«Ανελαστικές» δικονομικές προϋποθέσεις του Ν. 5119/2024: «δικονομισμός» ή ταχεία και αποτελεσματική δικαστική προστασία; (ΣτΕ 627/2025, 410/2025) (Σύνθεση 29.5.2025)

«Ανελαστικές» δικονομικές προϋποθέσεις του Ν. 5119/2024: «δικονομισμός» ή ταχεία και αποτελεσματική δικαστική προστασία;

Ι. Συνέπειες της υπέρβασης της έκτασης του δικογράφου (ΣτΕ 627/2025) [A627-2025-τελικό]

«6. Επειδή, το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και το άρθρο 6 της κυρωθείσης με το ν. δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που επίσης κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας υπό την διατύπωση της «δίκαιης δίκης», δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικώτερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (ΣτΕ 2764/2020, Ολ ΣτΕ 3087/2011, 1583/2010, 3470/2007, 647/2004).

7. Επειδή, το αρχικό δικόγραφο αιτήσεως ακυρώσεως και αναστολής, που κατέθεσε η αιτούσα, υπερέβαινε τις τριάντα (30) σελίδες και, για τον λόγο αυτό, η ανωτέρω κλήθηκε, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 17 του π.δ. 18/1989 (Α´ 8), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του ν. 5119/2024 (Α´ 103), από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου να υποβάλει «προσαρμοσμένο» δικόγραφο. Με την υπό κρίση αίτηση, η οποία αποτελεί το κατατεθέν «προσαρμοσμένο» κατά την πιο πάνω ρύθμιση δικόγραφο, προβάλλεται ότι η υποχρέωση περιορισμού της έκτασης του δικογράφου σε τριάντα σελίδες προσβάλλει το δικαίωμα του διαδίκου σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος και προς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ενόψει του ανελαστικού χαρακτήρα της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι με την επίμαχη ρύθμιση εισήχθη πληρέστερη και αυστηρότερη από την προϊσχύουσα διαδικασία για τον περιορισμό της έκτασης των εισαγωγικών δικογράφων σε τριάντα (30) σελίδες, σε συμφωνία άλλωστε και με τα διεθνώς κρατούντα κατά την τηρουμένη πρακτική (βλ. και 2024/2173 Πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους σχετικά με τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] L της 30.8.2024, παρ. 18 επ.), προκειμένου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, να επιτευχθεί η προσήκουσα και ταχεία εξέτασή τους από το Δικαστήριο. Εξάλλου, σύμφωνα με την ισχύουσα για το Συμβούλιο της Επικρατείας δικονομία, ο αιτών δύναται να προβάλλει επιπλέον λόγους ακυρώσεως με δικόγραφο προσθέτων λόγων αλλά και να καταθέσει υπομνήματα προς ανάπτυξη αυτών (βλ. άρθρο 25 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 του ν. 5119/2024).»

Η διατύπωση της σκέψης 7 της απόφασης δεν είναι σαφής: ειδικότερα, δημιουργείται η εντύπωση ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει την αιτίαση που διατυπώνεται στο, προσαρμοσμένο στις επιταγές του νέου άρθρου 17 παρ. 6 του ΠΔ 18/1989, δικόγραφο της αιτούσας ως λόγο ακυρώσεως, τον οποίο μάλιστα απορρίπτει ως αβάσιμο. Ο νομικός αυτός χαρακτηρισμός δεν είναι ακριβής, αφού οι λόγοι ακύρωσης στρέφονται κατά διοικητικών πράξεων και οι λόγοι έφεσης ή αναίρεσης κατά δικαστικών αποφάσεων. Εν προκειμένω, η αιτούσα, στο δεύτερο δικόγραφο που κατέθεσε συμμορφούμενη στη σχετική πρόσκληση της Γραμματείας του Δικαστηρίου, παραπονείται κατά μιας διαδικαστικής ενέργειας, επισημαίνοντας ότι η υποχρέωση περιορισμού της έκτασης του δικογράφου σε τριάντα σελίδες, την οποία επιβάλλει ο νόμος, προσβάλλει το δικαίωμα του διαδίκου σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Δεν ζητεί ακύρωση της σχετικής κλήσης του Δικαστηρίου ούτε αρνείται να συμμορφωθεί. Επιπλέον, με το προσαρμοσμένο δικόγραφο, δεν προβάλλει νέο λόγο ακύρωσης κατά της προσβαλλόμενης πράξης, ο οποίος δεν περιλαμβανόταν στο αρχικό εκτενέστερο δικόγραφο. Επομένως, δεν υπάρχει έδαφος απόρριψης λόγου εκ μέρους του Δικαστηρίου.

ΙΙ. Αυστηροποίηση της υποχρέωσης νομιμοποίησης πληρεξουσίων δικηγόρων των ιδιωτών διαδίκων (ΣτΕ 410/2025) [A410-2025]

 «10. …οι…. διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989, οι οποίες ρυθμίζουν τα ζητήματα που αφορούν τη νομιμοποίηση των πληρεξουσίων δικηγόρων των ιδιωτών διαδίκων, συνιστούν ένα συνεκτικό σύστημα κανόνων, το οποίο καθορίζει κατά τρόπο σαφή και προβλέψιμο τους όρους χορήγησης δικαστικής πληρεξουσιότητας στις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με σκοπό να παρέχεται πραγματική δυνατότητα σε κάθε διάδικο και τον δικηγόρο που τον εκπροσωπεί να διασφαλίζουν την έγκυρη και έγκαιρη χορήγηση της πληρεξουσιότητας ακόμη και σε περίπτωση που για λόγους ανωτέρας βίας, οι οποίοι αναφύονται κατά την εκπνοή της προβλεπόμενης προθεσμίας, αυτό δεν καθίσταται δυνατό. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις είναι πράγματι αυστηρότερες από τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989, οι οποίες παρείχαν δυνατότητα νομιμοποίησης των πληρεξουσίων δικηγόρων έως τη συζήτηση στο ακροατήριο ή και μετά από αυτήν, με χορήγηση σχετικής προθεσμίας από το Δικαστήριο. Όπως όμως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 5119/2024 επί του άρθρου 12 αυτού, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, η θέσπιση των νέων ρυθμίσεων υπαγορεύθηκε από λόγους γενικού συμφέροντος, αναγόμενους στην εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης, και ειδικότερα από την ανάγκη αποτροπής της «[αλόγιστης χρήσης] ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, διότι πολλές φορές οι δικαστές προετοιμάζουν τις υποθέσεις και τελικά τα ένδικα βοηθήματα και μέσα απορρίπτονται ως ανομιμοποίητα και επιβαρύνονται οι διάδικοι με τη δικαστική δαπάνη, καθώς οι διάδικοι δεν χορηγούν πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο». Με τα δεδομένα αυτά, οι μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 είναι σύμφωνες με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει μεν το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αλλά υπό τους ειδικότερους όρους που ορίζει ο κοινός νομοθέτης, ο οποίος δεν κωλύεται από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη να θεσπίζει, κατά περίπτωση, σαφείς και εύλογες προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, επί τη βάσει απρόσωπων και αντικειμενικών κριτηρίων. Για τον ίδιο λόγο, οι ανωτέρω διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση ούτε προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256) – και τούτο ανεξαρτήτως του ότι το άρθρο αυτό, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν έχει καταρχήν εφαρμογή σε υποθέσεις που αφορούν την είσοδο, παραμονή και απομάκρυνση (απέλαση, expulsion) αλλοδαπών για οποιονδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης (extradition), όπως στην περίπτωση που η απομάκρυνση του αλλοδαπού διατάσσεται λόγω απόρριψης της αίτησής του για χορήγηση διεθνούς προστασίας, ενώ, εξάλλου, η ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνει δικαίωμα στο άσυλο (διεθνή προστασία). Τούτο δε διότι οι υποθέσεις αυτές, καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε δικαστικές διαδικασίες στο κράτος όπου βρίσκεται ο υπό απομάκρυνση αλλοδαπός, δεν αφορούν τον καθορισμό δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως ούτε το βάσιμο κατηγορίας ποινικής φύσεως κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (βλ. τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις Ozdil και άλλοι κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας, αριθ. 42305/18, 11.6.2019, σκέψη 42, και Othman (Abu Qatada) κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. 8139/09, 9.5.2012, σκέψη 258, βλ. επίσης ΣτΕ 2314/2023). Οι διατάξεις, τέλος, του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 του ν. 5119/2024, δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 5.7.2024, ισχύουν δε και εφαρμόζονται από τις 16.9.2024, δηλαδή για ικανό χρονικό διάστημα πριν από την ορισθείσα αρχική δικάσιμο (18.2.2025) της κρινόμενης έφεσης, απέχουσα επτά και πέντε μήνες αντίστοιχα από τη δημοσίευση και την έναρξη ισχύος και εφαρμογής τους. Κατ’ ακολουθίαν όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο εκκαλών με την κρινόμενη αίτηση επαναφοράς, με τους οποίους αμφισβητεί τη συμβατότητα των ως άνω διατάξεων του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 με το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση (άρθρο 6), επικαλούμενος συναφώς και το γεγονός ότι πρόκειται για «νεοπαγείς» διατάξεις, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.»

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση για την νέα διάταξη του άρθρου 27 ΠΔ 18/1989, εισάγονται αυστηρότερες ρυθμίσεις για την παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να αποτραπεί η αλόγιστη χρήση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, διότι πολλές φορές οι δικαστές προετοιμάζουν τις υποθέσεις και τελικά τα ένδικα βοηθήματα και μέσα απορρίπτονται ως ανομιμοποίητα και επιβαρύνονται οι διάδικοι με τη δικαστική δαπάνη, καθώς οι διάδικοι δεν χορηγούν πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο. Σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση, η πληρεξουσιότητα παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Ειδικώς όταν ο διάδικος είναι φυσικό πρόσωπο, η πληρεξουσιότητα μπορεί να παρέχεται και με ψηφιακή εξουσιοδότηση, η οποία εκδίδεται μέσω της ενιαίας ψηφιακής πύλης της δημόσιας διοίκησης (gov.gr) και αποστέλλεται ηλεκτρονικά στο Δικαστήριο. Επιπλέον, ως προς την προσκόμιση του εγγράφου για τον διάδικο που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο προβλέπεται προθεσμία δεκαπέντε (15) πλήρων ημερών πριν από τη συζήτηση (εισάγεται η ίδια προθεσμία με την προαπόδειξη), ενώ για τους λοιπούς διαδίκους μέχρι τη συζήτηση. Επισημαίνεται ότι εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας ότι η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται κατά την προδικασία. Το τεκμήριο αυτό λειτουργεί, δηλαδή δεν χρειάζεται η προσκόμιση πληρεξουσίου έως και τη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου, παρά μόνο σε περίπτωση που το συμβούλιο φέρεται προς αποδοχή του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, οπότε θα πρέπει, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 34Β του π.δ. 18/1989, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 13 του Ν. 5118/2024, να έχει κατατεθεί πληρεξούσιο (ενδεχομένως μετά και από υπόδειξη του εισηγητή της προδικασίας), άλλως η υπόθεση θα πρέπει να οδηγηθεί στο ακροατήριο. Με τη θέσπιση προθεσμίας 15 πλήρων ημερών πριν από τη συζήτηση για την προσκόμιση του πληρεξουσίου καθίσταται άνευ νοήματος η υφιστάμενη παροχή δυνατότητας στον διάδικο που για λόγους ανωτέρας βίας δεν νομιμοποίησε τον δικηγόρο του να ζητήσει την επανασυζήτηση της υπόθεσης. Η δυνατότητα αυτή προϋπέθετε ότι καταληκτικό σημείο για τη νομιμοποίηση είναι η ορισθείσα συζήτηση και, ως εκ τούτου, η εμφάνιση ανυπέρβλητου κωλύματος στον χρόνο της συζήτησης δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί, παρά μόνο με την αίτηση επανασυζήτησης. Με την νέα ρύθμιση το κρίσιμο χρονικό σημείο για τη νομιμοποίηση μετατίθεται χρονικά σε 15 πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο και επομένως, το σημείο αυτό θα είναι κρίσιμο για τη διαπίστωση της συνδρομής λόγου ανωτέρας βίας. Για τον λόγο αυτό το προβλεπόμενο αίτημα για τη διαπίστωση από το Δικαστήριο του λόγου ανωτέρας βίας που κατέστησε αδύνατη την τήρηση της προθεσμίας εισάγεται με αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, η οποία μπορεί να κατατίθεται εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την άρση του εμποδίου. Σε κάθε άλλη περίπτωση (π.χ. σε περίπτωση σύντμησης της προθεσμίας για την εισαγωγή της υπόθεσης σε δικάσιμο, οπότε η δικαστική πληρεξουσιότητα μπορεί να προσκομίζεται έως τη συζήτηση) η δυνατότητα υποβολής της αίτησης επαναφοράς παρέχεται το αργότερο έως την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο (πρακτικώς, δηλαδή, πλέον δεν αναγνωρίζεται δυνατότητα επανασυζήτησης). Εφόσον συντρέχει λόγος, το Δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 33 του ΠΔ. 18/1989

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο