Υποστήριξη Διδασκαλίας Ευγενίας Πρεβεδούρου

Η σχέση των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας

Η σχέση των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας

 

Διάγραμμα

Εισαγωγή

Ι. Το άρθρο 47 του Χάρτη: δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου

Α. Η έννοια και η αυτονομία του άρθρου 47 του Χάρτη έναντι των άρθρων 6 και 13 ΕΣΔΑ

Β. Η αρχή της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ως όριο της πραγματικής δικαστικής προστασίας

ΙΙ. Ενίσχυση της αποκεντρωμένης έννομης προστασίας: αξιοποίηση του άρθρου 19 ΣΕΕ

Α. Κάλυψη των κενών δικαστικής προστασίας

Β. Η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστών

Συμπέρασμα

 

Εισαγωγή

1. Μια ακόμη εισήγηση για την αποτελεσματική δικαστική προστασία σε επίπεδο Ένωσης δημιουργεί, πιθανότατα, την εντύπωση ότι κομίζει γλαύκα εις Αθήνας. Επειδή, όμως, ορισμένες γλαύκες αποτελούν είδη τα οποία κινδυνεύουν σοβαρά ή απειλούνται με εξαφάνιση, αξίζουν την προσοχή μας [1].Το ίδιο φαίνεται να ισχύει για την ανεξαρτησία και την αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, η οποία, λόγω των κινδύνων που φαίνεται να αντιμετωπίζει τελευταίως, εμπλουτίζεται και ενισχύεται διαρκώς με τη δημιουργική αξιοποίηση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΔΕΕ) των διατάξεων των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη.

2.Οι αρχές που διατύπωσε το ΔΕΕ για την πραγματική/αποτελεσματική δικαστική προστασία απέκτησαν διττή συνταγματική κατοχύρωση με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Αφενός, το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ ενέταξε στο πρωτογενές δίκαιο την υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν πραγματική δικαστική προστασία (με την πρόβλεψη των κατάλληλων ένδικων βοηθημάτων). Αφετέρου, το άρθρο 47 του Χάρτη, που κατοχυρώνει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, κατέστη δεσμευτικό.

3.Με τη διάδραση των άρθρων 47 του Χάρτη και 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, αναδύεται, σε θεσμικό πλαίσιο, μια Ένωση πραγματικής δικαστικής προστασίας [2]. Η προστασία αυτή χαρακτηρίζεται από ενιαίες προδιαγραφές, οι οποίες αντικατοπτρίζουν την ιδιαίτερη συνταγματική δομή και τις αξίες και αρχές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

4.Κατωτέρω θα παρουσιάσω διαδοχικά την αξιοποίηση των ως άνω διατάξεων από το ΔΕΕ, αρχίζοντας από την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη (Ι) και συνεχίζοντας με την ερμηνεία του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ (ΙΙ).

Ι. Το άρθρο 47 του Χάρτη: δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου

5.Το άρθρο 47 του Χάρτη πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της αυτονομίας του έναντι των άρθρων 6 και 13 ΕΣΔΑ (Α) και της σχέσης/σύγκρουσής του με την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης (Β).

Α. Η έννοια και η αυτονομία του άρθρου 47 του Χάρτη έναντι των άρθρων 6 και 13 ΕΣΔΑ

6.Το άρθρο 47 του Χάρτη κατοχυρώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Πρόκειται για γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, η οποία έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, από τον τίτλο και το γράμμα του άρθρου 47, προκύπτει ότι ο Χάρτης αναγνωρίζει, αφενός, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής το οποίο προβλέπεται και στο άρθρο 13 ΕΣΔΑ [3] και, αφετέρου, το δικαίωμα δίκαιης δίκης, το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ [4].

7. Ως γνωστόν, μετά την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας έληξε ο ετεροκαθορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ενωσιακού δικαίου, υπό την έννοια της αναφοράς στην ΕΣΔΑ όπως ερμηνευόταν από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και στις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Κύριο, και όλο και συχνότερα και αποκλειστικό, αντικείμενο αναφοράς είναι ο Χάρτης [5]. Eιδικά για την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας το Δικαστήριο δέχεται παγίως ότι το άρθρο 47 θέτει σε εφαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης την προστασία που παρέχουν το άρθρο 6 παρ. 1 και το άρθρο 13 ΕΣΔΑ. Επομένως, χωρεί επίκληση μόνο της διάταξης αυτής [6]. Περαιτέρω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Villalón στην υπόθεση Samba Diouf (C-69/10), με τη διακήρυξή του μέσω του άρθρου 47 του Χάρτη ως στοιχείου της Ένωσης “το δικαίωμα της αποτελεσματικής προστασίας, όπως ορίζεται στη διάταξη αυτή, αποκτά χωριστή οντότητα και ουσιαστικό περιεχόμενο και δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψη του γράμματος των άρθρων 6 και 13 ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, αποκτά δικό του περιεχόμενο, στον ορισμό του οποίου συμβάλλουν ουσιωδώς τόσον οι διεθνείς πράξεις από τις οποίες απορρέει…. όσο και οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις που προβλέπουν το δικαίωμα αυτό, αλλά, επιπλέον, και το εννοιολογικό σύνολο των αρχών που καθορίζουν το κράτος δικαίου. Τα ανωτέρω σε καμία περίπτωση δεν αναιρούν την ισχύ της ίδιας την κοινοτικής παράδοσης η οποία αντιπροσωπεύεται από το κοινοτικό κεκτημένο μισού αιώνα και πλέον, κοινοτικό κεκτημένο που έχει οδηγήσει, ως νομοθετικό σύστημα, στην ανάπτυξη νομολογιακών αρχών που προσιδιάζουν στο δίκαιο της Ένωσης» [7].

Β. Η αρχή της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ως όριο της πραγματικής δικαστικής προστασίας

8.Η πραγματική δικαστική προστασία μπορεί να συγκρούεται με την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης υπό την έννοια της επιδίωξης αντίθετων σκοπών. Έτσι, στην απόφαση Otis (C-199/11) [8], το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 47 του Χάρτη δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να ασκεί εξ ονόματος της ΕΕ ενώπιον εθνικού δικαστηρίου αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η Ένωση εξαιτίας σύμπραξης ή πρακτικής που χαρακτηρίσθηκε από την (ενάγουσα) Επιτροπή αντίθετη προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Τούτο μάλιστα παρά το γεγονός ότι ο εθνικός δικαστής δεσμεύεται από την απόφαση της Επιτροπής που διαπιστώνει την παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οπότε η διάδικος Επιτροπή βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των εναγομένων επιχειρήσεων.

9.Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η νομολογία για τη σχέση αποτελεσματικής δικαστικής προστασία και αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνώρισης, η οποία επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να απέχουν από τον έλεγχο αποφάσεων που εξέδωσαν ομόλογοί τους άλλων κρατών μελών. Έτσι, στην απόφαση Trade Agency (C-619/10) [9], το ΔΕΕ δέχθηκε ότι «[τ]ο άρθρο 34, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι ο δικαστής του κράτους μέλους εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί, βάσει της ρήτρας δημόσιας τάξεως, την εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας ερήμην με την οποία κρίθηκε επί της ουσίας η ένδικη διαφορά και η οποία δεν περιέχει καμία εκτίμηση ούτε περί του αντικειμένου ούτε επί της βάσεως της αγωγής και κανένα επιχείρημα περί της βασιμότητάς της, μόνον αν, κατόπιν σφαιρικής εκτιμήσεως της διαδικασίας και λαμβανομένου υπόψη ότι του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, κρίνει ότι η απόφαση αυτή συνιστά υπέρμετρη και επαχθή προσβολή του κατά το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη δικαιώματος του εναγομένου για δίκαιη δίκη, λόγω της αδυναμίας ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως αυτής εγκαίρως και αποτελεσματικώς».

10.Το ζήτημα αυτό ανακύπτει ιδίως στο πεδίο της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, όπου το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης βάσει της αποφάσεως-πλαισίου του Συμβουλίου είναι η κύρια έκφραση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Έτσι με την απόφαση Radu (C-396/11) [10], το Δικαστήριο έκρινε ότι «η τήρηση των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη δεν επιβάλλει να αναγνωρίζεται στη δικαστική αρχή κράτους μέλους το δικαίωμα να μην εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της άσκησης ποινικής δίωξης, για τον λόγο ότι δεν παρασχέθηκε από τις δικαστικές αρχές έκδοσης στον καταζητούμενο δυνατότητα ακρόασης πριν την έκδοση του εντάλματος αυτού» [11]. Πράγματι, μια τέτοια υποχρέωση των δικαστικών αρχών έκδοσης θα υπονόμευε αναπόφευκτα την ίδια την ουσία του συστήματος παράδοσης που θεσπίζει η απόφαση πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ και, συνακολούθως, την πραγμάτωση του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, δεδομένου ότι, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο φυγής του ενδιαφερομένου προσώπου, το ένταλμα σύλληψης πρέπει να χαρακτηρίζεται από ένα στοιχείο αιφνιδιασμού. Προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, εν προκειμένω του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, και της επίτευξης του σκοπού να καταστεί η Ένωση χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, με θεμέλιο τον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών, κάμπτονται οι επιταγές της πραγματικής δικαστικής προστασίας.

11. Η αποτελεσματικότητα είναι επίσης το κλειδί για την κατανόηση των διαφορετικών εκβάσεων των υποθέσεων Melloni (C-399/11) [12] και Jeremy F (C-168/13PPU) [13] που αφορούν τον έλεγχο καταδικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν ερήμην. Στην απόφαση Melloni, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 53 [14] του Χάρτη δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να εξαρτά την παράδοση προσώπου καταδικασθέντος ερήμην από την (μη προβλεπόμενη στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ) προϋπόθεση ότι η καταδικαστική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί εντός του κράτους μέλους έκδοσης, ώστε να αποφεύγεται τυχόν προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και των κατοχυρωμένων στο Σύνταγμα του κράτουςμέλους εκτέλεσης δικαιωμάτων άμυνας.Αντίθετη εκδοχή θα έθιγε την αποτελεσματικότητα της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, η οποία στοχεύει στη θεραπεία των δυσχερειών της αμοιβαίας αναγνώρισης των εκδοθεισών ερήμην του ενδιαφερομένου αποφάσεων οι οποίες είναι απόρροια της ύπαρξης διαφορών εντός των κρατών μελών στο θέμα της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων [15]. Το κράτος μέλος εκτέλεσης υποχρεώνεται να ανεχθεί χαμηλότερες προδιαγραφές δικαστικής προστασίας –αυτές δηλαδή που αποτελούν το αντικείμενο συναίνεσης μεταξύ των κρατών μελών [16]– σε σχέση με τις κατοχυρωμένες στο Σύνταγμά του.

12. Στην απόφαση Jeremy F, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, καίτοι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ δεν ρυθμίζει τη δυνατότητα πρόβλεψης προσφυγής με ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά της απόφασης εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δεν εμποδίζει, πάντως, τα κράτη μέλη να προβλέψουν τέτοια προσφυγή [17], στο μέτρο που δεν ματαιώνονται η εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου και η επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση δηλαδή ότι η οριστική απόφαση εκδίδεται εντός των προθεσμιών που ορίζει η ίδια η απόφαση-πλαίσιο [18].

13. Από τη συνδυασμένη ανάγνωση των αποφάσεων Melloni και Jeremy F συνάγεται ότι, όπου το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προστασίας συγκρούεται με την ίδια την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο επιδιώκει την επίτευξη μιας εύλογης ισορροπίας, δίδοντας το προβάδισμα στην αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου μόνο στον βαθμό που δεν αναιρείται η ουσία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Ο καθορισμός αυτού που αποτελεί την ουσία της πραγματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλει να ληφθούν υπόψη η σύνθετη φύση και λειτουργία της έννομης τάξης της Ένωσης όπως συγκεκριμενοποιείται στην απόφαση Melloni. Οι αντίρροπες τάσεις της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης και της πραγματικής δικαστικής προστασίας προκαλούν έτσι μια καινοφανή και πρωτότυπη προσέγγιση στάθμισης, η οποία διαφέρει ουσιωδώς από το περιθώριο εκτίμησης που το Δικαστήριο του Στρασβούργου αναγνωρίζει στα εθνικά δικαστήρια. Όταν το απαιτεί η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, τότε η προστασία του Χάρτη καθίσταται το απόλυτο όριο από το οποίο δεν χωρίς υπέρβαση. Αυτό συνιστά μια θεμελιώδη διαφορά σε σχέση με το σύστημα της ΕΣΔΑ, πράγμα που σημαίνει ότι, παρά την πανομοιότυπη διατύπωση με αυτή του άρθρου 53 ΕΣΔΑ, το ομόλογό του άρθρο 53 του Χάρτη δεν επιτρέπει πάντοτε την εφαρμογή υψηλότερων εθνικών προτύπων προστασίας [19]. Σε μια υπόθεση τύπου Melloni, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να ανέχονται τις διαδικαστικές εγγυήσειςάλλων κρατών μελών που συνάδουν με το ενωσιακό πρότυπο, έστω και αν υπολείπονται των δικών τους συνταγματικών προδιαγραφών. Σε μια υπόθεση τύπου Åkerberg Fransson (C‑617/10) [20], πρέπει να ανέχονται τον συνδυασμό ποινικών και φορολογικών κυρώσεων εάν η επιβολή μόνο της μιας κατηγορίας κυρώσεων δεν είναι αρκούντως αποτελεσματική, ανάλογη και αποτρεπτική [21]. Το δεσμευτικό ενωσιακό πρότυπο δικαστικής προστασίας έχει ως απόλυτο όριο την υπεροχή, ενότητα και αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης [22].

 

ΙΙ. Ενίσχυση της αποκεντρωμένης έννομης προστασίας: αξιοποίηση του άρθρου 19 ΣΕΕ

14.Τη σχέση των δύο διατάξεων αποτυπώνει εναργώς η νομολογία του ΔΕΕ, στην απόφαση Berlioz: «Στο δικαίωμα [πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου του άρθρου 47 του Χάρτη] αντιστοιχεί η υποχρέωση την οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης» [23]. Προκειμένου, δηλαδή, να επιτευχθεί εντός της Ένωσης η τήρηση του παραπάνω θεμελιώδους δικαιώματος, το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που καλύπτει το ενωσιακό δίκαιο. Το άρθρο αυτό αποσκοπεί να διασφαλίσει την ύπαρξη μέσων έννομης προστασίας στα κράτη μέλη, προκειμένου κάθε ενδιαφερόμενος πολίτης να έχει τη δυνατότητα να τύχει τέτοιας προστασίας σε όλους τους τομείς που ρυθμίζονται από το δίκαιο της Ένωσης [24]. Η απαίτηση αυτή συνδέεται με το γεγονός ότι ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης του ενωσιακού δικαίου διενεργείται όχι μόνον από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αλλά και μέσω της συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια.

15.Ενώ, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η διάταξη αυτή έχει πρωτίστως δικονομικό χαρακτήρα, το Δικαστήριο την αξιοποίησε πολύ δυναμικά προς δύο κατευθύνσεις: για την κάλυψη των κενών δικαστικής προστασίας (Α) και για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των δικαστών (Β).

Α. Κάλυψη των κενών δικαστικής προστασίας

16. Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ αποσκοπεί στην κάλυψη κενών δικαστικής προστασίας για τους μη προνομιούχους διαδίκους. Η ρητή καθιέρωση στη ΣΕΕ της εν λόγω υποχρέωσης που ανέκυπτε ήδη από το σύνολο του ενωσιακού δικαίου αποτελεί ευθεία αντίδραση στις αποφάσεις Jégo-Quéré (C-263/02 P) [25] και Union de Pequeños Agricultores (C-50/00 P) [26]. Πράγματι, μολονότι οι αυστηρές προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής ακύρωσης κατά πράξεων γενικής ισχύος θεωρήθηκαν από το ίδιο το Πρωτοδικείο (νυν Γενικό Δικαστήριο της Ένωσης) ως παραβίαση της γενικής αρχής της πραγματικής δικαστικής προστασίας, με συνέπεια την ανάγκη αναθεώρησής τους [27], το Δικαστήριο, στο πλαίσιο των αναιρέσεων κατά των σχετικών αποφάσεων, έκρινε ότι η κατάργηση των προϋποθέσεων αυτών από τον δικαστή θα ισοδυναμούσε με υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του [28]. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι, ακόμη και μετά την τροποποίηση του άρθρου 263 τέταρτο εδ. ΣΛΕΕ [29] με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, ο ιδιώτης δεν μπορεί να προσβάλει νομοθετικές πράξεις γενικής και άμεσης ισχύος ενώπιον του ΔΕΕ ούτε ευθέως, λόγω των περιορισμών του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ούτε παρεμπιπτόντως μέσω προσβολής εθνικών εκτελεστικών μέτρων, αφού τέτοια μέτρα δεν προβλέπονται. Δεδομένου ότι, αφενός μεν, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να στερήσει έναν ρητώς προβλεπόμενο στη Συνθήκη περιορισμό από την πρακτική αποτελεσματικότητά του [30] και, αφετέρου, οι επεξηγήσεις για το άρθρο 47 του Χάρτη ορίζουν ότι η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων, το κενό ως προς την πραγματική έννομη προστασία κατά νομοθετικών πράξεων της Ένωσης άμεσης ισχύος θα πρέπει να καλυφθεί σε επίπεδο κρατών μελών. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Inuit [31], η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβεβαιώθηκε εκ νέου στο άρθρο 19 παρ 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ. Λόγω της ευρείας διατύπωσης, δεν απευθύνεται στον δικαστή αλλά στη νομοθετική εξουσία, η οποία θα πρέπει να προβλέψει τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ικανών να διασφαλίσουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο. Προφανώς οι πράξεις αυτές δεν θα αποτελέσουν άμεσο αντικείμενο προσβολής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά θα πρέπει να διευκολυνθεί η προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο.

17.Πάντως, ούτε η Συνθήκη ΛΕΕ ούτε το άρθρο 19 ΣΕΕ σκοπούν στη δημιουργία, στο επίπεδο των εθνικών δικαστηρίων και προς διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, άλλων μέσων παροχής ένδικης προστασίας πλην αυτών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική μόνον εάν από την οικονομία της επίμαχης εθνικής έννομης τάξης προέκυπτε ότι δεν υφίσταται κανένα ένδικο μέσο που να επιτρέπει, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το ενωσιακό δίκαιο ή ακόμη αν το μόνο μέσο πρόσβασης στη δικαιοσύνη ήταν να αναγκαστούν οι πολίτες να παραβιάσουν το δίκαιο [32]. Σε τελική ανάλυση, ούτε το θεμελιώδες δικαίωμα δικαστικής προστασίας του άρθρου 47 του Χάρτη ούτε το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ ορίζουν ότι ο πολίτης μπορεί, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, να βάλλει κατά των πράξεων αυτών με κύριο αίτημα την ακύρωσή τους [33].

Β. Η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστών

18. Εκτός από τη συμπλήρωση των ενδίκων βοηθημάτων και την κάλυψη των κενών έννομης προστασίας, το ΔΕΕ προσέδωσε πρόσφατα στο άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ και άλλη πτυχή, καθόσον το ανήγαγε σε έρεισμα της ανεξαρτησίας των μελών των εθνικών δικαστηρίων. Πρόκειται για την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C-64/16) [34], με την οποία το ΔΕΕ απάντησε στο ερώτημα που υπέβαλε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Πορτογαλίας αν τα γενικά μέτρα μείωσης των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων ενόψει περιορισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας συνιστούσαν προσβολή της ανεξαρτησίας των δικαστών. Παρά την αρνητική απάντηση λόγω των συνθηκών της υπόθεσης, η εν λόγω ερμηνεία του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ άνοιξε ενδιαφέρουσες προοπτικές για την αξιοποίησή της προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ που επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν πραγματική δικαστική προστασία συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Στο μέτρο που, κατά το άρθρο 19 ΣΕΕ, ο δικαστικός έλεγχος της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ανήκει τόσο στο ΔΕΕ όσο και στα εθνικά δικαστήρια, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι τα όργανα που εντάσσονται ως δικαστήρια στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία. Η ανεξαρτησία συνιστά προαπαιτούμενο της συνεργασίας μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων, αφού η προδικαστική παραπομπή προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την ανεξαρτησία των τελευταίων. Ελλείψει ανεξαρτησίας, θα διακυβευόταν σοβαρά η αμοιβαία εμπιστοσύνη, την οποία το ΔΕΕ χαρακτήρισε, με τη γνωμοδότηση 2/13, ως αρχή συνταγματικής περιωπής [35].

19.Για τη διασφάλιση λοιπόν της, κατά το άρθρο 19 ΣΕΕ, «πραγματικής δικαστικής προστασίας», πρωταρχική σημασία έχει η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των οργάνων που την παρέχουν, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο 47 δεύτερο εδάφιο του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε ανεξάρτητο δικαστήριο σε μια από τις απαιτήσεις του θεμελιώδους δικαιώματος σε «πραγματική προσφυγή» [36]. Εν προκειμένω, δηλαδή, γίνεται επίκληση του Χάρτη ως στοιχείου ερμηνείας του άρθρου 19 ΣΕΕ. Σημειώνεται ότι το άρθρο 19 ΣΕΕ καλύπτει όλους «τους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», οπότε έχει πεδίο εφαρμογής ευρύτερο από αυτό του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο απευθύνεται στα κράτη μέλη μόνον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης [37]. Πράγματι, το ΔΕΕ στηρίζει απευθείας τη λύση που προέκρινε στο άρθρο 19 ΣΕΕ, χωρίς να αναφερθεί στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και στον Χάρτη. Κρίνει ότι το άρθρο 19 ΣΕΕ έχει μεγαλύτερη εμβέλεια και μπορεί να ισχύσει για όλα τα εθνικά δικαστήρια, εφόσον αυτά είναι δυνατόν να κληθούν να αποφανθούν επί ζητημάτων που αφορούν την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, όπως το Tribunal de Contas (Ελεγκτικό Συνέδριο)της Πορτογαλίας, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση που υποβλήθηκε στην κρίση του το εθνικό δικαστήριο δεν θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό της Ένωσης [38]. Το ΔΕΕ αποφαίνεται, λοιπόν, υπό το πρίσμα του άρθρου 19 ΣΕΕ, χωρίς να εξετάσει τη συμβατότητα των προσβαλλόμενων μέτρων με τον Χάρτη, εξουδετερώνοντας έτσι τα όρια που απορρέουν από το πεδίο εφαρμογής του (άρθρο 51 παρ. 1). Τελικώς, η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν πραγματική δικαστική προστασία είναι οριζόντια, αφού ελάχιστα είναι τα εθνικά δικαστήρια που δεν θα κληθούν να επιληφθούν υποθέσεων οι οποίες άπτονται του ενωσιακού δικαίου [39]. Καταλήγει ότι ηκαταβολή στους δικαστές αποδοχών των οποίων το επίπεδο τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκούν αποτελεί εγγύηση σύμφυτη με την ανεξαρτησία τους [40].

20. Επιβάλλεται εν προκειμένω η επισήμανση ότι η αυστηρή προϋπόθεση της εφαρμογής του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 51 αυτού [41], εμπόδισε τον έλεγχο και την οριοθέτηση των μέτρων που ελήφθησαν κατά κρατών μελών για την τιθάσευση της οικονομικής και μεταναστευτικής κρίσης μέσω της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων [42]. Ειδικότερα, το Δικαστήριο ενέκρινε τη μη εφαρμογή του Χάρτη όταν τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, στην περίπτωση που ιδρύουν μηχανισμό σταθερότητας όπως ο ΕΜΣ, για τη θέσπιση του οποίου για τη θέσπιση του οποίου οι Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ δεν αναθέτουν ειδική αρμοδιότητα στην Ένωση [43].

21. Από την απόφαση AssociaçãoSindicaldosJuízesPortugueses [44] συνάγεται ότι, όταν δεν διασφαλίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, το κράτος μέλος δεν παραβιάζει μόνο τις αξίες του άρθρου 2 ΣΕΕ, πράγμα που το εκθέτει στην πολιτικής υφής διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ και στηναναστολή δικαιωμάτων που απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών, αλλά και συγκεκριμένες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, πράγμα που δικαιολογεί την άσκηση από την Επιτροπή προσφυγής λόγω παράβασης κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η Επιτροπή αξιοποίησε την ως άνω απόφαση, με την προσφυγή που άσκησε στις 2 Οκτωβρίου 2018, ζητώντας από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, μειώνοντας το όριο της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) και εφαρμόζοντας την τροποποίηση αυτή στους δικαστές που έχουν διορισθεί στο εν λόγω δικαστήριο πριν από τις 3 Απριλίου 2018, αφενός, και παρέχοντας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει την ενεργό δικαστική υπηρεσία των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφετέρου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ [45]. Η Επιτροπή υπέβαλε επίσης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προκειμένου να ληφθούν προσωρινά μέτρα βάσει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ και του άρθρου 160 παρ. 2 και 7 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση με την οποία το Δικαστήριο θα αποφανθεί επί της ουσίας. Με διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 2018, η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε, βάσει του άρθρου 160 παρ. 7 του κανονισμού αυτού, τη λήψη των προσωρινών μέτρων που είχε ζητήσει η Επιτροπή, τα δε μέτρα αυτά παράγουν τα αποτελέσματά τους μέχρι να εκδοθεί η διάταξη με την οποία θα περατώνεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων [46]. Περαιτέρω, με διάταξη της 15ηςΝοεμβρίου 2018, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε την υπαγωγή της υπόθεσης στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 23α του Οργανισμού του ΔΕΕ και του άρθρου 133 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου [47]. Τέλος, με διάταξη της μείζονος σύνθεσης του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2018, το Δικαστήριο διέταξε τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων που ζήτησε η Επιτροπή [48]. Και εν προκειμένω, το ΔΕΕ τόνισε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας μπορεί να κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων που συνδέονται με την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, επομένως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ.

22. Με την απόφαση της 24ηςΙουνίου 2019, η οποία επέλυσε οριστικά τη διαφορά [49], το Δικαστήριο ανέπτυξε περαιτέρω την έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας ως βασικής συνιστώσας της υποχρέωσης διασφάλισης πραγματικής έννομης προστασίας του άρθρου 19 ΣΕΕ, η οποία πρέπει, με τη σειρά της, να πληροί τις επιταγές του άρθρου 47 του Χάρτη. Συστηματοποιώντας την πρόσφατη νομολογία του, διευκρίνισε [50] ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας περιλαμβάνει, αφενός, μια εξωτερική πτυχή η οποία συνίσταται στην πλήρη αυτονομία του δικαστικού οργάνου και στη μη υπαγωγή σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση, εξωτερική παρέμβαση ή πίεση που θα μπορούσε να θίξει την ανεξάρτητη κρίση του και να επηρεάσει την απόφασή του και, αφετέρου, μια εσωτερική πτυχή, παρεμφερή προς την έννοια της αμεροληψίας, που συναρτάται προς την τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς. Το νέο στοιχείο που εισφέρει η απόφαση στη σχετική συλλογιστική αφορά τη σημασία της αρχής της ισοβιότητας για την προστασία των δικαστών από εξωτερικές παρεμβάσεις και πιέσεις. Αξιοποιώντας τα πορίσματα της «επιτροπής της Βενετίας» [51], το Δικαστήριο αναλύει διεξοδικά τον νέο πολωνικό νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για να καταλήξει ότι οι σχετικές με τα όρια ηλικίας των δικαστών μεταρρυθμίσεις και η άμεση εφαρμογή τους προκαλούν εύλογες ανησυχίες ως προς την τήρηση της αρχής της ισοβιότητας και δεν δικαιολογούνται από θεμιτό σκοπό, όπως θα ήταν η εναρμόνιση των ορίων ηλικίας υποχρεωτικής αποχώρησης από την υπηρεσία στο πλαίσιο των επαγγελμάτων που σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση ή η εγκαθίδρυση πιο ισορροπημένης ηλικιακής σύνθεσης του δικαστικού σώματος. Κατά συνέπεια, συνιστούν παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 19 παρ.1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει εν προκειμένω η συλλογιστική του Δικαστηρίου σχετικά με τη θεμελιώδη σημασία της υποχρέωσης του άρθρου 19 ΣΕΕ, δηλαδή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει στους ιδιώτες το ενωσιακό δίκαιο, για τη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της αυτονομίας της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης –μιας ένωσης δικαίου– πράγμα που επιτρέπει τον έλεγχο των εθνικών κανόνων οργάνωσης της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών με γνώμονα τις επιταγές της ως άνω διάταξης, χωρίς τούτο να συνεπάγεται οικειοποίηση της σχετικής κρατικής αρμοδιότητας από την Ένωση [52]. Με άλλα λόγια, οι αντίστοιχες οργανωτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών δεν μπορούν, κατά καταστρατήγηση της αρχής της δικονομικής και θεσμικής αυτονομίας, να λειτουργούν ως «δούρειος ίππος για την άλωση του οχυρού της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» [53]. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλαν τόσο το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και άλλα δικαστήρια της Πολωνίας σχετικά με την ερμηνεία των θεμελιωδών διατάξεων των άρθρων 19 παρ.  1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, 267 ΣΛΕΕ και 47 του Χάρτη και την ενδεχόμενη υποχρέωση των εν λόγω δικαστηρίων να μην εφαρμόσουν τις επίμαχες εθνικές διατάξεις [54]. Όλως εντυπωσιακή εξέλιξη, όπως επισημαίνει ο Έλληνας Δικαστής στο ΔΕΕ Μ. Βηλαράς, συνιστά η προσφυγή του Γενικού Εισαγγελέα της Πολωνίας, στις 5 Οκτωβρίου 2018, στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας του, από το οποίο ζητεί να κρίνει ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν είναι σύμφωνο με το πολωνικό Σύνταγμα, στο μέτρο που το άρθρο αυτό επιτρέπει την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων για ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η διάρθρωση και οργάνωση του πολωνικού δικαστικού συστήματος καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων [55].

23. Στο ίδιο νομολογιακό ρεύμα εντάσσεται και η απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-192/18, EU:C:2019:924), που αφορά δύο παραβάσεις: πρώτον, των υποχρεώσεων που υπέχει η Πολωνία από το άρθρο 157 ΣΛΕΕ, καθώς και από την οδηγία 2006/54/ΕΚ για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, λόγω της νομοθετικής πρόβλεψης διαφορετικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για τους άνδρες και για τις γυναίκες που υπηρετούν ως δικαστές στα πολωνικά τακτικά δικαστήρια και στο Ανώτατο Δικαστήριο, ή ως εισαγγελικοί λειτουργοί. Δεύτερον, των υποχρεώσεων που υπέχει η Πολωνία από τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 47 του Χάρτη λόγω της μείωσης του ορίου της ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών που υπηρετούν στα πολωνικά τακτικά δικαστήρια και της εξουσιοδότησης προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης να εγκρίνει την παράταση του χρονικού διαστήματος ενεργού δικαστικής υπηρεσίας. Η πρώτη αιτίαση έγινε δεκτή με λίαν εμπεριστατωμένη αιτιολογία του ΔΕΕ (σκέψεις 47-84). Η δεύτερη έγινε ομοίως δεκτή (σκέψεις 85-136) και επαναλαμβάνει τη συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, προσαρμόζοντας την ελάσσονα πρόταση και την υπαγωγή στα θέματα της υπό κρίση υπόθεσης (δικαστές τακτικών δικαστηρίων, διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, χωρίς αιτιολογία και έλλειψη δικαστικής προστασίας κατά της απόφασης). Tέλος, στις 19 Νοεμβρίου 2019, το Δικαστήριο επελήφθη εκ νέου των νομοθετικών παρεμβάσεων στην πολωνική δικαιοσύνη με την απόφαση A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-585/18, C-624/18 και C-625/18 EU:C:2019:982), η οποία εκδόθηκε επί προδικαστικών προσφυγών του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής αποκλείει να εμπίπτουν διαφορές σχετικές με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου [εν προκειμένω του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου] που δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Κατά το Δικαστήριο, τούτο συμβαίνει οσάκις οι αντικειμενικές συνθήκες της σύστασης του οικείου οργάνου και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, καθώς και ο τρόπος διορισμού των μελών του, δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς τη στεγανότητα του οργάνου αυτού έναντι της άμεσης ή έμμεσης άσκησης επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και να κλονίσουν την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει, αν τούτο όντως συμβαίνει στην περίπτωση του νέου πειθαρχικού τμήματος του πολωνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε τέτοια περίπτωση, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει τη διάταξη του εθνικού δικαίου βάσει της οποίας αποκλειστικώς αρμόδιο να επιληφθεί διαφορών σχετικών με τη συνταξιοδότηση των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι το εν λόγω πειθαρχικό τμήμα.

 

Συμπέρασμα

24. Οι πρόσφατες εξελίξεις καθιστούν σαφές πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του δικαστή στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με τη διατύπωση της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού/ενωσιακού δικαίου, το Δικαστήριο επέβαλε την αναγνώριση της εξουσίας των εθνικών δικαστηρίων να θέτουν εκποδών εθνικούς κανόνες και προδιαγραφές που εμποδίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου αυτού. Με τη γνωμοδότηση 2/13, το Δικαστήριο ματαίωσε την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ προκειμένου να διασώσει την ιδιαιτερότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Με την πρόσφατη αξιοποίηση του άρθρου 19 παρ. 1 ΣΕΕ, το Δικαστήριο θωρακίζει την ανεξαρτησία των εθνικών δικαστών. Ταυτόχρονα αναμένει από τα κράτη μέλη την αντιμετώπιση μιας ευαίσθητης θεσμικής πρόκλησης. Πρόκειται για την υποχρέωση να διασφαλίσουν πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Με πολύ σαφέστερο τρόπο από ό,τι το έπραξε στην απόφαση Unibet [56], το Δικαστήριο στηρίζει πλέον τη σχετική υποχρέωση στη ρητή διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής μπορεί να καταλήξει στην άσκηση προσφυγή λόγω παράβασης και στην καταδίκη του οικείου κράτους μέλους. Για τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η ένδικη διαδικασία της προσφυγής λόγω παράβασης του άρθρου 258 ΣΛΕΕ είναι προφανώς ευχερέστερη στην εφαρμογή της και, συνακολούθως, αποτελεσματικότερη από την πολιτική διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ, η οποία απαιτεί την ομοφωνία των κρατών μελών [57]. Ο δικαστής διαθέτει αναμφιβόλως αποτελεσματικά μέσα για την αντιμετώπιση της κρίσης του κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση [58]. Όμως, ενώ μπορεί να προστατεύσει την επιβίωσή της στο παρόν στάδιο εξέλιξής της, είναι βέβαιο ότι δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει την ανάπτυξη και εξέλιξή της, οι οποίες προϋποθέτουν πολιτική βούληση και αποφασιστική αρμοδιότητα [59].

 

[1] Με την εισαγωγή αυτή άρχισε ο Πολωνός δικαστής στο ΔΕΕM. Safjan την εισήγησή του με τίτλο A Union of Effective Judicial Protection. Addressing a multi-level challenge through the lens of Article 47 CFREU, King’s College London, February 2014.

[2]M. Safjan, A Union of Effective Judicial Protection. Addressing a multi-level challenge through the lens of Article 47 CFREU, King’s College London, February 2014.

[3]  Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις του Χάρτη, στο δίκαιο της Ένωσης, η προστασία είναι ευρύτερη από την παρεχόμενη κατά το άρθρο 13 ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι εγγυάται δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστή. Το Δικαστήριο κατοχύρωσε το δικαίωμα αυτό ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης με την απόφασή του της 15.5.1986 (Johnston, 222/84, βλ. επίσης τις αποφάσεις της 15.10.1987, 222/86, Ηeylens, και της 3.12.1992, C-97/91, Borelli). Κατά το Δικαστήριο, αυτή η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης ισχύει επίσης για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Με την ενσωμάτωση της σχετικής νομολογίας στον Χάρτη δεν επιδιώχθηκε η τροποποίηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου που προβλέπεται στις Συνθήκες και ιδίως των κανόνων που διέπουν το παραδεκτό των απ’ ευθείας προσφυγών ενώπιον του ΔΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Συνέλευση εξέτασε το σύστημα δικαστικού ελέγχου της Ένωσης, περιλαμβανομένων των κανόνων που διέπουν το παραδεκτό, και το επιβεβαίωσε τροποποιώντας το ως προς ορισμένες πτυχές οι οποίες αντικατοπτρίζονται στα άρθρα ΙΙΙ-353 έως ΙΙΙ-381 του Συντάγματος, και ιδίως στο άρθρο ΙΙΙ-365, παράγραφος 4. Το άρθρο 47 ισχύει έναντι των οργάνων της Ένωσης και έναντι των κρατών μελών όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και για όλα τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης.

[4]Όπως διευκρινίζεται στις επεξηγήσεις του Χάρτη, στο δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμα δίκαιης δίκης δεν ισχύει μόνο επί αμφισβητήσεων για δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσεως. Αποτελεί μία από τις συνέπειες του γεγονότος ότι η Ένωση είναι κοινότητα δικαίου όπως το διαπίστωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση 294/83, Πράσινοι κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (απόφαση της 23.4.1986). Ωστόσο, εκτός από το πεδίο εφαρμογής τους, οι εγγυήσεις που προσφέρει η ΕΣΑΔ εφαρμόζονται κατά παρεμφερή τρόπο στην Ένωση.

[5] Διεξοδικά για τη θεματική αυτή βλ. Β. Σκουρή, Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.  Αντιφώνηση κατά την αναγόρευσή του σε Επίτιμο Διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, www.constitutionalism.gr, 12.12.2011. Βλ. επίσης Ε. Πρεβεδούρου, Ο διάλογος ΔΕΕ και ΕΔΔΑ, εις Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Συμβούλιο της Επικρατείας σε διαρκή διάλογο. Νεότερες εξελίξεις (επιμ. Ευ. Αργυρός), Εκδ. Σάκκουλα, 2018, σ. 117 (128), με περαιτέρω βιβλιογραφικές και νομολογιακές παραπομπές.

[6] Σκέψη 54 της απόφασης ΔΕΕ, 16.5.2017, C-682/15, BerliozInvestmentFundSA. Επίσης ΔΕΕ της 6.11.2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 46 και 47˙της 8.12.2011, C-386/10 P, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, EU:C:2011:815, σκέψη 51.

[7] Προτάσεις της 1.3.2011, C-69/10, Brahim Samba Diouf κατά Ministre du Travail, de l’Emploi et de l’Immigration, EU:C:2011:102, σημείο 39.

[8] ΔΕΕ της 6.11.2012, C‑199/11, Otis κ.λπ., EU:C:2012:684.

[9]ΔΕΕτης6.9.2012, C-619/10,Trade Agency Ltd, EU:C:2012:531

[10] ΔΕΕτης29.1.2013, C-396/11, Ciprian Vasile Radu, EU:C:2013:39.

[11] Σκέψη 39  της απόφασης Radu.

[12] ΔΕΕ της 13.2.2013, C-399/11, Stefano Melloni κατά Ministerio Fiscal, EU:C:2013:107.

[13] ΔΕΕ της 30.5.2013, C-168/13 PPU, Jeremy F. κατά Premier ministre, EU:C:2013:358.

[14]«Καμία διάταξη του παρόντος Χάρτη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή θίγουσα τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες που αναγνωρίζονται στα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής από το δίκαιο της Ένωσης, το διεθνές δίκαιο καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες είναι μέρη η Ένωση ή όλα τα κράτη μέλη, και ιδίως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και από τα Συντάγματα των κρατών μελών».

[15] Σκέψη 64 της απόφασης Melloni

[16]Βλ. σκέψη 62 της απόφασης Melloni: «η …. απόφαση-πλαίσιο 2002/584 εναρμονίζει τις προϋποθέσεις εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε περίπτωση ερήμην καταδίκης, η δε εναρμόνιση αυτή απηχεί τη συναίνεση η οποία επετεύχθη από τα κράτη μέλη στο σύνολό τους αναφορικά με την εφαρμοστέα, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, έκταση των δικονομικών δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι καταδικασθέντες ερήμην τους οποίους αφορά ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως».

[17] Σκέψεις 51 επ. της απόφασης Jeremy F.

[18] Σκέψεις 65 επ. της απόφασης Jeremy F.

[19] Βλ. συναφώς σκέψη 189 της γνωμοδότησης 2/13 του ΔΕΕ της 18.12.2014, EU:C:2014:2454:«Στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 53 της ΕΣΔΑ επιφυλάσσει, κατ’ ουσίαν, στα Συμβαλλόμενα μέρη την ευχέρεια να καθορίζουν προδιαγραφές προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε υψηλότερο επίπεδο από τις αντίστοιχες προδιαγραφές που κατοχυρώνει η Σύμβαση αυτή, πρέπει να διασφαλιστεί ο συντονισμός μεταξύ της ως άνω διατάξεως και του άρθρου 53 του Χάρτη, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, προκειμένου η ευχέρεια που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 53 της ΕΣΔΑ να εξακολουθήσει, όσον αφορά τα αναγνωρισμένα με τον Χάρτη δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα που κατοχυρώνει η προαναφερθείσα Σύμβαση, να μην υπερβαίνει αυτό που είναι αναγκαίο για την αποτροπή τυχόν διακυβεύσεως του επιπέδου προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, καθώς και της υπεροχής, της ενότητας και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης».

[20] ΔΕΕ της 26.2.2013,C‑617/10, Åklagaren κατά Hans Åkerberg Fransson, EU:C:2013:105.

[21] Σκέψη 29 της απόφασης ÅkerbergFransson: «…όταν δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να ελέγξει τη συμφωνία προς τα θεμελιώδη δικαιώματα εθνικής διατάξεως ή εθνικού μέτρου τα οποία, σε μια κατάσταση στην οποία η δράση των κρατών μελών δεν καθορίζεται εξ ολοκλήρου από το δίκαιο της Ένωσης, εφαρμόζουν το δίκαιο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια δύνανται να εφαρμόζουν εθνικά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό τον όρον ότι η εφαρμογή αυτή δεν διακυβεύει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, ούτε την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, C-399/11, Melloni, σκέψη 63)».Κατά τη σκέψη 36 της ίδιας απόφασης, «[ε]ναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, με γνώμονα τα κριτήρια αυτά, αν πρέπει να προβεί σε εξέταση της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία σωρεύσεως φορολογικών και ποινικών κυρώσεων σε σχέση με τα εθνικά πρότυπα κατά την έννοια της σκέψεως 29 της παρούσας αποφάσεως, πράγμα που θα μπορούσε να το οδηγήσει, ενδεχομένως, να κρίνει ότι η σώρευση αυτή είναι αντίθετη προς τα εν λόγω πρότυπα, υπό την προϋπόθεση ότι οι εναπομένουσες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, ανάλογες των παραβάσεων και αποτρεπτικές (βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκέψη 24· της 10ης Ιουλίου 1990, C-326/88, Hansen, Συλλογή 1990, σ. I-2911, σκέψη 17· της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-167/01, Inspire Art, Συλλογή 2003, σ. I-10155, σκέψη 62· της 15ης Ιανουαρίου 2004, C-230/01, Penycoed, Συλλογή 2004, σ. I-937, σκέψη 36, και της 3ης Μαΐου 2005, C-387/02, C-391/02 και C-403/02, Berlusconi κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-3565, σκέψη 65)».

[22] Τις σταθμίσεις στις οποίες πρέπει να προβεί ο εθνικός δικαστής προκειμένου να εκτελέσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης καταδεικνύουν πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΕ στο πλαίσιο σχετικών προδικαστικών παραπομπών. Ετσι, στην απόφαση της 5.4.2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C–659/15 PPUEU:C:2016:198), το ΔΕΕ έκρινε, σχετικά με παράδοση ικανή να οδηγήσει σε παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, ότι, αν η δικαστική αρχή εκτέλεσης διαπιστώσει γενικευμένες ή συστημικές πλημμέλειες σχετικά με τα μέτρα προστασίας στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος, θα πρέπει να εκτιμήσει, με συγκεκριμένο και ακριβή τρόπο, εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι το εκζητούμενο πρόσωπο θα διατρέξει τον κίνδυνο να υποστεί στο εν λόγω κράτος μέλος απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Περαιτέρω διευκρινίσεις έδωσε με τηνπρόσφατη απόφαση ΔΕΕ της 25.7.2018, C-216/18 PPU, LM,EU:C:2018:586, με την οποία έκρινε τα εξής: Το άρθρο 1 παρ. 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, έχει την έννοια ότι, εφόσον η δικαστική αρχή εκτελέσεως που καλείται να αποφασίσει για την παράδοση προσώπου κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως για την άσκηση ποινικών διώξεων έχει στη διάθεσή της στοιχεία, όπως αυτά που περιλαμβάνονται σε αιτιολογημένη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία διατυπώθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 παρ. 1 ΣΕΕ, τα οποία συντείνουν στην ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 δεύτερο εδάφιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, λόγω συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας του κράτους μέλους που εξέδωσε το ένταλμα, η εν λόγω δικαστική αρχή οφείλει να διερευνήσει, με συγκεκριμένο και ακριβή τρόπο, εάν, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής καταστάσεως του προσώπου, της φύσεως του αδικήματος για το οποίο διώκεται, του πραγματικού πλαισίου που αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, καθώς και των πληροφοριών που προσκόμισε το κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα συλλήψεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 παρ. 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, όπως έχει τροποποιηθεί, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι το οικείο πρόσωπο θα διατρέξει τέτοιο κίνδυνο σε περίπτωση παραδόσεώς του στο επίμαχο κράτος μέλος.

[23] ΔΕΕ της 16.5.2017, C-682/15, BerliozInvestmentFundSA, EU:C:2017:373, σκέψη 44

[24] Για τη σχέση της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 4 παρ. 3 ΣΕΕ, την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών και την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, βλ. E. Neframi, Quelques réflexions sur l’article 19, paragraphe 1, alinéa 2, TUE et l’obligation de l’Etat membre d’assurer la protection juridictionnelle effective dans les domaines couverts par le droit de l’Union, La Constitution, l’Europe et le droit, Mélanges en l’honneur de Jean-Claude Masclet, Publications de la Sorbonne, 2013, σ. 805.

[25] ΔΕΚ της 1.4.2004, C-263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré & Cie SA, EU:C:2004:210.

[26] ΔΕΚ της 25.7.2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, EU:C:2002:462.

[27] ΠΕΚ της 3.5.2002, Τ-177/01,  Jégo-Quéré, EU:T:2002:112,σκέψη 50. Βλ. και διάταξη ΠΕΚ της 23.11.1999, Τ-177/99, Union de Pequeños Agricultores, EU:T:1999:296, σκέψεις 44 επ.

[28] Βλ. προτάσεις Fr. Jacobs στην υπόθεση C-50/00, Unióde Pequeños Agricultores, EU:C:2002:197, σημεία 71 επ., υπέρ της αναθεώρησης της αυστηρής νομολογίας περί ενεργητικής νομιμοποίησης ως αντίβαρο στην αύξηση των εξουσιών των θεσμικών οργάνων. Βλ. κριτική του δικονομικού συστήματος σε Ν. Simantiras, NetzwerkeimeuropäischenVerwaltungsverbund, MohrSiebeck, 2016, σ. 167 επ.

[29] Το άρθρο 263 τέταρτο εδ. ΣΛΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά των ατομικών αποφάσεων, κατά των αποφάσεων γενικής ισχύος που αφορούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα. Από τη συνήθη έννοια του όρου “κανονιστική” προκύπτει ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται η τελευταία αυτή δυνατότητα είναι επίσης γενικής ισχύος. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να παράσχει τη δυνατότητα σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκήσει προσφυγή κατά πράξεων γενικής ισχύος που δεν είναι νομοθετικές πράξεις, οι οποίες το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα, αποφεύγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περιπτώσεις όπου το πρόσωπο αυτό θα έπρεπε να ενεργήσει παρανόμως προκειμένου να έχει πρόσβαση σε δικαστή. Το γράμμα του άρθρου 263 τέταρτο εδ. ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει την άσκηση προσφυγής κατά όλων των πράξεων που πληρούν τις προϋποθέσεις άμεσου επηρεασμού και απουσίας εκτελεστικών μέτρων ούτε κατά όλων των πράξεων γενικής ισχύος που πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις, αλλά αποκλειστικώς κατά συγκεκριμένης κατηγορίας των τελευταίων αυτών πράξεων, ήτοι κατά των κανονιστικών πράξεων, όχι όμως και κατά των νομοθετικών πράξεων.

[30] «Ναι μεν η προϋπόθεση ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονισμού παρά μόνον εάν ο κανονισμός αυτός το αφορά όχι μόνον άμεσα αλλά και ατομικά πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων περιστάσεων που είναι δυνατό να εξατομικεύουν τον προσφεύγοντα, η ερμηνεία αυτή όμως δεν μπορεί να καταλήξει στην κατάργηση της εν λόγω προϋποθέσεως, την οποία προβλέπει ρητώς η Συνθήκη. Στην αντίθετη περίπτωση, τα κοινοτικά δικαστήρια θα υπερέβαιναν τις αρμοδιότητες που τους αναγνωρίζει η Συνθήκη» (απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 44 και απόφαση Επιτροπή κατά Jégo-Quéré & Cie SA, σκέψη 36).

[31] ΔΕΕ της 3.10.2013, C‑583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2013:625, σκέψη 101.

[32] Σκέψεις 103 και 104 της απόφασης Inuit.

[33] Σκέψη 106 της απόφασης Inuit

[34] ΔΕΕ της 27.2.2018, C-64/16, Associação Sindical dos Juízes Portugueses κατάTribunal de Contas, EU:C:2018:117.

[35] Σκέψη 189 της γνωμοδότησης 2/13 του ΔΕΕ της 18.12.2014, EU:C:2014:2454:«η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών έχει, στο δίκαιο της Ένωσης, θεμελιώδη σημασία, δεδομένου ότι καθιστά δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Πάντως, η αρχή αυτή, ιδίως όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη μέλη να δέχονται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις N. S. κ.λπ., C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 78 έως 80, καθώς και Melloni, EU:C:2013:107, σκέψεις 37 και 63)».

[36] Σκέψη 41 της απόφασης AssociaçãoSindicaldosJuízesPortugueses.

[37] Άρθρο 51 παρ. 1 του Χάρτη: «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης».

[38] Σκέψη 29 της απόφασης Associação Sindical dos Juízes Portugueses.

[39] J.-P. Jacqué, Etat de droit et confiance mutuelle, RTD eur. 2018, σ. 239.

[40] Σκέψη 45 της απόφασης Associação Sindical dos Juízes Portugueses.

[41] Το ΔΕΕ έκρινε ότι «η έννοια της «εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης» του άρθρου 51 του Χάρτη επιβάλλει την ύπαρξη συνδέσμου ορισμένου βαθμού, που να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες επιπτώσεις του ενός τομέα στον άλλο (διάταξη της 7ηςΣεπτεμβρίου 2017, Demarchi Gino Sas, C‑177/17και C‑178/17, EU:C:2017:656, σκέψη 19, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ., C‑218/15, EU:C:2016:748, σκέψη 14 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).Για να καθοριστεί αν μια εθνική κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51 του Χάρτη, πρέπει να εξετάζεται, μεταξύ άλλων στοιχείων, αν αυτή σκοπεί στην εφαρμογή διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, ο χαρακτήρας της ρυθμίσεως αυτής, αν αυτή επιδιώκει σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους του δικαίου της Ένωσης, έστω και αν ενδέχεται να επηρεάζει εμμέσως το δίκαιο αυτό, καθώς και αν υφίσταται ειδική ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης στον σχετικό τομέα ή δυνάμενη να τον επηρεάσει (διάταξη της 7ηςΣεπτεμβρίου 2017, Demarchi Gino Sas, C‑177/17και C‑178/17, EU:C:2017:656, σκέψη 20, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2014, Siragusa, C‑206/13, EU:C:2014:126, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 10ης Ιουλίου 2014, Julián Hernández κ.λπ., C‑198/13, EU:C:2014:2055, σκέψη 37).

[42] Τη σχετική νομολογία συνοψίζει ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet, στις προτάσεις της 19ηςΣεπτεμβρίου 2017, C-284/16,Slowakische Republik κατά Achmea BV, EU:C:2017:699, υποσημ. 138: «Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και αν τα ειδικά μέτρα που επιβάλλονται στα κράτη μέλη και τα οποία αποτελούν προϋπόθεση της χρηματοπιστωτικής συνδρομής που ζήτησαν στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΜΣ πρέπει να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, δεν εμπίπτουν στο δίκαιο αυτό. Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C-370/12, EU:C:2012:756, σκέψεις 151, 164, 179 και 180), καθώς και της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C-105/15 P à C-109/15 P, EU:C:2016:702, ιδίως σκέψεις 59 και 61). Συγκεκριμένα, το μνημόνιο κατανόησης που υπογράφηκε εξ ονόματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (EMΣ) από την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι πράξη του ΕΜΣ και ως τέτοια δεν είναι δεκτική ελέγχου νομιμότητας από τα δικαστήρια της Ένωσης. Πάντως, η διαπίστωση ότι τα μέτρα αυτά δεν εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης δεν επηρεάζεται από τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά της Ένωσης, καθόσον η Επιτροπή και η ΕΚΤ υπέγραψαν το εν λόγω μνημόνιο κατανόησης, πράγμα που θα μπορούσε να αποτελέσει κατάφωρη παραβίαση εκ μέρους τους του δικαίου της Ένωσης, η οποία προκάλεσε ζημία. Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C-8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 52 έως 55».

[43] ΔΕΕ της 27ης Νοεμβρίου 2012, Thomas Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 180. Βλ. ανάλυση και κριτικής της προσέγγισης αυτής σε D. Simon, Mécanismeeuropéendestabilité, Europe, n° 11, Novembre2016, comm. 431· . Yannakopoulos, La déréglementation constitutionnelle en Europe, Sakkoulas Publications, Athènes – Salonique, 2019, σ.118, 119,135.

[44]  Σημειώνεται ότι η σχετική προσέγγιση παγιώνεται και εφαρμόζεται και σε άλλα πεδία, όπως η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης: ΔΕΕ της 25.7.2018, C-216/18 PPU, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), EU:C:2018:586. To ΔΕΕ έκρινε συναφώς ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστών αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων που οι πολίτες απολαύουν βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών που μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου.

[45] Υπόθεση C-619/18: Προσφυγή της 2ας Οκτωβρίου 2018 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας

[46] Διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 19.10.2018, C-619/18 R, Επιτροπή κατά Πολωνίας,EU:C:2018:852.

[47] Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15.11.2018, C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας, EU:C:2018:910.

[48] Διάταξη του Δικαστηρίου της 17.12.2018, C-619/18R, Επιτροπή κατά ΠολωνίαςEU:C:2018:1021.

[49] Απόφαση ΔΕΕ της 24.6.2019, C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας, EU:C:2019:531.

[50] Βλ. σκέψεις 71 επ. της απόφασης της 24.6.2019, C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας, EU:C:2019:531.

[51] Βλ. σημεία 33 και 47 της αριθ. 904/2017 γνώμης [CDL-AD(2017)031] της ευρωπαϊκής επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δημοκρατία μέσω της νομοθεσίας.

[52] Βλ. ιδίως σκέψεις 42-59 της απόφασης της 24.6.2019, C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας, EU:C:2019:531.

[53] Μ. Βηλαρά, Δικαστική Ανεξαρτησία και Αρχές της Αμοιβαίας Εμπιστοσύνης και Αναγνώρισης στην Πρόσφατη Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 2/2019, σ. 128 (139).

[54] Υποθέσεις C-522/18, DŚ κατά Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Jaśle, C-537/18 Krajowa Rada Sądownictwa, C-558/18, Miasto Łowicz, C-563/18 Prokuratura Okręgowa w Płocku, C-585/18, Krajowa Rada Sądownictwa, C-623/18, Prokuratura Rejonowa w Słubicach, C-624/18 ,CP, C-625/18, DO κατά Sąd Najwyższy.

[55]  Μ. Βηλαρά, Δικαστική Ανεξαρτησία και Αρχές της Αμοιβαίας Εμπιστοσύνης και Αναγνώρισης στην Πρόσφατη Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», όπ. π., σ. 130.

[56] ΔΕΚ της 13.3.2007, C-432/05, Unibet (London) Ltd και Unibet (International) Ltd κατά Justitiekanslern, EU:C:2007:163.

[57] Βλ. συναφώς πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη διαπίστωση της ύπαρξης σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, της 20ης Δεκεμβρίου 2017, COM (2017) 835 τελικό.

[58] Βλ. διεισδυτικές αναλύσεις σε Α. Μεταξά (επιμ.), Η κρίση του κράτους δικαίου στην ΕΕ, Εκδ. Ευρασία, 2019, το οποίο αποτυπώνει τις εισηγήσεις και συζητήσεις της ομότιτλης εκδήλωσης που διοργανώθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2018 από τους Konrad Adenauer Stiftung, Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Ένωση Διοικητικών Δικαστών και Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου της Επικρατείας. Bλ. επίσης Κ. Σακελλαροπούλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένωση δικαίου, www.constitutionalism.gr (Το κείμενο αυτό αποτέλεσε εισήγηση στην εκδήλωση με αφορμή την έκδοση του συλλογικού τόμου «Η κρίση του Κράτους Δικαίου στην Ε.Ε.» (επιμέλεια Α. Μεταξά), στις 27.11.2019, στην Αίθουσα Λόγου της Στοάς του Βιβλίου στην Αθήνα)· Χρ. Ράμμου, Η Ευρώπη ως κοινότητα δικαίου, www.constitutionalism.gr (Ομιλία στις 27/11/2019 κατά την παρουσίαση του συλλογικού τόμου Α. Μεταξά (επιμ.), “Η κρίση του Κράτους Δικαίου στην ΕΕ”, Ευρασία 2019)

[59] Ενδιαφέρουσες σκέψεις μπορούν να αντληθούν από τη διάλεξη του καθηγητή Chr.Möllers, H Ευρωπαϊκή Ένωση ως δημοκρατική ομοσπονδία (Θεσσαλονίκη 8 Απριλίου 2019, ΕΒΕΘ, και Αθήνα, 9 Απριλίου 2019, Ινστιτούτο Goeth) και τις συζητήσεις που ακολούθησαν.

Η εργασία αποτελεί εμπλουτισμένη απόδοση της ομότιτλης εισήγησης στο πλαίσιο του Συνεδρίου που διοργάνωσαν η Νομική Σχολή του ΑΠΘ, μέλη του Συνδέσμου Υποτρόφων του Κοινωφελούς Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης», ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Δημοσίου Δικαίου (European Public Law Organization -EPLO) και η Ένωση Ευρωπαίων Διοικητικών Δικαστών, σε συνεργασία με το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με θέμα «Η ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητα της δικαστικής λειτουργίας στη σύγχρονη ελληνική έννομη τάξη, υπό το πρίσμα του Συντάγματος και του ευρωπαϊκού δικαίου», 7 και 8 Δεκεμβρίου 2018, στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο