Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

΄Αμεσο αποτελέσμα των οδηγιών – Δυνατότητα επίκλησης των οδηγιών παρά την έλλειψη μεταφοράς τους στην εθνική έννομη τάξη (ΔΕΕ της 12ης Δεκεμβρίου 2013, C-425/12, Portgás Sociedade de Produção e Distribuição de Gás)

΄Αμεσο αποτελέσμα των οδηγιών – Δυνατότητα επίκλησης των οδηγιών παρά την έλλειψη μεταφοράς τους στην εθνική έννομη τάξη (ΔΕΕ της 12ης Δεκεμβρίου 2013, C-425/12, Portgás Sociedade de Produção e Distribuição de Gás)

1. Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας N. Wahl στις προτάσεις που ανέπτυξε για την υπόθεση αυτή, «[ε]νώ το Δικαστήριο οργάνωσε προσφάτως εκδηλώσεις για την πεντηκοστή επέτειο από την έκδοση της αποφάσεως van Gend & Loos [ΔΕΚ της 5ης Φεβρουαρίου 1963, 26/62 (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 863). Βλ. Cour de justice de l’Union européenne, 50e anniversaire de l’arrêt Van Gend en Loos, 1963-2013, Actes du colloque-Luxembourg 13 mai 2013], οι συζητήσεις σχετικά με τις συνέπειες της αναγνώρισης του άμεσου αποτελέσματος του δικαίου της Ένωσης δεν έχουν παύσει». Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά την έκταση του άμεσου αποτελέσματος των οδηγιών. Τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η επίκληση μιας οδηγίας η οποία δεν έχει ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο διευκρίνισε περαιτέρω το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, C-425/12, Portgás Sociedade de Produçãoe Distribuição de Gás [βλ. M. Amilhat, La CJUE apporte des précisions utiles quant à l’invocabilité des directives, AJDA 11/2014, σ. 630˙ D. Simon, Effet direct, Europe, février 2014, n° 53].

2. Ειδικότερα, ανέκυψε το ζήτημα αν και, ενδεχομένως, υπό ποιες προϋποθέσεις, το κράτος μπορεί να επικαλεσθεί έναντι παραχωρησιούχου δημόσιας υπηρεσίας, που έχει την ιδιότητα αναθέτουσας αρχής, ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, σε περίπτωση που η οδηγία δεν έχει μεταφερθεί εντός των προβλεπομένων προθεσμιών στο εσωτερικό δίκαιο. Η αίτηση προδικαστικής απόφασης υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς μεταξύ της πορτογαλικής εταιρίας Portgás και του Υπουργείου Γεωργίας, Θαλάσσης, Περιβάλλοντος και Χωροταξίας της Πορτογαλίας με αντικείμενο απόφαση με την οποία διατάχθηκε η ανάκτηση της χρηματοδοτικής ενίσχυσης που είχε χορηγηθεί στην εν λόγω εταιρία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, επειδή κατά την προμήθεια μετρητών φυσικού αερίου από άλλη εταιρία η Portgás δεν τήρησε ορισμένες εφαρμοστέες στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Το ζήτημα διαρθρώνεται σε δύο πτυχές που απορρέουν από το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν πορτογαλικό δικαστήριο. Ειδικότερα, το ΔΕΕ κλήθηκε να διευκρινίσει αν μπορεί να αντιταχθεί σε εταιρία που είναι παραχωρησιούχος δημόσιας υπηρεσίας και στην οποία έχουν χορηγηθεί αποκλειστικά δικαιώματα το κάθετο άμεσο αποτέλεσμα οδηγίας που δεν έχει μεταφερθεί στην εθνική έννομη τάξη (Α). Στη συνέχεια, εξέτασε κατά πόσον ένα κράτος μέλος που δεν μετέφερε την οδηγία στην εθνική έννομη τάξη μπορεί να επικαλεσθεί τις διατάξεις της μη μεταφερθείσας οδηγίας κατά ενός παραχωρησιούχου δημόσιας υπηρεσίας (Β). Μολονότι το ζήτημα της δυνατότητας επίκλησης μιας οδηγίας έναντι φορέα που έχει την ιδιότητα παραχωρησιούχου δημόσιας υπηρεσίας δεν τίθεται για πρώτη φορά, όπως προκύπτει από πάγια πλέον νομολογία, η υπόθεση εμφανίζει μια σχετική ιδιαιτερότητα στον βαθμό που την εν λόγω δυνατότητα επίκλησης διεκδικεί κρατική αρχή.

Α – Δυνατότητα επίκλησης των διατάξεων μη μεταφερθείσας στο εθνικό δίκαιο οδηγίας έναντι παραχωρησιούχου δημόσιας υπηρεσίας και αναθέτοντος φορέα

3. Επιβάλλεται, κατ’αρχάς, η διευκρίνιση ότι η υπόθεση αφορά τις διατάξεις των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 14, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, περίπτωση i, της οδηγίας 93/38, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις της ακρίβειας, της σαφήνειας και του απαλλαγμένου αιρέσεων χαρακτήρα, ώστε να είναι δυνατή η επίκλησή τους έναντι του κράτους μέλους που παρέλειψε να τις μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη.

4. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σε κάθε περίπτωση που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, είτε όταν το κράτος αυτό παραλείπει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προβαίνει σε πλημμελή μεταφορά της [ΔΕΚ της 19ης Ιανουαρίου 1982, 8/81, Becker, Συλλογή 1982, σ. 53, σκέψη 25, και της 24ης Ιανουαρίου 2012, C-282/10, Dominguez, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Αντίθετα, οι οδηγίες που δεν έχουν μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο δεν δημιουργούν υποχρεώσεις για τους ιδιώτες, επομένως δυνατότητα επίκλησης νοείται έναντι του κράτους και μόνο και όχι έναντι ιδιωτών [αποκλείεται δηλαδή το οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών. Βλ. ΔΕΚ της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall, Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 49, της 8ης Οκτωβρίου 1987, 80/86, Kolpinghuis Nijmegen, Συλλογή 1987, σ. 3969, σκέψη 9, της 14ης Ιουλίου 1994, C‑91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. I‑3325, σκέψη 20, και Dominguez, σκέψη 37]. Tούτο διότι, δυνάμει του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της οδηγίας, στον οποίο στηρίζεται η δυνατότητα επίκλησής της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, υφίσταται μόνο έναντι «κάθε κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται» [επικριτικός συναφώς ο T. Tridimas, Horizontal effect of directives: a missed opportunity?, ELR 1994, σ. 621].

5. Το Δικαστήριο ερμηνεύει διασταλτικά την έννοια του κράτους. Ειδικότερα, η επίκληση των διατάξεων οδηγιών που δεν έχουν μεταφερθεί στην εθνική έννομη τάξη και έχουν άμεσο αποτέλεσμα υπό την ανωτέρω έννοια (είναι δηλαδή απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς) μπορεί να γίνει κατά του ολιγωρούντος κράτους, ανεξάρτητα από την ιδιότητα υπό την οποία αυτό ενεργεί, δηλαδή ως εργοδότης ή ως δημόσια αρχή, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποβεί για το κράτος επωφελής η μη συμμόρφωσή του προς το δίκαιο της Ένωσης [αποφάσεις Marshall, σκέψη 49, της 12ης Ιουλίου 1990, C-188/89, Foster κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-3313, σκέψη 17, Dominguez, σκέψη 38]. Συγκεκριμένα, μεταξύ των φορέων έναντι των οποίων είναι δυνατή η επίκληση των ως άνω διατάξεων οδηγιών περιλαμβάνονται, κατά πάγια νομολογία, και οι οργανισμοί, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής τους, στους οποίους έχει ανατεθεί με πράξη της δημόσιας αρχής η παροχή υπηρεσίας δημόσιου συμφέροντος υπό την εποπτεία της αρχής αυτής και οι οποίοι έχουν, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με το δίκαιο που διέπει τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών [αποφάσεις Foster κ.λπ., σκέψη 20, της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑343/98, Collino και Chiappero, Συλλογή 2000, σ. I-6659, σκέψη 23, της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C-157/02, Rieser Internationale Transporte, Συλλογή 2004, σ. I-1477, σκέψη 24, της 19ης Απριλίου 2007, C-356/05, Farrell, Συλλογή 2007, σ. I-3067, σκέψη 40, Dominguez, σκέψη 39]. Με άλλα λόγια, δύο προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν ώστε να είναι δυνατή η επίκληση των διατάξεων μη μεταφερθείσας οδηγίας κατά ιδιωτικής επιχείρησης: πρώτον, να έχει παραχωρηθεί στην εν λόγω επιχείρηση αποκλειστικά υπηρεσία δημοσίου συμφέροντος την οποία παρέχει υπό την εποπτεία δημόσιας αρχής και δεύτερον, να διαθέτει η συγκεκριμένη επιχείρηση εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες [Rieser Internationale Transporte, σκέψεις 25 έως 27]. Μόνη η ιδιότητα του αναθέτοντος φορέα δεν επιτρέπει να θεωρηθεί apriori ότι η επιχείρηση [εν προκειμένω η Portgás] εμπίπτει στη λειτουργική έννοια του κράτους ώστε να της αντιταχθούν οι διατάξεις οδηγίας που δεν έχει μεταφερθεί στην εθνική έννομη τάξη.

6. Όσον αφορά, ειδικά, την εποπτεία εκ μέρους των κρατικών αρχών, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει τα τρία κλασικά κριτήρια από τα οποία μπορεί να συναχθεί η ύπαρξή της και διαπιστώνει ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία για να αποφανθεί ως προς τη συνδρομή τους στην περίπτωση της επιχείρησης Portgás: πρώτον, το εταιρικό της κεφάλαιο δεν ανήκε κατά πλειοψηφία στο Πορτογαλικό Δημόσιο, δεύτερον το εν λόγω Δημόσιο δεν μπορούσε να διορίζει τα μέλη των οργάνων διαχείρισης και εποπτείας ούτε, τρίτον, να δίνει οδηγίες σχετικά με τη διαχείριση της δραστηριότητας δημόσιας υπηρεσίας που παρέχει η επιχείρηση [σκέψη 29 της απόφασης].

7. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διευκρινίζει την έννοια των προνομίων δημοσίου δικαίου –έννοια ταυτόσημη προς αυτή των εξαιρετικών εξουσιών– που πρέπει να διαθέτει μια επιχείρηση προκειμένου να αποτελεί προέκταση του κράτους με περαιτέρω συνέπεια τη δυνατότητα να της αντιταχθούν οι διατάξεις της μη μεταφερθείσας στο εθνικό δίκαιο οδηγίας. Υιοθετώντας τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο δέχεται ότι το γεγονός ότι μια επιχείρηση απολαύει, βάσει σύμβασης παραχώρησης, ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων δεν σημαίνει ότι έχει και εξαιρετικές εξουσίες. Έτσι, έκρινε ότι το γεγονός ότι εν προκειμένω η Portgás μπορούσε να ζητήσει να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες απαλλοτριώσεις για την εγκατάσταση και την εκμετάλλευση των υποδομών, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να τις πραγματοποιήσει μόνη της, δεν αρκεί, αυτό καθεαυτό, για να γίνει δεκτό ότι η επιχείρηση αυτή διέθετε εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με το δίκαιο που διέπει τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Η ανωτέρω διευκρίνιση είναι σημαντική, στο μέτρο που διατυπώνεται για πρώτη φορά από το Δικαστήριο, το οποίο επιβάλλει μια in concreto ανάλυση των εξουσιών που διαθέτει η επιχείρηση και αρνείται να εξομοιώσει τα ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα προς εξαιρετικές εξουσίες ή προνόμια δημοσίου δικαίου. Η ανάλυση, πάντως, αυτή φαίνεται αντίθετη προς τον κοινοτικό ορισμό των ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων. Πράγματι, το άρθρο 2 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ ορίζει ως ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα τα δικαιώματα που απορρέουν από άδεια που χορηγείται από αρμόδια αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, μέσω οιασδήποτε νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης που έχει ως αποτέλεσμα να ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους φορείς η άσκηση δραστηριότητας η οποία συνιστά δημόσια υπηρεσία [α) η διάθεση ή η εκμετάλλευση σταθερών δικτύων σχεδιασμένων για να παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες στον τομέα της παραγωγής, της μεταφοράς ή της διανομής: i) πόσιμου νερού ή ii) ηλεκτρισμού ή iii) αερίου ή θερμότητας ή η τροφοδότηση των δικτύων αυτών με πόσιμο νερό, ηλεκτρισμό, αέριο ή θερμότητα˙ β) η εκμετάλλευση μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής, με σκοπό: i) την αναζήτηση, συλλογή ή εξόρυξη πετρελαίου, αερίου, άνθρακα ή άλλων στερεών καυσίμων ή ii) τη διάθεση αερολιμένων, θαλάσσιων ή ποτάμιων λιμένων ή άλλων τερματικών σταθμών μεταφορικών μέσων σε αεροπορικούς, θαλάσσιους ή ποτάμιους μεταφορείς˙ γ) η εκμετάλλευση δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό στους τομείς των μεταφορών με σιδηρόδρομο, αυτόματα συστήματα, τραμ, τρόλεϊ, λεωφορεία ή καλώδιο˙ δ) η διάθεση ή εκμετάλλευση δημοσίων τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή η παροχή μιας ή περισσοτέρων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών προς το κοινό]. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αποκλειστική παραχώρηση σε μια επιχείρηση της δυνατότητας να ασκεί μια δραστηριότητα που της επιτρέπει να την επικαλείται έναντι των ανταγωνιστών της στην αγορά συνιστά εξαιρετική εξουσία. Το Δικαστήριο δεν υιοθετεί, πάντως, την ανάλυση αυτή και λαμβάνει υπόψη τις εξουσίες που πράγματι ασκεί η εν λόγω επιχείρηση [τις οποίες, ωστόσο, στην περίπτωση της Portgás, δεν μπορεί να ελέγξει το ίδιο το Δικαστήριο, ελλείψει επαρκών στοιχείων]. Με τον τρόπο αυτό περιορίζει τις περιπτώσεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εξαιρετικές εξουσίες.

8. Οι διευκρινίσεις που παρέχει το Δικαστήριο ως προς τα πρόσωπα έναντι των οποίων μπορεί να αντιταχθεί μια μη μεταφερθείσα στο εθνικό δίκαιο οδηγία δεν αποκλίνουν από την πάγια νομολογία του. Αντίθετα, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσέγγιση του Δικαστηρίου όσον αφορά τα πρόσωπα που μπορούν να επικαλεστούν τις μη μεταφερθείσες διατάξεις της οδηγίας.

Β – Δυνατότητα επίκλησης των διατάξεων μη μεταφερθείσας στο εθνικό δίκαιο οδηγίας από κρατική αρχή έναντι οντότητας χαρακτηριζόμενης ως «φορέα που αποτελεί προέκταση του κράτους»

9. Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι δεν διέθετε επαρκή στοιχεία για να αποφανθεί αν η Portgás ασκούσε όντως δημόσια υπηρεσία υπό την εποπτεία κρατικής αρχής και διέθετε συναφώς εξαιρετικές εξουσίες. Δέχθηκε όμως να εξετάσει κατά πόσον οι απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς διατάξεις μη μεταφερθείσας στο εθνικό δίκαιο οδηγίας θα μπορούσαν να αντιταχθούν στην Portgás και από τις πορτογαλικές αρχές στην περίπτωση κατά την οποία θα διαπιστωνόταν ότι η επιχείρηση αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ των φορέων έναντι των οποίων χωρεί επίκληση των ως άνω διατάξεων υπό τις προϋποθέσεις της πάγιας νομολογίας, δηλαδή αποτελεί προέκταση του κράτους. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο έχει μέχρι τώρα δεχθεί ότι μόνον οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται διατάξεις οδηγίας έναντι οργανισμού που είναι επιφορτισμένος με την παροχή υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος υπό την εποπτεία δημόσιας αρχής και διαθέτει σχετικώς εξαιρετικές εξουσίες [αποφάσεις Foster κ.λπ., σκέψεις 18 και 20, και Dominguez, σκέψεις 38 και 39].

10. Προκειμένου να κρίνει αν η δυνατότητα αυτή πρέπει να αναγνωριστεί και στις κρατικές αρχές, το Δικαστήριο εκκινεί από διαφορετική αφετηρία. Πράγματι, το ζήτημα αυτό δεν εμπίπτει στην ανωτέρω κλασική συζήτηση για το κάθετο άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών [δυνατότητα επίκλησής τους από τους ιδιώτες έναντι του κράτους υπό την ανωτέρω ευρεία, λειτουργική έννοια]. Αυτό οφείλεται στο ότι οι «δύο πόλοι της κάθετης σχέσης που χαρακτηρίζει το άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών» [D. Simon, La directive européenne, Dalloz, 1997, σ. 73] συνίστανται στην παρουσία, αφενός, «κράτους μέλους» –ή κρατικού φορέα ή φορέα που αποτελεί προέκταση του κράτους– έναντι του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων οδηγίας η οποία δεν έχει μεταφερθεί ή έχει μεταφερθεί πλημμελώς και, αφετέρου, ενός «ιδιώτη», ο οποίος είναι και ο μόνος που μπορεί να επικαλεσθεί τις διατάξεις οδηγίας μετά την παρέλευση της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Βάσει της διατύπωσης που χρησιμοποίησε αρχικώς ο δικαστής της Ένωσης, η καθιέρωση του άμεσου αποτελέσματος στηρίζεται στην «επαγρύπνηση των ενδιαφερομένων ιδιωτών για την προστασία των δικαιωμάτων τους» [van Gend & Loos, σ. 25]. Άλλωστε, θα ήταν αντίθετο με τη γενική αρχή του δικαίου, όπως αυτή αναδύεται μέσα από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να αντλήσει επιχειρήματα προς όφελός του από δική του παράλειψη ή παρανομία (nemo auditur propriam turpitudinem allegans), να αναγνωρισθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα να αποκλείσει τα δικαιώματα που γεννά μια οδηγία υπέρ των ιδιωτών, επικαλούμενο την παράλειψή του να μεταφέρει την εν λόγω οδηγία στην εθνική νομοθεσία, ή τις πλημμέλειες της μεταφοράς. Επομένως, το ζήτημα αν οι κρατικές αρχών μπορούν να επικαλεστούν διατάξεις οδηγίας έναντι οργανισμού που αποτελεί προέκταση του κράτους δεν σχετίζεται με την έκταση και την ένταση του άμεσου αποτελέσματος το οποίο πρέπει να αναγνωρίζεται στις σαφείς και απαλλαγμένες αιρέσεων διατάξεις των οδηγιών, αλλά με τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι κρατικές αρχές δυνάμει του καθήκοντος της ειλικρινούς συνεργασίας [άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ] και της υποχρέωσής τους να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις των οδηγιών [άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ].

11. Ειδικότερα, το Δικαστήριο υπενθυμίζει την επιτακτική υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη του επιτασσόμενου με οδηγία αποτελέσματος, την οποία επιβάλλει το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και η ίδια η οδηγία. Την εν λόγω υποχρέωση λήψης κάθε γενικού ή ειδικού μέτρου υπέχουν όλες οι αρχές των κρατών μελών [ΔΕΚ της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C‑129/96, Inter-Environnement Wallonie, Συλλογή 1997, σ. I‑7411, σκέψη 40] καθώς και οργανισμοί οι οποίοι, υπό την εποπτεία των εν λόγω αρχών, είναι επιφορτισμένοι με υπηρεσία δημοσίου συμφέροντος και διαθέτουν, προς τον σκοπό αυτό, εξαιρετικές εξουσίες. Βεβαίως, η πρωταρχική υποχρέωση των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή των οδηγιών συνίσταται αναμφίβολα στην εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με αυτές μέσω της θέσπισης, εντός των απαιτούμενων προθεσμιών, μέτρων για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο σύμφωνων τόσο με το γράμμα όσο και με τους επιδιωκόμενους από αυτήν σκοπούς. Ωστόσο, ο δεσμευτικός χαρακτήρας των οδηγιών συνεπάγεται, πέραν αυτής καθεαυτήν της υποχρέωσης μεταφοράς της οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, που βαρύνει όλους τους κρατικούς φορείς, τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των εν λόγω πράξεων. Κατά το Δικαστήριο, θα ήταν αντιφατικό να κριθεί ότι οι κρατικές αρχές και οι ως άνω οργανισμοί υποχρεούνται να εφαρμόζουν μια οδηγία και ταυτόχρονα να γίνεται δεκτό ότι οι εν λόγω αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν, ενδεχομένως προσφεύγοντας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, την τήρηση των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας από οργανισμό που πληροί τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όταν μάλιστα και ο ίδιος οφείλει να τηρεί την εν λόγω οδηγία. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να αντλήσουν πλεονέκτημα από την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, παραλείποντας να μεταφέρουν ορθώς οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, αν η τήρηση των διατάξεών της από τέτοιου είδους οργανισμούς δεν μπορούσε να διασφαλισθεί με πρωτοβουλία κρατικής αρχής. Περαιτέρω, η λύση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα ιδιώτης ανταγωνιστής να μπορεί να επικαλείται τις διατάξεις οδηγίας [εν προκειμένω της οδηγίας 93/38] έναντι αναθέτουσας αρχής που αποτελεί βραχίονα του κράτους, καθόσον πληροί τα δύο προανερθέντα κριτήρια, ενώ οι κρατικές αρχές να στερούνται της δυνατότητας αυτής. Αυτό θα σήμαινε ότι, ανάλογα με τη φύση των προσώπων ή οργανισμών που της αντιτάσσουν τη συγκεκριμένη οδηγία, η εν λόγω αναθέτουσα αρχή είτε θα είχε ή δεν θα είχε την υποχρέωση να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν θα ήταν πλέον δυνατή η ομοιόμορφη εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους.

12. Επομένως, σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι μια οντότητα, όπως η Portgás, η οποία είναι παραχωρησιούχος δημόσιας υπηρεσίας και έχει επιπλέον την ιδιότητα αναθέτοντος φορέα μπορεί να εξομοιωθεί με το κράτος, τίποτε δεν αποκλείει την έναντι αυτής επίκληση των διατάξεων της οδηγίας 93/38 και τούτο ακόμη και αν η επίκληση γίνεται από άλλη αρχή του κράτους. Αντιθέτως, όχι μόνον μπορούν να της αντιταχθούν οι διατάξεις αυτές, αλλά έχει, εξάλλου, λόγω της ιδιότητάς της ως κρατικός φορέας, την υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση των διατάξεων αυτών. Εάν δεν το πράξει, θα μπορεί να υποστεί τις συνέπειες της παράβασής της, είτε με απόφαση της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής είτε με απόφαση εθνικού δικαστηρίου κατόπιν αιτήματος τρίτων ζημιωθέντων από την παράβαση αυτή. Οι συνέπειες αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν την πρόσφορη οδό για την εκτέλεση της επίμαχης οδηγίας, καθότι ευνοούν ακριβώς την υιοθέτηση σύμφωνων με την οδηγία αποφάσεων ή διαδικασιών. Περαιτέρω, προβάλλοντας την παράβαση των διατάξεων της οδηγίας από την Portgás, η εποπτεύουσα κρατική αρχή συμμορφώνεται με την υποχρέωση εκτέλεσης και ειλικρινούς συνεργασίας, ανεξαρτήτως της μεταφοράς ή μη της οδηγίας. Αληθεύει μεν, όπως προαναφέρθηκε, ότι η νομολογία δέχεται το άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών που δεν έχουν μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο μόνον εφόσον τις επικαλείται ιδιώτης έναντι του κράτους ή οργανισμού που μπορεί να εξομοιωθεί με αυτό και ότι το αποκλείει ρητώς όταν τις επικαλείται το κράτος έναντι ιδιώτη, κατ’ εφαρμογή της αρχής του estoppel (που συνίσταται στην αποστέρηση της δυνατότητας άρνησης γεγονότων ή πραγμάτων που επιβεβαιώνονται με προηγούμενες πράξεις) ή της αρχής κατά την οποία ουδείς δύναται να επικαλείται ίδια παρανομία (nemo auditur propriam turpitudinem allegans). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση των διατάξεων οδηγίας στις ένδικες διαφορές μεταξύ του κράτους και κάποιου φορέα που εξαρτάται από αυτό. Δεν πρόκειται πλέον περί άμεσου αποτελέσματος αλλά περί επιταγών σχετικών με την εφαρμογή μιας οδηγίας λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και της ειλικρινούς συνεργασίας που βαρύνει το σύνολο των κρατικών φορέων.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο