αποτελέσματος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η προβλεπόμενη στο άρθρο 9α της οδηγίας 1999/62 απαίτηση αναλογικότητας των κυρώσεων δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να υποκαταστήσει τον εθνικό νομοθέτη». Κατά τον γενικό εισαγγελέα M. Bobek, υφίστατο διάσταση μεταξύ της πρόβλεψης του άρθρου 20 της οδηγίας 2014/67 και των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου στην υπόθεση Link Logistik (σημείο 22 των προτάσεων στην υπό εξέταση υπόθεση).
5. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εξετάζει τα κριτήρια του αμέσου αποτελέσματος, δηλαδή να είναι η υπό εξέταση διάταξη απαλλαγμένη αιρέσεων και ακριβής [4]. Διαπιστώνει ότι το γράμμα του άρθρου 20 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ διατυπώνει την απαίτηση αναλογικότητας των κυρώσεων με απόλυτους όρους (σκέψη 23 της απόφασης). Το γεγονός ότι η διάταξη αυτή πρέπει να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τον ανεπιφύλακτο χαρακτήρα της απαίτησης αναλογικότητας των προβλεπόμενων σε αυτό κυρώσεων. Όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 20 της οδηγίας 2014/67 είναι αρκούντως ακριβές, καθόσον προβλέπει την απαίτηση αναλογικότητας των κυρώσεων, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η διάταξη αυτή αφήνει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό των εφαρμοστέων κυρωτικών κανόνων σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της οδηγίας, εντούτοις το περιθώριο αυτό οριοθετείται από την απαγόρευση πρόβλεψης δυσανάλογων κυρώσεων, η οποία διατυπώνεται υπό γενικούς και μη αμφίσημους όρους. Έτσι, το Δικαστήριο καταλήγει στο θεαματικό συμπέρασμα ότι, αντιθέτως προς όσα κρίθηκαν στην απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Link Logistik N&N, η απαίτηση αναλογικότητας των κυρώσεων που προβλέπει το άρθρο 20 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η επίκλησή της από ιδιώτη και η εφαρμογή της από τις διοικητικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια (σκέψη 29). Η συλλογιστική επιρρωννύεται από την υπόμνηση ότι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλεται στα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, ακόμη και ελλείψει εναρμόνισης της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των επιβαλλόμενων κυρώσεων. Όταν, στο πλαίσιο μιας τέτοιας εφαρμογής, τα κράτη μέλη επιβάλλουν κυρώσεις, ειδικότερα δε ποινικής φύσεως, οφείλουν να τηρούν το άρθρο 49 παρ. 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, κατά το οποίο η αυστηρότητα της ποινής δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το αδίκημα. Μάλιστα, η αρχή της αναλογικότητας, την οποία απλώς υπενθυμίζει το άρθρο 20 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ, έχει επιτακτικό χαρακτήρα.
Β. Υποχρέωση μη εφαρμογής της εθνικής ρύθμισης κατά το μέρος που είναι αναγκαίο για την επιβολή αναλογικών κυρώσεων
6. Με το δεύτερο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έχει την έννοια ότι επιβάλλει στις εθνικές αρχές την υποχρέωση να αφήνουν ανεφάρμοστη, στο σύνολό της, εθνική ρύθμιση αντίθετη προς την απαίτηση αναλογικότητας των κυρώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ ή αν συνεπάγεται ότι οι εθνικές αρχές αφήνουν την ως άνω ρύθμιση ανεφάρμοστη μόνον κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο για να καταστεί δυνατή η επιβολή αναλογικών κυρώσεων. Η απάντηση του Τμήματος μείζονος συνθέσεως στηρίζεται, όπως γίνεται συστηματικά στο αιτιολογικό των πρόσφατων αποφάσεων, στη νομολογία Popławski [5]. Αφού υπέμνησε την υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου αλλά και τα όριά της, ιδίως δε το γεγονός ότι δεν είναι ιδίως δυνατόν να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου [6], το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι «η αρχή της υπεροχής επιβάλλει στον εθνικό δικαστή στον οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης την υποχρέωση, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των εν λόγω κανόνων στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε εθνική ρύθμιση ή πρακτική, έστω και μεταγενέστερη, η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που έχει άμεσο αποτέλεσμα, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνιση της εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας» (σκέψη 37) [7]. Εν προκειμένω το Δικαστήριο καταλήγει ότι, για να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της απαίτησης αναλογικότητας των κυρώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2014/67, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά κύρωσης επιβληθείσας βάσει των εθνικών κανόνων που εφαρμόζονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν δυνάμει της οδηγίας να αφήσει ανεφάρμοστο το μέρος εκείνο της εθνικής ρύθμισης από το οποίο απορρέει ο δυσανάλογος χαρακτήρας των κυρώσεων, προκειμένου να μπορέσει να επιβάλει αναλογικές κυρώσεις οι οποίες θα διατηρούν συγχρόνως την αποτελεσματικότητα και την αποτρεπτικότητά τους (σκέψη 42). Επομένως, πρόκειται για τη μετάβαση από την υποχρέωση της μη εφαρμογής του συνόλου ενός εθνικού κανόνα που δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης στην πιο οριοθετημένη υποχρέωση της εν μέρει θέσης εκποδών των εθνικών διατάξεων κατά το μέτρο που δεν συνάδουν προς την αρχή της αναλογικότητας.
7. Τέλος, για να απαντήσει στις ανησυχίες που εξέφρασαν η Τσεχική και η Πολωνική Κυβέρνηση, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ερμηνεία αυτή δεν προσκρούει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της νομιμότητας των αξιοποίνων πράξεων και ποινών καθώς και της ίσης μεταχείρισης. Πράγματι, οι παραβάσεις και οι κυρώσεις ήταν καθορισμένες κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Ως εκ τούτου οι πολίτες ήταν σε θέση να γνωρίζουν με βεβαιότητα τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους. Το άμεσο αποτέλεσμα της αρχής της αναλογικότητας δεν συνεπάγεται την επιβολή κυρώσεων βάσει οδηγίας. Οι κυρώσεις στηρίζονται σαφώς στο εθνικό δίκαιο, όπως αυτό έχει εγκύρως θεσπισθεί και τεθεί στη διάθεση των αποδεκτών του, και όχι στην οδηγία. Η απαίτηση περί αναλογικότητας δεν αποτελεί τη βάση επί της οποίας επιβάλλονται κυρώσεις ή βαρύτερες κυρώσεις, αλλά τη βάση επί της οποίας πραγματοποιείται η μείωση των νομίμως επιβληθεισών κυρώσεων ώστε αυτές να καθίστανται σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης. Άλλωστε, δεδομένου ότι η απαίτηση αναλογικότητας την οποία προβλέπει το άρθρο 20 της οδηγίας 2014/67 συνεπάγεται περιορισμό των κυρώσεων τον οποίο πρέπει να τηρούν όλες οι εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή της εν λόγω απαίτησης στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, ενώ συγχρόνως επιτρέπει στις αρχές αυτές να επιβάλλουν διαφορετικές κυρώσεις αναλόγως της σοβαρότητας της παράβασης βάσει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια απαίτηση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Γ. Ρητή νομολογιακή μεταστροφή
8. Επιβάλλεται να τονιστεί εν προκειμένω ότι η λύση που υιοθέτησε το Δικαστήριο όσον αφορά το άμεσο αποτέλεσμα της απαίτησης αναλογικότητας των κυρώσεων που προβλέπει το άρθρο 20 της οδηγίας 2014/67/ΕΕ, συνιστά σημαντική μεταστροφή υπό το πρίσμα της προηγούμενης νομολογίας, πράγμα που οδήγησε τον γενικό εισαγγελέα Μ.  Bobek να διατυπώσει στις προτάσεις του εξαιρετικά πλούσιες και ενδιαφέρουσες σκέψεις. Επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι, αν και το Δικαστήριο ουδέποτε έχει δεχθεί ότι δεσμεύεται επισήμως από τη θεωρία του stare decisis, στην πράξη ακολουθεί την εν λόγω θεωρία. Η ανάγκη συνεπούς αναφοράς στο δικό του νομολογιακό προηγούμενο και διασφάλισης του αυθεντικού χαρακτήρα της νομολογίας του συνεπάγεται ότι το Δικαστήριο σπανίως προβαίνει σε ρητή ανατροπή. Συνήθως αντιμετωπίζει την υπόθεση ως εξαίρεση ή επεξηγεί αναδρομικώς τη νομολογία του προκειμένου να «ταιριάξουν» τα διάφορα κομμάτια του παζλ και να επέλθει «διευκρίνισή» τους. Ένα γνωστό παράδειγμα συναφώς αποτελεί η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1996, Dillenkofer κ.λπ. (C‑178/94, C‑179/94 και C‑188/94 έως C‑190/94, EU:C:1996:375, σκέψεις 20 επ.), η οποία εξορθολόγισε την προγενέστερη νομολογία σχετικά με την ευθύνη του κράτους για τις ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης. Στις σπάνιες περιπτώσεις ρητής ανατροπής, οι διευκρινίσεις που παρέχει το Δικαστήριο όσον αφορά τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η υιοθέτηση διαφορετικής θέσης είναι πενιχρές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο περιορίζεται στην αναγνώριση της ύπαρξης διαφορετικού νομολογιακού προηγουμένου και επισημαίνει ότι υιοθετεί διαφορετική ερμηνεία [8]. Σε άλλες περιπτώσεις, προκύπτει ότι το Δικαστήριο μετέβαλε την άποψή του λόγω των περιστάσεων και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν σε μεταγενέστερη υπόθεση [9] ή διευκρινίζει την προηγούμενη θέση του υπό το πρίσμα των οψιγενών αυτών λόγων, όπως συνέβη με την απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017,  M.A.S. και M.B. (C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 28), σχετικά με την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Taricco κ.λπ. (C‑105/14, EU:C:2015:555). Το Δικαστήριο αποκλίνει με μεγαλύτερη ευκολία από την προγενέστερη νομολογία του υπό το πρίσμα συνταγματικών εξελίξεων ή τροποποιήσεων της Συνθήκης, όπως στην περίπτωση της απόφασης της 15ης Μαρτίου 2005, Bidar (C‑209/03, EU:C:2005:169), σχετικά με τις αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1988, Lair (39/86, EU:C:1988:322), και της 21ης Ιουνίου 1988, Brown (197/86, EU:C:1988:323). Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις, το Δικαστήριο εξακολουθεί να παραπέμπει σε προηγούμενες αποφάσεις του ως «πάγια νομολογία», παρά το γεγονός ότι η νέα απόφαση καταλήγει σε διαφορετικό συμπέρασμα, όπως με τις αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility (C‑574/16, EU:C:2018:390), και Montero Mateos (C‑677/16, EU:C:2018:393), σε σχέση με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683). Είναι εξαιρετικά σπάνιες οι περιπτώσεις που το Δικαστήριο προβαίνει ρητώς σε επανεξέταση της προηγούμενης ερμηνείας του, αναλύει το νομολογιακό του προηγούμενο και εξηγεί τους λόγους που οδηγούν σε διαφορετικό συμπέρασμα  [10].
9. Όσον αφορά την υπό εξέταση υπόθεση, ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι, καίτοι δεν είναι ευχάριστο το γεγονός ότι το νομολογιακό προηγούμενο που πρόκειται να ανατραπεί είναι σχετικώς πρόσφατο, αφού η απόφαση Link Logistik δημοσιεύθηκε το 2018, η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης υπερισχύει τέτοιων ζητημάτων. Υπενθυμίζει ότι κάποια εκ των πλέον σημαντικών παραδειγμάτων ανατροπής από το Δικαστήριο συνέβησαν σε σχετικώς μικρό χρονικό διάστημα μετά την έκδοση του ανατραπέντος νομολογιακού προηγουμένου [11]. Τούτο είναι εύλογο, λαμβανομένου υπόψη ότι συχνά η έκδοση μιας απόφασης του Δικαστηρίου δίνει το έναυσμα για συζήτηση η οποία οδηγεί τα εθνικά δικαστήρια στη διατύπωση συμπληρωματικών ερωτημάτων, θέτοντας στη διάθεση του Δικαστηρίου επιπλέον πληροφορίες ή επιχειρήματα. Σε ορισμένες από τις πλέον πρόσφατες περιπτώσεις, το Δικαστήριο παρέπεμψε τις υποθέσεις στο τμήμα μείζονος συνθέσεως όταν κλήθηκε ρητώς να επανεξετάσει προηγούμενη θέση του [12]. Πράγματι, όταν το νομολογιακό προηγούμενο που πρόκειται να ανατραπεί χρονολογείται ήδη από πολλών ετών, ή ακόμη και δεκαετιών, η εγκατάλειψή του από το Δικαστήριο δεν είναι τόσο προβληματική και μπορεί να δικαιολογηθεί με το επιχείρημα της εξέλιξης της έννομης τάξης της Ένωσης [13]. Τέλος, ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει ότι, στο μέτρο που δεν υφίσταται επίσημος κανόνας περί stare decisis, τα διάφορα τμήματα του Δικαστηρίου είναι ελεύθερα να επανεξετάσουν το νομολογιακό προηγούμενο. Εύστοχα επισημαίνει ότι η λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ της εποικοδομητικής επανεξέτασης προηγούμενων αποφάσεων, της εξέλιξης της νομολογίας και της σιωπηρής μεταστροφής καθιστά αρκετά δυσχερή τη θέσπιση και την εφαρμογή οποιουδήποτε τυποποιημένου κανόνα σχετικά με την ανάθεση όλων των υποθέσεων που αφορούν αναθεώρηση της νομολογίας στο τμήμα μείζονος συνθέσεως. Ωστόσο, υπό την τρέχουσα διάρθρωση του Δικαστηρίου ως θεσμικού οργάνου, κατά την οποία το τμήμα μείζονος συνθέσεως απολαύει ιδιαίτερου καθεστώτος, μιας οιονεί συνταγματικής θέσεως, εντός του Δικαστηρίου και του αντίστοιχου ενισχυμένου κύρους εντός και εκτός του Δικαστηρίου, η  σκοπούμενη ανατροπή των νομολογιακών προηγουμένων θα πρέπει να συγκαταλέγεται στα προνόμια και στα καθήκοντά του. Αυτό πρέπει να συμβαίνει ιδίως σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, στις οποίες δεν υπάρχει εύλογος χώρος για «διάκριση» ή «διευκρίνιση» της υποθέσεως, αλλά, δεδομένης της σημαντικής απόκλισης από τον προηγούμενο νομολογιακό κανόνα, είναι αναγκαία η ρητή μεταστροφή για την αποφυγή σύγχυσης. Με άλλα λόγια, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διαφυλαχθεί το κύρος της νομολογίας του Δικαστηρίου, θα ήταν σκόπιμο, αφ’ ης στιγμής εντοπισθεί μια προβληματική απόφαση και τεθεί ζήτημα αποκλίσεως από αυτήν, να επιλαμβάνεται της υποθέσεως κατά προτίμηση το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου [14]. Τούτο δεν εμποδίζει την πραγματοποίηση συνεχούς και παράλληλης θεωρητικής ανάλυσης σε άλλες συνθέσεις του Δικαστηρίου. Πράγματι, οι μεγαλύτεροι επίσημοι δικαστικοί σχηματισμοί σπανίως μπορούν να βρίσκουν νέες κατευθύνσεις, αλλά  φαίνεται ότι είναι αρκετά καλοί στο να επιλέγουν με τρόπο αυθεντικό από ένα ευρύ φάσμα επιλογών.
10. Ιδιαιτέρως οξυδερκείς είναι οι παρατηρήσεις του γενικού εισαγγελέα ως προς την «ψυχολογία» των ανωτάτων δικαστηρίων σε σχέση με τις νομολογιακές μεταστροφές. Επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι η σκοπούμενη ανατροπή πρέπει να πραγματοποιείται  ρητώς. Στη συνέχεια, διαπιστώνει ότι όλα τα ανώτατα δικαστήρια ενδιαφέρονται για τη φήμη και το κύρος τους. Τα στοιχεία αυτά είναι ζωτικής σημασίας για την επιτέλεση του έργου τους, αλλά και για τη διαφύλαξη της θέσης τους γενικώς. Επομένως, ένα ανώτατο δικαστήριο, εξ ορισμού, δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένο όταν οι κρίσεις του αποδεικνύονται εσφαλμένες, αν πράγματι ανακύψει ποτέ τέτοιο ενδεχόμενο. γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει συναφώς την ειρωνική παρατήρηση που διατυπώθηκε πριν από καιρό από τον δικαστή R. H. Jackson στη σύμφωνη γνώμη του στην απόφαση Brown v.Allen, 344 U.S. 443 (1953), 540: «Οι αποφάσεις μας δεν είναι αμετάκλητες επειδή είναι αλάνθαστες, αλλά είναι αλάνθαστες για τον λόγο και μόνον ότι είναι αμετάκλητες». Όμως, η διαπίστωση, στο πλαίσιο συστήματος που θεωρεί εαυτό στηριζόμενο στον δικαστικό διάλογο, ότι ο ένας εκ των συνομιλητών ουδέποτε σφάλλει προκαλεί έκπληξη, ενίοτε δε και απογοήτευση. Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο αυτό, η αδυναμία να παραδέχεται κανείς ότι έσφαλε ούτε ένδειξη διαλόγου αποτελεί, αλλά ούτε και ένδειξη πραγματικής αυτοπεποίθησης και κύρους.
11. Στο σημείο αυτό, θα ήταν σκόπιμη η υπόμνηση της πρόσφατης προσέγγισης του Συμβουλίου της Επικρατείας όσον αφορά τη μεταστροφή της νομολογίας επί ζητημάτων ερμηνείας κανόνων του θετικού δικαίου. Πρόκειται για τις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 799-803/2021, με τις οποίες η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αποδόμησε το καθεστώς της ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας που το ίδιο είχε διαπλάσει με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η μεταστροφή αυτή αποτελεί φαινόμενο σύμφυτο με το δικαιοδοτικό έργο και αναγκαίο μέσο για την περαιτέρω εξέλιξη της νομολογίας, τα δε δικαστήρια διαθέτουν την εξουσία προς πραγματοποίησή της. Κατά συνέπεια, η νομολογιακή μεταστροφή δεν παραβιάζει τις απορρέουσες από το Σύνταγμα (ΣτΕ Ολ 1738/2017) και την ΕΣΔΑ αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης -από τις οποίες άλλωστε δεν απορρέει δικαίωμα στη σταθερότητα της νομολογίας (απόφαση του ΕΔΔΑ της 29.1.2019, Orlen Lietuva Ltd. κατά Λιθουανίας, 45849/13, σκ. 80)-, παρά μόνον εάν αυτή παρίσταται αυθαίρετη ή παντελώς στερούμενη αιτιολογίας (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22.5.2018, Jurešκατά Κροατίας, 24079/11, σκέψη 44, της 30.10.2010, της 12.1.2016, Borg κατά Μάλτας, 37537/13, σκέψη 111, S.SBalikli çeşme Beldesi Tarim Kalkinma Kooperatifi κ.λπ. κατά Τουρκίας, 35703/05, σκέψη 28). Εξάλλου, οι ως άνω αρχές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με την αρχή της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ουδόλως υποχρεώνουν τα δικαστήρια σε χρονική μετάθεση των εννόμων συνεπειών που συνεπάγεται η νομολογιακή μεταστροφή και, ειδικότερα, στην εφαρμογή των κανόνων και αρχών που αποτελούν το αντικείμενό της στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση της απόφασης που την επιφέρει υποθέσεις, εκτός εάν η μεταστροφή αφορά α) σε ζητήματα παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου μέσου (ΣτΕ Ολ 3596/1971, Ολ 605/2008, 4304/2001, 1587/2007 7μ, 1023/2009 7μ, 1913/2010 7μ, 2436/2012 7μ, 2131/2015 1898/2016 7μ, 170/2017 7μ, βλ. και απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.5.2020, Gil Sanjuan κατά Ισπανίας, 48297/15, σκ. 36-44), β) σε δικαιώματα, αξιώσεις ή εύλογες προσδοκίες, οι οποίες ερείδονται επί παγιωθείσας νομολογίας και καθίστανται, για τον λόγο αυτό, άξιες προστασίας παρά τη μεταστροφή που συνεπάγεται την εφεξής μη αναγνώρισή τους. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, δεν νοείται άμεση εφαρμογή κανόνα αποτελούντος προϊόν νομολογιακής μεταστροφής κατά παραβίαση της αρχής της προβλεψιμότητας (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 26.5.2020, Gil Sanjuan κατά Ισπανίας, της 19.2.2013, Petko Petkov Βουλγαρίας, 2834/06 σκ. 33, της 7.7.2011, Serkov κατά Ουκρανίας, 39766/05, σκ. 40) [15].

 

 

[1] Του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εφαρμογή της οδηγίας 96/71/ΕΚ σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μέσω του Συστήματος Πληροφόρησης για την εσωτερική αγορά, ΕΕ 2014, L 159, σ. 11.

[2] Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Maksimovic κ.λπ. (C‑64/18, C‑140/18, C‑146/18 και C‑148/18, EU:C:2019:723)· διατάξεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Bezirkshauptmannschaft Hartberg‑Fürstenfeld (C-645/18, EU:C:2019:1108), και EX κ.λπ. (C‑140/19, C‑141/19 και C‑492/19 έως C‑494/19, EU:C:2019:1103).

[3] Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Link Logistik N&N (C‑384/17, EU:C:2018:810).

[4] Απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, RTS infra και Aannemingsbedrijf Norré-Behaegel, C‑387/19, EU:C:2021:13, σκέψη 46.

[5] Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530. Για την απόφαση αυτή βλ. A. Rigaux/D. Simon, L’arrêt Poplawski 2 : accroc limité ou ébranlement général dans la mise en œuvre de la primauté par le juge national?, Europe 2019, étude 7.

[6] Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal, C‑882/19, EU:C:2021:800, σκέψη 72.

[7] Αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 58 και 61, και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 252.

[8] Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 3ης Απριλίου 1968, Molkerei-Zentrale Westfalen κατά Lippe (28/67, EU:C:1968:17), σχετικά με την απόφαση της 16ης Ιουνίου 1966, Lütticke (57/65, EU:C:1966:34)· και της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449), σχετικά με την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Akrich (C‑109/01, EU:C:2003:491).

[9] Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 22ας Μαΐου 1990, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου – Chernobyl (C‑70/88, EU:C:1990:217, σκέψη 16), σχετικά με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου – Επιτροπολογία (302/87, EU:C:1988:461)· ή απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, Keck και Mithouard (C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905), σχετικά με την απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Rewe-Zentral (Cassis de Dijon) (120/78, EU:C:1979:42).

[10] Βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1990, HAG GF (C‑10/89, EU:C:1990:359, σκέψεις 10 επ.) και, ιδίως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην ίδια υπόθεση (EU:C:1990:112), σχετικά με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 1974, Van Zuylen (HAG I) (192/73, EU:C:1974:72).

[11] Απόφαση της 22ας Μαΐου 1990, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου – Chernobyl (C‑70/88, EU:C:1990:217), σχετικά με την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου – Επιτροπολογία (302/87, EU:C:1988:461), η οποία απείχε μόλις 20 μήνες.

[12] Αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility (C‑574/16, EU:C:2018:390), και Montero Mateos (C‑677/16, EU:C:2018:393), σχετικά με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683).

[13] Απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, Syndicat CFTC (C‑463/19, EU:C:2020:932), σχετικά με την απόφαση (της ολομέλειας) της 12ης Ιουλίου 1984, Hofmann (184/83, EU:C:1984:273).

[14] Υπογραμμίζοντας την ανάγκη παραπομπής μιας υπόθεσης ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως σε περίπτωση μεταστροφής, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Puffer (C‑460/07, EU:C:2008:714, σημείο 56). Για πρόσφατο πρακτικό παράδειγμα, βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Santen (C‑673/18, EU:C:2020:531), σχετικά με την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Neurim Pharmaceuticals (1991) (C‑130/11, EU:C:2012:489).

[15] Για το θέμα των νομολογιακών μεταστροφών βλ. Σπ. Βλαχόπουλου, Οι συνταγματικές διαστάσεις της μεταβολής της νομολογίας, Εκδόσεις Ευρασία, 2019, Β. Χριστιανού, Οι μεταστροφές της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, Chloé Pros-Phalippon, Le juge administratif et les revirements de jurisprudence, LGDJ 2018, E. Carpano (dir.), Le revirement de jurisprudence en droit européen : Bruxelles, Bruylant, 2012.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο