Εξελίξεις Ευγενίας Πρεβεδούρου

Eρμηνεία του άρθρου 32 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989. Συνέχιση της δίκης σε περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ Ολ 3175/2014 και ΣτΕ 2451/2012)

Eρμηνεία του άρθρου 32 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989. Συνέχιση της δίκης σε περίπτωση παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ Ολ 3175/2014 και παραπεμπτική ΣτΕ 2451/2012)

1. Mε την απόφαση ΣτΕ Ολ 3175/2014 [ΣτΕ Ολ 3175.2014], η Ολομέλεια ερμήνευσε διεξοδικά την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του πδ 18/1989, παρέχοντας διευκρινίσεις ως προς τη λειτουργία που επιτελεί η νέα δικονομική δυνατότητα την οποία θεμελιώνει η εν λόγω διάταξη και ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής της. Με τη νέα αυτή ρύθμιση παρέχεται η δυνατότητα στον αιτούντα να αποτρέψει ο ίδιος την κατάργηση της δίκης στην περίπτωση λήξης, τροποποίησης ή αντικατάστασης της προσβαλλόμενης πράξης, με την έκδοση νεότερης πράξης όμοιου περιεχομένου, καταθέτοντας ιδιαίτερο δικόγραφο και προβάλλοντας ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου. Με τον τρόπο αυτό, μεταβάλλεται, ουσιαστικά, το αντικείμενο της δίκης, για τον λόγο δε αυτό προβλέπεται η δυνατότητα προβολής νέων λόγων ακύρωσης, που αφορούν στη νέα πράξη. Ειδικότερα, η διάταξη έχει διατυπωθεί ως εξής: «3. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο [2] παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. Μπορεί επίσης με το ίδιο δικόγραφο να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν αντικείμενο. Με αίτημα του διαδίκου, που υποβάλλεται και προφορικώς στο ακροατήριο, η συζήτηση αναβάλλεται για σύντομο χρονικό διάστημα προκειμένου να κατατεθεί και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο το δικόγραφο αυτό, μέσα στην ίδια προθεσμία πριν από τη νέα δικάσιμο».

2. Με τη διάταξη αυτή, ο νομοθέτης επιδιώκει να καλύψει ένα σημαντικό κενό στον μηχανισμό της κατάργησης της δίκης, το οποίο ανέκυψε όσον αφορά τις περιπτώσεις παύσης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης που προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου 32 του ΠΔ 18/1989. Ειδικότερα, επιχειρεί να αποτρέψει την καθυστέρηση παροχής ουσιαστικής δικαστικής προστασίας στον διάδικο όταν η Διοίκηση εκδίδει αλλεπάλληλες, παρόμοιες κατά περιεχόμενο, πράξεις, η έκδοση καθεμιάς από τις οποίες προκαλεί την κατάργηση της δίκης που είχε ανοίξει με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της προηγούμενης πράξης και αναγκάζει τον διοικούμενο να ασκήσει νέα αίτηση ακύρωσης. Τούτο συμβαίνει όταν η Διοίκηση είτε εκδίδει νέα πράξη με περιεχόμενο όμοιο προς αυτό της προσβαλλόμενης, της οποίας η ισχύς έληξε κατά την εκκρεμοδικία επειδή ήταν πράξη περιορισμένης χρονικής ισχύος, είτε αντικαθιστά ή τροποποιεί την προσβαλλόμενη πράξη χωρίς να την καταργεί ρητώς. Στη νομολογία διαμορφώθηκε η τάση κατάργησης της δίκης στις περιπτώσεις κατάργησης ή αντικατάστασης ή ουσιώδους τροποποίησης της προσβαλλόμενης πράξης –εκτός εάν ο αιτών επικαλεστεί και αποδείξει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης– και συνέχισής της όταν η νεότερη πράξη επιφέρει επουσιώδεις τροποποιήσεις, οπότε ο δικαστής τη θεωρεί συμπροσβαλλόμενη, διευρύνοντας έτσι το αντικείμενο της δίκης. Επομένως, το καθ’ύλην πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 3 είναι στενότερο αυτού της παραγράφου 2, η οποία καλύπτει κάθε περίπτωση λήξης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, ανεξαρτήτως του αν η Διοίκηση εξέδωσε ή όχι νέα πράξη. Περαιτέρω, στην παράγραφο 3, το έννομο συμφέρον έγκειται στον δυσμενή για τον αιτούντα χαρακτήρα της νέας πράξης, ενώ στην παράγραφο 2, ο αιτών πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον.

Ερμηνεία της διάταξης με την απόφαση ΣτΕ Ολ 3175/2014

3. Ερμηνεύοντας τη διάταξη της παραγράφου 3, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι θεσπίζει ειδική περίπτωση συνέχισης της ακυρωτικής δίκης, πέραν αυτής της παρ. 2 του άρθρου 32 του πδ 18/1989, η οποία έχει ανοιχθεί με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά διοικητικής πράξης, της οποίας η ισχύς έπαυσε είτε διότι η πράξη ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη που εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα. Στην ειδική αυτή περίπτωση δεν διατηρείται απλώς, μετά τη σύννομη άσκηση του σχετικού δικαιώματος προς παροχή δικαστικής προστασίας από τον αιτούντα, το αρχικό αντικείμενο της δίκης, αλλά η δίκη συνεχίζεται με ουσιωδώς διευρυμένο αντικείμενο, το οποίο προσδιορίζεται από την προσβολή όχι μόνο της αρχικής, αλλά και της νεότερης διοικητικής πράξης, η οποία εκδόθηκε μετά την παύση της ισχύος της αρχικώς προσβληθείσης. Η δικονομική αυτή συνέπεια (ουσιώδης διεύρυνση κατ’ αντικείμενο της αρχικής δίκης) προκύπτει σαφώς από το γράμμα της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 32 του πδ 18/1989, η οποία παρέχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να προβάλει με το κατατιθέμενο δικόγραφο «και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως», καθώς και «να παραιτείται από την προσβολή πράξεων ή από λόγους ακυρώσεως που δεν έχουν πλέον αντικείμενο». Τα ανωτέρω προδήλως σημαίνουν ότι, ακόμη και στην περίπτωση που ο αιτών δεν προβάλει νέους λόγους ακύρωσης με το κατατεθέν δικόγραφο, ο νόμος θεωρεί ότι κατά της νέας πράξης προβάλλονται οι λόγοι που είχαν ήδη προβληθεί κατά της πράξης, της οποίας έπαυσε η ισχύς. Η νεότερη, εξάλλου, πράξη είναι σε κάθε περίπτωση συμπροσβαλλόμενη με την αρχική, αφού μόνο δια του τρόπου αυτού καθίσταται εφικτή η επίτευξη του σκοπού της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989 (βλ. αιτιολογική έκθεση άρθρου 31 ν. 3772/2009), που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αποφυγή της ανάγκης να εγερθεί από τον αιτούντα νέα ακυρωτική δίκη κατά της νεότερης πράξης.

4. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον δηλαδή η κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ 18/1989 «συνέχιση» της δίκης συνιστά σε κάθε περίπτωση ουσιώδη διεύρυνση του αρχικού αντικειμένου της υπό την εκτεθείσα έννοια, ο νόμος απαιτεί ρητώς την τήρηση έγγραφης προδικασίας, που συνίσταται στην κατάθεση και κοινοποίηση εντός ορισμένης προθεσμίας στον αντίδικο του αιτούντος αυτοτελούς δικογράφου, επέχοντος από δικονομικής απόψεως θέση συμπληρωματικού προς το αρχικό ενδίκου βοηθήματος. Και ναι μεν είναι δυνατόν ο νομοθέτης να καταστήσει με συγκεκριμένη ειδική ρύθμιση (βλ. π.χ. άρθρα 21 παρ. 6, 25 παρ. 1 εδ. τελευταίο, 49 παρ. 3 π.δ. 18/1989) σχετική και επομένως ιάσιμη τη δικονομική ακυρότητα διαδικαστικής πράξης του διαδίκου, που οφείλεται στη μη τήρηση διατάξεων που αφορούν τις κατά νόμο κοινοποιήσεις δικογράφου, αν οι υφιστάμενοι δικονομική βλάβη διάδικοι δεν αντιλέγουν, πλην, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η ως άνω ίαση της ακυρότητας είναι δυνατή και εν σιωπή του νόμου, όπως στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται, αν δεν υπάρχει ρητή περί του αντιθέτου πρόβλεψη στο νόμο, ως προς την προθεσμία κατάθεσης του οικείου κατά περίπτωση δικογράφου. Τούτο δε, διότι η προθεσμία αυτή – αντιθέτως προς την προθεσμία της κοινοποίησης – δεν τίθεται μόνο ούτε κυρίως προς όφελος της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των διαδίκων κατά των οποίων στρέφεται το δικόγραφο, αλλά συνιστά αντικειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης του οικείου δικονομικού δικαιώματος, η μη τήρηση της οποίας προξενεί απόλυτη και όχι σχετική ακυρότητα της αντίστοιχης διαδικαστικής πράξης. Κατά συνέπεια, η μη τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 32 παρ. 3 του πδ 18/1989, με την κατάθεση από το αιτούν σωματείο αυτοτελούς δικογράφου έξι (6) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες προ της πρώτης συζήτησης (εν προκειμένω κατετέθη σχετικό υπόμνημα μόλις την προτεραία της συζήτησης), χωρίς μάλιστα να ζητηθεί και χορηγηθεί, εάν συντρέχει περίπτωση, η κατά το άρθρο 32 παρ. 3 εδ. τελευταίο του πδ 18/1989 προβλεπόμενη αναβολή συζήτησης της υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο, προκειμένου να τηρηθεί η νόμιμη προθεσμία, κατέστησε απολύτως άκυρη τη σχετική διαδικαστική πράξη του αιτούντος σωματείου και δεν επάγεται κατά νόμο τη συνέχιση της παρούσης δίκης, είναι δε αδιάφορο από την άποψη αυτήν ότι το Ελληνικό Δημόσιο παρέστη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης και δεν αντέλεξε ως προς την τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας.

5. Παρά την ορθότητά της από αυστηρώς δικονομική σκοπιά, η προσέγγιση αυτή καταλήγει σε ανεπιεική για τον διάδικο αποτελέσματα και δεν συνάδει προς τον σκοπό της διάταξης, που έγκειται ακριβώς στην αποφυγή της καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης και της επιβάρυνσης του διαδίκου με την κατάργηση της εκκρεμούς δίκης και την άσκηση νέου ένδικου βοηθήματος. Δεδομένου ότι ο μηχανισμός της κατάργησης της δίκης θα πρέπει να λειτουργεί ως μέσον επιτάχυνσης της ένδικης διαδικασίας αλλά και βελτίωσης της ποιότητας της δικαστικής απόφασης, να προάγει δηλαδή την αποτελεσματική έννομη προστασία, θα ήταν σκόπιμο να αποφεύγονται οι αυστηρές και δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές των δικονομικών διατάξεων [Ε. Πρεβεδούρου, Η κατάργηση της ακυρωτικής δίκης, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012, σ. 331]. Στο ίδιο πνεύμα και η μειοψηφία στην απόφαση ΣτΕ 819/2010 όσον αφορά την ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων: “κατά την έννοια του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, ακόμη και όταν μία δικονομική προϋπόθεση είναι καταρχήν δικαιολογημένη, διότι εξυπηρετεί την καλή λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης, οι διατάξεις που την προβλέπουν θα πρέπει, παρά ταύτα, να μην ερμηνεύονται με υπέρμετρη προσήλωση στους τύπους, αλλά να συνεκτιμάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών της, μήπως η εφαρμογή τους, όταν εμποδίζει το δικαστήριο να εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, συνιστά δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του ενδιαφερομένου”.

Mειοψηφούσα γνώμη

6. Σημειώνεται ότι υπήρξε και μειοψηφία, η οποία υιοθέτησε επιεικέστερη προσέγγιση, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 του πδ 18/1989 κατά τρόπο που να διευκολύνει τη συνέχιση της δίκης. Κατά την άποψη αυτή, αν το προβλεπόμενο στην ως άνω διάταξη δικόγραφο (υπόμνημα) κατατεθεί την προτεραία της συζήτησης και όχι έξη πλήρεις ημέρες προ αυτής, το περιεχόμενο στο δικόγραφο αυτό αίτημα συνέχισης της δίκης δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτο αν (i) δεν προβάλλονται με αυτό νέοι λόγοι ακύρωσης (οπότε το Δημόσιο θα έπρεπε να έχει άνεση χρόνου για να τους αντικρούσει) και (ii) επί του αιτήματος συνέχισης της δίκης δεν αντιλέγει η διάδικος Διοίκηση. Έτσι το μεν Δημόσιο δεν υφίσταται δικονομική βλάβη (ειδάλλως θα είχε αντιλέξει) επιτυγχάνεται δε η κατά το δυνατόν ταχύτερη διεκπεραίωση της υπόθεσης και, άρα, η αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης.

Η παραπεμπτική ΣτΕ 2451/2012

7. Είναι ενδιαφέρον ότι στην παραπεμπτική απόφαση του Δ΄ Τμήματος (ΣτΕ 2451/2012 7μ), επικράτησε άποψη όμοια με αυτή της μειοψηφίας στην Ολομέλεια, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια ερμηνεία της εν λόγω διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 32 του πδ 18/1989 συνάδει και με τον σκοπό που επιδιώκει ο νομοθέτης με τη θέσπισή της, την αποφυγή δηλαδή της καθυστέρησης απονομής στον διοικούμενο ουσιαστικής δικαστικής προστασίας με την έκδοση αλλεπάλληλων παρόμοιων κατά περιεχόμενο πράξεων, η έκδοση καθεμιάς από τις οποίες προκαλεί την κατάργηση της δίκης, που είχε ανοίξει με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της προηγουμένης πράξης, και αναγκάζει τον διοικούμενο να ασκήσει νέα αίτηση ακύρωσης (βλ. την αιτιολογική έκθεση σχετικά με το άρθρο 31 του ν. 3772/2009, με το οποίο προστέθηκε η ανωτέρω παρ. 3 στο άρθρο 32). Άλλωστε, αν ήθελε γίνει δεκτό ότι, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, για να συνεχισθεί η δίκη με βάση αυτήν, πρέπει οπωσδήποτε να έχει κατατεθεί σχετικό υπόμνημα έξι τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, ανεξαρτήτως αν αντιλέγει ή όχι ο αντίδικος επί μη τήρησης αυτής της προθεσμίας και αν, σε μια τέτοια περίπτωση, προβάλλονται ή όχι νέοι λόγοι κατά της νεότερης πράξης, στην προκειμένη, πάντως, περίπτωση δεν θα κατηργείτο η δίκη, αλλά το Δικαστήριο θα ανέβαλε απλώς τη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ εφαρμογή της επίμαχης διάταξης, ερμηνεύοντας το υποβληθέν την παραμονή της συζήτησης από τον αιτούντα υπόμνημα ότι έχει την έννοια ότι με αυτό υποβάλλεται αίτημα αναβολής συζήτησης της υπόθεσης, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, εν όψει μάλιστα του συντόμου χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας κυκλοφορίας του φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (31.5.2010), στο οποίο δημοσιεύθηκε η νεότερη πράξη, που αντικατέστησε την προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση, και της συζήτησης της υπόθεσης (10.6.2010), και, επομένως, του μικρού χρονικού διαστήματος που είχε στην διάθεσή του ο αιτών για να πληροφορηθεί τη δημοσίευση της νεότερης αυτής πράξης και να υποβάλει το προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη υπόμνημα έξι ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης.

8. Επισημαίνεται, ακόμη, ότι στην παραπεμπτική απόφαση, ο Πρόεδρος του Τμήματος Μ. Βροντάκης και η Σύμβουλος Ε. Σάρπ υποστήριξαν ότι η νεότερη απόφαση δεν επέφερε λήξη της ισχύος της προσβαλλομένης με την κρινόμενη αίτηση απόφασης, αλλά, διατηρώντας αυτήν σε ισχύ, προέβη σε περαιτέρω αύξηση του τιμολογίου αμοιβής των φορτοεκφορτωτών ξηράς της περιοχής Αθηνών με επιβολή νέας ποσοστιαίας αύξησης επί του τιμολογίου αυτού, όπως είχε διαμορφωθεί με την προσβαλλόμενη πράξη. Δεδομένου ότι ο αιτών αμφισβητεί βασικώς τη συνταγματικότητα των διατάξεων, στις οποίες ερείδονται και οι δύο αποφάσεις που ρυθμίζουν τις φορτοεκφορτώσεις, μεταξύ άλλων, στην Κεντρική Αγορά Αθηνών, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα κατάργησης της δίκης ή συνέχισης αυτής κατά την έννοια της παρ. 3 του άρθρου 32 του ΠΔ 18/1989, αλλά έρευνας της νομιμότητας της προσβαλλομένης με την κρινόμενη αίτηση απόφασης, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την νεότερη υπουργική απόφαση, τυχόν δε αποδοχή των προβαλλομένων λόγων ακύρωσης θα οδηγούσε σε ακύρωση και των δύο αυτών αποφάσεων λόγω αντίθεσης των διατάξεων, οι οποίες ρυθμίζουν το σύστημα φορτοεκφορτώσεων στην Κεντρική Αγορά Αθηνών, σε υπερκείμενους κανόνες δικαίου.

8. Εάν ο διάδικος δεν ζητήσει τη συνέχιση της δίκης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 32 του ΠΔ 18/1989 και δεν τηρηθεί η σχετική διαδικασία, η δίκη καταργείται [ΣτΕ 547/2010: με τη ματαίωση του διαγωνισμού, επήλθε λήξη της ισχύος των προσβαλλόμενων πράξεων (απόρριψη προδικαστικής προσφυγής του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 2522/1997, πράξη με την οποία οι προσφορές της αιτούσας θεωρήθηκαν τεχνικώς μη αποδεκτές). Ως εκ τούτου εξέλιπε το αντικείμενο της δίκης, η οποία πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του ΠΔ 18/1989, εφόσον η αιτούσα δεν επικαλέσθηκε ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχισή της, ούτε τήρησε την προβλεπόμενη από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου διαδικασία. Έτσι και ΣτΕ 818/2010, σκέψη 9, 1186/2010, σκέψη 3].

Το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989

9. Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 32 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε, με την απόφαση ΣτΕ Ολ 31/2013, ότι η δυνατότητα να ζητηθεί η συνέχιση της δίκης κατ’ εφαρμογή της εν λόγω δικονομικού χαρακτήρα διάταξης παρέχεται, κατά το γράμμα της, μόνον όταν συντρέχει περίπτωση κατάργησης της δίκης κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 32 και, ειδικότερα, όταν η παύση της ισχύος της προσβαλλομένης πράξης οφείλεται στη μεταγενέστερη έκδοση πράξης ομοίου περιεχομένου ή στην τροποποίηση ή αντικατάστασή της με πράξη, η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα. Αντιθέτως, τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 32, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η προσβαλλομένη πράξη καταργείται εξ υπαρχής. Πάντως, η μειοψηφούσα γνώμη δέχθηκε ότι, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ερμηνευομένης εν όψει του σκοπού αυτής, που είναι η αποφυγή δημιουργίας περισσοτέρων δικών για την αυτή αιτία, η δυνατότητα του αιτούντος διαδίκου να ζητεί, με την κατάθεση σχετικού δικογράφου, την συνέχιση της δίκης, προβάλλοντας ενδεχομένως και νέους λόγους ακύρωσης, οι οποίοι στρέφονται κατά της νέας πράξης, έτσι ώστε να μην υποχρεώνεται στην άσκηση αίτησης ακύρωσης και κατά της τελευταίας αυτής πράξης, παρέχεται και στην περίπτωση εξ υπαρχής κατάργησης της προσβαλλόμενης πράξης με νεώτερη πράξη που επαναλαμβάνει την ιδία, κατά βάση, και δυσμενή για τον αιτούντα, ρύθμιση.

Βλ. Π. Λαζαράτος, Περί του συμπληρωματικού ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 32 παρ. 3 πδ 18/1989 – Πρόσθετο σχόλιο στην ΣτΕ Ολ 3175/2014, ΘΠΔΔ 1/2015, σ. 63. Ε. Πρεβεδούρου, Κατάργηση δίκης-προθεσμία κατάθεσης δικογράφου (ΣτΕ 3175/2014), παρατηρήσεις, ΘΠΔΔ 10-11/2014, σ. 923.

Για να κάνουμε την εμπειρία πλοήγησής σου καλύτερη, χρησιμοποιούμε cookies. περισσότερα

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης στη σελίδα μας χρησιμοποιούμε cookies. Αν συνεχίσετε να πλοηγείστε στην ιστοσελίδα μας χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις σας για τα cookies, ή πατήσετε στο κουμπί "Αποδοχή" παρακάτω, σημαίνει πως δίνετε τη συναίνεσή σας για αυτό.

Κλείσιμο