Ακύρωση πρυτανικών εκλογών του Πανεπιστημίου Πατρών. Ερμηνεία του άρθρου 8 παρ. 16 γ΄ του Ν. 4009/2011 (ΣτΕ 3238/2015)
1. Για δεύτερη φορά εντός του ίδιου δικαστικού έτους το Συμβούλιο της Επικρατείας ακυρώνει, με την απόφαση ΣτΕ 3238/2015 [ΣτΕ 3238/2015], πρυτανικές εκλογές σε AEI που διεξήχθησαν τον Ιούνιο του 2014 βάσει του Ν. 4009/2011, εν προκειμένω λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 16 που ρυθμίζει το στάδιο της προεπιλογής των υποψηφίων από το Συμβούλιο του Ιδρύματος (ΣΙ). Προηγήθηκε, τον Δεκέμβριο του 2014, η απόφαση ΣτΕ 4474/2014 7μ, που εκδόθηκε κατόπιν της παραπεμπτικής ΣτΕ 2357/2014 5μ και ακύρωσε τις πρυτανικές εκλογές του ΑΠΘ για τον τυπικό λόγο της μη πρόσκλησης του εν ενεργεία Πρύτανη στη συνεδρίαση του ΣΙ με αντικείμενο την προεπιλογή των υποψηφίων για τη θέση του Πρύτανη (άρθρο 8 παρ. 18 δ΄ του Ν. 4009/2011). Ειδικότερα, με τη ΣτΕ 4474/2014 ακυρώθηκε η διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρο 8 παρ. 16 του Ν. 4009/2011), με την οποία ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια εκλογής και διορισμού του Πρύτανη, συνακυρουμένων, ως ενσωματωθεισών σε αυτήν, (α) της απόφασης του ΣΙ του οικείου ΑΕΙ περί επιλογής των υποψηφίων προς εκλογή και (β) της απόφασης του ΣΙ του εν λόγω ΑΕΙ περί διορισμού του εκλεγέντος ως Πρύτανη [βλ. www.prevedourou.gr, Ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 4009/2011 για τις πρυτανικές εκλογές: ΣτΕ 2357/2014 και www.prevedourou.gr, Αυτοδέσμευση της διοίκησης μέσω εξειδίκευσης των αόριστων εννοιών. Η νομική φύση των «κατευθυντήριων γραμμών» (ΣτΕ 4474/2014 7μ και ΣτΕ 2357/2014)].
2. Και στην περίπτωση των εκλογών του Πανεπιστημίου Πατρών, η παρανομία εντοπίζεται στο στάδιο της προεπιλογής των υποψηφίων για τη θέση πρύτανη από το ΣΙ, πλην όμως αφορά παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου, δεδομένου ότι το ΣΙ ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως το άρθρο 8 παρ. 16 στοιχ. γ΄, του Ν. 4009/2011, το οποίο ορίζει τα εξής: «γ) Το Συμβούλιο, με απόφασή του, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών του, επιλέγει, εφόσον είναι ενδεκαμελές, δύο και, εφόσον είναι δεκαπενταμελές, τρεις υποψηφίους μεταξύ αυτών που συγκεντρώνουν τα τυπικά προσόντα, που προβλέπονται στην παράγραφο 15 και ύστερα από εκτίμηση των ουσιαστικών τους προσόντων, προσκαλεί τους υποψηφίους σε ακρόαση ανοικτή στην κοινότητα του ιδρύματος. Μέσα σε προθεσμία δύο ημερών από την ακρόαση, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, καλούνται όλοι οι καθηγητές του ιδρύματος να εκλέξουν, μεταξύ των δύο ή τριών, κατά περίπτωση, υποψηφίων που επιλέχθηκαν, τον Πρύτανη του ιδρύματος. ...». Ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή, το Συμβούλιο της Επικρατείας (Γ Τμήμα, 5μ) δέχεται ότι «ο νόμος αναθέτει στο ΣΙ του οικείου ΑΕΙ την αρμοδιότητα να κρίνει αν οι υποψήφιοι προς εκλογή πρύτανη διαθέτουν τα νόμιμα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (αναγνωρισμένο κύρος, σημαντική διοικητική εμπειρία) και να επιλέγει ως υποψηφίους πρόσωπα που, κατά την αιτιολογημένη κρίση του, διαθέτουν τα προσόντα αυτά. Εφόσον δε το Συμβούλιο, ασκώντας την ανωτέρω αρμοδιότητά του, κρίνει με την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των μελών του, ότι περισσότεροι από τρεις ή δύο εκ των κρινομένων (αναλόγως αν το Συμβούλιο είναι δεκαπενταμελές ή ενδεκαμελές) διαθέτουν τα νόμιμα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, οφείλει να θεωρήσει ως επιλεγέντες τους επικρατέστερους από αυτούς, δηλαδή τους τρεις ή δύο υποψηφίους που, κατά τη συγκριτική αξιολόγηση η οποία διενεργείται ακολούθως μεταξύ των εχόντων τα νόμιμα προσόντα, συγκεντρώνουν τις περισσότερες προτιμήσεις των μελών του Συμβουλίου (σχετική πλειοψηφία), χωρίς να απαιτείται και ο αριθμός των προτιμήσεων αυτών για τον κάθε επιλεγόμενο να είναι ίσος τουλάχιστον προς τα 2/3 του συνόλου των μελών του Συμβουλίου. Η ερμηνεία αυτή των ανωτέρω διατάξεων συμπορεύεται με την εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη να διασφαλίσει, αφ’ ενός, εκλογή πρύτανη διενεργουμένη μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και σημαντικής διοικητικής εμπειρίας –επιδίωξη που επιτυγχάνεται με την απαίτηση οι υποψήφιοι να έχουν, ως προς τα ανωτέρω προσόντα, την εμπιστοσύνη των 2/3 του συνόλου των μελών του ΣΙ– και, αφ’ ετέρου, τη δυνατότητα του συνόλου των μελών του εκλεκτορικού σώματος να επιλέγουν τελικώς αυτά τον πρύτανη μεταξύ περισσοτέρων υποψηφίων, οι οποίοι διαθέτουν τα ανωτέρω προσόντα». Θα μπορούσε, δηλαδή, να θεωρηθεί ότι το ΣτΕ περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει το ΣΙ κατά την προεπιλογή ως εξής: αφού το ΣΙ κρίνει, κατ’ ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και με την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των μελών του, ότι περισσότεροι από τρεις ή δύο εκ των κρινομένων (αναλόγως αν το ΣΙ είναι δεκαπενταμελές ή ενδεκαμελές) διαθέτουν τα νόμιμα τυπικά (καθηγητές πρώτης βαθμίδας Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, με ελληνική ιθαγένεια και άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας) και ουσιαστικά προσόντα (αναγνωρισμένο κύρος, σημαντική διοικητική εμπειρία), η διακριτική του ευχέρεια συρρικνώνεται και οφείλει να θεωρήσει ως επιλεγέντες τους επικρατέστερους από αυτούς, δηλαδή οπωσδήποτε τους τρεις ή δύο υποψηφίους (αναλόγως αν το ΣΙ είναι δεκαπενταμελές ή ενδεκαμελές) που, κατά τη συγκριτική αξιολόγηση η οποία διενεργείται ακολούθως μεταξύ των εχόντων τα νόμιμα προσόντα, συγκεντρώνουν τις περισσότερες προτιμήσεις των μελών του ΣΙ (σχετική πλειοψηφία). Με άλλα λόγια, στο στάδιο της συγκριτικής αξιολόγησης των υποψηφίων που, κατά την πλειοψηφία των 2/3 των μελών του ΣΙ, διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα, δεν απαιτείται και ο αριθμός των προτιμήσεων για τον κάθε επιλεγόμενο να είναι ίσος προς τα 2/3 του συνόλου των μελών του ΣΙ, αλλά αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Το ΣΙ, πάντως, οφείλει να επιλέξει οπωσδήποτε τρεις (ή δύο, αν είναι ενδεκαμελές) υποψηφίους προς εκλογή για τη θέση πρύτανη, εφόσον έκρινε ήδη, με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του, ότι αυτοί διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα. [Σημειώνεται εν προκειμένω ότι οι σχετικές διατάξεις περί συμμετοχής του ΣΙ στη διαδικασία ανάδειξης των πρυτάνεων των ΑΕΙ κρίθηκαν συνταγματικές με την απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 519/2015, σκέψη 17 (www.prevedourou.gr, Συνταγματική η οργάνωση των Α.Ε.Ι., βάσει του Ν. 4009/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει (Συμβούλια Ιδρυμάτων, εκλογή Πρυτάνεων, εκλογική διαδικασία). ΣτΕ Ολ 519/2015). Βλ. κριτική της απόφαση σε Σπ. Βλαχόπουλο, παρατηρήσεις, ΘΠΔΔ 3/2015, σ. 230 (246)].
3. Μια άλλη διαφορά μεταξύ των δύο ακυρωτικών αποφάσεων του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας έγκειται στο ότι στην απόφαση ΣτΕ 4474/2014, το Δικαστήριο έκρινε ότι μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πρέπει να θεωρηθεί η διαπιστωτική απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια εκλογής και διορισμού Πρύτανη του Α.Π.Θ. (βλ. κατωτέρω, άρθρο 8 παρ. 16 περ. δ΄ του Ν. 4009/2011, όπως ισχύει) και ακύρωσε, όπως αναγράφεται στο διατακτικό, την εν λόγω απόφαση, δεχόμενο ότι συνυκυρούνται ως ενσωματωθείσες σε αυτήν οι προγενέστερες πράξεις, δηλαδή (α) η από 20.5.2014 απόφαση του ΣΙ του ΑΠΘ περί επιλογής των υποψηφίων προς εκλογή, στην οποία εντοπίσθηκε η πλημμέλεια και (β) η απόφαση του ΣΙ του ΑΠΘ περί διορισμού ως Πρύτανη του Π.Μ. Αντίθετα, στην πρόσφατη απόφαση ΣτΕ 3238/2015, το Δικαστήριο δέχεται ότι ως μόνες παραδεκτώς προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να θεωρηθούν τόσο η απόφαση του ΣΙ του Πανεπιστημίου Πατρών περί διορισμού της εκλεγείσας υποψήφιας (Β. Κ.) ως πρύτανη, όσο και η διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων για τον διορισμό αυτό, με τις οποίες ολοκληρώθηκε η σχετική σύνθετη διοικητική ενέργεια, ενώ ως ενδιάμεσες πράξεις της ίδιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας θεωρούνται οι προηγούμενες, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης του ΣΙ περί προεπιλογής των υποψηφίων, η οποία φέρει τη διαπιστωθείσα πλημμέλεια. Κατά συνέπεια, η απόφαση του ΣΙ που διορίζει τον εκλεγέντα υποψήφιο ως πρύτανη και η διαπιστωτική πράξη που εκδίδει στη συνέχεια ο Υπουργός για τον ως άνω διορισμό συναποτελούν, ως αδιάσπαστη ενότητα, την τελική πράξη της σύνθετης διοικητικής ενέργειας. Για τον λόγο αυτό, ακυρώνει, όπως αναγράφεται στο διατακτικό της ΣτΕ 3238/2015, και τις δύο ως άνω πράξεις, σε αντιδιαστολή προς την ακύρωση μόνο της διαπιστωτικής υπουργικής πράξης, όπως αναγράφεται στο διατακτικό της απόφασης ΣτΕ 4474/2014 7μ, με τη μνεία, βεβαίως, ότι συνακυρώνονται ως ενσωματωθείσες σε αυτή και οι αποφάσεις του ΣΙ περί προεπιλογής των υποψηφίων και περί διορισμού του εκλεγέντος ως πρύτανη. Σύμφωνα με τη θεωρία ή ορθότερα τη νομολογιακή κατασκευή της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, ακριβέστερη θα πρέπει να θεωρηθεί η διατύπωση της ΣτΕ 4474/2014. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, η ακύρωση της τελικής πράξης στηρίζεται στον παραδεκτώς προβληθέντα λόγο ακύρωσης που αναφέρεται σε πλημμέλειες της ενδιάμεσης πράξης προεπιλογής των υποψηφίων από το ΣΙ.
4. Τέλος, είναι ενδιαφέρον ότι στην απόφαση ΣτΕ 4474/2014 7μ το Δικαστήριο ακύρωσε την πράξη διορισμού και ανέπεμψε στη Διοίκηση για να πράξει τα νόμιμα, παρέχοντας ταυτόχρονα συγκεκριμένες και διεξοδικές κατευθύνσεις στο ΣΙ για να διευκολύνει τη συμμόρφωσή του στην ακυρωτική απόφαση: «η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Α.Π.Θ., προκειμένου η διαδικασία να επαναληφθεί νομίμως από το στάδιο κατά το οποίο ακυρώνεται, δηλαδή προκειμένου το Σ.Ι. του Α.Π.Θ. να επαναλάβει τη συνεδρίασή του για κρίση των υποψηφίων προς εκλογή, αφού προηγουμένως καλέσει τον κατά το χρόνο της ως άνω ακυρωθείσης αποφάσεώς του (20.5.2014) Πρύτανη του Α.Π.Θ., αναπληρούμενο σε περίπτωση κωλύματος από νόμιμο κατά τον ανωτέρω χρόνο αναπληρωτή του, ο οποίος δεν κωλύεται» (σκέψη 10). Η υπόδειξη αυτή, που θυμίζει τη γαλλική “injοnction” (διαταγή), την οποία κατά τα άρθρα L 911-1 και L 911-2 του Code de justice administrative έχει την εξουσία να απευθύνει ο διοικητικός δικαστής στη Διοίκηση για τη διασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασής του, είναι άκρως πρόσφορη και στοχευμένη, δεδομένου μάλιστα ότι ο κατά τον χρόνο της ακυρωθείσας απόφασης του ΣΙ (20.5.2014) Πρύτανης του ΑΠΘ, ο οποίος έπρεπε να κληθεί κατά την επανάληψη της συνεδρίασης του ΣΙ, απουσίαζε κατά τον χρόνο της επανάληψης με εκπαιδευτική άδεια, οπότε το Δικαστήριο επισήμανε ότι έπρεπε να αναπληρωθεί από τον νόμιμο κατά τον χρόνο της ακυρωθείσας απόφασης αναπληρωτή του, τον οποίο όφειλε να καλέσει το ΣΙ στη συνεδρίασή του. Εφόσον η κλήση του Πρύτανη στις συνεδριάσεις του ΣΙ συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, το ΣΙ έχει δέσμια αρμοδιότητα να τον καλέσει. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο υποδεικνύει στη Διοίκηση τη μόνη δυνατή ενέργεια στην οποία μπορεί να προβεί προκειμένου να συμμορφωθεί προς τη δικαστική απόφαση και να αποφευχθούν τυχόν πλημμέλειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν νέες ένδικες διαφορές.
5. Αντίθετα, στο διατακτικό της απόφασης ΣτΕ 3238/2015 αναγράφεται μόνον η κλασική φράση περί αναπομπής που επαναλαμβάνεται σε όλες τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας : «Αναπέμπει την υπόθεση στο Πανεπιστήμιο Πατρών, για να ενεργήσει τα νόμιμα». Εν προκειμένω, το περιεχόμενο των ενεργειών στις οποίες θα προβεί το ΣΙ συμμορφούμενο προς την ακυρωτική απόφαση προκύπτει σαφώς από τις σκέψεις 5 και 6 του αιτιολογικού της απόφασης («…έπρεπε, συνεπώς, συμφώνως προς τα εκτεθέντα ανωτέρω, και ο αιτών να θεωρηθεί ως νομίμως επιλεγείς προς συμμετοχή στις εκλογές για την ανάδειξη του πρύτανη και επομένως η από 13/6/2014 απόφαση του ΣΙ, καθ’ ο μέρος θεώρησε τον αιτούντα ως μη επιλεγέντα, δεν είναι νόμιμη»). Ακριβέστερα, στα πλαίσια της συμμόρφωσής του προς την ακυρωτική απόφαση ΣτΕ 3238/2015, το ΣΙ θα εκφέρει αξιολογική κρίση, βάσει της διακριτικής ευχέρειας την οποία διαθέτει ως προς την επιλογή των υποψηφίων μεταξύ των ενδιαφερομένων για τη θέση του Πρύτανη καθηγητών και την οποία ασκεί σύμφωνα με τα κριτήρια του νόμου, οπότε ο ακυρωτικός δικαστής δεν έχει άλλα περιθώρια υπόδειξης ούτε φυσικά εξουσία προσδιορισμού του περιεχομένου της κρίσης του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, πράγμα που θα ισοδυναμούσε με συνταγματικώς ανεπίτρεπτη υποκατάσταση. Εάν, επομένως, κατά την επαναληπτική συνεδρίαση του ΣΙ για την προεπιλογή των υποψηφίων διατηρηθούν οι ίδιες υποψηφιότητες (δηλαδή κανείς από όσους εκδήλωσαν ενδιαφέρον δεν αποσύρει την υποψηφιότητά του, ενώ δεν είναι βεβαίως δυνατή η υποβολή νέων υποψηφιοτήτων, εφόσον το αντίστοιχο στάδιο της διαδικασίας ανάδειξης πρύτανη έχει λήξει), το ΣΙ οφείλει να άρει την παρανομία που εντόπισε το Συμβούλιο της Επικρατείας και να θεωρήσει και τον αιτούντα ως επιλεγέντα, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα δεδομένα που υπήρχαν κατά τον χρόνο της έκδοσης της εν λόγω ενδιάμεσης πράξης της σύνθετης διοικητικής ενέργειας η οποία φέρει την πλημμέλεια που προκάλεσε την ακύρωση.
[Για την έννοια, το περιεχόμενο και τη διαδικασία έκδοσης διαταγής προς τη Διοίκηση (injοnction) στο πλαίσιο της γαλλικής έννομης τάξης, βλ., αντί πολλών, Hλ. Κουβαρά, Η Διοικητική Δικαιοσύνη ως δικαιοτελεστική λειτουργία. Συμβολή στην αποτελεσματικότητα της Διοικητικής Δικαιοσύνης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σ. 402-434. Επίσης, τις 10 εισηγήσεις του Colloque, Le pouvoir d’injonction du juge administratif, RFDA 3/2015, σ. 441-470 και RFDA 4/2015, σ. 643-669, με πλούσιες νομολογιακές και βιβλιογραφικές παραπομπές].