Αντώνιος Καραμπατζός, «Η δημόσια σύμβαση μεταξύ ειδικής νομοθετικής ρύθμισης και Αστικού Κώδικα – όρια και προκλήσεις»
Τη Δευτέρα, 13/12/ 2021, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού μαθήματος του Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, προσκεκλημένος εισηγητής είναι ο καθηγητής Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Αντώνιος Καραμπατζός, ο οποίος θα μιλήσει για το θέμα: «Η δημόσια σύμβαση μεταξύ ειδικής νομοθετικής ρύθμισης και Αστικού Κώδικα – όρια και προκλήσεις». Αφορμή για την επιλογή του θέματος αυτού είναι η δημοσίευση της τελευταίας μονογραφίας του με τίτλο «Κρατική επέμβαση σε συμβατικό δεσμό και αστικό δίκαιο» (εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2021), η οποία ανανεώνει και εμπλουτίζει τον διαρκή προβληματισμό για τη σχέση του αστικού με το δημόσιο δίκαιο, από τη σκοπιά της θεωρίας του αστικού δικαίου. Είναι αλήθεια ότι διάφορες πτυχές της οικείας θεματικής έχουν απασχολήσει τόσο τη γαλλική όσο και τη γερμανική επιστήμη, όπως η χρήση του αστικού δικαίου στην επεξεργασία των εννοιών του διοικητικού δικαίου [B. Plessix,L’utilisation du droit civil dans l’élaboration du droit administratif, Editions Panthéon–Assas, 2003] ή η εφαρμογή του ιδιωτικού δικαίου στη διοικητική δράση [Ul. Stelkens, Verwaltungsprivatrecht: Zur Privatrechtsbindung der Verwaltung, deren Reichweite und Konsequenzen, 2005], πάντα, όμως, υπό το πρίσμα του δόγματος του διοικητικού δικαίου. Σε μια εποχή που η θεωρία, με διάθεση κοσμοπολιτισμού και ακολουθώντας τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εστιάζει στην επιρροή του ενωσιακού δικαίου στο διοικητικό, ο Αντώνης Καραμπατζός δίνει την ευκαιρία επιστροφής στις ρίζες, ενδοσκόπησης και αναστοχασμού για την ίδια την ουσία και τον λόγο ύπαρξης του διοικητικού δικαίου, κυρίως στο επίπεδο πραγμάτευσης των συμβάσεων που συνάπτει το Δημόσιο με ιδιώτες.
Διαβάζοντας το βιβλίο θα μπορούσε να συναχθεί ότι η σχέση των δύο κλάδων μπορεί να λάβει μια από τις τρεις ακόλουθες μορφές:
Πρώτον, την μορφή της συμβολής του αστικού δικαίου στη διαμόρφωση των αντίστοιχων, αλλά αυτόνομων πλέον, εννοιών του διοικητικού δικαίου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, εδώ, είναι οι διοικητικές συμβάσεις και η αστική ευθύνη του Δημοσίου. Αλλά και η ίδια η διοικητική πράξη, η θεμελιωδέστερη έννοια του διοικητικού δικαίου, έχει επωφεληθεί από τη δογματική εμπειρία του αστικού δικαίου, καθόσον ο όρος δήλωση βούλησης, που χρησιμοποιείται παγίως από τη νομολογία και τη θεωρία [ακόμη και τη γερμανική] είναι αστικολογικής προέλευσης και, κατά τον ίδιο τον Μ. Στασινόπουλο, αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της «μακράς εξοικειώσεως της νομικής σκέψεως προς τους σταθερούς νομικούς τύπους και τας εννοίας του ιδιωτικού δικαίου» [Μ. Στασινόπουλου, Το Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σ. 39 επ]. Και η συμβολή συνεχίζεται με τον εμπλουτισμό των κομβικών εννοιών του διοικητικού δικαίου, όπως ο εκδημοκρατισμός του δημοσίου συμφέροντος, η αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης σε δικαστικές αποφάσεις και ως αντισυμβατικής συμπεριφοράς, η μετάλλαξη της δημόσιας εξουσίας σε συνεργατικό πρότυπο δράσης.
Η δεύτερη μορφή σχέσεων έγκειται στην εφαρμογή διατάξεων του αστικού δικαίου, για την κάλυψη κενών του διοικητικού δικαίου. Πρόκειται για τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ περί της ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις και, κυρίως, για τις ρήτρες των άρθρων 288 και 388 ΑΚ που αφορούν την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης, και τον προβληματισμό ως προς το αν πρόκειται για ευθεία εφαρμογή με προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες της διοικητικής δράσης, για ανάλογη εφαρμογή ή για τη μετάπτωση των ρητρών αυτών σε γενικές αρχές, θέμα που αναλύεται με οξυδέρκεια στο βιβλίο του Αντώνη Καραμπατζού. Όπως επισήμανε συναφώς ο Γεώργιος Μπαλής, οι διατάξεις του ΑΚ επί των γενικών αρχών και του ενοχικού δικαίου «είναι προωρισμέναι να καλύψουν ου μόνον τας καθαρώς αστικάς σχέσεις […] αλλά και […] σχέσεις δημοσίου δικαίου, δι’ας κατ’ανάγκην και μοιραίως το τελικόν καταφύγιον , ελλείψει ειδικωτέρων ορισμών, θα είναι ο Αστικός Κώδιξ».
Τρίτη μορφή σχέσης των δύο κλάδων είναι το ενδεχόμενο μεταφύτευσης κάποιων θεσμών του αστικού δικαίου στη δημόσια εξουσία, όπως η συμβατική ανάληψη από το Δημόσιο της υποχρέωσης εισαγωγής νομικής ρύθμισης (συμβατικώς υποσχεθείσα ρύθμιση) και η τύχη μιας τέτοιας ρήτρας. Η τελευταία αυτή -αστικοδικαιϊκού προσανατολισμού- θεώρηση, που, κατ’ αρχήν, φαίνεται ασύμβατη προς την πεμπτουσία του διοικητικού δικαίου, μου θυμίζει την επιφυλακτικότητα του καθηγητή Yves Gaudemet στο θέμα του κριτηρίου του διοικητικού δικαίου: δεδομένου ότι το διοικητικό δίκαιο δεν είναι συλλογή ειδικών κανόνων που εφαρμόζονται στη Διοίκηση κατά παρέκκλιση από το ιδιωτικό δίκαιο [Le critère du droit administratif : une question nécessaire, une réponse impossible, Mélanges en l’honneur de J. –P. Boivin], αλλά κλάδος που διεκδικεί αυτονομία, ανακύπτει το λογικώς αναγκαίο ερώτημα του κριτηρίου που στηρίζει και δικαιολογεί αυτή την αυτονομία. Παρά την ατέρμονη πλην ενδιαφέρουσα επιστημονική κουβέντα, καταλήγει στην αδυναμία εντοπισμού μιας αρχής που εξηγεί και οργανώνει την αυτονομία του διοικητικού δικαίου (λογική αναγκαιότητα του ερωτήματος-αδυναμία απάντησης). Σε τελική ανάλυση το ερώτημα επανεμφανίζεται κατά διαστήματα σαν ένα είδος διανοητικής άσκησης, το μόνο ενδιαφέρον της οποίας είναι ότι δεν μπορεί να επιλυθεί. Στο ίδιο πνεύμα, ο Jean Boulouis καταλήγει ότι ακόμη και αν υπαχθεί στο ίδιο δίκαιο με τους ιδιώτες, η Διοίκηση δεν ταυτίζεται με αυτούς. Μπορεί να δανειστεί από το δίκαιό τους τις τεχνικές που είναι καλύτερα προσαρμοσμένες στην εκτέλεση ορισμένων αποστολών της, αλλά η φύση της δεν αλλάζει και, όταν καταπιέζεται, τείνει με μεγαλύτερη ορμή να ανακτήσει την ιδιομορφία της [Supprimer le droit administratif ?, Pouvoirs 1988].
Το διοικητικό δίκαιο εμφανίζει το εξής παράδοξο: μολονότι αενάως εμπλουτίζεται, εξελίσσεται και ομορφαίνει, νιώθει συχνά την ανάγκη αναζήτησης του λόγου της ύπαρξής του, αναζήτηση η οποία φαίνεται αδιανόητη για οποιονδήποτε άλλο κλάδο του δικαίου. Το διοικητικό δίκαιο ζει και βασιλεύει και η συνάρθρωσή του με το αστικό δίκαιο, μέσω της απορρόφησης θεσμών, αρχών και αξιών του τελευταίου και της αξιοποίησης ιδιωτών για την εκτέλεση διοικητικού έργου, του παρέχει την αναγκαία ευελιξία για την εξέλιξη και την προσαρμογή του στη μεταβαλλόμενη και πολυσχιδή πραγματικότητα. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στη Γαλλία ένα βιβλίο με τη μορφή επιστολών μεταξύ ενός καθηγητή του αστικού δικαίου, από τη μια (Christophe Jasmin), και του ομοτέχνου του διοικητικολόγου, από την άλλη (Fabrice Melleray), οι οποίοι, μέσω της ανάλυσης της πορείας και των χαρακτηριστικών των δύο δικαιϊκών κλάδων, επιχειρούν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα αν τα κοινά σημεία επιτρέπουν τη διαμόρφωση ενός δογματικού μοντέλου ή αν οι εγγενείς διαφορές τους την αποκλείουν (Droit civil et Droit administratif. Dialogues sur un modèle doctrinal). Ένας τέτοιος διάλογος, που θα κάλυπτε την ουσία και όλο το εύρος των δύο δικαιϊκών κλάδων, πέρα από επιμέρους τομείς, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου.