Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου 17-1-2022: Aντίθεση προς ερμηνευτική κρίση του Δικαστηρίου τόσο ρητή όσο και συναγόμενη εμμέσως πλην σαφώς (ΣτΕ 88/2018)

Παρά την αρχική αυστηρότητα ως προς την έννοια του κρίσιμου νομικού ζητήματος, η νομολογιακή προσέγγιση των τελευταίων χρόνων οδηγεί σε σταδιακή διεύρυνσή της. Στη διεύρυνση του παραδεκτού των προβαλλόμενων λόγων αναίρεσης κατατείνει η πρόσφατη προσέγγιση περί έμμεσων ερμηνευτικών κρίσεων στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, ως νομολογία σε σχέση με την οποία μπορεί να προβληθεί αντίθεση προς θεμελίωση του παραδεκτού λόγου αναίρεσης, νοείται ερμηνευτική κρίση του Δικαστηρίου τόσο ρητή όσο και συναγόμενη εμμέσως πλην σαφώς, η οποία μπορεί να εντοπίζεται είτε στη μείζονα είτε στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΣτΕ 88/2018, 956/2021, 1070/2019, 2568/2018, 2091/2018, 1727/2018, 331-336/2018). Για παράδειγμα, όσον αφορά το άρθρο 79 παρ. 5 στοιχ. α΄ΚΔΔ, η εφαρμογή νομοθετικής διάταξης θεωρείται, κατ’ αρχήν, ότι εμπεριέχει και έμμεση κρίση του περί μη αντίθεσής της προς το Σύνταγμα (Ι. Δημητρακόπουλος, Το παραδεκτό των λόγων προσφυγής και αναίρεσης  σχετικά με παραβίαση του Συντάγματος ή του ευρωπαϊκού δικαίου σε φορολογικές διαφορές, www.humanrightscaselaw).

ΣτΕ 88/2018: η μη τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης – παραδεκτή και βάσιμη αίτηση αναίρεσης

Ερμηνεία του άρθρου 53 παρ. 3 του πδ 18/1989

  1. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α΄, ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […]». Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ […]». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1873/2012επταμ., 435/2017κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω παραγράφων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 167/2017 επταμ., 1365/2017 επταμ. κ.ά.). Εξάλλου, ως νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε σχέση με την οποία μπορεί να προβληθεί αντίθεση προς θεμελίωση του παραδεκτού λόγου αναίρεσης, νοείται ερμηνευτική κρίση του Δικαστηρίου τόσο ρητή όσο και συναγόμενη εμμέσως πλην σαφώς (πρβλ. ΣτΕ 167/2017 επταμ., 2599/2015 επταμ.), η οποία μπορεί να εντοπίζεται είτε στη μείζονα είτε και στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού απόφασής του (βλ. λ.χ. ΣτΕ 4183/2015).

Περιεχόμενο του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης

  1. Επειδή, το δικαίωμα ακρόασης του ενδιαφερόμενου πριν από την έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίο αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού (βλ. ΣτΕ 4447/2012Ολομ., 1620-1625/2017επταμ.). Ειδικότερα, όταν η φορολογική Διοίκηση άγεται στην έκδοση πράξης, με την οποία αποδίδεται στον επιτηδευματία παράβαση του Κ.Β.Σ., που συνίσταται στην έκδοση ή στη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων (λόγω ανυπαρξίας των σχετικών συναλλαγών), και του επιβάλλεται το προβλεπόμενο στο νόμο πρόστιμο, ο επιτηδευματίας δικαιούται να εκθέσει στη Διοίκηση τις απόψεις του για την τέλεση της παράβασης (βλ. ΣτΕ 1620-1625/2017 επταμ., 3717/2015, πρβλ. ΣτΕ 2370/2007 Ολομ., 4587/2013689/2016κ.ά.). Για την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματός του, απαιτείται, κατ’ αρχήν, να του επιδίδεται σημείωμα με τις διαπιστώσεις του φορολογικού ελέγχου, σύμφωνα με το εδάφιο α΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. (πρβλ. ΣτΕ 2370/2007 Ολομ., 1620-1625/2017 επταμ.).

Το λυσιτελές της προβολής λόγου προσφυγής περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης

  1. Επειδή, για το λυσιτελές της προβολής λόγου προσφυγής περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης απαιτείται και αναφορά των ισχυρισμών που ο διοικούμενος θα προέβαλλε ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί (βλ. ΣτΕ Ολομ. 4447/2012), και οι οποίοι είναι ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από την Διοίκηση (βλ. ΣτΕ 3578/20131369/20142301/2015689/20161098/201637/2017157/2017). Ειδικότερα, για το λυσιτελές τέτοιου λόγου προσφυγής δεν απαιτείται (πανηγυρική) διατύπωση από τον προσφεύγοντα ειδικού και συγκεκριμένου ισχυρισμού αναφορικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (συμπεριλαμβανομένων, αναλόγως του περιεχομένου τους, και ισχυρισμών περί των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων) που αποστερήθηκε της δυνατότητας να θέσει υπόψη της Διοίκησης, πριν από την έκδοση της επίδικης πράξης της, αλλά αρκεί αυτός να αναφέρει τους εν λόγω ισχυρισμούς του με την προσφυγή του (όπως τυχόν συμπληρώνεται παραδεκτώς με δικόγραφο πρόσθετων λόγων). Τούτο συνάγεται εμμέσως, πλην σαφώς, από την υπαγωγή στις αποφάσεις 948/2012 και 2383/2012 του Δικαστηρίου, με τις οποίες κρίθηκε (στη σκέψη 9 και 5, αντίστοιχα) ότι ο λόγος της προσφυγής και, στη συνέχεια, της έφεσης της αναιρεσείουσας περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης δεν προέκυπτε ότι είχε προβληθεί αλυσιτελώς, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναιρεσείουσα είχε διατυπώσει με την προσφυγή της ουσιώδεις ισχυρισμούς για το πραγματικό της υπόθεσης. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις υποθέσεις, όπως η παρούσα, στις οποίες εφαρμόζεται κατά χρόνον η (προστεθείσα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010) διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης φορολογικής αρχής, «Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο ή τη διαδικασία έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την ακύρωση της πράξης».

 

Περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης

  1. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έγινε δεκτό ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: «[H] προσφεύγουσα εταιρία με την επωνυμία ΤΡΟΦΟΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε. συστάθηκε και λειτουργεί νομότυπα από το έτος 1995, έχει δε έδρα τη Σίνδο Θεσσαλονίκης και αντικείμενο εργασιών την εμπορία- παραγωγή τροφίμων ειδών βιομηχανίας […]. Για την παρακολούθηση των εργασιών της τηρεί βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, με υποχρέωση τήρησης βιβλίου αποθήκης. Με την 142/29.9.2006 απόφαση επιβολής προστίμου του Προϊσταμένου του Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα συνολικό πρόστιμο 632.120 ευρώ για τις ακόλουθες παραβάσεις που αφορούν τη διαχειριστική περίοδο 1.1. έως 31.12.2003. Ειδικότερα η προσφεύγουσα Α) […] Β) […] Γ) […] Δ) […] Ε) Ζήτησε, έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της τα με αριθμ. 7/3.10.2003, 8/10.10.2003, 9/14.10.2003, 28/5.12.2003, 29/9.12.2003, 30/15.12.2003, 31/19.12.2003 και 32/22.12.2003 εικονικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών (ΤΠΥ) έκδοσης της μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε.- ΤΕΧΝΗΜΑ ΕΛΛΑΣ, συνολικής αξίας χωρίς ΦΠΑ 312.980 ευρώ [… λόγω των οποίων της επιβλήθηκε] πρόστιμο διπλάσιο με την αξία κάθε στοιχείου και ΣΤ) […]. Η ως άνω πράξη εκδόθηκε με βάση την από 11.9.2006 έκθεση ελέγχου του ελεγκτή του Π.Ε.Κ. Θεσσαλονίκης Γ.Μ. στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι, η προσφεύγουσα, ύστερα από πυρκαγιά που ξέσπασε στις 24.4.2003 σε παρακείμενο εργοστάσιο της ALMECO ABEE στην περιοχή της Σίνδου και επεκτάθηκε και στις εγκαταστάσεις της, με αποτέλεσμα την καταστροφή του βιοτεχνικού χώρου και μέρους των γραφείων, συνεβλήθη με την εταιρία ΤΕΧΝΗΜΑ ΜΟΝ ΕΠΕ, στην οποία ανέθεσε εργασίες αποξήλωσης και απομάκρυνσης των καταστραφέντων υλικών και μηχανημάτων, καθώς και εργασίες αποκατάστασης και ανακατασκευής των καταστραφεισών κτιριακών εγκαταστάσεων (σχετικά τα από 2.5. και από 15.7.2003 συμφωνητικά). Για τις εν λόγω εργασίες η πιο πάνω εταιρία εξέδωσε προς την προσφεύγουσα τα προαναφερόμενα 7/3.10.2003, 8/10.10.2003, 9/14.10.2003, 28/5.12.2003, 29/9.12.2003, 30/15.12.2003, 31/19.12.2003 και 32/22.12.2003 Τ.Π.Υ., τα οποία θεωρήθηκαν από τον έλεγχο εικονικά, ως προς την περιγραφή των κατ’ είδος παρεχομένων υπηρεσιών και τον τρόπο επιμέτρησης και κοστολόγησης αυτών (Μονάδα μέτρησης, τιμή κλπ). Ο έλεγχος βασίστηκε στο γεγονός ότι η ως άνω εταιρία είχε εκδώσει το έτος 2003 πολλά εικονικά φορολογικά στοιχεία, επίσης, στο ότι δεν ήταν συνεπής σε φορολογικές υποχρεώσεις, ότι δεν είχε ληφθεί σχετική άδεια από την πολεοδομία για τις συγκεκριμένες εργασίες, ότι δεν φαίνονταν να έχουν ασφαλιστεί άτομα που απασχολήθηκαν σ΄αυτήν για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα κ.λ.π.. Έτσι αποδόθηκε στην προσφεύγουσα η με στοιχείο Ε παράβαση και επιβλήθηκε πρόστιμο διπλάσιο με την αξία κάθε στοιχείου. Στη συνέχεια, όμως, ύστερα από σχετική αίτηση της προσφεύγουσας, με βάση την οποία επισημάνθηκαν σοβαρά λάθη του πιο πάνω πρώτου ελέγχου και ειδικότερα ότι α) πεπλανημένα δέχεται ότι τα επίμαχα Τ.Π.Υ. της ΤΕΧΝΗΜΑ ΕΛΛΑΣ δεν δηλώθηκαν στις συγκεντρωτικές καταστάσεις, ενώ από το ΚΕΠΥΟ αποδεικνύεται ότι αυτά είχαν δηλωθεί προσηκόντως, β) πεπλανημένα δέχεται ότι η εικονικότητα των πιο πάνω Τ.Π.Υ. είναι καθολική υπό την έννοια ότι οι αναγραφόμενες σ΄ αυτές υπηρεσίες δεν έλαβαν χώρα και γ) ότι πεπλανημένα, επίσης, ο έλεγχος δέχθηκε ότι στα επίμαχα Τ.Π.Υ. το είδος των υπηρεσιών ανεπαρκώς περιγράφεται, δόθηκε εντολή επανελέγχου προκειμένου να αρθούν τα σφάλματα. […] [Ο] επανέλεγχος στην από 1.2.2008 έκθεσή του, επανεκτιμώντας τα στοιχεία και λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι η φερόμενη ως εκδότρια των ενδίκων Τ.Π.Υ. ΤΕΧΝΗΜΑ ΕΠΕ πρέπει να αντιμετωπισθεί ως φορολογικά υπαρκτή, το ενδεχόμενο δε να μην υποβάλλει εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ για τα έτη 2003-2004 δεν αποδεικνύει από μόνο του ότι οι συναλλαγές με την προσφεύγουσα είναι εικονικές, ότι από την επιτόπια εξέταση αποδείχθηκε η πλήρης από την αρχή κατασκευή του συνόλου των κτιριακών εγκαταστάσεων που είχαν πληγεί από την πυρκαϊά του 2003, ότι δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη Τ.Π.Υ. για ίδιες εργασίες άλλου προσώπου με τις αναφερόμενες στα ένδικα Τ.Π.Υ. έκδοσης της ΤΕΧΝΗΜΑ ΕΠΕ, ότι η χρήση από την προσφεύγουσα λάθος κωδικού για την εξόφληση της ως άνω εταιρίας (31.10.01, δόσεις χρέους αντί του ορθού 35.02 λογαριασμός προς απόδοση) σε συνδυασμό με την καταβολή ποσού χωρίς τη διαμεσολάβηση της Τράπεζας δεν είναι επαρκή στοιχεία για να στηρίξουν την εικονικότητα, ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν έλαβε ενδεχομένως άδεια για την αποκατάσταση των κτιρίων της δεν επηρεάζει την κρίση για την εικονικότητα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδεικνύεται η εικονικότητα της συναλλαγής ανάμεσα στην προσφεύγουσα και την ΤΕΧΝΗΜΑ ΕΛΛΑΣ. Περαιτέρω, ο επανέλεγχος κατέληξε στο συμπέρασμα όπως επί λέξει αναφέρεται “ότι η συναλλαγή έχει τελεσθεί εν τη πράξει, υπό την αδιαμφισβήτητη έννοια ότι έχουν υλοποιηθεί οι επίμαχες κτιριακές κατασκευές. Κατά συνέπεια θεωρεί ότι η συναλλαγή έχει πραγματοποιηθεί, αλλά η αντισυμβαλλόμενη προμηθεύτρια της αιτούσας επιχείρησης είναι διαφορετική από την κατονομαζόμενη”. Δηλαδή ο επανέλεγχος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έχουν παρασχεθεί οι περιγραφόμενες στα εν λόγω στοιχεία υπηρεσίες αλλά από διαφορετική επιχείρηση από την κατονομαζόμενη στα επίμαχα τιμολόγια.». Ακολούθως, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε το λόγο προσφυγής περί παράβασης του επιβαλλόμενου από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος τύπου της προηγούμενης ακρόασης, ως αλυσιτελώς προβληθέντα, «[…] διότι η προσφεύγουσα δεν αναφέρει συγκεκριμένους ισχυρισμούς που θα προέβαλε αν είχε κληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία και ποια σχετικά αποδεικτικά στοιχεία θα προσκόμιζε, για να αποτρέψει την έκδοση της καταλογιστικής πράξης […]». Δεδομένου ότι η ήδη αναιρεσείουσα είχε προβάλει με την προσφυγή της (βλ. λόγο προσφυγής υπ’ αριθμ. 7, με τίτλο «Απόδειξη της πραγματοποίησης των, ψευδώς, φερομένων ως εικονικών, συναλλαγών μας», που καλύπτει τις σελίδες 12-18 του δικογράφου της προσφυγής), καθώς και με το από 17.9.2012 δικόγραφο πρόσθετων λόγων προσφυγής (βλ. πρόσθετο λόγο υπ’ αριθμ. 1, με τίτλο «Διότι δεν αποδεικνύεται η αποδιδόμενη σε βάρος της εταιρείας μας εικονικότητα, ως κατ’ ουσίαν επιβεβαιώνεται από τον διενεργηθέντα μετά την άσκηση της προσφυγής επανέλεγχο […]», που καλύπτει τις σελίδες 1-7 του δικογράφου), εκτενείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, στηριζόμενους σε διάφορα επιχειρήματα και στοιχεία, με τους οποίους αμφισβήτησε την τέλεση των αποδοθεισών σε αυτήν παραβάσεων της λήψης εικονικών (ως προς τις συναλλαγές) τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, η ως άνω τελευταία σκέψη του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου περιέχει, εμμέσως πλην σαφώς, την ερμηνευτική κρίση ότι, για τη λυσιτέλεια του λόγου προσφυγής περί μη τήρησης του τύπου της προηγούμενης ακρόασης, απαιτείται παράλληλα πανηγυρική αναφορά, με ειδικό και συγκεκριμένο ισχυρισμό (που έλειπε εν προκειμένω από το δικόγραφο της προσφυγής), των ουσιωδών πραγματικών ισχυρισμών και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων που ο προσφεύγων θα είχε υποβάλει, αν είχε κληθεί, στη Διοίκηση.

Αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης προς τις αποφάσεις ΣτΕ 948/2012 και 2383/2012 – αναφορά στην προσφυγή ουσιωδών ισχυρισμών, που θα μπορούσε να έχει προβάλει στη Διοίκηση, αν είχε κληθεί από αυτήν, πριν από την έκδοση της επίδικης πράξης

7.  Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε ως αλυσιτελή το λόγο προσφυγής περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, θεωρώντας, κατ’ ουσίαν, ότι έπρεπε να έχει γίνει πανηγυρική επίκληση των ισχυρισμών που θα είχαν προβληθεί ενώπιον της Διοίκησης. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, κατά τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η επίμαχη κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου έρχεται σε αντίθεση προς τις αποφάσεις 948/2012 και 2383/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο τελευταίος ισχυρισμός παρίσταται βάσιμος, ενόψει όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω στις σκέψεις 5 και 6 αναφορικά με τις έμμεσες ερμηνευτικές κρίσεις των προαναφερό-μενων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, και, συνεπώς, ο παραπάνω λόγος προβάλλεται παραδεκτώς. Περαιτέρω, είναι και βάσιμος, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στις σκέψεις 4 και 5, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναιρεσείουσα ανέφερε στην προσφυγή της ουσιώδεις ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να έχει προβάλει στη Διοίκηση, αν είχε κληθεί από αυτήν, πριν από την έκδοση της επίδικης πράξης περί καταλογισμού προστίμων Κ.Β.Σ. για λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων.

Δεκτή η αίτηση αναίρεσης και εξαφάνισης της αναιρεσιβαλλόμενης

  1. Επειδή, τούτων έπεται ότι πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να εξαφανισθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της που αφορά στην επιβολή στην αναιρεσείουσα προστίμου συνολικού ύψους 625.960 ευρώ, για παραβάσεις λήψης εικονικών τιμολογίων παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω η υπόθεση, που χρήζει διευκρίνισης κατά το πραγματικό της, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το ίδιο μέρος της, στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, προς νέα νόμιμη κρίση.

 

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο