Η φύση της προσβαλλόμενης πράξης
Ι. Ορολογικές διευκρινίσεις
2. Η διοικητική πράξη είναι μία από τις πλέον κομβικές έννοιες του διοικητικού δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού, αφού αποτελεί το βασικό μέσον εκδήλωσης της δράσης της Δημόσιας Διοίκησης (ως stricto sensu εκτελεστικής εξουσίας) με το οποίο αυτή εξειδικεύει τον νόμο, αφενός, παρέχοντας δικαιώματα και επιβάλλοντας υποχρεώσεις στους ιδιώτες και, αφετέρου, οργανώνοντας τη δική της δομή και λειτουργία, με τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων των οργάνων της και, συνακολούθως, των μεταξύ τους σχέσεων. Περαιτέρω, το «εργαλείο» αυτό διασφαλίζει, στο πλαίσιο του ελληνικού διοικητικού δικονομικού συστήματος, την έννομη προστασία του ιδιώτη κατά της Διοίκησης, η οποία, με τη σειρά της, αποβλέπει, αφενός, στην προστασία των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων του ιδιώτη και, αφετέρου, στη διασφάλιση της ίδιας της νομιμότητας της διοικητικής δράσης. Η διοικητική πράξη διατηρεί τη σημασία της και στο πλαίσιο της σύγχρονης Διοίκησης, παρά τη διεύρυνση της συμβατικής δράσης του Δημοσίου. Χαρακτηριστικό, συναφώς, είναι το γεγονός ότι, στην αιτιολογική έκθεση του πρόσφατου Ν. 4622/2019 [ΦΕΚ Α΄133/07.08.2019], Επιτελικό Κράτος: Οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των Κυβερνητικών Οργάνων και της Κεντρικής Δημόσιας Διοίκησης,ως κομβική μεταρρυθμιστική προσπάθεια αναφέρεται η ανάθεση της έκδοσης του συνόλου των ατομικών διοικητικών πράξεων στους επικεφαλής της διοικητικής ιεραρχίας.
ΙΙ. Τα στοιχεία της έννοιας της εκτελεστής διοικητικής πράξης
5. Κατά την κρατούσα, στη θεωρία, άποψη, διοικητική πράξη είναι η δήλωση βούλησης του διοικητικού οργάνου, με την οποία θεσπίζεται μονομερώς ρύθμιση κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και προς εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Από αυτόν τον ορισμό, συνάγεται ότι τα βασικά στοιχεία της έννοιας της διοικητικής πράξης είναι (α) η μονομερής θέσπιση ρύθμισης (κανόνα δικαίου), (β) η προέλευσή της από διοικητικό όργανο, (γ) η εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος και (δ) το πλαίσιο εννόμων σχέσεων που ρυθμίζει, οι οποίες διέπονται από το διοικητικό δίκαιο. Πριν από την ανάλυση των στοιχείων της έννοιας, θα πρέπει να επισημανθεί ο δικονομικός προσανατολισμός του ορισμού (και γενικότερα της θεωρίας της διοικητικής πράξης), ο οποίος συναρτάται με τη φύση των διαφορών που γεννά η πράξη.
1. Δήλωση βούλησης που θεσπίζει μονομερώς νομικώς δεσμευτική ρύθμιση
6. Η διοικητική πράξη περιλαμβάνει τη δήλωση βούλησης του συντάκτη της, με την οποία μονομερώς θεσπίζεται νομικώς δεσμευτική ρύθμιση για τον αποδέκτη. Το περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής μπορεί να συνίσταται στη διατύπωση επιταγών ή απαγορεύσεων ή τη χορήγηση αδειών για ορισμένη ενέργεια ή την ενάσκηση διοικητικής εποπτείας ή την επιβολή κυρώσεων. Πρόκειται, δηλαδή, για κυριαρχική πράξη που αποτελεί εκδήλωση της δημόσιας εξουσίας του συντάκτη της, δηλαδή της νομικής ικανότητάς του να επιβάλλει μονομερώς ορισμένη συμπεριφορά στον αποδέκτη. Αυτή η ενάσκηση δημόσιας εξουσίας χαρακτηρίζεται ως το «τυπικό» κριτήριο της διοικητικής πράξης, το οποίο αφορά τη σχέση του συντάκτη και του αποδέκτη της πράξης. Επομένως, η παραπάνω νομική ενέργεια παράγει έννομες συνέπειες που δεν προϋποθέτουν την έγκριση ή τη συγκατάθεση του προσώπου στο οποίο απευθύνεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ιδιωτική βούληση αποκλείεται παντελώς από τη διαδικασία έκδοσης μιας διοικητικής πράξης, αφού σε αρκετές περιπτώσεις προϋποτίθεται η σύμπραξη του ιδιώτη, ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοσή της (μέσω της υποβολής αίτησης), αλλά έχει την έννοια ότι το περιεχόμενο της ρύθμισης της πράξης δεν συνδιαμορφώνεται με τη βούληση του ιδιώτη (όπως γίνεται π.χ. στις διοικητικές συμβάσεις). Ο όρος δήλωση βούλησης, που χρησιμοποιείται παγίως από τη νομολογία [ΣτΕ Ολ 3466/1977] και τη θεωρία [Μ. Στασινόπουλου, Το Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, όπ. π., σ. 39 επ] και είναι αστικολογικής προέλευσης, αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της «μακράς εξοικειώσεως της νομικής σκέψεως προς τους σταθερούς νομικούς τύπους και τας εννοίας του ιδιωτικού δικαίου» και στηρίζεται στη φύση των φορέων της Δημόσιας Διοίκησης ως νομικών προσώπων. Πάντως, η χρήση του ως άνω όρου έχει δεχθεί κριτική [Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, αρ. περ. 516], επειδή είναι στενά συνυφασμένος με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, η οποία διέπει την ικανότητα του προσώπου να καταρτίζει δικαιοπραξίες, και προτείνεται αντ’ αυτού ο όρος «ρύθμιση». Ωστόσο και η γερμανική θεωρία ορίζει τη διοικητική πράξη ως δήλωση βούλησης της Διοίκησης (Willenserklärung der Verwaltung) [H. Maurer, Allgemeines Verwaltungsrecht, όπ. π., σ. 208 και M. Ruffert, Verwaltungakt, όπ. π., σ. 653] η οποία εμπεριέχει ρύθμιση, δηλαδή νομικώς δεσμευτικό καθορισμό συμπεριφοράς [άρθρο 35 του γερμανικού Verwaltungsverfahrensgesetz]. Ο ορισμός της ατομικής διοικητικής πράξης κατά τον Μ. Στασινόπουλο, ως «δηλώσεως βουλήσεως [η οποία καθορίζει] κυριαρχικώς τι δέον να ισχύει ως δίκαιον εν τη ατομική περιπτώσει» είναι απολύτως ακριβής. Ο νομικώς δεσμευτικός καθορισμός του δικαίου είτε γενικά (κανονιστική πράξη) είτε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ατομική πράξη) ισοδυναμεί με άμεση μεταβολή στον εξωτερικό νομικό κόσμο ή με κρίση περί μη μεταβολής (ρητή απόρριψη αίτησης διοικουμένου), χωρίς να προϋποτίθεται η διαμεσολάβηση δικαστικής απόφασης ή άλλης διαδικασίας. Βλ. συναφώς ΣτΕ 100/2019, 3920/2014: προϋπόθεση για την παραδεκτή άσκηση αίτησης ακύρωσης αποτελεί η ύπαρξη εκτελεστής διοικητικής πράξης, πράξης, δηλαδή, που παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των διοικουμένων. Χαρακτηριστική συναφώς η ΣτΕ 4407/2007: «η έκθεση ελέγχου των επιθεωρητών του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατά το μέρος που με αυτήν καταγράφονται οι διαπιστωθείσες δυσλειτουργίες σε ελεγχόμενη υπηρεσία και προτείνονται μέτρα προς αντιμετώπισή τους, δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για τα αρμόδια όργανα στα οποία απευθύνεται και, συνεπώς, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, για τον λόγο ότι η σύνταξή της δεν συνιστά άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητος. Εξ άλλου, και στην περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω έκθεση ελέγχου απολήγει σε πρόταση για τη διενέργεια ΕΔΕ ή για την άσκηση πειθαρχικής διώξεως σε βάρος του ελεγχομένου προσώπου, (οπότε υφίσταται δέσμια ενέργεια των αρμοδίων οργάνων για τη διενέργεια ΕΔΕ ή την άσκηση πειθαρχικής διώξεως), η ανωτέρω έκθεση δεν συνεπάγεται, καθ’ εαυτήν, έννομες συνέπειες για το ως άνω πρόσωπο και, συνεπώς, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη προσβλητή με το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως, καθόσον τόσο η διενέργεια ΕΔΕ όσο και η άσκηση πειθαρχικής διώξεως που προτείνονται με αυτήν αποτελούν προπαρασκευαστικές ενέργειες της οικείας διοικητικής διαδικασίας, η οποία ενδεχομένως θα απολήξει στην έκδοση δυσμενούς για το ελεγχόμενο πρόσωπο διοικητικής πράξεως». Στο εν λόγω στοιχείο του πραγματικού εντοπίζεται ο πυρήνας του εκτελεστού χαρακτήρα της πράξης [7]. Κατά τη νομολογία, η εκτελεστή πράξη συνιστά «άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητας» [8]. Πράγματι, οι μη εκτελεστές πράξεις συγκεντρώνουν τα υπόλοιπα στοιχεία της διοικητικής πράξης, δηλαδή προέρχονται από διοικητικό όργανο, εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, παράγουν έννομα αποτελέσματα στο εσωτερικό της Διοίκησης, αλλά δεν επιφέρουν μεταβολή στον εξωτερικό νομικό κόσμο, δεν παράγουν δηλαδή νομικώς δεσμευτικές εξωδιοικητικές συνέπειες [9].
2. Προέλευση από διοικητικό όργανο – οργανικό κριτήριο
7. Η διοικητική πράξη προέρχεται από διοικητικό όργανο ή από διοικητική αρχή. Ως διοικητική αρχή, κατά τον συντακτικό και τον δικονομικό νομοθέτη των άρθρων 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του πδ 18/1989, που αναφέρονται ρητά σε «εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής», νοείται το όργανο που είναι ενταγμένο σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου [10] και όχι σε οποιονδήποτε φορέα του δημόσιου τομέα, όπως και αν αυτός οριοθετείται [11]. Το στοιχείο αυτό αποτελεί το λεγόμενο οργανικό κριτήριο, το οποίο πρέπει να συντρέχει για τον χαρακτηρισμό μιας νομικής πράξης ως διοικητικής, καθώς ένας ιδιώτης δεν μπορεί να εκδώσει διοικητική πράξη, παρά μόνον αν λειτουργεί ως διοικητικό όργανο (ή αρχή) [12]. Παρά την κριτική σημαντικής μερίδας της θεωρίας [13], η νομολογία εμμένει στο οργανικό κριτήριο. Υπό το πρίσμα της δικονομικής προσέγγισης της έννοιας της διοικητικής πράξης, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε ότι και τα όργανα ορισμένων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τα οποία έχουν δημιουργηθεί με περιουσιακά μέσα του κράτους και εξυπηρετούν σκοπό δημοσίου συμφέροντος (λειτουργικό κριτήριο), ασκούν ως προς συγκεκριμένες δραστηριότητές τους δημόσια εξουσία και εκδίδουν διοικητικές πράξεις οι οποίες προκαλούν διοικητικές διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία του. Για τη διασφάλιση, ωστόσο, του οργανικού κριτηρίου, το Δικαστήριο δέχεται τον λειτουργικό διπλασιασμό των εν λόγων νομικών προσώπων –και συνακολούθως των οργάνων τους– τα οποία χαρακτηρίζονται ως διφυούς χαρακτήρα. Ειδικότερα, ο διφυής χαρακτήρας, ως νομική έννοια αναγκαία για τη διασφάλιση του κρατούντος οργανικού κριτηρίου, προϋποθέτει νομικό πρόσωπο με ένδυμα μεν ιδιωτικού δικαίου, πλην όμως λειτουργούντος όχι με κερδοσκοπικό σκοπό αλλά προς το δημόσιο συμφέρον και υπαγόμενο, χάριν τούτου, σε ειδικό καθεστώς δημοσίου δικαίου, ήτοι με προνόμια και υποχρεώσεις ασυμβίβαστα προς τις αρχές και απαιτήσεις του ελευθέρου ανταγωνισμού [ΣτΕ 1017/79, 1196/1981 και 2080/1987, 99/2002, Ολ 1972/2012, ΑΠ 293/2014]. ΄Ετσι, η Τράπεζα της Ελλάδας είναι νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα, δηλαδή λειτουργεί ως νπιδ όσον αφορά την άσκηση των τραπεζικών εργασιών και τις σχέσεις της με το προσωπικό της και τους πελάτες της και ως νπδδ όταν ασκεί κατά νόμο αρμοδιότητες συνδεόμενες με την άσκηση δημόσιας εξουσίας για την προστασία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα [Ν. 3601/2007, «Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 178)]. Κατά συνέπεια, οι πράξεις που εκδίδει ο Διοικητής της ΤτΕ ή τα όργανα που έχει ο ίδιος εξουσιοδοτήσει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του για την εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και τον έλεγχο της πίστης είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις, προσβαλλόμενες με αίτηση ακύρωσης [14].
8. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί η ρύθμιση του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος και η ανάθεση στα διοικητικά δικαστήρια ή το Συμβούλιο της Επικρατείας της εκδίκασης ιδιωτικών διαφορών, όπως, κυρίως, οι διαφορές από δημόσιες συμβάσεις, στις οποίες αναθέτουσα αρχή μπορεί να είναι ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ [15]. Η πρόβλεψη άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων της διοικητικής δικονομίας κατά των σχετικών πράξεων, από ενδιαφερόμενο που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί η συγκεκριμένη σύμβαση, δεν τις καθιστά εκτελεστές διοικητικές πράξεις.
3. Εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος – λειτουργικό κριτήριο
9. Oι διοικητικές πράξεις πρέπει να πληρούν το λειτουργικό κριτήριο της άμεσης εξυπηρέτησης δημόσιου σκοπού. Οι πράξεις της Διοίκησης, οι οποίες είναι αμέτοχες του λειτουργικού αυτού στοιχείου, κινούνται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, έστω και αν φέρουν τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερούς διοικητικής πράξης και παράγουν έννομα αποτελέσματα. Έτσι, κρίθηκε ότι «οι πράξεις των οργάνων της Διοικήσεως, οι οποίες αφορούν στην επιλογή των μελών του ΔΣ της Ελληνικής Βιομηχανίας ΄Οπλων ή στην απαλλαγή τους από τα καθήκοντά τους, δεν εκδίδονται στο πλαίσιο ασκήσεως διοικητικής εποπτείας επί της εταιρείας αυτής αλλά αποτελούν εκδήλωση των εξουσιών που εξασφαλίζει στο Δημόσιο η θέση του ως πλειοψηφούντος, σε ποσοστό τουλάχιστον 51%, μετόχου της εταιρείας. Από λειτουργικής απόψεως, οι πράξεις αυτές έχουν τον ίδιο χαρακτήρα με τις ομόλογες πράξεις του κοινού δικαίου των ανωνύμων εταιρειών, κατά το οποίο η επιλογή της διοικήσεως της ανωνύμου εταιρείας καθώς και η απαλλαγή της από τα καθήκοντά της προέρχεται από τα οικεία καταστατικά όργανα, τον ίδιο δηλαδή τον φορέα της επιχειρήσεως. Οι ως άνω πράξεις… εκδίδονται βάσει κριτηρίων καθαρώς ιδιωτικοοικονομικών και δεν αποτελούν εκδήλωση της δημοσίας διοικητικής δράσεως, αλλά κινούνται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου και γεννούν διαφορές, η επίλυση των οποίων ανήκει, κατά το Σύνταγμα, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων» [ΣτΕ 1570/2000. Βλ. και ΣτΕ 3776/2012, Ολ 896-99, 3032-33/2008, 1562-3/1986, καθώς επίσης και ΣτΕ 4246/2009, 349/2007, 3144/2006, 1422/2002, 3118/2001, 1941, 3187/2000, 2556/1999]. Αντίθετα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι υπουργικές πράξεις κρατικής εποπτείας, οι οποίες αφορούν τον διορισμό, την ανάκληση διορισμού ή την πρόωρη λήξη της θητείας του προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΕΕΛΠΝΟ, το οποίο είναι ΝΠΙΔ που επιδιώκει σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (αντιμετώπιση και παρακολούθηση, συντονισμός και υποβοήθηση των ενεργειών για την πρόληψη της εξάπλωσης ειδικών μεταδοτικών νοσημάτων και θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών) και υπόκειται σε κρατική εποπτεία, είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις υποκείμενες σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας [ΣτΕ 1879/2016, πρβλ. ΣτΕ 1291/2016, Ολ 3798/2014, 239/2012]. Το ίδιο ισχύει και για τις πράξεις κρατικής εποπτείας, οι οποίες αφορούν τον διορισμό, την ανάκληση διορισμού ή την πρόωρη λήξη της θητείας των προβλεπομένων στον Ν. 2273/1994 οργάνων διοίκησης (μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και καλλιτεχνικού διευθυντή) του Εθνικού Θεάτρου που αποτελεί ΝΠΙΔ, το οποίο «λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος» (το οποίο συνίσταται στην προαγωγή της πνευματικής καλλιέργειας του λαού και τη διαφύλαξη της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας μέσω της θεατρικής τέχνης. Βλ. ΣτΕ 1291/2016, σκ. 4.) και, επιπροσθέτως, υπόκειται σε κρατική εποπτεία. Στο ίδιο πνεύμα κρίθηκε ότι, ενόψει των δημοσίου συμφέροντος σκοπών του ΝΠΙΔ με την επωνυμία Οργανισμός Γεωργικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Απασχόλησης (Ο.Γ.Ε.Ε.Κ.Α.) «ΔΗΜΗΤΡΑ» (ερευνητικοί και επιμορφωτικοί σκοποί σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη), και της διοικητικής διαδικασίας διορισμού του Διευθύνοντος Συμβούλου του, ο οποίος είναι όργανο διοίκησης και όχι υπάλληλος του εν λόγω ΝΠΙΔ, η ανάκληση του εν λόγω διορισμού αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, οπότε η σχετική διαφορά είναι διοικητική και υπάγεται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας [ΣτΕ 239/2012. Βλ. ενδεικτικά και ΑΕΔ 85/1991, 2/1993, ΣτΕ Ολ. 1562/1986, ΣτΕ 3588/1987, 1570/2000, 7μ. 3117/2001, 3118/2001, 7μ. 1422/2002, 844/2010, 1659-61/2015, 4242/2015]. Ομοίως, η υπουργική απόφαση, με την οποία συμπληρώνεται ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού του ΟΑΣΘ, εκδόθηκε από τον Υπουργό ο οποίος ενήργησε όχι ως εκπρόσωπος του μοναδικού μετόχου του ΟΑΣΘ Ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή ως φορέας επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά ως όργανο της κρατικής Διοίκησης που εποπτεύει τον εν λόγω Οργανισμό κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, υποκείμενη στον ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο [ΣτΕ 2680/2018].
4. Υπαγωγή στο δημόσιο δίκαιο
10. Η διοικητική πράξη δημιουργεί έννομες σχέσεις διοικητικού δικαίου μεταξύ του συντάκτη και των αποδεκτών της πράξης, καθώς αφορά είτε την οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης είτε τις σχέσεις της Διοίκησης, ως φορέα δημόσιας εξουσίας, με τους ιδιώτες. Ακόμη και όταν ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών [Βλ. συναφώς νομολογία για το PSI, ΣτΕ Ολ 1116, 7/2014 και για το ΕΕΤΗΔΕ, ΣτΕ 1972/2012], η δημοσίου δικαίου υποχρέωση των ιδιωτών έγκειται στο να «ανεχθούν» τον τρόπο διαμόρφωσης των μεταξύ τους σχέσεων από τη Διοίκηση. Οι διοικητικές πράξεις διέπονται αποκλειστικά από το διοικητικό δίκαιο ακόμη και όταν η έκδοσή τους συνεπάγεται έννομες συνέπειες στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου (π.χ. η υπουργική απόφαση που συνιστά ανώνυμη εταιρεία και εγκρίνει το καταστατικό της ή η άδεια της επιθεώρησης εργασίας για μαζικές απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα).
ΙΙΙ. Πράξεις μη υποκείμενες σε αίτηση ακύρωσης
11. Δεν είναι παραδεκτή η αίτηση ακύρωσης κατά πράξεων των νομοθετικών οργάνων, ακόμη και στην περίπτωση που θεσπίζουν ατομική ρύθμιση (ΣτΕ 391/2008) και γενικότερα κατά των πράξεων των αρχών που είναι ενταγμένες στη νομοθετική εξουσία. Σε περίπτωση που η νομοθετική πράξη θεσπίζει, κατ’ εξαίρεση του συνταγματικού κανόνα, ατομική ρύθμιση, υπόκειται σε αίτηση ακύρωσης η πράξη διοικητικού οργάνου εκδίδεται προς εκτέλεση των οριζομένων στον νόμο, έστω και να η έκδοσή της δεν προβλέπεται ρητώς σε αυτόν (ΣτΕ 3976/2009). Ιδιαίτερης μνείας χρήζει συναφώς η νομολογία σχετικά με τις περιπτώσεις που «ο Πρόεδρος της Βουλής δεν ενεργεί ως όργανο ενταγμένο στη νομοθετική εξουσία, αλλά ως εκπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου», δηλαδή ως διοικητικό όργανο, του οποίου οι πράξεις υπόκεινται στη δικονομική μεταχείριση των εκτελεστών πράξεων διοικητικών αρχών (ΣτΕ Ολ 814/2019, σκέψη 6): «με την προσβαλλόμενη απόφαση του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, εκδοθείσα κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 29 παρ. 2 και 65 του Συντάγματος, του άρθρου 11 του Κανονισμού της Βουλής…, του άρθρου 97 του Κανονισμού της Βουλής… και των άρθρων 3Α του ν. 3213/2003 και 21 του ν. 3023/2002 (Α΄ 146), ορίζονται, μετά την αύξηση με το άρθρο 5 του ν. 4571/2018 των μελών της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, τα συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα που απαρτίζουν την Επιτροπή, η οποία ασκεί, ως ειδικό όργανο ελεγκτικού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ Ολ 3503/2009), κατ’ άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος και κατ’ άρθρο 3Α του ν. 3213/2003, τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στο άρθρο 21 του ν. 3023/2002 και στα άρθρα 3 παρ. 1 και 3Β παρ. 2 του ν. 3213/2003, αντίστοιχα. Η πράξη αυτή, εκδοθείσα κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και έχουσα κατά περιεχόμενο διοικητικό χαρακτήρα, ως αφορώσα την οργάνωση ανεξάρτητου συλλογικού οργάνου ελεγκτικής φύσεως, συνιστά ατομική εκτελεστή πράξη (πρβλ. ΣτΕ 3280/1976, 1413/1982, 453/1987, Ολ 1306/1997, 2938/2012, 1467/2015), δημοσιευτέα, κατ’ άρθρο 97 του Μέρους Β του Κανονισμού της Βουλής, όπως ισχύει. Η πράξη αυτή παραδεκτώς προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 95 παρ. 1 του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, δεδομένου ότι εν προκειμένω ο Πρόεδρος της Βουλής δεν ενεργεί ως όργανο ενταγμένο στη νομοθετική εξουσία, αλλά ως εκπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου» [βλ. και ΣτΕ Ολ 808/1997, ΣτΕ 1520, 1855/1999, 1728/2011]. Χαρακτήρα νομοθετικής πράξης έχουν και οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου του άρθρου 44 παρ. 1 του Συντάγματος, οι οποίες εξομοιώνονται προς τις πράξεις του νομοθετικού οργάνου. Επομένως, δεν υπόκεινται σε προσβολή με αίτηση ακύρωσης ακόμη και αν ίσχυσαν για ορισμένη μόνο χρονική περίοδο, επειδή στη συνέχεια απέβαλαν την ισχύ τους για το μέλλον, λόγω μη εμπρόθεσμης υποβολής τους στη Βουλή για κύρωση ή λόγω μη κύρωσής τους από τη Βουλή μέσα σε τρίμηνο από την ημερομηνία της υποβολής τους. Κατά πάγια νομολογία, «η κρίση, ως προς το έκτακτο των περιστάσεων και το εξαιρετικώς επείγον και απρόβλεπτο της ανάγκης δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως (άρθρο 44 παρ. 1 Σ), διότι συνδέεται με την εκτίμηση της ανάγκης του μέτρου, η οποία ανάγεται στη σφαίρα της πολιτικής ευθύνης των οργάνων που, κατά το Σύνταγμα, ασκούν, στην περίπτωση αυτή, τη νομοθετική εξουσία» (ΣτΕ Ολ 1250/2003, 2567/2015).
δ) Τα μέτρα εσωτερικής τάξης, που, παρά τον δυσμενή χαρακτήρα τους, αποσκοπούν πρωτίστως στην εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Βλ. συναφώς ΣτΕ 97/1980, Ολ 1821/1989: οι πράξεις των αρμόδιων σχολικών οργάνων με τις οποίες επιβάλλονται σε μαθητές οι ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 27 του π.δ. 107/1979, εκτός από την ποινή της αλλαγής του σχολικού περιβάλλοντος, αποσκοπούν στη διατήρηση της αναγκαίας στο σχολείο πειθαρχίας και γενικώς στην ομαλή λειτουργία του και συνιστούν μέτρα εσωτερικής τάξεως, τα οποία στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν προσβάλλονται παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως. Αντιθέτως, οι πράξεις με τις οποίες επιβάλλεται η ποινή της αλλαγής του σχολικού περιβάλλοντος αποτελούν, λόγω της σημασίας τους και των άμεσων δυσμενών συνεπειών που συνεπάγονται σε βάρος των τιμωρημένων μαθητών, εκτελεστές διοικητικές πράξεις και παραδεκτώς προσβάλλονται με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης. Βλ. και ΣτΕ 1651/1990, 3248/1991, 2233/1994, 3356/1995, 4046/1996, 4526/1998.
ε) Οι προπαρασκευαστικές πράξεις, όπως η πρόσκληση των μελών συλλογικού οργάνου και η ημερήσια διάταξη (άρθρο 14 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας).
στ) Οι γνωμοδοτήσεις, οι οποίες ρυθμίζονται στο άρθρο 20 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, με την εξαίρεση των αρνητικών γνωμών, τις οποίες δεν ακολουθεί η έκδοση αρνητικής εκτελεστής πράξης του αποφασίζοντος οργάνου. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν οι γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Βλ. συναφώς ΣτΕ Ολ 830/2010: «[ο]ι γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που εκδίδονται προς καθοδήγηση των ενεργειών της Διοικήσεως επί υποβαλλομένων σχετικώς ερωτημάτων και οι οποίες έχουν ως περιεχόμενο τις απόψεις του Συμβουλίου τούτου επί των τιθεμένων με τα ερωτήματα νομικών ζητημάτων καθώς και τις προτεινόμενες λύσεις για το νόμιμο, κατά την κρίση του, χειρισμό των πραγματικών καταστάσεων εν όψει των οποίων υπεβλήθησαν τα ερωτήματα, δεν αποτελούν, και μάλιστα αδιαφόρως του ειδικοτέρου περιεχομένου των αιτιολογιών τους, εκτελεστές διοικητικές πράξεις και δεν προσβάλλονται παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ Ολ 241/1978, 3471, 1478/1977)». Με την απόφαση αυτή κρίθηκε επίσης ότι «ούτε η αποδοχή γνωμοδοτήσεως του ΝΣΚ, κατά τα οριζόμενα στην διάταξη της παρ.4 του άρθρου 7 του ν. 3086/2002, προσδίδει στην γνωμοδότηση εκτελεστό χαρακτήρα και τούτο διότι η δεσμευτικότητα της γενομένης δεκτής γνώμης του Ν.Σ.Κ. περιορίζεται, κατά την ρητή πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της ως άνω διατάξεως, στα όργανα της Διοικήσεως, το δε δικαίωμα που γεννάται για τους τρίτους στην περίπτωση αυτή της αποδοχής γνωμοδοτήσεως και στο οποίο αναφέρεται το πρώτο εδάφιο της παρ.4 του άρθρου 7 …, είναι το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου να λάβει γνώση της γενομένης δεκτής γνωμοδοτήσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που θεσπίζει το κατ’ αρχήν δικαίωμα κάθε πολίτη να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνονται και οι γνωμοδοτήσεις, και το οποίο δικαίωμα γνώσεως αργεί, όσον αφορά τις γνωμοδοτήσεις του Ν.Σ.Κ., πρό της αποδοχής τους αρμοδίως [σε κάθε περίπτωση δεν χορηγούνται αντίγραφα των εισηγήσεων σε ερωτήματα]. Τέλος, και η πράξη με την οποία γίνεται αποδεκτή γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, εφ’ όσον περιορίζεται στην αποδοχή και μόνον της γνωμοδοτήσεως (πρβλ. ΣτΕ Ολ 241/1978, 3471, 1478/1977)».
1. Η άμβλυνση του οργανικού κριτηρίου
17. Η προέλευση της πράξης από διοικητικό όργανο παραμένει αναγκαία προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό της ως εκτελεστής διοικητικής πράξης. Πρόκειται για το οργανικό κριτήριο, το οποίο αποτελεί ακόμη την κρατούσα προσέγγιση, παρά τις επικρίσεις που έχει κατά καιρούς δεχτεί [16]. Ωστόσο παρατηρείται κάμψη του, στο πλαίσιο της προσπάθειας του διοικητικού δικαστή να διασώσει διαπλαστικά ένδικα βοηθήματα διασφαλίζοντας τον έλεγχό του επί πράξεων που εξυπηρετούν μεν το δημόσιο συμφέρον, αλλά προέρχονται από όργανα φορέων του δημόσιου τομέα, οι οποίοι δεν είναι ΝΠΔΔ. Οι πράξεις αυτές δεν αποτελούν κατά κυριολεξία πράξεις «διοικητικών αρχών». Η νομολογία διαμόρφωσε συναφώς το νομικό πλάσμα του νομικού προσώπου διφυούς χαρακτήρα (βλ. ανωτέρω, αρ. περ. 7), δεχόμενη ότι, ως προς συγκεκριμένες δραστηριότητες, το εν λόγω νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ασκεί δραστηριότητες δημόσιας εξουσίας, οπότε τα όργανά του λειτουργούν ως διοικητικές αρχές (λειτουργικός διπλασιασμός των οργάνων). Κατά συνέπεια, διατηρείται πλασματικά η ισχύς του οργανικού κριτηρίου, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας από όργανο που ενεργεί εν προκειμένω ως διοικητική αρχή. Χαρακτηριστική συναφώς η απόφαση ΣτΕ 2676/2001 σχετικά με την οικοδομική άδεια που εκδίδει ο ΟΣΚ, ο οποίος είναι όμως ΑΕ που ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο ΟΣΚ, που είχε ιδρυθή ως ΝΠΔΔ, μετετράπη μεν με το π.δ. 414/1998 σε ανώνυμη εταιρεία και έχει πλέον τον χαρακτήρα ΝΠΙΔ, διατήρησε δε, και μετά τη μετατροπή αυτή, δυνάμει ειδικής διάταξης, την ως άνω αρμοδιότητα έκδοσης οικοδομικής άδειας για την ανέργεση σχολικών κτιρίων. Ως προς την αρμοδιότητα όμως αυτή, η οποία συνάπτεται με τον έλεγχο της τήρησης της εν γένει πολεοδομικής νομοθεσίας που υπάγεται, κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, στο Κράτος και πρέπει να ασκείται από δημόσια αρχή, ο ΟΣΚ ασκεί δημόσια εξουσία, ενεργεί, συνεπώς, ως ΝΠΔΔ και οι σχετικώς εκδιδόμενες πράξεις του αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις παραδεκτώς προσβαλλόμενες με αίτηση ακύρωσης (πρβλ. ΣτΕ 4558/1997, 22/1995, Ολομ. 108/1991) [17]. Βλ. και ΣτΕ Ολ 108/1991: εκ των διατάξεων του ν. 1069/1980 συνάγεται ότι αι δημοτικαί επιχειρήσεις παρά το γεγονός ότι ο μνησθείς νόμος έχει απονείμη εις αυτάς και ωρισμένας αρμοδιότητας αι οποίαι προσιδιάζουν εις δημόσιαν αρχήν (βλ. ανωτ. άρθρον 24 ως επίσης 11, 27 κ.α.) είναι εν τούτοις κατά βάσιν νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού δικαίου (πρβλ. ΣΕ 878, 894, 2340, 2854/1988). Καθ’ ο μέρος όμως δια της διαληφθείσης διατάξεως του άρθρου 24 του ως άνω ν. 1069/1980 αι εν λόγω επιχειρήσεις εξοπλίζονται με την αρμοδιότητα κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ήτοι με αρμοδιότητα προσιδιαζούσαν εις δημοσίαν αρχήν, αι επιχειρήσεις αυταί ενεργούν, εν τη ασκήσει της αρμοδιότητός των ταύτης ως ΝΠΔΔ και ως εκ τούτου εις τα νομικά ταύτα πρόσωπα, διφυούς κατά τούτο χαρακτήρος, θεμιτώς κατά το άρθρον 17 του Συντάγματος ανατίθεται, δια της μνησθείσης διατάξεως, η εξουσία κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως διότι εις αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν δύναται να προβούν κατά την έννοιαν της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως όχι μόνον το Κράτος αλλά και τα προς αυτό εξομοιούμενα ΝΠΔΔ όπως είναι και η εκδούσα την προσβαλλομένην πράξιν δημοτική επιχείρησις εν τη ασκήσει της περί ης πρόκειται αρμοδιότητος. Επομένως η σχετική πράξις αυτής δι’ ης εκηρύχθη η υπό κρίσιν αναγκαστική απαλλοτρίωσις, ως πράξις, εν τούτω, ΝΠΔΔ, είναι εκτελεστή διοικητική πράξις παραδεκτώς προσβαλλομένη δια της αιτήσεως ακυρώσεως».
2. Η έκδοση διοικητικής πράξης από ιδιώτη
19. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, η συμμετοχή του κράτους στην έκδοση της πράξης είναι καθοριστική, εφόσον η πράξη προέρχεται είτε από νπιδ που ιδρύθηκε με περιουσιακά μέσα του κράτους (δηλαδή φορέα που ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των δημόσιων νομικών προσώπων [ΝΠΔΔ+ΝΠΙΔ]), το οποίο επεμβαίνει ουσιωδώς στη λειτουργία του, είτε από άλλο κρατικό όργανο, εν προκειμένω τον τυπικό νομοθέτη. Εντονότερη είναι η υποχώρηση του οργανικού κριτηρίου στις περιπτώσεις αναγνώρισης σε ιδιώτες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) της νομικής ικανότητας έκδοσης πράξεων που ο νομοθέτης ή ο δικαστής ρητώς αναγνωρίζουν ως διοικητικές (α). Μεγαλύτερα προβλήματα δημιουργεί η συμμετοχή των ιδιωτών στη διαδικασία τακτοποίησης αυθαιρέτων, όπου η νομική φύση της επέμβασής τους είναι ακόμη ασαφής (β).
α. Η ανάθεση διοικητικού έργου σε ιδιώτες στο πλαίσιο εκτέλεσης σύμβασης παραχώρησης
20. Στο πλαίσιο συμβάσεων παραχώρησης, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια έχει ως συνέπεια την αναγνώριση ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος στον ιδιώτη παραχωρησιούχο και στα όργανά του [ΣτΕ 2589/2014]. Ειδικότερα, η ανάθεση διοικητικού έργου σε ιδιώτες στο πλαίσιο της παραπάνω σύμβασης παραχώρησης έδωσε στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αξιοποιήσει τη θεωρία περί νομικού προσώπου διφυούς χαρακτήρα, πραγματοποιώντας όμως ενίοτε λογικά άλματα στη συλλογιστική του [ΣτΕ 2587-2589/2014, 4055/2015, 1995/2017]. Αφορμή για τη σχετική προβληματική αποτέλεσε η σύμβαση παραχώρησης έργου μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ανώνυμης εταιρείας «ΝΕΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.», η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 3555/2007 και με την οποία ανατέθηκε στην ως άνω εταιρεία η μελέτη, κατασκευή, χρηματοδότηση, συντήρηση και εκμετάλλευση του αυτοκινητοδρόμου Πατρών – Αθηνών – Θεσσαλονίκης – Ευζώνων (ΠΑΘΕ), έναντι συμβατικού ανταλλάγματος, το οποίο περιλαμβάνει το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης του ανωτέρω έργου και, ειδικότερα, το δικαίωμα επιβολής και είσπραξης, για ίδιο λογαριασμό, διοδίων τελών από τους χρήστες του έργου, αφενός, και εμπορικής εκμετάλλευσης τωνσταθμών εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, αφετέρου. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η αρμοδιότητα έκδοσης οικοδομικών αδειών [το πιστοποιητικό του ανεξάρτητου μηχανικού με το οποίο εγκρίνονται οι μελέτες του αναδόχου επέχει θέση οικοδομικής άδειας (ΣτΕ 2587/2014, σκέψη 10)] συνάπτεται με τον έλεγχο τήρησης της εν γένει πολεοδομικής νομοθεσίας, η οποία υπάγεται, κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, στο Κράτος, πρέπει να ασκείται από δημόσια αρχή [ΣτΕ 2676/2001 7μ., πρβλ. ΣτΕ Ολ. 891 – 95/2008, Ολ 1934/1998] και δεν είναι δυνατόν να ασκείται, υφ’ οιανδήποτε νομική μορφή, από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή ιδιώτη [ΣτΕ Ολ. 891 – 5/2008]. Σημειώνεται ότι, σε αντιδιαστολή με την αρμοδιότητα έκδοσης εκτελεστής πράξης, το έργο της κατασκευής και συντήρησης του οδικού δικτύου της χώρας, το οποίο συνιστά αποστολή του Κράτους, δύναται, ως εκ της φύσεώς του, να ανατεθεί σε ιδιωτικούς φορείς, κατά τα ειδικότερον προβλεπόμενα στη νομοθεσία περί δημοσίων έργων, είτε με συμβάσεις εκτέλεσης έργων είτε με συμβάσεις παραχώρησης (ΣτΕ 2781-2794/2018). Στη συνέχεια, πάντως, δέχθηκε ότι, ως προς την αρμοδιότητα της έγκρισης των μελετών των κτιριακών εγκαταστάσεων του επίδικου έργου ο ανεξάρτητος μηχανικός, που είναι ιδιώτης, ασκεί δημόσια εξουσία και ενεργεί ως διοικητικό όργανο. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αντιβαίνει στο άρθρο 24 Σ η ανάθεση της παραπάνω αρμοδιότητας σε ιδιώτη για τους εξής λόγους: «α) η σχετική αρμοδιότητα παρέχεται προς πρόσωπο, το οποίο, αν και επιλέγεται από τον παραχωρησιούχο, δεν αποτελεί υπάλληλο ή όργανό του, θεωρείται δε κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής διοικητικό όργανο, το οποίο ασκεί δημόσια εξουσία, β) οι διατάξεις της συμβάσεως και του Ν. 2300/1995 δεν αποκλείουν τον κατασταλτικό έλεγχο της γενικώς αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, η οποία διατηρεί την εξουσία να ερευνά ζητήματα αυθαίρετων κατασκευών, με τον τρόπο δε αυτό καλύπτονται οι κατά το Σύνταγμα απαιτήσεις αποτελεσματικού πολεοδομικού ελέγχου εκ μέρους του Κράτους, γ) η απόφαση του ανεξάρτητου μηχανικού περί εγκρίσεως της εκάστοτε εκπονούμενης μελέτης δεν είναι δεσμευτική, αλλά παρέχεται στο Δημόσιο η δυνατότητα να διατυπώσει τα σχόλια και τις αντιρρήσεις του και, σε περίπτωση διαφωνίας του μηχανικού με τα σχόλια ή/και τις αντιρρήσεις αυτές, να προσφύγει ενώπιον της Επιτροπής Επιλύσεως Τεχνικών Διαφορών, δ) οι θιγόμενοι τρίτοι δεν στερούνται αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι τα εκδιδόμενα πιστοποιητικά υπόκεινται… σε αίτηση ακυρώσεως, και ε) τα συναφή πιστοποιητικά αφορούν επουσιώδεις μικρές κτιριακές κατασκευές, οι οποίες εντάσσονται στα πλαίσια ευρυτέρων χωροθετημένων περιοχών δημοσίων έργων (και συγκεκριμένα στα πλαίσια της λειτουργίας αυτοκινητοδρόμων), για τα οποία έχει εφαρμοσθεί συνολικά η διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ενώ παράλληλα ούτε εντάσσονται αλλά ούτε και αποτελούν οικισμούς…». Επομένως, πράξεις εκδιδόμενες κατ’ ενάσκηση της αρμοδιότητας αυτής αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις παραδεκτώς προσβαλλόμενες με αίτηση ακύρωσης [ΣτΕ 2589/2014, σκ. 11. Πρβλ. ΣτΕ Ολ 891–95/2008, 99, 1241, 1869/2002, 2676/2001 7μ., 3414/2000 7μ., 4558/1997, 22/1995 7μ., Ολ 108/1991, Ολ 2080/1987]. Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι «η απόφαση…. περί αναπροσαρμογής των διοδίων τελών επί του αυτοκινητοδρόμου Π.Α.Θ.Ε., συμπεριλαμβανομένων και των επίδικων σταθμών, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, παραδεκτώς προσβαλλόμενη με αίτηση [ακύρωσης], η δε παραχωρησιούχος εταιρία ενήργησε κατά την έκδοσή της ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, χωρίς να ασκεί από την άποψη αυτή επιρροή ότι η εν λόγω απόφαση εντάσσεται στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας» [ΣτΕ 2589/2014/2014, σκ. 16]. Εν προκειμένω, είναι προφανής η υποχώρηση του οργανικού κριτηρίου, αφού αναγνωρίζεται σε ιδιώτη η νομική ικανότητα έκδοσης πράξεων που ο νομοθέτης ή ο δικαστής ρητώς χαρακτηρίζουν ως διοικητικές [19]. Πάντως, κρίθηκε ότι ένας ιδιώτης παραχωρησιούχος δεν μπορεί να αναλάβει τις αστυνομικές αρμοδιότητες κρατικής αρχής. ΣτΕ 701/2015, σκέψη 19: κατά την έννοια των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος, αστυνομική εξουσία, ως η κατ’ εξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, ασκείται διά της αστυνομικής αρχής, μόνο από το κράτος (και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που και αυτά είναι αποκεντρωμένες καθ’ ύλην δημόσιες υπηρεσίες) και όχι από ιδιώτες (ΣτΕ Ολ 1934/1998, πρβλ. και ΣτΕ 3946/2002). Εν προκειμένω, προβλέπεται μεν η παροχή υπηρεσιών «φύλαξης» των χώρων του Τουριστικού Λιμένα από την παραχωρησιούχο, δεν υποκαθίσταται, όμως, ο ιδιωτικός φορέας διαχείρισης του λιμένα στις αστυνομικές αρμοδιότητες της κρατικής (ιδίως Λιμενικής) αρχής, οι οποίες και παραφυλάσσονται υπέρ της τελευταίας (βλ. και ΣτΕ 1872/2012).
[1] M. Stassinopoulos, Avant Propos, in P. Pavlopoulos, La directive en droit administratif français, LGDJ, 1978.
[2] H. Maurer/Chr. Waldhoff, Allgemeines Verwaltungsrecht, 19. Auflage, C.H. Beck, 2017, §9. Για τις λειτουργίες της διοικητικής πράξης βλ. Μ. Ruffert, Verwaltungsakt, in D. Ehlers/H. Pünder, Allgemeines Verwaltungsrecht, De Gruyter, 2015, §21, σ. 651.
[3] Μ. Ruffert, Verwaltungsakt, in D. Ehlers/H. Pünder, Allgemeines Verwaltungsrecht, De Gruyter, 2015, §21, σ. 648 καιΒ. Defoort, La décision administrative, LGDJ, BDP, t. 286, 2015, σ. 621.
[4] ΣτΕ 1277/2019, σκ. 7: τίθεται προεχόντως το ζήτημα εάν η δήλωση περί υπαγωγής αυθαιρέτου κτίσματος στις ρυθμίσεις του κεφαλαίου Α΄ του ν. 4178/2013, αποτελεί διοικητική πράξη και, μάλιστα, εκτελεστή.
[5] Έτσι Πρ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 2012, αρ. περ. 492 επ., ο οποίος υποστηρίζει ότι, τόσο στη γερμανική όσο και στη γαλλική επιστήμη, η τεχνική έννοια της διοικητικής πράξης περιέλαβε μόνο εκτελεστές πράξεις, εκείνες δηλαδή που παράγουν άμεσο έννομο αποτέλεσμα έναντι των ιδιωτών, αποκλείοντας τις διάφορες άλλες φάσεις διοικητικής διαδικασίας εσωτερικής σπουδαιότητας, όπως οι γνωμοδοτήσεις ή οι ανακοινώσεις, χωρίς άμεση επιρροή στη νομική κατάσταση του ιδιώτη. Βλ. και μειοψηφούσα γνώμη στην απόφαση ΣτΕ Ολ 434/2019, κατά την οποία, «όπου ο νόμος χρησιμοποιεί τον όρο «διοικητική πράξη», όπως εν προκειμένω, (βλ. άρθρο 7 παρ. 4 του Ν 3086/2002) εννοεί εκτελεστή διοικητική πράξη (βλ. και άρθρο 30 του ΚΔΔιαδ, Ν. 2690/1999)». Πρόκειται όμως για γενίκευση, της οποίας η ακρίβεια δυσχερώς επαληθεύεται. Βλ. σχόλιο Ε. Πρεβεδούρου, Η νομική φύση των γνωμοδοτήσεων του ΝΣΚ που αφορούν τον δικονομικό χειρισμό υποθέσεων του Ελληνικού Δημοσίου και άλλων φορέων δημόσιας εξουσίας: δογματική συνέπεια, θεσμική αβρότητα ή (δικο)νομικός ρεαλισμός; Με αφορμή την απόφαση ΣτΕ Ολ 434/2019, ΘΠΔΔ 3/2019, σ. 221.
[6] Μ. Στασινόπουλου, Το δίκαιον των διοικητικών πράξεων, όπ. π., σ. 120 επ.
[7] Δ. Παπανικολαϊδου, Η συμβολή της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας εις τον καθορισμόν της εννοίας της εκτελεστής διοικητικής πράξεως, ΤιμΤομ ΣτΕ 1929-1979, 1979, σ. 147.
[8] Για τη μη συνδρομή του στοιχείου αυτού βλ. ΣτΕ 4407/2014 (έκθεση ελέγχου του Σώματος των Επιθεωρητών Δημόσιας Υγείας και Πρόνοιας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), ΣτΕ 3919/2014 (πόρισμα – σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή, με το οποίο η εν λόγω Αρχή έκρινε αναληθή και παραπλανητική τη διαφημιστική καταχώρηση), ΣτΕ 425/2014 (Έκθεση Ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, η οποία συνετάγη στο πλαίσιο εκτέλεσης σύμβασης δημοσίου έργου).
[9] Ετσι και η κρατούσα άποψη στη γαλλική νομολογία. Όπως επισήμανε η M. Laroque στις προτάσεις της για την απόφαση CE 27 mai 1987, Laboratoires Goupil (83292), «[ο] κανονιστικός (décisoire) χαρακτήρας της πράξης απορρέει από την τροποποίηση που επιφέρει στον νομικό κόσμο (ordonnancement juridique): το γεγονός ότι προκαλεί βλάβη (faire grief) σε ένα διοικούμενο δεν αρκεί για να μπορεί αυτός παραδεκτώς να ασκήσει αίτηση ακύρωσης, εφόσον η εν λόγω πράξη δεν μεταβάλλει τη νομική του κατάσταση».
[10] Πρόκειται για τα όργανα της άμεσης κρατικής διοίκησης (κεντρικής ή αποκεντρωμένης), δηλαδή τα διοικητικά όργανα του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ.
[11] Βλ. άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 1256/1982 και άρθρο 51 του Ν. 1892/1990. Κατά το άρθρο 68 παρ. 2 του Ν. 4622/2019 (Επιτελικό κράτος… , ΦΕΚ Α΄133), όπου στις διατάξεις του κεφαλαίου Α΄ του μέρους Δ΄ (διαφάνεια και ακεραιότητα) του νόμου αυτού γίνεται αναφορά στον «δημόσιο τομέα», αυτός νοείται όπως ορίζεται στην περίπτωση α΄ του άρθρου 14 του Ν. 4270/2014 (Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις, ΦΕΚ Α΄143). Κατά τη διάταξη αυτή, ο δημόσιος τομέας περιλαμβάνει τη Γενική Κυβέρνηση, τα εκτός αυτής νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), καθώς και τις εκτός αυτής δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς του Κεφαλαίου Α΄ του Ν. 3429/2005 (Δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί, ΦΕΚ Α΄ 314), ανεξαρτήτως εάν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του. Ομοίως, δεν ασκεί επιρροή για τον ορισμό της διοικητικής πράξης η έννοια του δημοσίου τομέα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου [άρθρο 126 ΣΛΕΕ, πρωτόκολλο για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, κανονισμός (ΕΚ) 479/2009 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2009 (ΕΕ L 145), κανονισμός (ΕΚ) 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2009 (ΕΕ L 87) για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών, κανονισμός (ΕΚ) 2223/1996 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1996 (ΕΕ L 310)]. Πράγματι, με το άρθρο 2 του Ν. 3871/2010 (ΦΕΚ Α΄ 141) προστέθηκε άρθρο 1Β στον Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α΄ 247) περί Δημοσίου Λογιστικού, με το οποίο ορίσθηκαν τα εξής : «1. Δημόσιος τομέας: περιλαμβάνει την Γενική Κυβέρνηση και τις δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3, καθώς και τους δημόσιους οργανισμούς κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Ν. 3429/2005 (ΦΕΚ Α΄ 314). 2. Γενική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού (ΟΤΑ) και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ). 3. Κεντρική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Διοίκηση και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως από την Κεντρική Διοίκηση, εκτός ΟΤΑ και ΟΚΑ.….». Βλ. συναφώς ΣτΕ 2497/2013, Ολ 3404-3406/2014, 1007/2016, 1586-7/2016, 1880/2017, 2400/2018: Ο όρος “δημόσιο” καλύπτει τον ευρύτερο “δημόσιο τομέα” [έτσι αποδόθηκε στα ελληνικά ο αγγλικός όρος general government, βλ. ΣτΕ 2497/2013, Ολ 3404-3406/2014] (S.13), που υποδιαιρείται στους υποτομείς “κεντρική διοίκηση” (S.1311), “διοίκηση ομόσπονδων κρατιδίων” (S.1312), “τοπική αυτοδιοίκηση” (S.1313) και “οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης” (S.1314), εξαιρουμένων των εμπορικών πράξεων όπως ορίζονται στο ΕΣΛ 2010. Η εξαίρεση των εμπορικών πράξεων σημαίνει ότι ο “δημόσιος τομέας” (S.13) περιλαμβάνει μόνο τις θεσμικές μονάδες που έχουν ως κύριο καθήκον την παραγωγή μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών.
[12] ΣτΕ 913/2019, σκ. 4: η πράξη, με την οποία επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης σε υπάλληλο ΝΠΙΔ με σχέση εργασίας ΙΔΑΧ, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, διότι έχει εκδοθεί από το πενταμελές πειθαρχικό συμβούλιο της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης Αποχέτευσης Γρεβενών, ήτοι από όργανο ΝΠΙΔ.
[13] Β. Σκουρή, Συνταγματική καθιέρωση του οργανικού κριτηρίου, εις Προσανατολισμοί στο Δημόσιο Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 1996, σ. 547 (551).
[14] ΑΠ 19/2013, ΣτΕ Ολ 3014/2014, σκ. 9. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν, στο πλαίσιο αυτό, οι εταιρείες ύδρευσης και αποχέτευσης. Κατά τις διατάξεις του Ν. 1069/1980 «περί κινήτρων δια την ίδρυση επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης» (ΦΕΚ Α΄ 191), έχει παρασχεθεί στις επιχειρήσεις αυτές η αρμοδιότητα κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ή συστάσεως δουλείας σε βάρος ακινήτων αναγκαίων για τα εκτελούμενα από αυτές έργα δημόσιας ωφέλειας, ενεργούν δε κατά την άσκηση της αρμοδιότητος αυτής ως νπδδ. Ως εκ τούτου οι πράξεις οι σχετικές με την παρασχεθείσα από τον νόμο αρμοδιότητα των οργάνων των εν λόγω διφυούς χαρακτήρος νομικών προσώπων είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις παραδεκτώς προσβαλλόμενες με αίτηση ακύρωσης (ΣτΕ Ολ 108/1991, 3445/1991, 1809/2003, 3323/2014, 3528/2015). Ως νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα χαρακτηρίσθηκε από το ΣτΕ και το ΕΚΕΠΙΣ (Εθνικό Κέντρο Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης), το οποίο είναι κατ’ αρχήν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που συνίσταται στην πιστοποίηση των ΚΕΚ, προκειμένου αυτά να αποκτήσουν δικαίωμα υλοποίησης των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ, περιλαμβάνει δε όχι μόνον τον έλεγχο των κτιριακών και υλικοτεχνικών υποδομών των εν λόγω κέντρων, αλλά και έλεγχο των προγραμμάτων κατάρτισης, της επάρκειας και των επαγγελματικών προσόντων των εκπαιδευτικών τους, ενεργεί ως νπδδ και ασκεί δημόσια εξουσία (ΣτΕ 99/2002). Ομοίως, έγινε δεκτό ότι η ΟΛΠ ΑΕ, κατά την παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός της λιμενικής ζώνης Πειραιώς και των οποίων η διαχείριση και η εκμετάλλευση έχουν ήδη περιέλθει σε αυτή, δεν διαχειρίζεται την ιδιωτική της περιουσία, αλλ’ ενεργεί ως δημόσιο όργανο, που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην εύρυθμη διεξαγωγή των θαλασσίων συγκοινωνιών και μεταφορών και στην εν γένει εξυπηρέτηση του εμπορίου. Συνεπώς, οι σχετικώς με την παραχώρηση κοινοχρήστου πράγματος εκδιδόμενες πράξεις της εν λόγω εταιρίας συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις (ΣτΕ Ολ 1212/2010. Έτσι και ΣτΕ Ολ 2403, 2404/2014). Βλ. και ΣτΕ Ολ 1076, 1080, 1081/2019, με την οποία κρίθηκε ότι η ανάληψη του ελέγχου της ΟΛΠ ΑΕ από ιδιώτη επενδυτή είχε ως συνέπεια την εφεξής απώλεια του χαρακτήρα της ως ΝΠΙΔ διφυούς χαρακτήρα (δημόσια επιχείρηση) με την απάλειψη από την από 13-2-2002 σύμβαση των εμπεριεχουσών ενάσκηση δημοσίας εξουσίας διατάξεων, η διατήρηση των οποίων παρίστατο μη συμβατή με τη μετατροπή της εν λόγω εταιρείας σε συνηθισμένη Α.Ε. με αμιγώς επιχειρηματικό χαρακτήρα. Βλ. και μειοψηφούσα γνώμη στην ΣτΕ Ολ 3873/2014: Ανεξαρτήτως αν το ΤΑΙΠΕΔ συνεστήθη με τον Ν. 3986/2011 ως νπιδ, τούτο συνεστήθη, πάντως, προς υλοποίηση της δημοσίας πολιτικής των αποκρατικοποιήσεων και λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Συνιστά δε διφυές νομικό πρόσωπο, καθ’ όσον, κατά την ενάσκηση ωρισμένων αρμοδιοτήτων, συναπτομένων προς την άσκηση δημοσίας εξουσίας, τούτο αποτελεί νπδδ και εκδίδει εκτελεστές διοικητικές πράξεις, αδιαφόρως του αν η εν λόγω δράση του αποβλέπει και σε επίτευξη κέρδους. Περαιτέρω, ΣτΕ 1457/2018, για τον Ελληνικό Οργανισμό Ανακύκλωσης» [(ΕΟΑΝ) άρθρο 46 παρ. 1 του ν. 4042/2012, Α΄ 24], ο οποίος, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας έγκρισης ή ανανέωσης της έγκρισης συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης αποτελεί νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα, οι σχετικές πράξεις του οποίου εμπίπτουν στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της εν λόγω δημόσιας πολιτικής και αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις.
[15] Βλ. Βιβλίο ΙV του Νόμου 4412/2016, ΄Εννομη προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, ιδίως άρθρα 348-374. Ενδεικτικά, Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης (-Νικολάκης), ΕρμΣυντ (2017), άρθ. 94, αρ. 26.
[16] Ενδεικτικά, Β. Σκουρή, Συνταγματική καθιέρωση του οργανικού κριτηρίου, εις Προσανατολισμοί στο Δημόσιο Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 1996, σ. 547. Αντίθετα Αθ. Ράντος, Αποτίμηση της πορείας του Συμβουλίου της Επικρατείας τα τελευταία 40 χρόνια. Μία ενδοσκόπηση, 2017, pro-justitia
[17] Σημειώνεται ότι η εταιρεία “Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων” [ΟΣΚ ΑΕ], η “Δημόσια Επιχείρηση Ανέγερσης Νοσοκομείων” [ΔΕΠΑΝΟΜ ΑΕ] και η «ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΕ» συγχωνεύθηκαν στην εταιρεία Κτιριακές Υποδομές (ΚτΥπ ΑΕ).
[18] ΣτΕ Ολ 3053/2009, ΣτΕ ΕΑ 141/2010, ΕΑ 151/2011. Βλ. συναφώς Κ. Γιαννακόπουλου, Ο διάχυτος και παρεμπίπτων δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα υπό το πρίσμα του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, ΕφημΔΔ 2009, σ. 825 (842)· Ε. Πρεβεδούρου, Η κατάργηση της διοικητικής δίκης, Εκδ. Σάκκουλα, 2012, σ. 336 επ.
[19] Για την ανάγκη προσήλωσης στο δόγμα του οργανικού κριτηρίου προκειμένου να μην ανοίξουν νομικά οι ασκοί του Αιόλου…βλ. Αθ. Ράντου, Αποτίμηση της πορείας του Συμβουλίου της Επικρατείας τα τελευταία 40 χρόνια. Μία ενδοσκόπηση, 2017, pro-justitia
[20] Για το ζήτημα της χρήσης πληροφοριακών συστημάτων παραγωγής αυτοματοποιημένων διοικητικών πράξεων, ιδίως στο πεδίο της φορολογικής διοίκησης και της κοινωνικής ασφάλισης, βλ. E.-W. Luthe, Der vollständig automatisierte Erlass eines Verwaltungsakts nach § 31a SGB X, in: Luthe, SGb 2017, σ. 250, J. Ziekow, Das Verwaltungsverfahrensrecht in der Digitalisierung der Verwaltung, NVwZ 2018, σ. 1169, U. Stelkens, Der vollständig automatisierte Erlass eines Verwaltungsakts als Regelungsgegenstand des VwVfG, in: Hermann Hill/Dieter Kugelmann/ Mario Martini [hrsg.] Digitalisierung in Recht, Politik und Verwaltung,, 2018, σ. 81. Επίσης, Απ. Γέροντα, Οι μηχανογραφημένες διοικητικές πράξεις, ΔιΔικ 4/1989, σελ. 746, Π. Λαζαράτου, Νομική φύση και τύπος των αυτοματοποιημένων διοικητικών πράξεων, ΤοΣ 1990, σ. 198, Α. Στεργίου, Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση της κοινωνικής ασφάλισης, ΕφημΔΔ 6/2017, σ. 704. Πρόκειται, κατά κανόνα, για πράξεις απλών απαιτήσεων, δέσμιας αρμοδιότητας, των οποίων οι προϋποθέσεις καθορίζονται αντικειμενικά στον νόμο. Για τον προγραμματισμό που επιτρέπει την έκδοση των πράξεων αυτών, βλ. E. Mouriesse, L’opacité des algorithmes et la transparence administrative, RFDA 1/2019, σ. 45· H. Pauliat, La décision administrative et les algorithmes : une loyauté à consacrer, RDP 2018, σ. 648.
[21] Βλ. συναφώς Δ. Ντισλίδου, Οι σιωπηρές θετικές πράξεις, ΘΠΔΔ 2/2015, σ. 102, με περαιτέρω βιβλιογραφικές παραπομπές.
[22] Γ. Γιαννακούρου, Δίκαιο Χωροταξίας και Πολεοδομίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, σ. 260· Ι. Μαθιουδάκη, Νόμιμη και αυθαίρετη δόμηση, Ανιόν